Κάθε μέρα κατάφερνα να του ξεφεύγω. Δεν ξέρω αν
ήταν η ικανότητά μου, ή απλά με άφηνε να κερδίζω, μέχρι να πάρει σοβαρά το θέμα
και να με πάρει μαζί του. Συνήθως έτρεχα και κρυβόμουν πίσω από τα δέντρα και
κάποιες φορές μέσα στις αυλές κάποιων σπιτιών πίσω από τις μάντρες. Περνούσε
κάθε μέρα, άλλες φορές βιαστικός, άλλες φορές με χαλαρό και άνετο βηματισμό.
Πάντα κοιτούσε λίγο τριγύρω καιιι αν είχε όρεξη κάποιες φορές έκανε πως με
ψάχνει. Πάντα στο τέλος έφευγε και μου φώναζε ‘’αύριο μικρέ πάλι’’.
Αντίθετα με τα όσα είχαμε ακούσει για αυτόν, ή
αντίθετα με τις περιγραφές του σε διάφορες ταινίες, πίνακες ζωγραφικής και όπου
αλλού τον έχει αναφέρει το ανθρώπινο είδος, ο Θάνατος δεν είναι καθόλου έτσι.
Είναι ένας κανονικός άνθρωπος, στην όψη, όχι στην φύση του, γύρω στα πενήντα με
μαύρα μαλλιά – όχι μαύρα ρούχα και κουκούλες – και γένια. Φοράει κανονικά ρούχα συνήθως σε ουδέτερο
χρώμα και αν μπορούσατε να τον δείτε θα στοιχηματίζατε πως η δουλειά του είναι
άλλη. Θα μπορούσε να είναι δάσκαλος, οδηγός λεωφορείου, ξυλοκόπος, οικοδόμος,
ταξιτζής ή να σας έχει εξυπηρετήσει σε
οποιαδήποτε θέση στο παρελθόν. Αν μάλιστα σας αποκάλυπτε την ιδιότητά του, θα
γελούσατε μέχρι δακρύων, εκτός κι αν δήλωνε ότι έχει έρθει για εσάς.
Ξέχασα να σας συστηθώ. Δεν θα σας πω το όνομά μου,
γιατί μετά από τόσες δεκαετίες δεν έχει καμία σημασία. Η δική μου όψη είναι
δεκαπέντε χρονών, μα πιστέψτε με, είμαι πολύ παραπάνω. Την περίοδο που ζούσα εδώ
κοντά, ούτε που είχα φανταστεί πόσο πολύ μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Ήμουν
βοσκόπουλο και χάθηκα μέσα στο χιόνι ψάχνοντας μια κατσίκα που μου ξέφυγε.
Τελικά η κατσίκα γύρισε στο κοπάδι, αλλά αυτό το έμαθα αφού πέθανα από
υποθερμία. Δεν με βρήκαν ποτέ. Κάποιοι θεώρησαν πως έφυγα για την Αθήνα,
κάποιοι άλλοι είπαν πως θα παράπεσα σε κάποιον γκρεμό. Η αλήθεια είναι πως
έπεσα μέσα σε ένα πηγαδι, που έβγαζε σε μια σπηλιά που ακόμα και σήμερα δεν
έχει ανακαλυφθεί. Θα σας έλεγα που είναι, μα δεν έχει και τόση σημασία πια…
Όταν έπεσα σε ύπνο βαθύ και ξύπνησα βλέποντας το
σώμα μου απεναντί μου, ήρθε εκείνος να με πάρει. Όπως σας είπα έμοιαζε με έναν
κανονικό άνθρωπο, οπότε αρχικά σκέφτηκα πως ήρθε να με σώσει. ‘’Έλα μαζί μου’’,
είπε, μα βλέποντας το σώμα μου να μένει εκεί πίσω αγριεύτηκα. ‘’Κι εκείνο εκεί
πίσω; Δεν θα έρθει μαζί μας;’’, τον ρώτησα δείχνοντας το άψυχο κορμί μου.
‘’Δεν νομίζω πως θα σου χρησιμεύσει πια’’ κι όταν
το είπε αυτό πλέον κατάλαβα. Όμως δεν ήταν εύκολο να το δεχτώ. ‘’Μόλις θα με
βρούνε, θα έρθω’’ του είπα κερδίζοντας χρόνο, μα δεν φαινόταν να πείθεται. Όταν
έκανε να έρθει πιο κοντά εγώ άρχισα να τρέχω να κρυφτώ. Τότε ξεκίνησε και το
άτυπο παιχνίδι μας. Μην με ρωτάτε να σας πω γιατί εμένα συγκεκριμένα με αφήνει
να κάθομαι εδώ. Μάλλον το γεγονός πως δεν με βρήκαν ποτέ, μου δίνει ένα
πλεονέκτημα. Ίσως έτσι γίνεται κι άλλοι γίνονται φαντάσματα κι άλλοι όχι. Κι εγώ
να φανταστείς τα φοβόμουν αυτά όταν ζούσα. Πού να ήξερα…
Πάντως ούτε σαν φαντασμα δεν είμαι κάτι το
τρομακτικό.Δεν νομίζω πως έχω τρομάξει ποτέ κανέναν. Δεν το επιδίωξα κιόλας.
Μου αρέσει να τριγυρίζω εδώ στην άκρη του βουνού μου, να περπατάω ανάμεσα στα
δέντρα να βλέπω τα ζώα και τα φυτά και κάποιες φορές τι κάνουν οι άνθρωποι.
Κατεβαίνω και μέχρι την παραλία να χαζέψω τα κύματα και πολλές φορές
αναρωτιέμαι ακόμα και τώρα τι σκεφτόταν ο Χριστός όταν κοιτούσε τη λίμνη της
Ναζαρέτ, όπως μας μάθαιναν στα θρησκευτικά πως έκανε. Όταν Τον δω, θα Τον
ρωτήσω, να είστε σίγουροι!
Χθες ήταν μια υπέροχη μέρα. Και μιλάω για το πρωί.
Κι επειδή είμαι σίγουρος πως θα ρωτήσετε, εμείς τα φαντάσματα είμαστε όλες τις
ώρες ελεύθερα να κάνουμε ό,τι θέλουμε, όχι μόνο τα μεσάνυχτα και όχι απαραίτητα
σε στοιχειωμένα μέρη. Αυτά είναι πάλι πράγματα που βλέπετε στις ταινίες. Τις
οποίες χαίρομαι που μπόρεσα να παρακολουθήσω. Αν δεν ήμουν φάντασμα θα είχα
γεράσει και θα είχα πεθάνει πολύ πριν ανακαλυφθεί ο κινηματογράφος κι αν το
δεις από αυτή την οπτική πλευρά δεν είναι και άσχημα.
Όπως κάθε μέρα, έτσι και χθες περίμενα το
καθορισμένο μας ραντεβού. Θα σας φανεί αστείο αλλά έρχεται εδώ, πάνω από έναν
αιώνα κάθε μέρα και παρόλα αυτά δεν πρέπει να έχουμε κάτσει να μιλήσουμε ποτέ,
να πούμε πάνω από μία δύο κουβέντες. Φαντάζομαι είναι στο πρόγραμμα κι αυτό.
Όπως να περνάει κάθε μέρα, μήπως και τελικά αποφασίσω να πάω μαζί του. Όταν τον
είδα να ξεμυτάει από την κορυφή του βουνού και να κατηφορίζει, έτρεξα αμέσως να
κρυφτώ. Περίμενα για λίγο για να με φωνάξει όπως κάνει συνήθως, όμως αυτή τη
φορά δεν έκανε τίποτα. Έβγαλα το κεφάλι μου και τον είδα να κοιτάζει προς τα
κάτω.
Έκατσε σε έναν βράχο και με κοίταξε. Δεν μου
μίλησε, ούτε ασχολήθηκε θα έλεγα μαζί μου. Σκέφτηκα μήπως είναι κάποιο κόλπο
για να πάω κοντά του, μα όλο αυτό το διάστημα δεν είχε χρησιμοποιήσει κανένα
τέχνασμα. Άσε που είμαι σίγουρος πως αν έπρεπε θα με είχε πάρει μαζί του.
Καθόταν εκεί και κοιτούσε προς την παραλία. Τον πλησίασα. Μπορεί να μην
μιλούσαμε συχνά, αλλά όσο να ‘ναι ένα θάρρος το είχα αποκτήσει απεναντί του.
‘’Τι συμβαίνει;’’
‘’Σήμερα δεν είμαι εδώ για εσένα, φύγε.’’
Δεν τον είχα ξαναδεί τόσο σοβαρό. Στα χρόνια που
είχαν περάσει είχα βεβαιωθεί πως δεν είχε ανθρωπινα αισθήματα. Άλλωστε δεν ήταν
άνθρωπος, άλλο τι έδειχνε η όψη του. Κάποιες φορές στο παρελθόν είχα δει κάποιο
μυδίασμα όταν παίζαμε το κρυφτό μας, αλλά μάλλον ήταν η δική μου σκέψη. Χθες το
πρωί ήταν ανέκφραστος. Έμεινα για λίγο εκεί και κοίταξα προς τα κάτω, εκεί ποου
κοιτούσε. Ήταν η παραλία. Σκέφτηκα πως ήρθε να πάρει κάποιον που θα πνιγεί.
Δυστυχώς δεν ήξερα ποιον, αλλά και να τον ήξερα δεν υπήρχε κανένας τρόπος να
τον ειδοποίησω. Είδατε πόσο λάθος κάνετε όλοι για εμάς τα φαντάσματα;
Κατέβηκα προς την παραλία και άρχισα να κοιτάζω
τον κόσμο να κάνει μπάνιο. Κοιτούσα έναν έναν όλους τους. Συνήθως δεν κατέβαινα
όταν έκαναν μπάνιο, γιατί για να σας πω την αλήθεια ζήλευα. Πριν γίνω φάντασμα
ήμουν κι εγώ άνθρωπος. Κι είχα και γονείς και αγαπούσα και μια κοπέλα και όλα
όσα κάνει ένας άνθρωπος και πολλές φορές μου τους θύμιζαν και στεναχωριόμουν.
Χθες όμως προσπαθούσα να μαντέψω για ποιον ήρθε. Κάποιοι που μου ήταν τελείως
αδιάφοροι, δεν είχα αντίρρηση να τους δω να πεθαίνουν. Όμως κάποιους άλλους δεν
ήθελα με τίποτα. Έτσι δεν κάνετε κι εσείς όταν βλέπετε κάποια ταινία; Άλλωστε
πολλούς από αυτούς τους είχα ξααδεί.
Πέρασε σχεδόν όλο το μεσημέρι και δεν τον είδα να
κατεβαίνει από την κορυφή. Έτσι αποφάσισα να πάω εγώ προς τα επάνω. Μόλις
έφτασα κοντά του, τον είδα να σηκώνεται. Ξεκίνησε να κατεβαίνει την πλαγιά. Δεν
τον είχα ξαναδεί έτσι. Πίσω του είδα μια λάμψη να ανάβει. Έμοιαζε σαν φλας
φωτογραφικής μηχανής (άλλη μία εφεύρεση που δεν είχα δει πριν πεθάνω), όμως
ήταν πιο κιτρινωπό. Τότε κατάλαβα. Ήταν φωτιά. Ο Θάνατος είχε έρθει με την
φωτιά που ξεκινούσε. Μακάρι να μπορούσα να επέμβω, μα σας είπα ήδη, ό,τι ξέρετε
για τα φαντάσματα είναι ψέματα.
Και τότε έγινε κάτι που πάνω από έναν αιώνα δεν
είχα ξαναδεί. Την ώρα που οι φλόγες φούντωναν από την κορυφή του λόφου άρχισαν
να κατεβαίνουν και άλλοι άνθρωποι. Όχι από το είδος μας, μα από εκείνο του
Θανάτου. Ήμουν σίγουρος πως ο Θάνατος είχε το πρόσωπο που σας περιέγραψα πιο
πάνω, μα τώρα κατάλαβα αυτό που λένε πως ο Θάνατος έχει πολλά πρόσωπα. Και ήταν
όλα εδώ… Πάνω από πενήντα ή εκατό πρόσωπα κατέβηκαν εκείνη την κορυφή, όλη με το
ίδιο βλέμα. Κοίταξα προς τα κάτω καθώς περνούσαν. Η φωτιά είχε ήδη απλώσει τα
χέρια της και είχε σφιχταγκαλιάσει τα πρώτα σπίτια. Ο αέρας την έσπρωχνε προς
τα κάτω. Πολύ γρήγορα την είδα να φτάνει μέχρι τη θάλασσα.
