Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Dia de los muertos

Photo by Stephan Müller from Pexels
Η μυρωδιά από το βούτυρο είχε πλημμυρίσει το σπίτι. Η κυρία Πίτερσον έβγαλε από τον φούρνο μία τελευταία παρτίδα κουλουράκια. Όπως ήταν αχνιστά τα άφησε στον πάγκο δίπλα στα υπόλοιπα, που ήδη κρύωναν. Ήταν περασμένες πέντε και σε λίγο που θα νύχτωνε ένα σωρό παιδιά θα χτυπούσαν το κουδούνι για να ζητήσουν κέρασμα ή να κάνουν κάποια φάρσα. Το Χάλογουιν δεν ήταν ποτέ η αγαπημένη της γιορτή, όμως ήταν η αγαπημένη γιορτή του Γκάβιν. 
Ο σύζυγός της πάντα έλεγε πως είναι η πιο ωραία γιορτή. Καθόταν μέρες νωρίτερα και στόλιζε το σπίτι. Προσπαθούσε να το κάνει να φαίνεται τρομακτικό. Η ίδια το μόνο που έβλεπε ήταν ακαταστασία και περισσότερη ακαταστασία. Όμως για τον Γκάβιν και τα δύο τους παιδιά ήταν η καλύτερη μέρα του χρόνου. Συναγωνιζόταν επάξια την ημέρα των Ευχαριστιών. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν και τώρα με τα δικά τους παιδιά στα ανατολικά της πολιτείας ετοίμαζαν τα δικά τους κοστούμια για το Χάλογουιν. Είχαν μιλήσει λίγο νωρίτερα στο τηλέφωνο. Ο συγχωρεμένος ο Γκάβιν θα ήθελε πάρα πολύ να δει τον εγγονό του τον Γκάβιν τζούνιορ να κουβαλάει την ίδια τρέλα με τον παππού του μα δεν πρόλαβαν να γνωριστούν. Ο Γκάβιν έπαθε καρδιακή προσβολή γυρίζοντας από τη δουλειά μέσα στο λεωφορείο. Δεν πρόλαβα να μιλήσει και όλοι νόμιζαν ότι είχε αποκοιμηθεί. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε όταν το λεωφορείο έφτασε στον τερματισμό και ο οδηγός πήγε να τον ξυπνήσει. Ήταν οι πιο δύσκολες μέρες της ζωής της. 
Αυτή την ημέρα ένιωθε ότι τον τιμούσε λίγο παραπάνω με το να ανοίγει σε όλα τα παιδιά και να μοιράζει τα μπισκότα βουτύρου της. Η μυρωδιά έκανε όλα τα παιδιά να τα περιμένουν με αγωνία. Ήδη ήταν η τρίτη χρονιά που τα έφτιαχνε και πολλά παιδιά το έβλεπαν σαν μέρος της γιορτής να πάρουν ένα μπισκότο από την κυρία Πίτερσον. Εκείνη δεν χαλούσε χατίρι σε κανένα.
Διάφορες τρομακτικές φιγούρες και μάσκες άρχισαν να παρελαύνουν στον δρόμο, αλλά και στο σπίτι της. Κάποιες αμφιέσεις ήταν εκπληκτικές και κάποιες άλλες πραγματικά αστείες. Ομολογούσε μέσα της πως κάποιες φορές είχε πραγματικά τρομάξει και ας ήξερε πως όλα ήταν ένα ψέμα. Όσο περνούσαν τα χρόνια εμφανίζονταν καινούριες ιδέες και τεχνικές και πολλές από τις στολές, τις μάσκες και τα βαψίματα προσώπων ήταν αληθοφανή. Εκείνος ο κλόουν που είχε ξεκινήσει από πέρυσι να κάνει την εμφάνισή της την τρόμαζε κάποιες φορές. Έφταιγαν οι φακοί επαφής που φορούσαν όλοι αυτοί οι νεαροί, αλλά και νεαρές για να μοιάζουν όσο περισσότερο μπορούσαν στη φιγούρα αυτή. 
Μα από όλους όσους περνούσαν από την πόρτα της, περίμενε με αγωνία τον Τίμοθυ. Ο μικρός Τιμ, ήταν με το ζόρι ένα παιδάκι πέντε χρονών. Πέρυσι είχε έρθει πρώτη φορά στο σπίτι. Μόνο όταν έφυγε από την πόρτα της, εκείνη συνειδητοποίησε πως το παιδί είχε έρθει μόνο. Παλιότερα αυτό ήταν φυσικό, μα πλέον κανένα παιδί δεν έβγαινε έξω, χωρίς να το παρακολουθεί - έστω διακριτικά - ένας ενήλικος. Τα πράγματα δεν ήταν όπως όταν μεγάλωνε η ίδια τα παιδιά της. Η τεχνολογία μπορεί να επέτρεπε πλέον τη συνεχή επικοινωνία, μα ο κόσμος εκεί έξω δεν αστειευόταν. Κάθε βήμα ήταν επικίνδυνο. Και όμως αυτό το παιδί είχε έρθει μόνο του. Ήλπιζε να έρθει και φέτος. Ήταν ο πιο μικρός της επισκέπτης.
Η ώρα περνούσε και οι παρέες στην γειτονιά είχαν αραιώσει. Όσο νύχτωνε οι δρόμοι άδειαζαν. Το κρύο ήταν αρκετό για Οκτώβρη μήνα και είχαν ήδη ενημερώσει όλα τα δελτία από το πρωί πως ο καιρός θα χαλούσε από το απόγευμα. Ο αέρας δεν επέτρεπε στους ελαφρά ντυμένους φαρσέρ να μείνουν για πολύ ώρα έξω. Έκλεισε την κουρτίνα της, έβγαλε από την πρίζα τα λαμπάκια που φώτιζαν την πόρτα του σπιτιού και κάποιες χαμογελαστές κολοκύθες και κάθισε στην πολυθρόνα της στο σαλόνι. Άναψε την τηλεόραση. Σε λίγο θα ξεκινούσε το αγαπημένο της σόου που τόσα βράδια της πρόσφερε συντροφιά.
Κόντευε να την πάρει ο ύπνος, όταν χτύπησε το κουδούνι. Γλαρωμένη ακόμα κοίταξε το ρολόι της. Κόντευε έντεκα και μισή το βράδυ. Μα ποιος είναι τέτοια ώρα; Πήγε αργά προς την πόρτα. Κοίταξε από το παράθυρο και ο μικρός Τίμοθυ ήταν εκεί έξω. Τέτοια ώρα; Μόνος του; Φορούσε την ίδια στολή όπως και πέρυσι. Ένα σκισμένο τζιν παντελόνι, μια μπλούζα και ένα μπουφάν επίσης σχισμένα και λερωμένα με κάτι που έμοιαζε με χώμα και αίμα. Ήταν ένα μικρό ζόμπι. Άνοιξε την πόρτα της.
«Φάρσα ή κέρασμα;», είπε άτονα ο μικρός.
«Κέρασμα φυσικά. Πέρασε μέσα μικρέ θα παγώσεις.»
Ο μικρός πέρασε το κατώφλι χωρίς να πει τίποτα. Έκατσε όρθιος δίπλα στην πόρτα και περίμενε.
«Δεν είναι λίγο αργά να είσαι έξω τέτοια ώρα;»
«Δεν μπορούσα νωρίτερα, δεν με άφηναν.». Συνέχισε να μιλάει με τον ίδιο τόνο.
Η κυρία Πίτερσον είχε ήδη πάει προς το τραπέζι με τα γλυκά. Θα του έδινε όλη τη σακούλα με ό,τι είχε απομείνει και είχε φροντίσει ήδη να του κρατήσει και από τα μπισκότα της.
«Σε άφησαν ή τους ξέφυγες;»
«Μάλλον.. τους ξέφυγα για λίγο». Ο τόνος στη φωνή του παρέμενε ίδιος.
«Δεν θα σε ψάχνουν;»
«Σίγουρα. Όλοι τους.»
«Τότε καλό θα ήταν να βγούμε μαζί στον δρόμο και να πάμε να τους βρούμε. Περίμενε να βάλω ένα πανωφόρι.»
Ο μικρός έμεινε αμίλητος σα να είχε αποδεχθεί σιωπηλά την ιδέα. Η κυρία Πίτερσον ντύθηκε και πήρε τα κλειδιά της. Πονούσε το γόνατο της από την αλλαγή του καιρού και το κρύο και ήλπιζα να μένει κοντά ο μικρός. Βγήκαν μαζί στον δρόμο.
«Δείξε μου προς τα που θα πάμε» Εκείνος της έδειξε δεξιά και ξεκίνησαν.
Ο μικρός περπατούσε αργά και αυτό τη βόλευε. Είδε πως κι εκείνος κούτσαινε λίγο στο δεξί πόδι.
«Έχεις χτυπήσει μικρέ;»
«Ναι, στο ατύχημα που είχα, έσπασε ο αστράγαλός μου.»
«Λυπάμαι που το ακούω. Μένεις μακριά από εδώ.»
«Όχι πολύ. Αν και θα μας βρουν εκείνοι πρώτα, πριν φτάσουμε.»
Σκέφτηκε πως οι γονείς του θα ήταν έξαλλοι. Ίσως ήταν προτιμότερο να καλέσω την αστυνομία και όχι να βγω μόνη μου στον δρόμο μαζί του. Μπορούν να με κατηγορήσουν πως τον κράτησα εγώ. Η σκέψη την έκανε να ταραχτεί, μα το έκρυψε από το παιδί που συνέχιζε τον δρόμο του ανέκφραστο, όπως ήταν από την πρώτη στιγμή.
«Το ξέρεις πως αυτό που έκανες, δεν έπρεπε να το κάνεις, έτσι;» Το είπε ήρεμα, όπως θα το έλεγε και στα εγγόνια της. Ήξερα πως αν έχανε την εμπιστοσύνη του, μπορεί να έφευγε και να την εγκατέλειπε.
«Βαριέμαι συνέχεια εκεί μέσα και θέλω να βγαίνω όποτε μπορώ.»
Η κυρία Πίτερσον δεν απάντησε. Σκέφτηκε μόνο μελαγχολικά πως όταν ήταν μικρά τα δικά της παιδιά, εκείνη και ο μακαρίτης ο σύζυγός της φρόντιζαν να περνάνε αρκετό χρόνο μαζί τους σε εξωτερικές δραστηριότητες, κάτι που ο μικρός φαινόταν να έχει πραγματικά ανάγκη. Ποιος ξέρει και οι γονείς του τι δουλειά κάνουν και τι χρόνο έχουν...»
Έστριψαν στην οδό Έλμερ και κατέβηκαν προς το μικρό πάρκο. Μετά από εκείνο το σημείο υπήρχαν μόνο ένα δύο σπίτια.
Ήταν απόμερα και τόσο αργά είχε αρχίσει και η ίδια να φοβάται. Σκεφτόταν συνέχεια πως είναι δυνατόν ένα μικρό παιδί να γυρνάει σε τέτοια μέρη μόνο του τέτοια ώρα. Μόνο αν δεν τον έχουν πάρει χαμπάρι δικαιολογείται.
«Γλυκέ μου ποιο από αυτά τα σπίτια είναι το δικό σου;»
«Κανένα, μένω λίγο πιο κάτω».
«Μα... πιο κάτω δεν έχει τίποτα».
«Έχει. Είναι το νεκροταφείο»
Το αίμα της πάγωσε. Δεν μίλησε και φρόντισε να μην το δείξει. Αναρωτιόταν αν το εννοεί, αν το λέει λόγω της ημέρας για να την τρομάξει, ή αν κάποιος είχε βάλει το παιδί...Για να με παρασύρουν εδώ! Αυτό είναι! Είναι παγίδα!
Κράτησε το παιδί από τους ώμους και έσκυψε κοντά του. Για πρώτη φορά το πλησίασε τόσο κοντά. Είδε πως το δέρμα του έμοιαζε άρρωστο. Σα να είχε κομμάτια από την κρούστα που κάνει το ψάρι στον φούρνο. Και τα μάτια του. Νόμιζε μέχρι τώρα πως είναι μεγάλα λόγω της ηλικίας. Μα τώρα κοιτούσε καλύτερα. Ήταν σχεδόν άδεια...
«Ποιος...Ποιος σου είπε να έρθεις σπίτι μου;», κατάφερε να ψελλίσει.
«Ο γερο-Γκάβιν είπε πως θα μου έδινες κέρασμα»
Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να σκεφτεί από που ήξερε ο μικρός το όνομα του άντρα της. Του νεκρού άντρα της.
«Σου είπε κάτι ακόμα;»
«Μου είπε να σου πω, πως καμιά φορά η υγρασία τον χτυπάει στη μέση»
Ήταν σίγουρα ο Γκάβιν! Μα πώς ήταν δυνατόν;
«Έσυ πώς τον γνώρισες;»
«Μένει μαζί μας. Να αν θες θα σου δείξω». Η έκφραση δεν άλλαζε καθόλου στο πρόσωπό του. Άρχισε να βαδίζει αργά όπως σε όλη τη διαδρομή μέχρι εκείνο το σημείο. Η κυρία Πίτερσον τον ακολουθούσε. Ένιωθε πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν σωστά. Προφανώς υπήρχε κάποια παγίδα πίσω από όλα αυτά. Όμως μπορούσε πραγματικά να παρατήσει το παιδί και να γυρίσει πίσω;
Δεν υπάρχει λόγος να μην πάω. Δεν μπορούν να μου κάνουν κάτι, όποιοι και αν είναι.
Έδωσε θάρρος στον εαυτό της και έφτασε μέχρι την πόρτα του νεκροταφείου. Ο Τιμ την έσπρωξε και εκείνη άνοιξε. Ομίχλη από την υγρασία απλωνόταν παντού. Ο Τιμ μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε στα δεξιά. Η κυρία Πίτερσον έμεινε στην είσοδο και κοιτούσε μέσα. Μες στο σκοτάδι δύο φιγούρες έφτασαν μπροστά στον Τιμ. Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν με τον μικρό. Εκείνοι γύρισαν και την κοίταξαν από μακριά. Πλησίασαν αργά. Είχαν ίδιο περπάτημα με τον μικρό. Στάθηκαν σε μια απόσταση που μπορούσε να τους δει και να τους ακούσει, μα ήταν σίγουρη πως αν πλησίαζαν κι άλλον θα έβλεπε πράγματα που δεν θα της άρεσαν.
«Ευχαριστούμε...», είπε με κάποια δυσκολία στην άρθρωση η γυναίκα. Φαινόταν να έχει καιρό να μιλήσει σε κάποιον. Η κυρία Πίτερσον πήρε θάρρος και ρώτησε.
«Είναι και ο Γκάβιν εδώ;»
Και οι τρεις σήκωσαν τα δεξιά τους χέρια και με τον δείκτη έδειξαν προς τα αριστερά. Ακολούθησε τους δείκτες με τα χέρια της και τον είδε. Καθόταν πολύ κοντά στο σημείο που τον είχαν θάψει.
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της και πλησίασε. Όταν έφτασε στην ίδια απόσταση που είχαν βρεθεί νωρίτερα και οι γονείς του μικρού, ο Γκάβιν την σταμάτησε.
«Μέχρι εκεί αγάπη μου»
«Δεν ήρθες να με δεις αυτά τα χρόνια, γιατί;»
«Δεν βγαίνουμε από εδώ...»
«Ο μικρός;»
«Παράβαση κανόνων....»
«Θα πάθει κάτι;»
«Σε λίγο όλοι πάλι πίσω»
«Είσαι καλά;»
«Μου λείπεις»
«Θα σε δω σύντομα». Ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια της.
«Όχι ακόμα. Αργείς»
Μια σάλπιγγα ακούστηκε και όλοι άρχισαν να κινούνται αργά προς τα πίσω μες στην ομίχλη.
«Του χρόνου αγάπη μου»
Η ομίχλη τύλιξε περισσότερο το νεκροταφείο μέχρι που δεν φαινόταν τίποτα. Η μέρα των νεκρών είχε περάσει. Στην επιστροφή η κυρία Πίτερσον έκλαιγε δυνατά. Κανείς δεν ήταν έξω να την δει. Είχε αποφασίσει να κρατήσει για τον εαυτό της αυτό που συνέβη. Ήλπιζε να μην ήταν όνειρο. Κάθε λίγο μέχρι το σπίτι τσιμπούσε το χέρι της για να είναι σίγουρη πως είναι ξύπνια.
Λίγο πριν το σπίτι της συνάντησε την Ντολόρες. Η Ντολόρες ήταν η γυναίκα που την βοηθούσε να καθαρίσει το σπίτι κάποιες φορές.
«Σινιόρα τώρα ξέρεις και εσύ»
«Το ήξερες Ντολόρες;»
«Dia de los muertes είναι αληθινή. Τώρα πιστεύεις κι εσύ»
«Κι εγώ Ντολόρες»
Χώρισαν τους δρόμους τους. Πήγε πίσω στο σπίτι και έσβησε τα φώτα από τα καντήλια μέσα στις κολοκύθες. Το φετινό Χάλογουιν δεν θα το ξεχνούσε.

***
Ένα χρόνο αργότερα, ο μικρός Τίμοθυ χτυπούσε το κουδούνι. Κανείς δεν άνοιξε την πόρτα. Λίγο πιο πέρα κάποια παιδιά τον κορόιδευαν και έλεγαν πως δεν ήταν ωραία ντυμένος. Ρώτησε μονολεκτικά.
«Κυρία Πίτερσον;»
«Νοσοκομείο μικρέ, δίνε του!»
Φεύγοντας είδε ένα μικρό κορίτσι να τον κοιτάζει μέσα από το σπίτι της κυρίας Πίτερσον.

***
Δύο χρόνια αργότερα πάλι ο μικρός Τίμοθυ χτύπησε το κουδούνι. Ένα μικρό κορίτσι άνοιξε την πόρτα μαζί με τη μαμά της.
«Μαμά, τον έχω ξαναδεί! Ήρθε πέρυσι και ζητούσε τη γιαγιά».
Του έδωσαν λίγα μπισκότα. Περπάτησε και γύρισε στο νεκροταφείο. Εκεί πλησίασε τον γερο Γκάβιν και του έδωσε τα μπισκότα.
«Είναι σαν δικά της» είπε και την έδειξε στο βάθος του νεκροταφείου.
«Ναι Τίμοθυ, είναι σαν τα δικά της.» είπε και ο γερο Γκάβιν πηγαίνοντας προς εκείνη.
Ομίχλη απλώθηκε πάνω από το νεκροταφείο. Ήταν η μέρα τους.

1 σχόλιο:

  1. Πάρα πολύ όμορφη ιστορία. Γλυκόπικρη, ανθρώπινη κ απόκοσμη, διαχρονική... Με μάγεψες Θάνο. Θα διαβάσω σιγά-σιγά κ τα υπόλοιπά σου. Χάρηκα που σκόνταψα πάνω σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Τελευταία Νέα

(Προ)εργασίες (Ποίημα)

 

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κατεβάστε και διαβάστε δωρεάν τη νουβέλα «Ο Δαίμων του Τυπογραφείου»