«Δεν είχα σκοπό να πάω σπίτι του εκείνο το βράδυ. Όμως με πήρε τηλέφωνο. Ήταν περασμένες δέκα. Είναι ένας γέρος άντρας. Μόνος του και ταλαιπωρημένος. Φυσικά ανησύχησα. Μένω κοντά του και στον τόπο μας τον χειμώνα είμαστε λιγοστοί. Ποιον άλλον να έπαιρνε; Είμαι η μόνη του συγγενής εδώ πέρα. Σήκωσα το τηλέφωνο και τον άκουσα να κλαίει.
- Πρέπει να έρθεις σπίτι.
Φυσικά και φοβήθηκα. Μπορούσε να είχε πέσει και να είχε χτυπήσει. Κι αν είχε συμβεί αυτό έπρεπε να τον βάλω στο αυτοκίνητο και να οδηγήσω περίπου σαράντα χιλιόμετρα με στροφές και με βροχή - δεν ανέφερα πως έβρεχε εκείνο το βράδυ, ε; - και να τον μεταφέρω στο κοντινότερο κέντρο υγείας. Μπήκα στο αμάξι και έφτασα σπίτι του. Όταν μπήκα δεν ήταν χτυπημένος.
- Τι συνέβη;
- Ήρθε και με βρήκε! Ήταν εδώ σήμερα!
- Ποιος...ποιος ήρθε εδώ σήμερα.
Το έβλεπες στα μάτια του πως ήταν φοβισμένος.
Η θεία σου...Η γυναίκα μου... ήταν εδώ μαζί μου σήμερα.
Στεναχωρήθηκα πραγματικά. Η θεία μου είχε πεθάνει πάνω από μία πενταετία. Ήξερα πως την αγαπούσε πολύ. Και εκείνη τον αγαπούσε. Του είχε στοιχίσει, όμως το είχε ξεπεράσει. Αυτά δεν ήταν καλά σημάδια. Ήταν σημάδια τρέλας.
- Όνειρο είδες θείε μου. Πέσε να ξεκουραστείς. Θα μείνω εδώ να σου κάνω παρέα.
- Όχι, δεν κατάλαβες, δεν ήταν όνειρο... Ήταν εδώ! Έξω από την πόρτα. Μου χτύπησε.. Πήγα να ανοίξω και την είδα... Στεκόταν εκεί και με κοιτούσε. Χαμογελούσε... Μόνο που ήταν αλλιώτικη.... Το χαμόγελό της ήταν ανησυχητικό. Την είδα σου λέω.
Έβαλε πάλι τα κλάματα. Κοίταξα γύρω μου για να δω αν είχε πιει κρασί ή τσίπουρο ή κάποιο ποτό που να δικαιολογούσε το γιατί φερόταν σαν τρελός.
- Θείε μου... Το ξέρεις πως δεν την είδες.
- Δεν είμαι τρελός. Κάνε τη να φύγει!
- Μα δεν είναι κανείς εδώ!
Φώναξα για να τον συνεφέρω. Και εντάξει με είχε νευριάσει και λίγο. Είχα ντυθεί και είχα βγει μες στη βροχή άρον άρον γιατί νόμιζα πως πέθαινε και με είχε εκεί και μιλούσε για τη νεκρή γυναίκα του.
- Είναι εκεί έξω. Δες.
Σήκωσε το χέρι του και έδειξε έξω από το παράθυρο. Ακολούθησα νοητά την γραμμή και είδα πως έδειχνε κάτω από αμυγδαλιά στην γωνία του κήπου. Έβλεπα μια φιγούρα, μα με τη βροχή δεν ήταν ξεκάθαρο τι είναι. Μέσα μου ορκιζόμουν πως δεν ήταν τίποτα εκείνο το πράγμα. Κάποια σακούλα ή κάποιο βαρέλι ήταν και η νύχτα με τη βροχή του έδιναν ένα σχήμα ανθρώπινο. Κοιτούσα έξω από το τζάμι και ήθελα να τον ρωτήσω αν θυμόταν τι είχε αφήσει εκεί στη γωνία του κήπου. Πριν ανοίξω όμως το στόμα μου άστραψε. Και όταν άστραψε την είδα κι εγώ. Ήταν εκεί και κοιτούσε το σπίτι. Φοβήθηκα τόσο πολύ που έκλεισα γρήγορα την κουρτίνα και πετάχτηκα πίσω.
- Ποιος μπορεί να μας κάνει τέτοια πλάκα;
Γύρισα και τον κοίταξα. Έκλαιγε με αναφιλητά.
- Στο είπα... Ήρθε! Γύρισε!
Δεν ήξερα τι να του πω. Ήταν δεν ήταν η γυναίκα του, κάποια ή κάτι ήταν εκεί έξω και περίμενε. Δεν είχα κανένα σκοπό να βγω να μάθω τι ήταν. Έβγαλα το κινητό μου και κάλεσα κάποιους συγχωριανούς. Τέτοια ώρα στα περισσότερα σπίτι είχαν πέσει για ύπνο. Όλοι ξυπνούσαν αξημέρωτα εδώ για να πάνε στις αγροτικές τους δουλειές. Έτσι κάλεσα και την αστυνομία. Είπαν πως η περίπολος με το τζιπ που κάνουν στα χωριά μας ήταν λίγα χωριά πιο δίπλα και πως θα ήθελα μισή με μία ώρα για να έρθει. Τους ούρλιαξα να βιαστούν. Έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα στον θείο μου. Είχε ηρεμίσει λίγο.