Μην μου ζητάτε να σας πω λεπτομέρειες για το τι
είδα ή τι άκουσα… Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να τα πω. Εκατό και βάλε
χρόνια εμπειριών δεν έφτασαν για να μπορέσω να βρω λόγια για να πω αυτό που
έγινε. Την ώρα που είχε νυχτώσει, οι φλόγες έκαναν όλη την περιοχή από νύχτα
μέρα. Ένιωθα μέχρι κι εγώ την ζέστη που έβγαινε. Κάπου μέσα μου θυμήθηκα την
εικόνα της κόλασης που μας έδειχναν και σκέφτηκα πως σε κανέναν δεν αξίζει
αυτό. Έκλεισα τα μάτια.
Τα άνοιξα μόλις ξημέρωσε. Το βουητό των αεροπλάνων
από πάνω μου και ο καπνός ήταν ακόμα εκεί. Η φωτιά είχε σβήσει. Μα πριν σβήσει
είχε αφανίσει τα πάντα. Καθώς ο ήλιος ανέτειλε σήμερα το πρωί, ο Θάνατος, ο
δικός μου και οι υπόλοιποι ανέβαιναν την πλαγιά. Πέρασαν όλοι μαζί δίπλα μου.
Δίπλα τους περπατούσαν απορήμενοι με μάτια διάπλατα από έκπληξη, μα και περιέργεια
πολλοί άνθρωποι. Γυναίκες, παιδιά, άντρες, ηλικιωμένοι, μεσήλικες. Όλοι τους
ήταν εκεί. Και προχωρούσαν προς την κορυφή. Κάποιοι με κοίταξαν κι εγώ γύρισα
αλλού το βλέμμα μου. Ντράπηκα. Ένιωσα για πρώτη φορά μετά τον θάνατο μου, να
κλαίει η ψυχή μου. Δεν θα βλέπατε δάκρυα αν μπορούσατε να με δείτε, μα σας
διαβεβαιώνω πως αυτό που ένιωσα ήταν κάτι παραπάνω. Ο δικός μου Θάνατος με κοίταξε καθώς
περνούσε. Έφερνε πίσω του μια οικογένεια. Τους γονείς με τα δύο τους παιδιά.
Ήξερα πια γιατί σήμερα δεν είχε όρεξη για τα παιχνίδια μας….
Τους κοιτούσα μέχρι που και ο τελευταίος πέρασε
από την άλλη μεριά του βουνού. Ούτε ένας δεν κοίταξε πίσω, ούτε μια φορά. Τι να
δει άλλωστε… Είχαν δει όλοι τους αρκετά…
Έφτασε κιόλας απόγευμα, μα από την αυγή και αυτό
που αντίκρυσα δεν έχω δύναμη να συνεχίσω. Στέκομαι μέσα στα καμένα και η σκέψη
μου είναι αλλού. Πονάει η ψυχή μου…. Αν είχα το σώμα μου, θα πονούσα ολόκληρος,
θα ένιωθα κάτι μέσα μου να σπάει, να καταρρέει…
Κοιτάζω πάλι προς την κορυφή του βουνού. Ένα
αεροπλάνο ρίχνει ακόμα ένα φορτίο νερού. Ο ήλιος κάνει ένα ουράνιο τόξο να
εμφανιστεί καθώς πέφτει το νερό και αμέσως χάνεται πίσω από τον καπνό που
ανεβαίνει. Στην κορυφή εκεί εμφανίστηκε και πάλι ο Θάνατος μου.
‘’Μήπως θα ήθελες τώρα να έρθεις;’’
Δεν έμεινε και τίποτα να δω, θα ανέβω να τον
ακολούθησω.
Αφιερωμένο - 23/07/2018
«Ο καθένας μας αν είναι τυχερός έχει μπροστά του πέντε, δέκα, είκοσι, σαράντα, εξήντα χρόνια. Βάλτε εσείς τον αριθμό.
Στην χειρότερη όμως αύριο μπορεί να μην υπάρχει....
Για αυτό πριν κλείσεις τα μάτια μετά από μια μέρα που θεωρείς δεδομένη μην ξεχάσεις να ευχαριστήσεις τον Θεό και να αναλογιστείς αν κλείνεις τα μάτια με καθαρή συνείδηση....»
Σταύρος Θάνος
Μπράβο Σταύρο,υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Δώρα! Να είσαι καλά!
Διαγραφή