- Πρέπει να πάω να μάθω τι θέλει. Θα της φωνάξω εδώ από το παράθυρο.
Τον παρακάλεσα
- Μην κοιτάξεις έξω από το παράθυρο, ας μείνουμε εδώ απόψε.
Κι εκείνος με δάκρυα στα μάτια με κοίταξε. Η φωνή του ήταν ξερή, παραδομενη.
- Αν δεν κοιτάξω εγώ, φοβάμαι πως θα έρθει εκείνη να μας δει...
Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα. Παγώσαμε. Πλησίασα και είδα την θεία μου. Ήταν εκεί απέξω! Ολοζώντανη. Όπως την θυμόμουν πέντε χρόνια νωρίτερα! Μόνο τα μάτια της διέφεραν. Ήταν...κενά.. Δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει πως υπήρχε ζωή σε αυτό το σώμα.
Του έκανα νόημα να μην μιλήσει. Καθόταν απλά εκεί στην πόρτα.
Κι άλλο χτύπημα πιο έντονο.
- Θέλει να της ανοίξουμε.
- Θα μείνουμε εδώ.
Γύρισα προς την πόρτα και άρχισα να φωνάζω.
-'Οποια και να είσα να ξέρεις πως έχω καλέσει την αστυνομία και έρχεται.
Άκουσα βήματα. Απομακρυνόταν από την πόρτα. Μπορούσα να ακούσω τα πόδια της να περπατάνε πάνω στο πέτρινο μονοπάτι. Ίσως τα είχα καταφέρει. Γύρισα προς το μέρος του θείου μου. Ήθελα να του πω να ηρεμίσει. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Εκείνη ήταν εκεί! Είχε μεταφερθεί και τώρα μας κοιτούσε! Ούρλιαξα! Άνοιξε κι εκείνη το στόμα της διάπλατα και αντί για φωνή ακούστηκε ένας ήχος σαν αυτό που κάνουν τα ήχεια μόλις παθαίνουν κάποια βλάβη. Ο ήχος ήταν διαπεραστικός και έκλεισα τα αυτιά μου και τα μάτια μου.
Μόλις τα άνοιξα και πάλι δεν ήταν εκεί. Είχε φύγει. όμως η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο θείος μου πουθενά! Βγήκα έξω ουρλιάζοντας. Ό,τι και να γινόταν έπρεπε να σωθεί ο θείος μου. Όμως δεν ήταν πουθενά. Είχε χαθεί. Έτρεχα στον δρόμο και φώναζα το όνομά του, μέχρι που έφτασε και το περιπολικό. Τους σταμάτησα και τους εξήγησα τι συμβαίνει. Και έτσι καταλήξαμε εδώ...».
Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot 16/12/2018
Μετά την κατάθεσή της, η Γ.Χ. οδηγήθηκε και πάλι στην ψυχιατρική κλινική αδυνατώντας να δώσει πειστικές απαντήσεις σχετικά με τον θάνατο του θείου της Δ.Κ.
Το βράδυ που δήλωσε την εξαφάνισή του, η αστυνομία κινητοποιήθηκε άμεσα και μετά από λίγη ώρα βρήκε τον αγνοούμενο άντρα.
Ο άτυχος ηλικιωμένος βρέθηκε γυμνός από τη μέση και πάνω, λίγα μέτρα πριν από μνήμα της συζύγου του. Η εξέταση του ιατροδικαστή έδειξε πως ο άντρας ήταν νεκρός περίπου πέντε ημέρες όταν βρέθηκε, τη στιγμή που η ανιψιά του θύματος επιμένει πως το βράδυ που κάλεσε την αστυνομία ήταν μαζί της.
Ενώ αρχικά θεωρήθηκε ύποπτη, τα αποτελέσματα έδειξαν πως ο θάνατος προήλθε από ανακοπή καρδιάς, πιθανότατα από το κρύο, ενώ δεν διασταυρώθηκε πως η γυναίκα είχε κάποιο κίνητρο. Η ίδια επιμένει στην αρχική της κατάθεση και αδυνατεί να δεχτεί πως όλα όσα αναφέρει δεν συμβαδίζουν με τα ιατροδικαστικά αποτελέσματα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού επιβεβαιώνουν πως είδαν το αυτοκίνητό της το ίδιο βράδυ να πηγαίνει προς το σπίτι του, όχι όμως και τα τηλεφωνήματα που εκείνη ισχυρίζεται πως τους έκανε.
Η γυναίκα επιμένει πως ο άντρας ήταν μαζί της και πως της είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα. Τα αρχεία κλήσεων που άνοιξαν έπειτα από εισαγγελική εντολή, δείχνουν πως η γυναίκα δεν είχε δεχθεί κανένα τηλέφωνο εκείνη το βράδυ από το θύμα.
Καμία λογική απάντηση δεν έχει μέχρι στιγμής δοθεί ούτε στο γιατί κανείς δεν είχε δει το πτώμα επί πέντε μέρες, αλλά και για το συνέβη πραγματικά στο μικρό χωριό εκείνο το βράδυ. Για οτιδήποτε νεότερο θα σας ενημερώσουμε.
Σοφία Λαέρτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου