Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα short story. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα short story. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Ο αληθινός μας εαυτός


- Λίγο ακόμα και φτάνουμε.

Οι δύο άντρες είχαν ανέβει ψηλά στο βουνό. Είχαν σηκωθεί αξημερωτα ακόμα και είχαν αφήσει πίσω τη βάση. Ο οδηγός είχε αρνηθεί να τους ακολουθήσει.

- Όχι σπηλιά, δεν πάω εκεί.

Ο χάρτης που είχε έρθει στα χέρια τους δεν άφηνε αμφιβολίες. Το αρχαίο κάτοπτρο ήταν εκεί. Ο μύθος μιλούσε για έναν καθρέφτη που σε έφερνε αντιμέτωπο με τον αληθινό σου εαυτό. Θεοί, ημίθεοι και θνητοί είχαν κριθεί μπροστά σε εκείνον. 

Οι άντρες είχαν συμφωνήσει πως δεν θα κοιτάξουν. Ο στόχος ήταν να τον πάρουν. Αρχικά σκέφτονταν να τον πουλήσουν, αλλά τα χρήματα θα ήταν λίγα σε σχέση με το να τον εκμεταλλεύονται συνεχώς. Θα έπαιρναν χρήματα από όλους όσους ήθελαν να δουν τον αληθινό τους εαυτό. Και ήταν πολλοί αυτοί.

Η σπηλιά εμφανίστηκε στο βάθος. Τώρα το βήμα είχε γίνει γοργό. Είχαν αγωνία να δουν από κοντά ένα αντικείμενο που ήταν μύθος. 

Οι ντόπιοι δεν πήγαιναν ποτέ εκεί. Το είχαν μάθει από τους προγόνους τους. Δεν ήθελαν να ξυπνήσουν το θηρίο.

- Λες να υπάρχει όντως κάποιο θηρίο εκεί μέσα;

- Εννοείς κάποια αρκούδα;

- Αυτό είναι το καλό σενάριο.

Προχώρησαν στην είσοδο. Έριξαν το φως του φακού μέσα. Η σπηλιά δεν ήταν μεγάλη. Στο βάθος κάτι γυάλιζε.

- Λες να είναι αυτό εκεί;

Μπήκαν μέσα. Το κάτοπτρο ήταν εκεί. Έμοιαζε με ασπίδα ξαπλωμένη με την πλευρά του κατόπτρου να κοιτάζει προς τα πάνω. Βρισκόταν πάνω σε μια βάση. Οι άντρες ήταν χαρούμενοι. Έβγαλαν ένα πανί να καλύψουν το κάτοπτρο. Δεν έπρεπε να δουν μέσα. Έπιασαν τις άκρες και το σήκωσαν. 

Μουρμουρητά και φωνές ακούστηκαν μέσα απ' το κάτοπτρο. 

- Μην δίνεις σημασία, πάμε να φύγουμε.

Οι φωνές δυνάμωναν. Οι άντρες έβγαλαν το καλυμμένο κάτοπτρο από τη σπηλιά. Το άφησαν σε μιαν άκρη για να μπορέσουν να το δέσουν σωστά. 

- Είμαστε πλούσιοι! 

Δεν πρόλαβαν να χαρούν. Το κάλυμμα σηκώθηκε. Ένα χέρι εμφανίστηκε μέσα από το κάτοπτρο.

- Τι.. τι είναι αυτό;

- Μην δίνεις σημασία. Είναι όλα κόλπα για να μην το πάρουμε. 

Ο άντρας πλησίασε και το χέρι τον έπιασε. Το κάλυμμα έφυγε και το κάτοπτρο αποκαλύφθηκε. Το χέρι άρχισε να τραβάει το χέρι προς τα μέσα. Ο άντρας ούρλιαζε. Ο φίλος του προσπάθησε να τον κρατήσει από την άλλη μεριά. Ένα άλλο χέρι βγήκε κι έπιασε κι εκείνον. 

Λίγο πριν τον τραβήξει μέσα κοίταξε το κάτοπτρο. Είδε τον άντρα που τον τραβούσε.

- Δικό μου, όλα δικά μου .... Φώναζε μέσα από το κάτοπτρο. Δεν ήταν άγνωστος. Ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Και ήταν αχόρταγος όπως εκείνος. Τώρα ήξερε . Ήξερε την αλήθεια. Έβλεπε την κόλαση. Έβλεπε πως ήταν στα αλήθεια. Τρόμαξε και άρχισε να ουρλιάζει. 

Τα χέρια βγήκαν πάλι από το κάτοπτρο. Δύο από τη μια μέρα και δύο από την άλλη. Σαν πόδια από αράχνη σήκωσαν το κάτοπτρο και άρχισαν να περπατάνε προς τη σπηλιά. 

Το θηρίο γύρισε πίσω στη φωλιά του. 

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Το πρόσωπο της μάσκας


Το καρναβάλι είχε τελειώσει. Κόσμος ακόμα στους δρόμους, όμως σε λίγο ξημέρωνε και σιγά σιγά επέστρεφαν όλοι για ύπνο. Ο αρχικός ενθουσιασμός είχε ξεφτίσει. Όλοι ήταν κουρασμένοι. Οι τελευταίοι καρναβαλιστές περπατούσαν χωρίς σκοπό, ενώ οι οδοκαθαριστές είχαν πιάσει ήδη δουλειά. Μια κοπέλα τον προσπέρασε. Του χαμογέλασε.

«Θες να βγάλεις τη μάσκα και να έρθεις σπίτι μου;»

Η κοπέλα ήταν εμφανώς μεθυσμένη. Τρέκλιζε και τον κοιτούσε με λαχτάρα. Η πρότασή της συνοδευόταν από άσεμνες χειρονομίες. Ο άντρας την προσπέρασε αδιάφορος. Εκείνη τον πλησίασε τόσο, όσο χρειαζόταν για να κάνει πίσω ζαλισμένη. Σχεδόν έπεσε όταν στάθηκε μόλις δύο βήματα δίπλα του. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Την άλλη μέρα δεν θα το θυμόταν, όμως ήταν σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή σχεδόν σταμάτησε η καρδιά της.

Ο άντρας συνέχισε τον δρόμο του. Βάδιζε αργά προς το σπίτι. Ολόκληρη ημέρα και όλοκληρη νύχτα ήταν εκεί ανάμεσα στον κόσμο. Περνούσε δίπλα τους και εκείνοι έπεφταν συνεχώς πάνω του. Μέσα στον χαμό ήταν δύσκολο να καταλάβεις ποιος έσπρωχνε ποιον. Και αυτό ήταν ιδανικό.  Έζησε τον σφυγμό, την τρέλα, τους ξέφρενους ρυθμούς ενός ποταμιού ανθρώπων που έρεε κατά μήκος των δρόμων της πόλης. Κι εκείνος αναμεσά τους πίσω από την μάσκα.

Σαν τις παλιές μέρες. Σκέφτηκε.

Έφτασε σπίτι και κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη πριν βγάλει τη μάσκα. Στάθηκε για λίγα λεπτά αμίλητος. Μόνο μια κοφτή ανάσα, σχεδόν σαν βαθύ γουργούρισμα έβγαινε από τα ρουθούνια της μάσκας. Έιχε φτάσει η ώρα. Θα γυρνούσε σε εκείνη τη ζωή χωρίς πρόσωπο και πάλι. Θα γυρνούσε στον κόσμο του, μακριά από τους ανθρώπους.

Άνοιξε την πόρτα του υπογείου. Βουητό από έντομα ακούστηκε ενώ ο βόμβος δυνάμωνε. Η συμφωνία που είχε κάνει πριν χρόνια ήταν ξεκάθαρη. Μπορούσε να κλέψει αρκετή ζωή ώστε να μείνει ορατός για μία μόνο μέρα. Θα ξέκλεβε λίγο χρόνο από όλους, μα όχι πολύ. Αν έκανε το λάθος να δείξει ποιος ήταν, οι Κριτές θα τον τιμωρούσαν. Η μάσκα έκρυβε την πραγματική του ταυτότητα. Μια Σκιά ενός κόσμου που είχε καταστραφεί. Ένας πρόσφυγας που ζούσε λαθραία σε έναν κόσμο απαγορευμένο για τον ίδιο. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να εγκαταλείψει μα δεν το έκανε. Ίσως είχαν λόγο και οι Κριτές που τον κρατούσαν.

Πλάσματα σαν εσένα πρέπει να μένουν εκεί που ανήκουν. Μακριά από τη ζωή. Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό.

Και είχαν δίκιο. Αν έμενε έξω παραπάνω, θα έφερνε μαζί του τον κόσμο του. Ή έστω ό,τι είχε μείνει από εκείνον τον κόσμο. Ό,τι ήταν μέσα του. Είχε πάρει χρόνο ζωής. Λίγο από τον καθένα. Έτσι ήταν πιο εύκολο. Είχε καταφέρει να τον δουν. Είχε καταφέρει να υπάρξει. Αναρωτήθηκε αν κάποιος από τους υπόλοιπους του είδους του είχε καταφέρει να γλιτώσει. Αν ήταν με κάποια συμφωνία σε κάποιο άλλο μέρος εκείνου του κόσμου. Αν κάποιους από τους άλλους είχε καταφέρει να υπάρξει για λίγο μια μέρα σαν την ημέρα που μόλις είχε περάσει. Θυμήθηκε τους άλλους. Αυτό τον ξάφνιασε. Ίσως τελικά είχε κλέψει λίγο παραπάνω από όσο του αναλογούσε. Δεν ήταν εύκολο να αντισταθεί μπροστά σε τέτοιο φαγοπότι. Τόσες ζωές μπροστά του διαθέσιμες. Τόση ζωή που αν τον άφηναν θα ρουφούσε μέχρι να μην μπορεί άλλο.  Είχε δυναμώσει πολύ. Μέχρι που στιγμιαία θυμήθηκε και το όνομά του. Δεν ηχούσε καλά στη γλώσσα του, μα ήξερε πως ακουγόταν στα αυτιά των ανθρώπων. Όλεθρος.

«Του χρόνου πάλι», ψιθύρισε, πριν χαθεί στα σκοτάδια. 

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Μαύρη Τρύπα (Διήγημα)

«Είσαι έτοιμη;»

«Ναι μπαμπά, εσύ;»

«Κι εγώ... Μάλλον!»

Ο πατέρας κοίταξε προς τα κάτω. Είχαν ανέβει είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος από τα σκαλιά και μπροστά τους ήταν μια τσουλήθρα που κατέβαινε στριφογυριστά μέχρι την πισίνα. Κι αν το πρόβλημα του ήταν μόνο η υψοφοβία, ίσως να το ξεπερνούσε γρήγορα. Η νεροτσουλήθρα ήταν κλειστή. Με λίγα λόγια θα έμπαιναν σε ένα μαύρο τούνελ, στροβιλισμένοι χωρίς να βλέπουν που πάνε μέχρι να βγουν κάτω. Είχε χλομιάσει. Είχε παρακαλέσει τη σύζυγό του να πήγαινε με την μικρή, αλλά η κόρη του δεν του είχε αφήσει περιθώρια. Ήθελε να το κάνει με τον μπαμπά της. 

«Κύριε είστε εντάξει;» Η ναυαγοσώστρια τον κοίταξε μάλλον αδιάφορα. Η ουρά πίσω γέμιζε συνεχώς εδώ και πολύ ώρα επομένως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βλέπει πότε βγαίνει κάποιος από το τούνελ, να βεβαιώνεται πως έχει βγει από το σημείο που μπορεί ο επόμενος να πέσει πάνω τους και να δίνει το σύνθημα να φύγουν οι επόμενοι. Στη συγκεκριμένοι τσουλήθρα έμπαινες με μία μονή ή διπλή σαμπρέλα και ήταν το δεύτερο πιο εντυπωσιακό παιχνίδι στο συγκεκριμένο υδάτινο πάρκο. Το πρώτο ήταν μια κατακόρυφη τσουλήθρα από τα εικοσιπέντε μέτρα, πράγμα που του φάνταζε αδιανόητο ότι κάποιος πληρώνει για να το κάνει. Του είχε κοπεί η ανάσα. 

«Ξέρετε, έχω υψοφοβία και μάλλον κλειστοφοβία. Είναι τρομακτικά εκεί μέσα ε;»

Η κοπέλα γέλασε.

«Κύριε, ακόμα και εφτάχρονα παιδάκια κατεβαίνουν μόνα τους, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Φεύγετε»

Τους έσπρωξε ελαφρά και το φως χάθηκε από τα μάτια τους. Η μικρή ούρλιαζε από χαρά. Ο μπαμπάς της μάλλον είχε κλείσει τα μάτια. Σε κάποια σημεία σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που κατέβαιναν υπήρχαν κάποια ιριδίζοντα χρώματα, σαν ουράνιο τόξο. Ίσως δικαιολογούσαν το όνομα του παιχνιδιού Μαύρη Τρύπα αν και όπως το έβλεπε τώρα έμοιαζε περισσότερο με σκουληκότρυπα. Είχε δει σε πολλές ταινίες επιστημονικής φαντασίας τέτοια ταξίδια που η ταχύτητα γύρω από το όχημα υποδηλωνόταν από αυτόν τον χρωματισμό. Ναι έπρεπε να σκέφτεται αστρικά ταξίδια αν ήθελε να ηρεμήσει και να τελειώνει με αυτό. Φως φάνηκε μπροστά τους. Έφταναν στο τέλος της διαδρομής. Βγήκαν έξω σε ένα εκτυφλωτικό φως. Έμοιαζε σαν να είχε λάμψει ο ήλιος χίλιες φορές παραπάνω από όταν είχαν μπει. Για λίγο δεν έβλεπαν τίποτα παρά μόνο αυτό το φως. Σκεφτόταν πως κάτι τέτοιο θα έβλεπαν οι άνθρωποι μετά τη βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα. 

«Μπαμπά δεν βλέπω τίποτα» Τώρα η κόρη του κλαψούρισε. 

Το εκτυφλωτικό φως δεν ήταν αυτό που τον ανησυχούσε. Περισσότερο το ανησυχούσε πως δεν άκουγε κανέναν θόρυβο. Εντάξει να μην έβλεπαν τίποτα, όμως να μην ακούν ή να μην αισθάνονται το νερό; έβαλε τα χέρια του στο νερό. Έπιασε το κενό. Η φωνή του είχε κοπεί.

«Ό,τι και να γίνει, μην αφήσεις τα χέρια σου από το σωσίβιο, της ψέλλισε». 

Εκείνη υπάκουσε.

«Μπαμπά, θέλω να φύγω από εδώ φοβάμαι»

«Θα είναι κάποιο κόλπο μες στο παιχνίδι» το είπε για να κάνει τη μικρή να ηρεμήσει. Ήξερε πως δεν ήταν έτσι. Όσο περίμεναν στην ουρά, είχε μετρήσει τα δευτερόλεπτα που χρειαζόταν κάποιος για να κατέβει κάτω. Το είχε ανάγκη να μετράει όσο θα κατέβαιναν για να νιώθει ασφάλεια. Χρειάζονταν είκοσι δευτερόλεπτα στη χειρότερη που κάποιος κολλούσε σε κάποιο σημείο και έπρεπε να σπρώξει για να δώσει ώθηση. Εδώ είχαν περάσει αυτόν τον χρόνο κατά πολύ. 

Η όρασή του είχε αρχίσει να ξεδιαλύνει. έβλεπε κάποιες φιγούρες να έρχονται προς το μέρος τους. Μάλλον είχαν πάθει κάτι στην όρασή τους και έρχονταν να τους βοηθήσουν. Επιτέλους.

Μόλις τελειώσει όλο αυτό έχω να κάνω μηνύσεις σε όλο το μέρος. Δεν είναι δυνατόν να...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του. Οι φιγούρες μπροστά τους δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν κάτι άλλο. Η όραση τους ξεδιάλυνε και άλλο. 

Τι...Τι συμβαίνει εδώ;

«Ποιοι είστε εσείς; Τι θέλετε;»

Αόριστοι ήχοι ακούστηκαν. Έμοιαζαν σαν τον ήχο ρεύματος υψηλής τάσης. Βόμβοι που σου τρυπούσαν τα αυτιά. Η κόρη του άρχισε και πάλι να ουρλιάζει. Αυτή τη φορά από τρόμο. 

***

Απόσπασμα από την ηλεκτρονική έκδοση του New Spot

Τις τελευταίες ώρες ένα βίντεο έκανε τον γύρο του διαδικτύου και ενώ η αυθεντικότητά του ακόμα εξετάζεται, υπάρχει αρκετός κόσμος που πιστεύει πως έχουμε δει κάτι το ανεξήγητο. Ένας άντρας και η πεντάχρονη κόρη του μπαίνουν σε μία κλειστή νεροτσουλήθρα, τη λεγόμενη μαύρη τρύπα, και δεν βγαίνουν ποτέ από την άλλη μεριά. 

Το βίντεο φαίνεται να το έχει τραβήξει η σύζυγος και μητέρα των δύο αγνοούμενων. Μετά το πρώτο λεπτό μπορείτε να δείτε τις αντιδράσεις όλων όταν καταλαβαίνουν πως πατέρας και κόρη δεν έχουν βγει ακόμα από τη νεροτσουλήθρα. Εργαζόμενοι και ναυαγοσώστες αποφασίζουν να μπουν στο τούνελ, θεωρώντας πως σε κάποιο σημείο έχουν σφηνώσει ή έχουν σταματήσει. 

Η αγωνία και η έκπληξη όλων μεγάλωσε όταν οι δύο εργαζόμενοι που ξεκίνησαν από διαφορετικές κατευθύνσεις κι ενώ το νερό είχε σταματήσει, συναντήθηκαν μέσα στο τούνελ χωρίς να βρουν πουθενά τους δύο αγνοούμενους. Η μητέρα άρχισε να ουρλιάζει και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Λίγη ώρα μετά ειδικό συνεργείο μετέβη στον χώρο για να αποσυναρμολογήσει τα κομμάτια και να βρει τι έχει συμβεί. Και πάλι κανένα ίχνος τους δεν βρέθηκε. Η μητέρα βρίσκεται στο νοσοκομείο σε κακή ψυχολογική κατάσταση και προσπαθεί να ξεπεράσει το σοκ, ενώ όλοι οι αρμόδιοι ψάχνουν να βρουν τι είναι αυτό που έχει συμβεί. 

Μέχρι στιγμής κανείς από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν μπορεί αν δώσει μια εξήγηση σε αυτό που συνέβη. 

Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος


Σημείωμα Συγγραφέα

Η ιστορία αυτή έχει πολλά κοινά σημεία με την εμπειρία μου από μία παρόμοια νεροτσουλήθρα λίγες μέρες νωρίτερα κατά τη διάρκεια των οικογενειακών διακοπών. Για την ακρίβεια όλο το κομμάτι που δεν αφορά το παραφυσικό μοιάζει πολύ με την πραγματικότητα. Οι φόβοι που περιγράφω είναι πραγματικοί και χρειάστηκε να τους ξεπεράσω για χατίρι της πεντάχρονης κόρης μου Άννας-Μαρίας που αποδείχτηκε αρκετά ατρόμητη. Η σκέψη της σκουλικότρυπας μου δημιουργήθηκε την ώρα που κατεβαίναμε μες στο σκοτάδι κι ενώ η Άννα-Μαρία διασκέδαζε! Η φωτογραφία που υπάρχει σε αυτό το διήγημα την δείχνει να κατεβαίνει μία άλλη εξίσου ψηλή τσουλήθρα. Η μαύρη τρύπα είναι η κίτρινη τσουλήθρα που φαίνεται στα δεξιά. 

Σταύρος

Τι είναι το New Spot;

Το New Spot είναι μία από τις διάσημες εφημερίδες της χώρας. Έγκριτη, ανεξάρτητη και σοβαρή εφημερίδα που εκδίδεται εδώ και χρόνια. Κάθε δημοσιογράφος που τελειώνει τις σπουδές του ονειρεύεται μια θέση εκεί. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια αμφιλεγόμενη στήλη στο περιοδικό. Η Σοφία Λαέρτη, δημοσιογράφος, γράφει για παράξενες ιστορίες. Ιστορίες χωρίς καμία λογική. Ο τίτλος της στήλης; Ιστορίες από έναν κόσμο κοντινό. Η ιστορία που έγινε αφορμή για αυτή τη στήλη, βρίσκεται γραμμένη σε ένα ολόκληρο βιβλίο (που δεν έχει εκδοθεί ακόμα...).

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Κάστρο (Διήγημα)

Κόμπαζε συνεχώς σε όλους πως είχε τον πιο όμορφο κήπο. Δεν μπορούσες να τον αδικήσεις. Κάθε μέρα τον σκάλιζε, τον έσκαβε, άλλαζε θέση στα φυτά για να βρει που ευδοκιμούν καλύτερα και πότιζε σχεδόν με ευλάβεια και πάντα με τη σωστή ποσότητα κάθε φυτό ξεχωριστά. Ήταν ένας ευτυχισμένος συνταξιούχος και χαιρόμουν να τον βλέπω από το παράθυρο του σπιτιού μου κάθε μέρα να περνάει ατελείωτες ώρες στον κήπο του. Ζήλευα την γαλήνη στο πρόσωπό του και το χαμόγελο που χάριζε σε όποιον περνούσε. Φυσικά εγώ είχα χρόνια μπροστά μου για να φτάσω στη σύνταξη, μα η αλήθεια είναι πως κάπως έτσι φανταζόμουν κι εγώ τη συνταξιοδότηση μου. Δε ζήλευα τη μοναξιά του. Θα ήθελα να έχω τον κήπο, να μπορώ να διαβάζω βιβλία σε αυτόν και να ακούω τις φωνές των μελλοντικών μου εγγονιών. Ο γείτονας μου είχε μόνο τα λουλούδια. Χήρος εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου και χωρίς παιδιά. Πριν τη σύνταξη δούλευε σε μια εταιρία μεταφορών ως οδηγός. Από κάθε ταξίδι έφερνε πάντα και ένα νέο λουλούδι να δοκιμάσει στον κήπο του. Πολλές φορές τον άκουγες ακόμα και τη νύχτα να δουλεύει εκεί στον κήπο και αναρωτιόμουν γιατί δεν κοιμάται. Μετά βέβαια αναρωτιόμουν αν στη θέση του θα με έπιανε κι εμένα ύπνος.

Ο μόνος που είχε διαφορετική γνώμη για τον γείτονά μου, ήταν ο Κάστρο, ο γερμανικός ποιμενικός που είχε ο ξάδερφός μου κι έμενε στο ισόγειο της οικογενειακής μας πολυκατοικίας. Ο Κάστρο κάθε φορά που έβλεπε τον γείτονά μας κυριολεκτικά έκανε σαν λυσσασμένος. Ο ξάδερφός μου ζητούσε συγνώμη από τον συνταξιούχο κι εκείνος με το ίδιο χαμόγελο έλεγε πως δεν πειράζει. «Όσο μας χωρίζει ο φράχτης, δεν έχω πρόβλημα!». Ο Κάστρο δε συμμεριζόταν τα γέλια τους όσο μιλούσαν. Χοροπηδούσε και γρύλιζε σαν τρελός.

Μια μέρα όμως ο φράχτης σταμάτησε να τους χωρίζει. Και ήμουν εκεί στο παράθυρο του δωματίου μου για να δω όλη τη σκηνή. Ο Κάστρο έφυγε γαυγίζοντας από την πόρτα μας. Πρέπει να την είχε αφήσει νωρίτερα ανοιχτή ο ταχυδρόμος που έφερε κάποιους λογαριασμούς. Έτρεξε στο σπίτι του γείτονα, την ώρα που εκείνος ήταν – πού αλλού; - στον κήπο. Πήδηξε τον δικό του φράχτη που ήταν ούτε ένα μέτρο ψηλός και μπήκε μέσα. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί, άρχισα να τρέχω και να φωνάζω τον Κάστρο. Τις φωνές μου τις άκουσε και ο ξάδερφός μου και βγήκε να δε τι συμβαίνει. «Θα τον φάει ζωντανό!» ούρλιαξα και σαν να τον χτύπησε ρεύμα άρχισε να τρέχει πίσω μου.

Τώρα φωνάζαμε και οι δύο τον Κάστρο. Μπήκαμε στον κήπο και πήγαμε στο πίσω μέρος όπου ακούγονταν γρυλίσματα και ο γέρος γείτονάς μας να φωνάζει και να βρίζει. Είχε χαθεί κάθε ίχνος καλής διάθεσης από πάνω του. Το πρόσωπο του είχε αγριέψει. Μέχρι και ο τόνος της φωνής του ήταν διαφορετικός. Τρέξαμε να πιάσουμε τον Κάστρο. Μπαίνοντας στο πίσω μέρος της αυλής, είδαμε τον γείτονά μας να κρατάει μία τσάπα για να προστατεύσει τον εαυτό του. Οι φωνές είχαν βγάλει και τους άλλους γείτονες στο μπαλκόνι. Ο Κάστρο δεν πήγε προς τα πάνω του αλλά σε ένα παρτέρι με καινούρια λουλούδια. Άρχισε να σκάβει με μανία. Ο ξάδερφός μου τράβηξε πίσω τον σκύλο και τον χτύπησε για αυτό που έκανε. Εγώ κοίταξα στο χώμα. Ένα ανθρώπινο χέρι ξεπρόβαλε από το παρτέρι. Κοίταξα τον γείτονα μου τρομαγμένος. Όλοι εκείνη τη στιγμή βλέποντας την αντίδρασή μου κοίταξαν το χώμα και το είδαν.

«Κωλόσκυλο τα χάλασες όλα!»

Έξι πτώματα βγήκαν εκείνη την ημέρα από τον πιο όμορφο κήπο της γειτονιάς μας.

Διαβάστε και το διήγημα ''Για την Άννα μου'', σαν συνέχεια.

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Άυπνος (Διήγημα)

Την πρώτη φορά που μπήκε στο γραφείο δεν μου γέμισε το μάτι. Φορούσε μια φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Δεν μιλούσε καθόλου και είχε συνεχώς το νου του στο κινητό του. Έκατσε δίπλα μας στον καναπέ κάνοντας ένα νεύμα, χωρίς καν να μας κοιτάξει. Συνέχισε να κοιτάζει το κινητό του. Έπαιζε κάποιο παιχνίδι από αυτά που πρέπει να βάλεις τα ίδια χρώματα στη σειρά και να μαζέψεις όσους περισσότερους πόντους μπορούσες. Κοιτάξαμε και πάλι την γιατρό. 

«Είναι λίγο ιδιόρυθμος, αλλά εμπίστευτείτε με, είναι ο καλύτερος»

«Και...θα καταφέρει πράγματι να δει τι πάει λάθος;»

Η φωνή της μητέρας μου ακουγόταν σπασμένη, ενώ ο πατέρας μου δεν μιλούσε καθόλου. Μπορούσε ήδη να καταλάβω τι σκεφτόταν. Εδώ που τα λέμε το ίδιο σκεφτόμουν και εγώ. Πώς ένας τέτοιος τύπος θα κατάφερνε να θεραπεύσει τις αυπνίες μου;

«Κοιτάξτε, πριν δέκα χρόνια θα σας έλεγα πως αυτή η μέθοδος είναι πειραματική. Άνθρωποι σαν τον Άρη, φαίνεται πως κατέχουν τη δυνατότητα αυτή, όμως πρέπει πρώτα να εκπαιδευτούν. Ο Άρης ήταν ο πρώτος που εκπαιδεύτηκε όταν ήταν ακόμα και ο ίδιος παιδί. Είμαι σίγουρη πως μέσα σε λίγότερο από μία ώρα θα έχουμε τελειώσει». 

Μας οδήγησαν σε έναν θάλαμο με δύο κρεβάτια. Πίστευα πως θα είναι ένας άδειος χώρος με έντονο λευκό φως, μα στην πραγματικότητα ήταν ένα απλό υπνοδωμάτιο. 

«Εδώ θα κοιμηθείτε, ο καθένας στο κρεβάτι του. Το μόνο που θα σας συνδέει είναι αυτό το καλώδιο που θα στερεώσουμε εξωτερικά στο κεφάλι σας. Θα πάρεις ένα φάρμακο και θα κοιμηθείς μια ώρα. Όταν ξυπνήσεις όλα θα είναι εντάξει»

Οι γονείς μου με φίλησαν και βγήκαν έξω. Θα έμεναν σε ένα διπλανό δωμάτιο και θα μπορούσαν να βλέπουν τη διαδικασία από μία κάμερα. Έτσι θα ήταν σίγουροι πως υπήρχε απόλυτη διαφάνεια στη διαδικασία. 

***

Δεν ήθελαν από την αρχή να δοκιμάσουμε αυτή τη μέθοδο, μα ήταν η τελευταία τους ελπίδα. Οι αϋπνίες που είχαν από μικρό παιδί είχαν χειροτερεύσει. Ήμουν δεκαπέντε χρονών και ήδη περνούσαν μέχρι και δύο εβδομάδες χωρίς να κοιμηθώ καθόλου. Όλοι πίστευαν στην αρχή πως είναι ψυχολογικό, αργότερα έψαξαν για παθολογικούς παράγοντες, μα τίποτα δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί έμενα άυπνος. Και φυσικά κανένας δεν μπορούσε να μου δίνει δυνατά ψυχοφάρμακα από αυτή την ηλικία σε καθημερινή βάση μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το πιο περίεργο από όλα ήταν πως δεν είχε επηρεάσει καθόλου τη συμπεριφορά μου. Σίγουρα έχετε ακούσει για εκείνο το περίφημο πείραμα στη Ρωσία με τους στρατιώτες που έμειναν άυπνοι και το πως κατέληξαν. Εγώ δεν είχα καμία παρενέργεια. Λες και απλά ο οργανισμός μου είχε επιλέξει να είναι άυπνος. 

Όταν μας πρότειναν αυτή τη μέθοδο, οι γονείς μου αρνήθηκαν. Είχαν ακούσει για τα παιδιά-υπνονόμους (στην αρχή είχα ακούσει υπονόμους και αναρωτιόμουν γιατί τα ονόμασαν έτσι) και η φήμη που τους ήθελε να βασανίζονται για να κάνουν όσα κάνουν, αρκούσε για να μείνουμε μακριά από αυτό. Όμως πριν δύο εβδομάδες έγινε κάτι που μας έπεισε πως έπρεπε πλέον να δοκιμάσουμε και αυτή τη μέθοδο σαν μία απέλπιδα προσπάθεια. 

Ήταν το όγδοο βράδυ χωρίς ύπνο. Διάβαζα ένα βιβλίο. Θεωρητικά θα μπορούσε να με ηρεμήσει. Μου άρεσε το διάβασμα επομένως αυτός ο έξτρα χρόνος της αϋπνίας ήταν ευλογία σε αυτό το κομμάτι. Μόνο που για πρώτη φορά έκανα κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Υπνοβατούσα ενώ ήμουν ξύπνιος. Το σώμα μου σηκώθηκε μόνο του και άρχισε να περπατάει ενώ εγώ ακόμα διάβαζα το βιβλίο που είχα στο χέρι μου. Ήταν σαν βρισκόμουν μέσα σε ένα ρομπότ που πήγαινε μόνο του. Άρχισα να φωνάζω τους γονείς μου. Ξύπνησαν και με πρόλαβαν τη στιγμή που το σώμα μου προσπαθούσε να ανοίξει την μπαλκονόπορτα. Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν  το σώμα μου είχε σκεφτεί να πέσει από το μπαλκόνι! Ο φόβος για το τι θα μπορούσα να κάνω (όχι εγώ αλλά το σώμα μου) μας έφερε σε αυτή την ύστατη λύση. 

Η εξήγηση που μας έδωσαν, στην επιστημονική της βάση, ήταν λογική. Κάποια ανωμαλία σε ένα κομμάτι του εγκεφάλου, έδινε λάθος εντολή και ο οργανισμός μου αρχικά νόμισε πως είχε χορτάσει ύπνο και κατ' επέκταση η τελευταία αυτή εξέλιξη είναι κάποια ακούσια κίνηση, επειδή κάποιος νευρώνας λειτουργεί λάθος. Η θεραπεία που προτείνουν είναι μια μικρή διόρθωση αυτού του νευρώνα. Αυτό που δεν μπορούν να εξηγήσουν είναι πως ένας άνθρωπος σαν τον Άρη μπορεί να εντοπίσει αυτή την αλλαγή και να τη διορθώσει. Είναι σαν να συνδέονται δύο υπολογιστές μεταξύ τους και ο ένας να διαμορφώνει τον άλλον. Το πώς μάλλον δεν το έχει απαντήσει ακόμα η νευροβιολογία. 

Η βελόνα τρύπησε το μπράτσο μου και ένιωσα ένα μικρό μούδιασμα. Σε λίγο έσβησαν και τα φώτα. Ο Άρης δίπλα μου, που ακόμα δεν είχε μιλήσει, έκλεισε το κινητό του και ξάπλωσε κλείνοντας τα μάτια του. Εγώ έμεινα με ανοιχτά τα μάτια μέσα στο σκοτάδι. Περίμενα να έρθει ο ύπνος. Θεωρητικά είχαν χρησιμοποιήσει ένα ισχυρό φάρμακο που θα δρούσε. Μου είχαν πει πως δύο με τρία λεπτά αργότερα θα κοιμόμουν αλλά πρέπει να είχε περάσει πάνω από ένα τέταρτο και ακόμα δεν είχα κλείσει τα μάτια μου. Αυτό μου είχε φέρει νευρικότητα. 

«Κλείσε τα μάτια σου και άνοιξε την πόρτα»

***

Άκουσα μια φωνή μες στο σκοτάδι. Ήταν ο Άρης. Δεν είχα ακούσει τη φωνή του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Ρώτησα ποια πόρτα, αλλά δεν πήρα απάντηση. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Λίγο πιο μετά άκουσα πράγματι ένα χτύπημα. Μετά από λίγο ακόμα ένα. Σε κάθε χτύπο ένα φως άναβε στο μυαλό μου. Φωτιζόταν το σκοτεινό δωμάτιο. Κάποια στιγμή είδα μια πόρτα να σχηματίζεται μπροστά μου. Κατάλαβα τι εννοούσε. Πήγα και του άνοιξα. Τον είδα να μπαίνει μέσα. Κοίταξε τριγύρω. Φαινόταν διαφορετικός. Πολύ πιο ενεργητικός από ότι συνήθως. Προφανώς εκεί μέσα ήταν η δράση. Αυτό που περίμενε. 

«Θα μείνεις δίπλα σε αυτή την πόρτα. Ό,τι και να ακούσεις, ό,τι και να δεις μη φύγεις από εδώ. Θα έρθω κάποια στιγμή και θα φύγω. Μόνο τότε θα κλείσεις την πόρτα και θα ανοίξεις τα μάτια σου. Εντάξει;»

Έκανα ένα νεύμα ότι κατάλαβα. 

«Τι έχω πραγματικά;»

«Υπάρχει ένας Άυπνος στον οργανισμό σου.»

«Ένας τι;»

«Ένας ξενιστής από άλλον κόσμο. Οι Άυπνοι είναι όντα που έχουν καταφέρει και ταξιδεύουν στα όνειρα μας. Από εκεί όταν βρουν χώρο μπαίνουν μέσα μας και σιγά σιγά αποκτούν τον έλεγχο μας, μέχρι που εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Η μόνη λύση είναι να έρθει κάποιος και να τους σκοτώσει. Αυτοί εκεί έξω δεν ξέρουν τίποτα. Και να το πεις δεν σε πιστεύουν. Όλα πρέπει να έχουν επιστημονική εξήγηση...»

«Εσύ πώς ξέρεις να το κάνεις αυτό;»

«Σε κάποιο όνειρο μου όταν ήμουν μικρός είχα περάσει στον κόσμο τους, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Μείνε εδώ και ό,τι και να γίνει, μην αφήσεις να κλείσει η πόρτα.»

Τον είδα να χάνεται στο σκοτάδι. Έμεινα εκεί και προσπαθούσα να αφουγκραστώ το οτιδήποτε. Είχαν έναν ξενιστή μες στο μυαλό μου. Αναρωτιόμουν πόσοι άνθρωποι είχαν κάτι παρόμοιο και πόσοι ήταν εκείνη που ο ξενιστής τους είχε κατακτήσει ολοκληρωτικά. Η σκέψη πως μυθικά όντα όπως οι βρικόλακες μπορεί να μην ήταν και τόσο μυθικά άρχισε να τριβελίζει τη σκέψη μου. Όλα διακόπηκαν από έναν ήχο.

Ένα μικρό γουργουρητό ακούστηκε. Μπορούσα να ακούσω κάτι εκεί κοντά μου. Έμοιαζε με ήχο από κάτι που γρύλιζε. Ένιωθα να απειλούμαι από το σκοτάδι. Έπρεπε όμως να μείνω εκεί όπως μου είχε πει. Άλλωστε ήταν μόνο η φαντασία μου και τίποτε άλλο. Είδα κίτρινα μάτια μες στο σκοτάδι να με κοιτάζουν. Τρία κίτρινα μάτια εμφανίστηκαν και πλησίαζαν.

«Άρη, πού είσαι;»

Καμία απάντηση. 

Το πλάσμα ακουγόταν να πλησιάζει συνεχώς. Προσπαθούσα να φωτίσω πάλι το δωμάτιο, όπως όταν ακούγονταν τα χτυπήματα αλλά δεν τα κατάφερα. Ήθελα να περάσω την πόρτα και να κλειδωθώ από την άλλη μεριά, αλλά προφανώς κάτι θα πήγαινε στραβά αν το έκανα αυτό. Έπρεπε να υπερασπιστώ την πόρτα. 

Φτερούγισμα ακούστηκε από την άλλη μεριά του σκοτεινού δωματίου. Έπεσα και καλύφθηκα. Σκέφτηκα πως ήταν νυχτερίδες, μα ο ήχος ήταν πιο δυνατός. Σαν τον ήχο που κάνουν τα περιστέρια όταν σηκώνονται όλα μαζί (και κοράκια;). Φαινόταν πως η φαντασία μου ήταν έτοιμη να μου επιτεθεί. Τα φώτα αναβόσβησαν και αυτό που είδα στιγμιαία δεν ήταν ούτε πουλιά ούτε κάποιο πλάσμα. Ήταν ένας άνθρωπος. Ή τουλάχιστον η σιλουέτα ενός ανθρώπου. Ήταν ο Άυπνος. Το φως συνέχισε να αναβοσβήνει.

Άκουσα τον Άρη να τρέχει. 

«Μην ανοίγεις τα μάτια θα με κλειδώσεις εδώ μέσα!»

«Δεν το κάνω εγώ! Συμβαίνει πάλι!»

Το σώμα μου άρχισε να τρέμει ολόκληρο. Μπορούσα να ακούσω το τρέμουλο μέσα στο μυαλό μου. Ο Άρης έφτασε δίπλα στην πόρτα. 

«Είναι ένας άνθρωπος εδώ μαζί μου.»

Του έδειξα το κενό. Πήγε προς τα εκείνο το σημείο. 

«Πρέπει να τον βρω αμέσως!»

Τα φώτα άναψαν και ένα ουρλιαχτό ακούστηκε. Άνοιξα τα μάτια μου. Το σώμα μου είχε ξυπνήσει, είχε σηκωθεί και περπατούσε χωρίς να το ελέγχω. Πήγε προς το σώμα του Άρη. Όχι!

Οι άνθρωποι της κλινικής έτρεξαν να μπουν μέσα. Δεν πρόλαβαν όμως. Είχα κόψει το καλώδιο. Έκλαιγα και φώναζα να με σταματήσουν. Το σώμα του Άρη φαινόταν νεκρό εκεί απέναντι. Προσπάθησα να επανακτήσω τον έλεγχο του εαυτού μου. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να βρεθώ πάλι σε εκείνο το δωμάτιο. Ουρλιαχτά ακούγονταν μες στο κεφάλι μου και λιποθύμησα. 

***

Ήμουν σε κώμα έξι μήνες. Ή τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Μόλις ξύπνησα, όλοι είπαν πως είχε γίνει ένα μικρό θαύμα. Και λίγα έλεγαν. 

Έμεινα λίγο καιρό ακόμα στο νοσοκομείο. Φαινόταν πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε συμβεί με είχε κάνει καλά. Κοιμόμουν κανονικά στην ώρα μου και δεν είχα καμία κρίση. Αστειευόμουν πως δεν ήμουν σε κόμμα, απλά προσπαθούσα να αναπληρώσω τις ώρες ύπνου που είχα χάσει. 

Είχα χάσει ολόκληρη τη χρονιά στο σχολείο αλλά προφανώς αυτό δεν ήταν κάτι που με απασχολούσε. Το επόμενο διάστημα ήρθαν διάφοροι φίλοι και γνωστοί να με δουν. Μέχρι και κάποιοι καθηγητές. Είχε έρθει πια το καλοκαίρι, όταν πήρα εξιτήριο. Όλοι θεώρησαν πως είχε τελειώσει το θέμα. 

Όλο αυτό το διάστημα, κανείς δεν μου είχε πει τι είχε συμβεί στον Άρη. Μετά από επίμονες προσπάθειες, μια μέρα ήρθε ο πατέρας μου και μου είπε όσο πιο ψυχρά γινόταν πως εκείνη την ημέρα ο Άρης κόντεψε να πεθάνει εκείνη την ημέρα και το πρόγραμμα σταμάτησε. Έμεινε παράλυτος στο νοσοκομείο και οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες να επανέλθει. Η μητέρα μου λίγο αργότερα ήρθε να δικαιολογηθεί. Φοβόταν πως θα νιώσω υπεύθυνος για αυτό που του είχε συμβεί και για αυτό όλοι μου το έκρυβαν. 

Αργότερα με έβαλαν να δω το βίντεο από όλα όσα είχαν συμβεί. Φαινόταν ξεκάθαρα πως αφού έκοψα το καλώδιο ο Άρης έμεινε νεκρός εκεί, ενώ εγώ ούρλιαζα και προσπαθούσα να γδάρω τον εαυτό μου. Οι άντρες που μπήκαν στο δωμάτιο έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες να με κρατήσουν μέχρι που έπεσα κάτω. Μετά έπεσαν πάνω από τον Άρη για να προσπαθήσουν να τον σώσουν. Έτρεξαν έξω και έφεραν ένα άλλο καλώδιο. Είχε μπει και η γιατρός μέσα και προσπαθούσε να ενώσει το καινούριο καλώδιο στα δύο σώματά μας. Μετά από λίγο το έκανε. Είδα τον Άρη να σηκώνεται και λίγο αργότερα να πέφτει πάλι κάτω.

Ο καιρός περνούσε και όλα κυλούσαν φυσιολογικά. Είχα ζητήσει να πάω να δω τον Άρη αρκετές φορές, όμως δεν μου το είχαν επιτρέψει. Έφερνα ξανά και ξανά τις τελευταίες στιγμές μέσα στο μυαλό μου πριν σβήσουν όλα και προσπαθούσα να αποφασίσω αν η σειρά με την οποία θυμόμουν τα γεγονότα ήταν η σωστή.

Θυμόμουν σε όλο αυτό το παιχνίδι με το φως και το σκοτάδι τον Άυπνο να μας επιτίθεται. Όταν έφτασε μπροστά μου είδα πως δεν είχε πρόσωπο. Ούτε μάτια, ούτε στόμα, ούτε μύτη, ούτε τίποτα. Ένα κενό πρόσωπο που περίμενε να γίνει ίδιο με το δικό μου. Ο Άρης πάλεψε μαζί του. Η πόρτα είχε κλείσει τη στιγμή που ο ξενιστής πήρε τον έλεγχο του σώματός μου και έκοψε το καλώδιο. Τώρα όχι μόνο δεν μπορούσε να φύγει από εκεί, αλλά είχε κρατήσει και τον 'Αρη μαζί μας. Την ώρα που πάλευαν η πόρτα άνοιξε και πάλι στιγμιαία. Είδα τον Άυπνο να γρυλίζει και τον Άρη να τον αγκαλιάζει και να τον τραβάει προς την πόρτα. Τον άκουσα να φωνάζει ότι ήταν η τελευταία τους ευκαιρία. Και μετά σκοτάδι. 

Αυτό σήμαινε πως ο Άρης είχε καταφέρει να πάρει μαζί του τον Άυπνο, όμως γιατί δεν επανήλθε; Ίσως τα δευτερόλεπτα ή λεπτά που είχε μείνει μακριά από το σώμα του αρκούσαν για να πάθει βλάβη το σώμα του. Ήταν άλλωστε από την αρχή ξεκάθαρος. Η πόρτα δεν έπρεπε να κλείσει. 

Είχα αποφασίσει να πάω να δω τον Άρη και έτσι με κάποια ψέματα και υπεκφυγές κατάφερα να φτάσω στο νοσοκομείο και στον θάλαμό του. Ήταν τόσο καιρό εκεί, που κανένας δεν με σταμάτησε όταν  μπήκα στο δωμάτιο. Τα μάτια του κοιτούσαν το κενό. Έμεινα αμίλητος αρκετή ώρα προσπαθώντας να βρω τρόπο να του πω ότι τον ευχαριστώ. Λίγο πριν φύγω πήγα κοντά του και άγγιξα το χέρι του. Μου το έσφιξε με δύναμη και τα μάτια γύρισαν και με κοίταξαν. σαν ηλεκτρικό ρεύμα μια φωνή με διαπέρασε. 

«Έρχονται πάλι και είναι πολλοί. Μην τους ανοίξεις.»

Τα μάτια του γύρισαν πάλι στο κενό και το χέρι του χαλάρωσε. Είχα τρομοκρατηθεί. Αν ένας Άυπνος μπορούσε να κάνει αυτό που μου έκανε, τι θα γινόταν αν έρχονταν παραπάνω;

Ένα βράδυ που κοιμόμουν άκουσα και πάλι έναν ήχο από πόρτα να χτυπάει. Το σώμα μου τινάχτηκε βίαια. Προφανώς δεν είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί την τελευταία φορά που είχε συμβεί αυτό. Η πόρτα σχηματίστηκε ξεκάθαρα μέσα στο κεφάλι μου. Αρνήθηκα να την ανοίξω.

Αυτό συνέχισε να συμβαίνει όλο και πιο συχνά. Κάποιες φορές μπορούσα να ακούσω τον ήχο και την ώρα που ήμουν ξύπνιος. Άλλες φορές την ώρα του μαθήματος, άλλες όταν ήμουν με την παρέα μου ή ακόμα και όταν έβλεπα τηλεόραση. Ήταν ο Άυπνος και προσπαθούσε να μπει και εγώ φυσικά δεν θα του έκανα το χατήρι. Αναρωτιόμουν τι άλλο υπήρχε εκεί πίσω μαζί του. Ο Άρης είχε πει ότι έρχονται και είναι πολλοί. 

Το χτύπημα είχε αρχίσει να μοιάζει με εφιάλτη. Πλέον μπορούσες να διακρίνεις ρωγμές γύρω από την πόρτα. Ήταν προφανές πως αργά ή γρήγορα αυτή η πόρτα θα άνοιγε και πάλι. Μέσα μου ευχόμουν να μπορούσα να μάθω από τον Άρη τι μπορούσα να κάνω.

Μέσα σε λίγους μήνες η ζωή μου είχε γίνει πάλι εφιάλτης. Ήμουν συνεχώς θυμωμένος και κουρασμένος. Ένα ανελέητο σφυροκόπημα έκανε το κεφάλι μου να θέλει να σπάσει. Ήμουν απελπισμένος. Έφτιαξα ένα γράμμα στο οποίο εξηγούσα τι μου συνέβαινε και το είχα πάντα μαζί μου. Σκεφτόμουν πως πολύ εύκολα σε μια στιγμή τρέλας μπορεί να έψαχνα την λύτρωση στον θάνατο. 

Πήγα άλλη μια φορά στο νοσοκομείο. Ήθελα να αποχαιρετίσω τον Άρη. Μπήκα στο δωμάτιο, αλλά απέφυγα να τον ακουμπήσω. Το βλέμμα του κενό. Έκατσα σε μια καρέκλα δίπλα του. 

«Δεν αντέχω άλλο. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Όπου να 'ναι η πόρτα θα σπάσει και τότε δεν θα είμαι εγώ. Ξέρω πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μα μόνο μια λύση βλέπω. Θα πεθάνω Άρη. Για αυτό ήρθα εδώ. Ήθελα να σου πω αντίο»

Τη στιγμή εκείνη ένιωσα το κεφάλι μου να κόβεται στα δύο. Έπεσα στο πάτωμα. Ο ήχος ερχόταν από παντού. Πλέον δεν υπήρχε πόρτα. Οι τοίχοι διαλύθηκαν και ένα σωρό αλλόκοτα πλάσμα περνούσαν στο μυαλό μου. Δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχήμα, έμοιαζαν ρευστά, έτοιμα να πάρουν το σχήμα του ξενιστή τους. Μπορούσαν να ακούσω εκείνο το γρύλισμα και πάλι. Θα χανόμουν. Κάποιος από αυτούς θα αναλάμβανε την ύπαρξη μου. Στην απελπισία μου πιάστηκα από το κρεβάτι να σηκωθώ και ακούμπησα το χέρι του Άρη.

Λευκό χρώμα ξεχύθηκε στο μυαλό μου. Λες και κάποιος είχε ανοίξει το παράθυρο σε κάποιο σκοτεινό μέρος. Είδα τον Άρη να έρχεται και να πηγαίνει προς τα πλάσματα.

«Δεν ήρθα ακόμα η ώρα να περάσουν στον κόσμο μας.»

Όλα τα πλάσματα όρμησαν πάνω του. Εκείνος συνέχισε να περπατάει προς την πύλη.

«Ώρα να πάμε πίσω στον κόσμο σας»

Μπήκε στην πύλη μαζί τους. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος τράνταξε τα πάντα. Θα ήμουν σίγουρος πως ολα έγιναν μες στο μυαλό μου, αν δεν έβλεπα ανοίγοντας τα μάτια μου ότι το δωμάτιο ήταν άνω κάτω. Τα πάντα ήταν σπασμένα. Φαινόταν σαν να έχει περάσει ανεμοστρόβιλος. Οι νοσηλευτές έτρεξαν και μπήκαν στο δωμάτιο. Ήρθαν από πάνω μου, ενώ όλοι ρωτούσαν που ήταν ο ασθενής. Κοίταξα στο κρεβάτι και ο Άρης είχε εξαφανιστεί. 

Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει τι είχε συμβεί σε εκείνο το δωμάτιο. Κανείς δεν ήξερε πώς σώθηκε ο κόσμος μας για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου. Και κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε ο Άρης.

Δεν ξαναμίλησα ποτέ. Δεν έχω ξεκαθαρίσει κι εγώ ο ίδιος αν η φωνή μου έφυγε μαζί τους, ή απλά αρνούμαι να ανοίξω το στόμα μου για να μην χρειαστεί να μιλήσω ποτέ για όλα όσα έζησα. Μου ζήτησαν να γράψω τι είχε συμβεί. Μα πώς να γράψεις κάτι τέτοιο; Αρνήθηκα σε εκείνους, όμως εγώ ο ίδιος έπρεπε να τα γράψω.

Το μόνο που ξέρω γράφοντας αυτές τις γραμμές είναι πως ένας άλλος κόσμος μας χτυπάει την πόρτα. Ίσως ακόμα δεν ήρθε η ώρα να ακούσουμε το κάλεσμα, πόσο μάλλον να ανταποκριθούμε σε αυτό. Αν ποτέ αυτό το γραπτό φτάσει στα χέρια σας, σας εκλιπαρώ. 

ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΕΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ 





Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

h_4_horror

 Το h_4_horror είναι μια έμπνευση της στιγμής. Σκεπτόμενος τη δυναμική του Instagram, καθώς οι εικόνες έχουν κατακλείσει την καθημερινότητά μας και φαίνεται να κερδίζουν έδαφος σε σχέση με τις λέξεις, σκέφτηκα πώς θα μπορούσα να δώσω λίγη από τη φαντασία και τον τρόμο που τόσο αγαπώ σε αυτό το μέσο. Πάντα μου άρεσαν οι μικροϊστορίες κι εδώ έχω την ευκαρία να δω πως λίγες λέξεις μπορούν να έχουν τη δύναμη μιας ολόκληρης ιστορίας. Έτσι δημιουργήθηκε η σελίδα αυτή.

 Η σκέψη απλή. Μια εικόνα με δωρεάν δικαιώματα διάθεσης και λίγες λέξεις όπως τις έχω εμπνευστεί εκείνη τη στιγμή. Έτσι μέσα σε μια στιγμή ο αναγνώστης θα μπει σε μια ιστορία. Μπορεί να φανταστεί μόνος του το πριν και το μετά αυτής της ιστορίας. Είναι μια στιγμή από χιλιάδες στιγμές ενός κειμένου που δεν γράφτηκε. Είναι όμως μια ματιά σε έναν άλλον κόσμο, κάτι που όλοι χρειαζόμαστε. Μια διέξοδος. 

 Βασική επιδίωξη αυτό το στιγμιαίο ταξίδι και ποιος ξέρει; Ίσως κάποια στιγμή επιστρέψω σε ένα από αυτά τα καρέ και αποφασίσω να διηγηθώ ολόκληρη την ιστορία! Παρακάτω λίγα δείγματα από τη συλλογή!








Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

΄Ύψωμα 816

 27η Οκτωβρίου 2001

Λίγες κάμερες και δημοσιογράφοι βρέθηκαν εκείνο το απόγευμα στην αίθουσα εκδηλώσεων Μελίνα Μερκούρη στο Ίλιον, κυρίως από τοπικά μέσα και τη δημόσια τηλεόραση. Δε θα πω ψέματα. Άρχισε να βρέχει, περνούσα από έξω και μπήκα. Είπα να κάτσω λίγο μέχρι να τελειώσει η βροχή και μετά θα έφευγα. Ο Δήμαρχος καθώς και κάποια μέλη του δημοτικού συμβουλίου ήταν εκεί για να τιμήσουν τον Μανώλη Δημητράκη, ένα παλαίμαχο του Β Παγκοσμίου Πολέμου και του Έπους του '40. Όταν τον κοιτούσες εκεί πάνω στη σκηνή, έναν παππού γύρω στα ογδόντα δεν μπορούσες να πιστέψεις αυτό που έλεγαν όλοι ότι είχε κάνει. Ήταν ο τελευταίος από την ομάδα του στο ύψωμα 816 λίγο πριν την Κορυτσά. Και κατάφερε και υπερασπίστηκε μόνος του για δύο ολόκληρες μέρες το ύψωμα, μέχρι που τελικά οι Ιταλοί υποχώρησαν. Λένε πως η μάχη ήταν τόσο σκληρή που τα πτώματα των στρατιωτών δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν. Έλληνες και Ιταλοί στρατιώτες που πέθαναν θάφτηκαν εκεί και δεν επέστρεψαν ποτέ στις οικογένειες τους.

Ήταν από αυτές τις περιπτώσεις που ο μύθος έχει εισχωρήσει σε ένα κομμάτι της ιστορίας. Την αφήγηση εκείνων των ημερών είχε αναλάβει ένας διευθυντής γυμνασίου - φιλόλογος - και με γλαφυρό τρόπο και προσπαθώντας να δημιουργήσει την κατάλληλη συγκίνηση αφηγούταν την ιστορία κομμάτι κομμάτι. Όλη εκείνη την ωρά κοιτούσα τον ήρωα. Ήταν εκεί απέναντι με το κεφάλι σκυφτό και την περισσότερη ώρα κλειστά τα μάτια. Σε έκανε να αναρωτιέσαι αν είχε αποκοιμηθεί λόγω ηλικίας, ή αν προσπαθούσε να φέρει τις εικόνες στο μυαλό του. Κάποιες στιγμές έσφιγγε τα κλειστά μάτια και μπορούσες να καταλάβεις πως κάτι θυμόταν. 

Ο δήμαρχος μίλησε λιγότερο ευχαριστώντας τον διευθυντή και έπειτα εκ μέρους της πολιτείας τον ίδιο τον Δημητράκη. Εκείνος έγνευσε. Σηκώθηκε όρθιος και ο δήμαρχος του έδωσε την τιμητική πλακέτα. Χειροκροτήματα στην αίθουσα και ο αμίλητος μέχρι εκείνη την ώρα ήρωας είπε ένα ξερό ευχαριστώ. Τα μέσα θα το περιέγραφαν ως συγκίνηση, μα μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι ήταν αδιαφορία. Ήταν εκεί γιατί τον ανάγκασαν να πάει. Ήταν κάτι που δεν ήθελε να κάνει. Ένας δημοσιογράφος του ζήτησε να πει δυο λόγια. Ο δήμαρχος τον συνόδευσε μέχρι το μικρόφωνο. Η αμηχανία του ήταν έκδηλη. 

«Το μόνο που θέλω να πω είναι πως νιώθω λύπη για όλους όσους έμειναν σε εκείνο το ύψωμα. Λέμε συνήθως πως έτσι έγιναν αθάνατοι, όμως εγώ έπρεπε να ζήσω με το βάρος αυτό όλη μου τη ζωή. Να ζω, να γνωρίσω τη γυναίκα μου, να κάνω παιδιά και εγγόνια και εκείνοι να είναι εκεί. Όλοι τους κοντά στα είκοσι. Αθάνατοι....»

Η σιωπή και το βλέμα στο κενό επέστρεψαν. Χλιαρά χειροκροτήματα που δυνάμωσαν για να κρύψουν αυτή την αμηχανία. Η γιορτή θα συνεχιζόταν στο φουαγιέ του χώρου. Γλυκά και αναψυκτικά έκαναν την εμφάνισή τους όσο ήμασταν μέσα. Οι υπάλληλοι έτρεχαν να είναι όλα έτοιμα καθώς η πόρτα άνοιγε και ο κόσμος έβγαινε προς τα έξω. Σε δευτερόλεπτα ο κόσμος είχε γεμίσει φασαρία και καπνό τσιγάρου. Έμεινα σε μια γωνία και περίμενα να βγει ο Δημητράκης. Άφησα πρώτα να τον πλησιάσει ο κόσμος να του μιλήσει, να του πει πόσο ευγνώμονες είναι όλοι και αφού τελείωσαν με όλες τις αβρότητες (ή βαρετές φανφάρες, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς) τον άφησα να βγει έξω. Έβγαλε από το σακάκι του μια κασετίνα με τσιγάρα. Άναψε ένα και έμεινε πάλι αμίλητος. Πλησίασα. 

«Κύριε Δημητράκη ήθελα να σας ρωτήσω κάτι»

Τράβηξε άλλη μια τζούρα και έγνευσε να ρωτήσω.

«Όταν εκείνος ο άνθρωπος διάβαζε τα πράγματα που εσείς είχατε διηγηθεί, εσείς κλείσατε τα μάτια. Τι ήταν αυτό που εκείνος ο άνθρωπος δεν είπε;»

Με κοίταξε έκπληκτος. 

«Τι έννοεις;»

«Το πρόσωπο σας σκλήρυνε. Όχι γιατί ήταν σκληρό αυτό που ακούγατε. Εκείνη την ώρα κάτι άλλο βλέπατε μπροστά σας. Θα ήθελα να μάθω τι ήταν αυτό που κρύψατε.»

«Δεν έχω κρύψει τίποτα»

Γύρισε να φύγει ενοχλημένος.

«Κύριε Μανώλη, θα πάω στο ύψωμα 816 και θέλω να ξέρω».

Έλεγα ψέματα. Δεν είχα ιδέα για όλα αυτά, είχα μπει να γλιτώσω από τη βροχή, η βροχή είχε σταματήσει κι εγώ θα έπρεπε να έχω φύγει. Όμως έπρεπε να ξέρω. 

«Τι... τι θα πας να κάνεις; Όχι δε θα το κάνεις αυτό!»

«Για αυτό ρωτάω και πάλι. Γιατί δεν πρέπει να το κάνω αυτό»

Με κοίταξε ταραγμένος. «Έλα μαζί μου. Δε νομίζω πως θα με ψάξει κανείς»

Πήγαμε δίπλα στην πλατεία. Κάτσαμε σε ένα παγκάκι έξω από την εκκλησία του Αγίου Φανουρίου. Μου έτεινε με το χέρι ένα τσιγάρο. 

«Το έχω κόψει»

«Καλά κάνεις. Εμένα δεν με σκότωσε ούτε αυτό»

Άλλη μια στιγμή σιωπής. Φαινόταν να μαζεύει κουράγιο. 

«Ό,τι έγινε στο ύψωμα 816 έμεινε κρυφό και από τους δικούς μας και από τους Ιταλούς. Ήταν η μόνη πραγματική ανακωχή του ελληνοιταλικού πολέμου και ήμουν μέρος της συμφωνίας επειδή πράγματι ήμουν ο μόνος επιζών. Μόνο δεν πολεμούσα τους Ιταλούς. Νομίζω ότι αρκετά το κράτησα μέσα μου. Θα στο πω μόνο και μόνο για έναν λόγο. Μην πατήσεις ποτέ το πόδι σου σε εκείνον τον καταραμένο τόπο. Ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος. Το ξέρουν και οι Αλβανοί. Ο τόπος δεν είναι προσβάσιμος, ή τουλάχιστον δεν ήταν όσο είχαν κουμουνισμό. Δεν ξέρω τι έγινε αργότερα με όλα αυτά που πέρασαν και αυτοί»

Είχα ήδη μετανιώσει που δεν πήρα νωρίτερα εκείνο το τσιγάρο.

«Εκείνες τις ημέρες προχωρούσαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε. Τα υψώματα είχαν τεράστια σημασία για από εκεί μπορούσες να έχεις εποπτεία σε όλη την περιοχή. Το να έχεις στην κατοχή σου ένα ύψωμα σήμαινε αυτομάτως πως μπορούσες να ορίσεις την περιοχή. Τα πράγματα σε εκείνο το σημείο ήταν ζόρικα για εμάς γιατί είχαμε και την αεροπορία να μας σφυροκοπάει. Έτσι είχαμε αποφασίσει να κινηθούμε νύχτα ώστε να φτάσουμε πρώτοι στο ύψωμα. 

Όταν φτάσαμε στην κορυφή αρχίσαμε να στήνουμε πρόχειρα οχυρά. Σκάψαμε και με τις πέτρες χτίζαμε γύρω όλα τα απαράιτητα. Όλα αυτά σε απόλυτο σκοτάδι γιατί αν ανάβαμε φωτιά θα μας έβλεπαν και τότε όλα θα τελείωναν. Θα ήμασταν εύκολος στόχος. Φαντάσου την έκπληξη των Ιταλών όταν το ξημέρωμα αντίκρυσαν ένα πρόχειρο οχυρό πάνω στο ύψωμα και εμάς να αναρτούμε την ελληνική σημαία! Το δυστύχημα ήταν πως η ομίχλη των προηγούμενων ημερών είχε διαλυθεί και πλέον ήμασταν έυκολος στόχος για τα αεροπλάνα.

Μετά την έκπληξη ήρθε η οργή. Άρχισαν να μας ρίχνουν από παντού. Η εντολή ήταν ρητή. Έπρεπε να αντέξουμε μέχρι να έρθει το τάγμα μας. Ένα αεροπλάνο πέρασε από πάνω και άρχισε να μας ρίχνει. Μπήκαμε στο ανάχωμα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι γινόταν γύρω μας»

Μέχρι αυτό το σημείο η διήγηση του δεν διέφερε από όσα είχα ακούσει. Ήταν λίγο καλύτερα από όταν τα διάβαζε ο διευθυντής, αλλά μπορούσα να καταλάβω γιατί είχε μείνει αμίλητος. Δεν ήθελε να του ξεφύγει η αλήθεια.

«Είχαμε σταματήσει να πυροβολούμε προς τους Ιταλούς. Πρώτο μας μέλημα ήταν να μη σκοτωθούμε από τις βόμβες που έπεφταν. Έτσι οι Ιταλοί ανέβαιναν σιγά σιγά στο ανάχωμα. Ήταν χαμένη υπόθεση, όσο υπήρχε το αεροπλάνο από πάνω μας. Τα αντιαεροπορικά μας δεν είχαν φτάσει ακόμα. Ήταν αποστολή αυτοκτονίας. 

Μία από τις βόμβες άνοιξε μια μεγάλη τρύπα. Η τρύπα αποκάλυψε μια σπηλιά. Οι υπόλοιποι επέμεναν να μπούμε μέσα να γλιτώσουμε από τις βόμβες. Τους ούρλιαζα πως εκεί θα μέναμε παγιδευμένοι. Οι Ιταλοί κόντευαν να μας φτάσουν. Είχα πάρει το όπλο και πυροβολούσα. Έπρεπε να προβάλουμε οποιαδήποτε αντίσταση μέχρι να έρθει το τάγμα. Οι άλλοι άρχισαν να μπαίνουν στη σπηλιά. Μου φώναζαν να πάω μαζί τους. Όταν ο πρώτος Ιταλός φάνηκε πάνω στο ύψωμα είχαν μπει όλοι μέσα εκτός από εμένα. Έμεινα πίσω από το ανάχωμα. Δεν είχε πια σημασία αν θα πέθαινα πρώτος ή τελευταίος. Το αεροπλάνο έφυγε από πάνω μας και οι Ιταλοί κατέβασαν τη σημαία μας. Θα ήταν ανόητο να πυροβολήσω εκείνη τη στιγμή. Όλοι ήταν από την άλλη μεριά. Είχα κρατήσει κάποιες χειροβομβίδες για να κάνω ηρωική έξοδο. Θα έπαιρνα όσους περισσότερους μπορούσα μαζί μου. 

Ξαφνικά ακούστηκαν ουρλιαχτά μέσα από την τρύπα. Οι Ιταλοί ξαφνιάστηκαν. Οι συμπολεμιστές μου άρχισαν να βγαίνουν από τη σπηλιά ουρλιάζοντας. Στην αρχή τους πυροβολούσαν, όμως άκουσα τους δικούς μου να ζητάνε βοήθεια. Και οι Ιταλοί τα είχαν χαμένα γιατί οι δικοί μας πήγαιναν προς το μέρος τους φωνάζοντας αγιούτο (βοήθεια στα ιταλικά). Ο διοικητής έδωσε εντολή να σταματήσουν τους πυροβολισμούς. Οι Έλληνες έτρεξαν στους Ιταλούς για βοήθεια και τους έδειχναν τη σπηλιά. Ο διοικητής τους πλησίασε μαζί με κάποιους ακόμα. Κοίταξε μέσα και μπόρεσα να δω τρόμο στα μάτια του. Δύο ακόμα στρατιώτες βγήκαν από τη σπηλιά. Όμως δεν ήταν πλέον οι συμπολεμιστές μου. Ήταν κάτι άλλο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα και έβγαζαν έναν περίεργο ήχο. Επιτίθονταν σε όλους. Έπιασαν δύο Ιταλούς. Οι υπόλοιποι πυροβόλησαν. Όμως όσες σφαίρες και να έφαγαν δεν πέθαιναν. μετά από λίγο και οι Ιταλοί στρατιώτες σηκώθηκαν και κυνηγούσαν τους υπόλοιπους. Πλέον το θέμα δεν ήταν Έλληνες ή Ιταλοί. Το θέμα ήταν ζωντανοί ή νεκροί. Κάτι εκεί μέσα είχε μετατρέψει εκείνους τους άντρες σε κάτι τρομαχτικό. Τώρα όλοι μαζί πολεμούσαν ότι έβγαινε μέσα από εκείνη τη σπηλιά. Απέθαντα ζώα, και κάτι πλάσματα που όμοια τους δεν είχα ξαναδεί. Βγήκαν από εκεί μέσα. Οι Ιταλοί φώναζαν Ινφέρνο και έλεγαν πως ανοίξαμε την πύλη της Κόλασης. Και ίσως είχαν δίκιο. Τα πλάσματα αυτά δεν πέθαιναν με τις σφαίρες και όποιον έπιαναν στα χέρια τους τον διέλυαν. Μετά ο νεκρός σηκωνόταν και γινόταν ένα με εκείνους. Μέσα σε λίγη ώρα είχαν μείνει κάποιοι τραυματίες που έρχονταν προς το ανάχωμα και όλοι οι άλλοι είχαν γίνει ένα με αυτά τα τρομερά πλάσματα.

Και τότε έκανα κάτι που μετανιώνω και θα μετανιώνω σε όλη μου τη ζωή. Πήγα κοντά στην είσοδο της σπηλιάς και έπιασα κάποιους τραυματίες. Αυτοί πίστεψαν πως θα τους σώσω και δεν αντιστάθηκαν. Εγώ τους σήκωσα όρθιους και μετά τους πέταξα μέσα. Εκείνοι ούρλιαξαν. Τα πλάσματα επέστρεψαν πίσω. Μπήκαν να σκοτώσουν αυτούς που παραβίασαν το σπίτι τους. Μαζί ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Όταν πλέον μπήκαν όλοι στη σπηλιά απασφάλισα τις χειροβομβίδες και τις έριξα μέσα. Η έκρηξη ήταν αρκετή για να κάνει τη σπηλιά να καταρρεύσει προς τα μέσα. Όλοι χάθηκαν σε μια στιγμή. 

Όταν έφτασε το τάγμα στο σημείο με βρήκαν μόνο μου. Οι ανώτεροι θέλησαν να μάθουν τι έγινε. Όταν τους είπα δε με πίστεψαν φυσικά. Άρχισαν να ξεθάβουν το σημείο και μόνο όταν άκουσαν τα ουρλιαχτα από μέσα σταμάτησαν. Το σημείο θάφτηκε και ασφαλίστηκε. Λίγο μετά το τέλος του πολέμου Έλληνες και Ιταλοί αξιωματούχοι που εργάζονταν για την εύρεση αγνοουμένων έφτασαν και στην αναζήτηση εκείνων των στρατιωτών. Όταν η ιστορία μαθεύτηκε από κοινού αποσιώπησαν την ιστορία. Με έβαλαν να υπογράψω κάποια χαρτιά και έτσι κάπως οδηγηθήκαμε στην ιστορία που άκουσες μέσα. Την έβγαλα όμως από μέσα μου τώρα πια. Δεν μπορούσα να την κρατήσω άλλο. Σε λίγο καιρό θα πεθάνω και κανένας δεν θα γνώριζε την αλήθεια. Τώρα ξέρεις. Δεν είμαι ήρωας. Είμαι ένας δειλός»

«Και όμως δεν είστε. Σώσατε την ανθρωπότητα από κάτι που δεν ήταν να εμφανιστεί σε αυτόν τον κόσμο. Έμεινε θαμένο εκεί που ήταν.»

«Δηλαδή, με πιστεύεις;»

«Ναι. Γιατί να μου τα πείτε όλα αυτά;»

Η κουβέντα μας εκείνο το βράδυ τελείωσε λίγο απότομα. Κάποιος κύριος μας βρήκε και ζήτησε από το τιμώμενο πρόσωπο να επιστρέψει στην εκδήλωση. Εγώ έφυγα και πήγα σπίτι μου. Από τότε ξεκίνησα μία έρευνα σχετικά με όλα όσα μου είχε πει εκείνο το βράδυ. Δύο χρόνια αργότερα ο Μανώλης Δημητράκης πέθανε. Είχα πάει στην κηδεία του. Θυμάμαι να λένε για ακόμα μια φορά για όλα αυτά που έκανε στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Και σκεφτόμουν πόσα περισσότερα ήταν αυτα που δεν είχε ομολογήσει. 

Το ύψωμα το βρήκα μετά από αρκετή μελέτη. Μου έχει γίνει εμμονή. Τον Οκτώβριο του 2012 κατάφερα να φτάσω στο σημείο. Έπρεπε να το δω με τα μάτια μου. Σε εκείνα τα βουνά ορίστηκε η μοίρα του κόσμου. Με παραπάνω από έναν τρόπους. Ένα μεγάλο τσιμεντένιο μνημείο είχε στηθεί στο σημείο. Είχε το άγαλμα ενός στρατιώτη που πολεμάει και μια πινακίδα πίσω του έγραφε στίχους του Καβάφη.

Tιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.

Ήταν πράγματι Θερμοπύλες. Εκεί ένας στρατιώτες κράτησε τις δυνάμεις του κάτω κόσμου μακριά από τον δικό μας. Άφησα μια κασετίνα με τσιγάρα μπροστά στο άγαλμα και έφυγα. 

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Dia de los muertos

Photo by Stephan Müller from Pexels
Η μυρωδιά από το βούτυρο είχε πλημμυρίσει το σπίτι. Η κυρία Πίτερσον έβγαλε από τον φούρνο μία τελευταία παρτίδα κουλουράκια. Όπως ήταν αχνιστά τα άφησε στον πάγκο δίπλα στα υπόλοιπα, που ήδη κρύωναν. Ήταν περασμένες πέντε και σε λίγο που θα νύχτωνε ένα σωρό παιδιά θα χτυπούσαν το κουδούνι για να ζητήσουν κέρασμα ή να κάνουν κάποια φάρσα. Το Χάλογουιν δεν ήταν ποτέ η αγαπημένη της γιορτή, όμως ήταν η αγαπημένη γιορτή του Γκάβιν. 
Ο σύζυγός της πάντα έλεγε πως είναι η πιο ωραία γιορτή. Καθόταν μέρες νωρίτερα και στόλιζε το σπίτι. Προσπαθούσε να το κάνει να φαίνεται τρομακτικό. Η ίδια το μόνο που έβλεπε ήταν ακαταστασία και περισσότερη ακαταστασία. Όμως για τον Γκάβιν και τα δύο τους παιδιά ήταν η καλύτερη μέρα του χρόνου. Συναγωνιζόταν επάξια την ημέρα των Ευχαριστιών. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν και τώρα με τα δικά τους παιδιά στα ανατολικά της πολιτείας ετοίμαζαν τα δικά τους κοστούμια για το Χάλογουιν. Είχαν μιλήσει λίγο νωρίτερα στο τηλέφωνο. Ο συγχωρεμένος ο Γκάβιν θα ήθελε πάρα πολύ να δει τον εγγονό του τον Γκάβιν τζούνιορ να κουβαλάει την ίδια τρέλα με τον παππού του μα δεν πρόλαβαν να γνωριστούν. Ο Γκάβιν έπαθε καρδιακή προσβολή γυρίζοντας από τη δουλειά μέσα στο λεωφορείο. Δεν πρόλαβα να μιλήσει και όλοι νόμιζαν ότι είχε αποκοιμηθεί. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε όταν το λεωφορείο έφτασε στον τερματισμό και ο οδηγός πήγε να τον ξυπνήσει. Ήταν οι πιο δύσκολες μέρες της ζωής της. 
Αυτή την ημέρα ένιωθε ότι τον τιμούσε λίγο παραπάνω με το να ανοίγει σε όλα τα παιδιά και να μοιράζει τα μπισκότα βουτύρου της. Η μυρωδιά έκανε όλα τα παιδιά να τα περιμένουν με αγωνία. Ήδη ήταν η τρίτη χρονιά που τα έφτιαχνε και πολλά παιδιά το έβλεπαν σαν μέρος της γιορτής να πάρουν ένα μπισκότο από την κυρία Πίτερσον. Εκείνη δεν χαλούσε χατίρι σε κανένα.
Διάφορες τρομακτικές φιγούρες και μάσκες άρχισαν να παρελαύνουν στον δρόμο, αλλά και στο σπίτι της. Κάποιες αμφιέσεις ήταν εκπληκτικές και κάποιες άλλες πραγματικά αστείες. Ομολογούσε μέσα της πως κάποιες φορές είχε πραγματικά τρομάξει και ας ήξερε πως όλα ήταν ένα ψέμα. Όσο περνούσαν τα χρόνια εμφανίζονταν καινούριες ιδέες και τεχνικές και πολλές από τις στολές, τις μάσκες και τα βαψίματα προσώπων ήταν αληθοφανή. Εκείνος ο κλόουν που είχε ξεκινήσει από πέρυσι να κάνει την εμφάνισή της την τρόμαζε κάποιες φορές. Έφταιγαν οι φακοί επαφής που φορούσαν όλοι αυτοί οι νεαροί, αλλά και νεαρές για να μοιάζουν όσο περισσότερο μπορούσαν στη φιγούρα αυτή. 
Μα από όλους όσους περνούσαν από την πόρτα της, περίμενε με αγωνία τον Τίμοθυ. Ο μικρός Τιμ, ήταν με το ζόρι ένα παιδάκι πέντε χρονών. Πέρυσι είχε έρθει πρώτη φορά στο σπίτι. Μόνο όταν έφυγε από την πόρτα της, εκείνη συνειδητοποίησε πως το παιδί είχε έρθει μόνο. Παλιότερα αυτό ήταν φυσικό, μα πλέον κανένα παιδί δεν έβγαινε έξω, χωρίς να το παρακολουθεί - έστω διακριτικά - ένας ενήλικος. Τα πράγματα δεν ήταν όπως όταν μεγάλωνε η ίδια τα παιδιά της. Η τεχνολογία μπορεί να επέτρεπε πλέον τη συνεχή επικοινωνία, μα ο κόσμος εκεί έξω δεν αστειευόταν. Κάθε βήμα ήταν επικίνδυνο. Και όμως αυτό το παιδί είχε έρθει μόνο του. Ήλπιζε να έρθει και φέτος. Ήταν ο πιο μικρός της επισκέπτης.
Η ώρα περνούσε και οι παρέες στην γειτονιά είχαν αραιώσει. Όσο νύχτωνε οι δρόμοι άδειαζαν. Το κρύο ήταν αρκετό για Οκτώβρη μήνα και είχαν ήδη ενημερώσει όλα τα δελτία από το πρωί πως ο καιρός θα χαλούσε από το απόγευμα. Ο αέρας δεν επέτρεπε στους ελαφρά ντυμένους φαρσέρ να μείνουν για πολύ ώρα έξω. Έκλεισε την κουρτίνα της, έβγαλε από την πρίζα τα λαμπάκια που φώτιζαν την πόρτα του σπιτιού και κάποιες χαμογελαστές κολοκύθες και κάθισε στην πολυθρόνα της στο σαλόνι. Άναψε την τηλεόραση. Σε λίγο θα ξεκινούσε το αγαπημένο της σόου που τόσα βράδια της πρόσφερε συντροφιά.
Κόντευε να την πάρει ο ύπνος, όταν χτύπησε το κουδούνι. Γλαρωμένη ακόμα κοίταξε το ρολόι της. Κόντευε έντεκα και μισή το βράδυ. Μα ποιος είναι τέτοια ώρα; Πήγε αργά προς την πόρτα. Κοίταξε από το παράθυρο και ο μικρός Τίμοθυ ήταν εκεί έξω. Τέτοια ώρα; Μόνος του; Φορούσε την ίδια στολή όπως και πέρυσι. Ένα σκισμένο τζιν παντελόνι, μια μπλούζα και ένα μπουφάν επίσης σχισμένα και λερωμένα με κάτι που έμοιαζε με χώμα και αίμα. Ήταν ένα μικρό ζόμπι. Άνοιξε την πόρτα της.
«Φάρσα ή κέρασμα;», είπε άτονα ο μικρός.
«Κέρασμα φυσικά. Πέρασε μέσα μικρέ θα παγώσεις.»
Ο μικρός πέρασε το κατώφλι χωρίς να πει τίποτα. Έκατσε όρθιος δίπλα στην πόρτα και περίμενε.
«Δεν είναι λίγο αργά να είσαι έξω τέτοια ώρα;»
«Δεν μπορούσα νωρίτερα, δεν με άφηναν.». Συνέχισε να μιλάει με τον ίδιο τόνο.
Η κυρία Πίτερσον είχε ήδη πάει προς το τραπέζι με τα γλυκά. Θα του έδινε όλη τη σακούλα με ό,τι είχε απομείνει και είχε φροντίσει ήδη να του κρατήσει και από τα μπισκότα της.
«Σε άφησαν ή τους ξέφυγες;»
«Μάλλον.. τους ξέφυγα για λίγο». Ο τόνος στη φωνή του παρέμενε ίδιος.
«Δεν θα σε ψάχνουν;»
«Σίγουρα. Όλοι τους.»
«Τότε καλό θα ήταν να βγούμε μαζί στον δρόμο και να πάμε να τους βρούμε. Περίμενε να βάλω ένα πανωφόρι.»
Ο μικρός έμεινε αμίλητος σα να είχε αποδεχθεί σιωπηλά την ιδέα. Η κυρία Πίτερσον ντύθηκε και πήρε τα κλειδιά της. Πονούσε το γόνατο της από την αλλαγή του καιρού και το κρύο και ήλπιζα να μένει κοντά ο μικρός. Βγήκαν μαζί στον δρόμο.
«Δείξε μου προς τα που θα πάμε» Εκείνος της έδειξε δεξιά και ξεκίνησαν.
Ο μικρός περπατούσε αργά και αυτό τη βόλευε. Είδε πως κι εκείνος κούτσαινε λίγο στο δεξί πόδι.
«Έχεις χτυπήσει μικρέ;»
«Ναι, στο ατύχημα που είχα, έσπασε ο αστράγαλός μου.»
«Λυπάμαι που το ακούω. Μένεις μακριά από εδώ.»
«Όχι πολύ. Αν και θα μας βρουν εκείνοι πρώτα, πριν φτάσουμε.»
Σκέφτηκε πως οι γονείς του θα ήταν έξαλλοι. Ίσως ήταν προτιμότερο να καλέσω την αστυνομία και όχι να βγω μόνη μου στον δρόμο μαζί του. Μπορούν να με κατηγορήσουν πως τον κράτησα εγώ. Η σκέψη την έκανε να ταραχτεί, μα το έκρυψε από το παιδί που συνέχιζε τον δρόμο του ανέκφραστο, όπως ήταν από την πρώτη στιγμή.
«Το ξέρεις πως αυτό που έκανες, δεν έπρεπε να το κάνεις, έτσι;» Το είπε ήρεμα, όπως θα το έλεγε και στα εγγόνια της. Ήξερα πως αν έχανε την εμπιστοσύνη του, μπορεί να έφευγε και να την εγκατέλειπε.
«Βαριέμαι συνέχεια εκεί μέσα και θέλω να βγαίνω όποτε μπορώ.»
Η κυρία Πίτερσον δεν απάντησε. Σκέφτηκε μόνο μελαγχολικά πως όταν ήταν μικρά τα δικά της παιδιά, εκείνη και ο μακαρίτης ο σύζυγός της φρόντιζαν να περνάνε αρκετό χρόνο μαζί τους σε εξωτερικές δραστηριότητες, κάτι που ο μικρός φαινόταν να έχει πραγματικά ανάγκη. Ποιος ξέρει και οι γονείς του τι δουλειά κάνουν και τι χρόνο έχουν...»
Έστριψαν στην οδό Έλμερ και κατέβηκαν προς το μικρό πάρκο. Μετά από εκείνο το σημείο υπήρχαν μόνο ένα δύο σπίτια.
Ήταν απόμερα και τόσο αργά είχε αρχίσει και η ίδια να φοβάται. Σκεφτόταν συνέχεια πως είναι δυνατόν ένα μικρό παιδί να γυρνάει σε τέτοια μέρη μόνο του τέτοια ώρα. Μόνο αν δεν τον έχουν πάρει χαμπάρι δικαιολογείται.
«Γλυκέ μου ποιο από αυτά τα σπίτια είναι το δικό σου;»
«Κανένα, μένω λίγο πιο κάτω».
«Μα... πιο κάτω δεν έχει τίποτα».
«Έχει. Είναι το νεκροταφείο»
Το αίμα της πάγωσε. Δεν μίλησε και φρόντισε να μην το δείξει. Αναρωτιόταν αν το εννοεί, αν το λέει λόγω της ημέρας για να την τρομάξει, ή αν κάποιος είχε βάλει το παιδί...Για να με παρασύρουν εδώ! Αυτό είναι! Είναι παγίδα!
Κράτησε το παιδί από τους ώμους και έσκυψε κοντά του. Για πρώτη φορά το πλησίασε τόσο κοντά. Είδε πως το δέρμα του έμοιαζε άρρωστο. Σα να είχε κομμάτια από την κρούστα που κάνει το ψάρι στον φούρνο. Και τα μάτια του. Νόμιζε μέχρι τώρα πως είναι μεγάλα λόγω της ηλικίας. Μα τώρα κοιτούσε καλύτερα. Ήταν σχεδόν άδεια...
«Ποιος...Ποιος σου είπε να έρθεις σπίτι μου;», κατάφερε να ψελλίσει.
«Ο γερο-Γκάβιν είπε πως θα μου έδινες κέρασμα»
Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να σκεφτεί από που ήξερε ο μικρός το όνομα του άντρα της. Του νεκρού άντρα της.
«Σου είπε κάτι ακόμα;»
«Μου είπε να σου πω, πως καμιά φορά η υγρασία τον χτυπάει στη μέση»
Ήταν σίγουρα ο Γκάβιν! Μα πώς ήταν δυνατόν;
«Έσυ πώς τον γνώρισες;»
«Μένει μαζί μας. Να αν θες θα σου δείξω». Η έκφραση δεν άλλαζε καθόλου στο πρόσωπό του. Άρχισε να βαδίζει αργά όπως σε όλη τη διαδρομή μέχρι εκείνο το σημείο. Η κυρία Πίτερσον τον ακολουθούσε. Ένιωθε πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν σωστά. Προφανώς υπήρχε κάποια παγίδα πίσω από όλα αυτά. Όμως μπορούσε πραγματικά να παρατήσει το παιδί και να γυρίσει πίσω;
Δεν υπάρχει λόγος να μην πάω. Δεν μπορούν να μου κάνουν κάτι, όποιοι και αν είναι.
Έδωσε θάρρος στον εαυτό της και έφτασε μέχρι την πόρτα του νεκροταφείου. Ο Τιμ την έσπρωξε και εκείνη άνοιξε. Ομίχλη από την υγρασία απλωνόταν παντού. Ο Τιμ μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε στα δεξιά. Η κυρία Πίτερσον έμεινε στην είσοδο και κοιτούσε μέσα. Μες στο σκοτάδι δύο φιγούρες έφτασαν μπροστά στον Τιμ. Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν με τον μικρό. Εκείνοι γύρισαν και την κοίταξαν από μακριά. Πλησίασαν αργά. Είχαν ίδιο περπάτημα με τον μικρό. Στάθηκαν σε μια απόσταση που μπορούσε να τους δει και να τους ακούσει, μα ήταν σίγουρη πως αν πλησίαζαν κι άλλον θα έβλεπε πράγματα που δεν θα της άρεσαν.
«Ευχαριστούμε...», είπε με κάποια δυσκολία στην άρθρωση η γυναίκα. Φαινόταν να έχει καιρό να μιλήσει σε κάποιον. Η κυρία Πίτερσον πήρε θάρρος και ρώτησε.
«Είναι και ο Γκάβιν εδώ;»
Και οι τρεις σήκωσαν τα δεξιά τους χέρια και με τον δείκτη έδειξαν προς τα αριστερά. Ακολούθησε τους δείκτες με τα χέρια της και τον είδε. Καθόταν πολύ κοντά στο σημείο που τον είχαν θάψει.
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της και πλησίασε. Όταν έφτασε στην ίδια απόσταση που είχαν βρεθεί νωρίτερα και οι γονείς του μικρού, ο Γκάβιν την σταμάτησε.
«Μέχρι εκεί αγάπη μου»
«Δεν ήρθες να με δεις αυτά τα χρόνια, γιατί;»
«Δεν βγαίνουμε από εδώ...»
«Ο μικρός;»
«Παράβαση κανόνων....»
«Θα πάθει κάτι;»
«Σε λίγο όλοι πάλι πίσω»
«Είσαι καλά;»
«Μου λείπεις»
«Θα σε δω σύντομα». Ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια της.
«Όχι ακόμα. Αργείς»
Μια σάλπιγγα ακούστηκε και όλοι άρχισαν να κινούνται αργά προς τα πίσω μες στην ομίχλη.
«Του χρόνου αγάπη μου»
Η ομίχλη τύλιξε περισσότερο το νεκροταφείο μέχρι που δεν φαινόταν τίποτα. Η μέρα των νεκρών είχε περάσει. Στην επιστροφή η κυρία Πίτερσον έκλαιγε δυνατά. Κανείς δεν ήταν έξω να την δει. Είχε αποφασίσει να κρατήσει για τον εαυτό της αυτό που συνέβη. Ήλπιζε να μην ήταν όνειρο. Κάθε λίγο μέχρι το σπίτι τσιμπούσε το χέρι της για να είναι σίγουρη πως είναι ξύπνια.
Λίγο πριν το σπίτι της συνάντησε την Ντολόρες. Η Ντολόρες ήταν η γυναίκα που την βοηθούσε να καθαρίσει το σπίτι κάποιες φορές.
«Σινιόρα τώρα ξέρεις και εσύ»
«Το ήξερες Ντολόρες;»
«Dia de los muertes είναι αληθινή. Τώρα πιστεύεις κι εσύ»
«Κι εγώ Ντολόρες»
Χώρισαν τους δρόμους τους. Πήγε πίσω στο σπίτι και έσβησε τα φώτα από τα καντήλια μέσα στις κολοκύθες. Το φετινό Χάλογουιν δεν θα το ξεχνούσε.

***
Ένα χρόνο αργότερα, ο μικρός Τίμοθυ χτυπούσε το κουδούνι. Κανείς δεν άνοιξε την πόρτα. Λίγο πιο πέρα κάποια παιδιά τον κορόιδευαν και έλεγαν πως δεν ήταν ωραία ντυμένος. Ρώτησε μονολεκτικά.
«Κυρία Πίτερσον;»
«Νοσοκομείο μικρέ, δίνε του!»
Φεύγοντας είδε ένα μικρό κορίτσι να τον κοιτάζει μέσα από το σπίτι της κυρίας Πίτερσον.

***
Δύο χρόνια αργότερα πάλι ο μικρός Τίμοθυ χτύπησε το κουδούνι. Ένα μικρό κορίτσι άνοιξε την πόρτα μαζί με τη μαμά της.
«Μαμά, τον έχω ξαναδεί! Ήρθε πέρυσι και ζητούσε τη γιαγιά».
Του έδωσαν λίγα μπισκότα. Περπάτησε και γύρισε στο νεκροταφείο. Εκεί πλησίασε τον γερο Γκάβιν και του έδωσε τα μπισκότα.
«Είναι σαν δικά της» είπε και την έδειξε στο βάθος του νεκροταφείου.
«Ναι Τίμοθυ, είναι σαν τα δικά της.» είπε και ο γερο Γκάβιν πηγαίνοντας προς εκείνη.
Ομίχλη απλώθηκε πάνω από το νεκροταφείο. Ήταν η μέρα τους.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Τοκ Τοκ - Μέρος Β' (Μικρό διήγημα)

Για να διαβάσετε το πρώτο μέρος πατήστε εδώ

Βόρεια Ελλάδα - 1986
Photo by Artem Bali from Pexels
«Πέφτει!»
Έκαναν όλοι στην άκρη και ο κορμός έπεσε μονοκόμματος ανάμεσα στις φυλλωσιές και τα άλλα δέντρα που φαίνονταν σαν να έκαναν και αυτά στην άκρη για να μην χτυπήσουν. Ο Μανόλης έκανε νόημα στους υπόλοιπους να ξεκινήσουν το δέσιμο του κορμού. Θα ανέβαινε μαζί με τους υπόλοιπους πάνω στο φορτηγό.
Συνήθως δεν γνώριζαν πού πηγαίνει η ξυλεία που έκοβαν, όμως πρόσφατα όλη την  έκταση την είχε αγοράσει μια συγκεκριμένη εταιρεία επεξεργασίας ξύλου από την Αθήνα. Ο ιδιοκτήτης φαινόταν εντάξει άνθρωπος, είχε έρθει μάλιστα ο ίδιος και είχε μιλήσει μαζί τους. Μαζί του είχε έρθει και ο γιος του, μελλοντικός ιδιοκτήτης της εταιρίας. Στις συζητήσεις είχε δείξει πως σκεφτόταν συνεχώς την εξειδίκευση της εταιρίας σε μόνο ένα είδος, στην παραγωγή κουφωμάτων και πορτών ασφαλείας από το καλύτερο ξύλο. Ο πατέρας του δεν ήθελε να αφήσει όλες τις άλλες εργασίες. Ο ίδιος και ο πατέρας του ήταν ξυλουργοί και λάτρευαν όλες τις εργασίες με το ξύλο.
Οι υπόλοιποι εργάτες έμοιαζε φοβισμένοι. Γύρισε το βλέμμα του στο σημείο που ο κορμός κόπηκε. Έτρεχε αίμα.
«Συμβαίνει πάλι.», είπε ένας εργάτης σχεδόν μέσα από τα δόντια του.
«Δεν έπρεπε να κόψουμε αυτά τα δέντρα», φώναξε ένας άλλος. Ο Μανόλης είχε αναλάβει να κρατήσει τους εργάτες ψύχραιμους.
«Ελάτε παιδιά, μια ασθένεια είναι στους κορμούς και μοιάζει απλά με αίμα, δεν πιστεύω να φοβάστε τέτοια πράγματα;»
Κάποιοι φάνηκαν να πείθονται, οι υπόλοιποι ήταν πιο επιφυλακτικοί. Έδεσαν τον κορμό και με τη μία πλευρά ακόμα να στάζει το μηχάνημα τον σήκωσε και τον έβαλε πάνω στο φορτηγό μαζί με τους υπόλοιπους. Όλοι οι κορμοί έσταζαν αίμα.
Το τέλος της ημέρας τον βρήκε στο καταφύγιο που έμενε με τους υπόλοιπους ξυλοκόπους. Όλοι μπορούσαν να πάνε σπίτι τους, όμως ήταν καλύτερο να είσαι εκεί. Ήταν μόλις λίγες εβδομάδες τον χρόνο που επιτρεπόταν η κοπή δέντρων στο συγκεκριμένο σημείο και τα λεφτά ήταν καλά. Βγήκε έξω και άναψε ένα τσιγάρο. Του άρεσε να κοιτάζει τον έναστρο ουρανό. Μέσα στο δάσος όπου τα φώτα ήταν ελάχιστα ο γαλαξίας φαινόταν πιο εντυπωσιακός από ποτέ. Τον πλησίασε ένας από τους υπόλοιπους εργάτες. Ήταν νέος σχεδόν είκοσι χρονών.  Δυνατό παιδί και πρόθυμο. Φαινόταν να μην φοβάται σαν τους υπόλοιπους. Μάλιστα έδειχνε τρομερό ενδιαφέρον όταν ένα από τα δέντρα που έκοβαν εμφάνιζε την αιμορραγία.
«Να κάτσω εδώ για ένα τσιγάρο μαζί σας;»
«Μίλα μου στον ενικό μικρέ.». Έβγαλε και του έδωσε ένα τσιγάρο.
«Το απόγευμα πίστευες πραγματικά αυτό που είπες; Ότι είναι ασθένεια;». Δεν έχασε χρόνο.
«Ναι φυσικά, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;». Απέφυγε να κάνει την ερώτηση κοιτώντας τον. Προτίμησε τον γαλαξία από πάνω τους.
«Δεν ξέρω, μα ελπίζω να μάθω.»
«Δεν είσαι ξυλοκόπος έτσι;»
«Δεν είμαι μόνο ξυλοκόπος, είναι η σωστή απάντηση. Εννοώ πως είναι η δουλειά μου, μα δεν κάνω μόνο αυτό. Σπουδάζω, έχω ενδιαφέροντα, διαβάζω, πηγαίνω ταξίδια και γενικά κάνω πολλά πράγματα. Αν με ρωτάς αν είμαι μόνο ξυλοκόπος, τότε θα σου πω όχι. Αν με ρωτάς αν έχω κι άλλο επάγγελμα, θα σου πω όχι.»
Η φλυαρία και οι δικαιολογίες του μικρού τον έπεισαν ότι δεν ήταν ξυλοκόπος. Ένας νεαρός φοιτητής δεν θα διάλεγε από όλες τις εποχιακές δουλειές του κόσμου να γίνει ξυλοκόπος, όταν μπορούσε να δουλεύει σε καφετερία ή σε κάποιο τουριστικό μέρος.
«Ωραία μικρέ ξυλοκόπε, τι ψάχνεις να μάθεις;»
«Τι ασθένεια είναι αυτή; Γιατί οι υπόλοιποι λένε άλλα πράγματα.»
«Σαν τι;». Προσπάθησε να μείνει αδιάφορος.
«Λένε ότι τα δέντρα αυτά είναι ιερά και κάνουμε μεγάλη αμαρτία που τα κόβουμε. Θα είμαστε καταραμένοι.»
«Νεαρέ άκου τη συμβουλή μου. Αν θες να μείνεις σε αυτή τη δουλειά πρέπει απλά να κόβεις τους κορμούς και να μην ακούς κοτσάνες που λένε οι παλιότεροι για να σπάνε πλάκα μαζί σου. Κατάλαβες;»
Ο νεαρός έδειχνε χαμένος. Ήθελε να πει πολλά πράγματα, μα δεν είπε τίποτα. Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε μέσα. Με την άκρη του ματιού του τον παρακολουθούσε μέχρι που μπήκε στο προκατασκευασμένο σπίτι. Πέταξε τη γόπα στο χώμα και την έσβησε. Βεβαιώθηκε πως είχε μαζί του τον φακό του και προχώρησε μέσα στις φυλλωσιές. Λίγο πιο κάτω άφησε το μονοπάτι που οδηγούσε προς το σημείο που έκοβαν όλη μέρα δέντρα και μπήκε πίσω από κάποιους θάμνους. Προχώρησε λίγο και έσπρωξε κάποιες φυλλωσιές πιο πέρα. Από κάτω υπήρχαν αρχαίες πλάκες που ήταν σίγουρος πως αν σήκωναν θα έβρισκαν και τους ιδιοκτήτες τους από κάτω.
Δεν πρέπει να το μάθουν.
Κάλυψε πάλι το μέρος με φυλλωσιές και έφυγε.
***
Πέντε μέρες μετά.
Η δουλειά είχε σχεδόν τελειώσει. Σε μια ήμερα θα μάζευαν τα πράγματα και τον περιπλανώμενο θίασό τους και θα πήγαιναν πίσω στις βάση τους. Σαν τους ναυτικούς θα απολάμβαναν λίγες μέρες ελευθερίας μέχρι να τους δοθούν εντολές και να πάνε σε άλλο σημείο να συνεχίσουν την αποψίλωση.
Κάθε μέρα που περνούσε υπήρχα δέντρα που αιμορραγούσαν. Κάποιοι εργάτες παραιτήθηκαν και έφυγαν και κάποιοι άλλοι έλεγαν πως τα βράδια δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Ο Μανόλης δεν μπορούσε παρά μόνο να αδιαφορεί για όλα αυτά. Παρατήρησε πως και ο νεαρός εργάτης έκανε το ίδιο. Ένιωθε πως τον είχε εμπιστευτεί.
Οι φωνές ενός εργάτη τους τρόμαξε όλους. Τα πάντα σταμάτησαν για μία στιγμή και μόνο ο αέρας ακουγόταν ανάμεσα στα δέντρα που έστεκαν ακόμα όρθια γύρω τους. Ο Μανόλης έτρεξε πρώτος να δει τι είχε συμβεί.
Σε ένα ξέφωτο δίπλα τους ο εργάτης που είχε ουρλιάξει είχε πέσει κάτω και έδειχνε μπροστά του. Εκεί υπήρχε μια πόρτα. Μια βαριά ξύλινη πόρτα στεκόταν στη μέση του ξέφωτου.
«Πώς βρέθηκε αυτή εκεί;»
«Ήρθα εδώ πίσω να κάνω την ανάγκη μου. Τη μια στιγμή δεν υπήρχε τίποτα εκεί και την άλλη εμφανίστηκε.»
Οι εργάτες μαζεύτηκαν γύρω της σαν να προσπαθούσαν να την κυκλώσουν.
«Μια μια…πόρτα μέσα στο δάσος; Μα πώς;», αναρωτήθηκε και ο νεαρός ξυλοκόπος.
Ο Μανόλης δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Μόνο όταν ένας από τους άντρες πήγε να ανοίξει την πόρτα, φώναξε και τον έκανε να κοκκαλώσει.
«Έι μην κάνεις κουταμάρες!»
«Ω έλα τώρα μια πόρτα είναι. Όπως και να ήρθε εδώ, δεν έχει τίποτα το περίεργο σαν κατασκευή.»
Άνοιξε την πόρτα και όσοι βρίσκονταν από τη μία μεριά έβλεπαν τους απέναντι.
«Κλείσε τη και πάμε να δουλέψουμε.»
Ο άντρας που είχε ανοίξει την πόρτα την έκλεισε. Την χτύπησε δύο τρεις φορές και προσποιήθηκε πως κάποιος από μέσα τον ρωτάει ποιος είναι.
«Τοκ τοκ τοκ! Γεια σας! Θα ήθελα να σας μιλήσω για αυτή τη μαγική κόλλα»
Άνοιξε την πόρτα και έβαλε το πόδι του για να μπει. Όλοι χασκογέλασαν με το μικρό δρώμενο που παιζόταν μπροστά τους, όμως για λίγες μόνο στιγμές. Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια και ήταν σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Άρχισε να ουρλιάζει και μόλις τράβηξε πίσω το πόδι του εκείνο έλειπε.
«Μα τι στο…;» Ο Μανόλης δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ο άντρας τώρα ούρλιαζε και από το πόδι του έτρεχε ασταμάτητα ένας πίδακας αίματος. Οι υπόλοιποι τον έπιασαν. Ένας έβγαλε τη ζώνη του και του έδεσε το πόδι προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία. «Γρήγορα στον γιατρό!»
«Κάποιος να πάρει και το μέλος μήπως του το κολλήσουν!», φώναξε ένας άλλος. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν στην πίσω μεριά της πόρτας. Δεν υπήρχε τίποτα. Απομακρύνθηκαν όλοι φοβισμένοι.
«Είναι η κατάρα!» φώναζε ένας άλλος και πανικόβλητοι όλοι άρχισαν να τρέχουν. Επικράτησε πανικός. Τα ουρλιαχτά του ακρωτηριασμένου άντρα μπλέχτηκαν με αυτά των άλλων που προσπαθούσαν να φύγουν. Ο Μανόλης έμεινε πίσω να κοιτάζει την πόρτα. Κοντά του έμεινε και ο νεαρός. Μόλις έφυγαν όλοι, οι δύο άντρες μαζί με έναν τρίτο έμειναν να κοιτάζουν αυτό το παράξενο θέαμα.
«Τι έχεις να πεις για αυτό;»
«Ό,τι και να είναι πρέπει να εξαφανιστεί. Θα την κάψουμε να τελειώνουμε» Ο Μανόλης ήταν θυμωμένος. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει. «Είναι απλά μια πόρτα!» Πήγαινε και την χτυπούσε συνέχεια με όλη του τη δύναμη. Τοκ Τοκ Τοκ ΤΟΚ ΤΟΚ!
Ξαφνικά η πόρτα φάνηκε να ανταπαντά! Τοκ τοκ!
Ο Μανόλης πετάχτηκε πίσω. Η πόρτα άνοιξε. Οι τρεις άντρες οπισθοχώρησαν. Μέσα από την πόρτα βγήκε ένας ακόμα άντρας, ταραγμένος και φοβισμένος. Κρατούσε στο χέρι του έναν φακό και τα ρούχα του έγραφαν πως άνηκε σε κάποια εταιρία φύλαξης. Τα μάτια του ήταν διάπλατα ανοιχτά και ανάσαινε με δυσκολία.
«Πού είμαι; ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ;»
«Ηρέμησε! Ποιος είσαι;»
«Θέλω να πάω στην γυναίκα μου και στο παιδί μου, πείτε μου πού είμαι!»
«Είσαι στην Χαλκιδική.»
«Μα πώς, εγώ δουλεύω στην Αθήνα και…»
Ο άντρας ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. «Όχι Θέε μου δεν μου συμβαίνει αυτό…»
«Πώς βρέθηκες εδώ;» Τον ρώτησε ο νεαρός ξυλοκόπος.
«Είχα βάρδια στο εργοστάσιο και άκουσα κάποιους θορύβους στις πόρτες και… και μπήκα να δω τι συμβαίνει…Και δεν ξέρω πραγματικά…» Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Πρέπει να επιστρέψω…Πρέπει να…»
Πριν προλάβουν να κάνουν ότιδήποτε ο άντρας μπήκε και πάλι στην πόρτα και την έκλεισε.
«Εεε…Εξαφανίστηκε! Δεν βγήκε από πίσω! Πού είναι;» Ο νεαρός δεν πίστευε σε αυτό που έβλεπε. Και οι άλλοι δύο άντρες έμειναν ακίνητοι.
Ο Μανόλης πήρε πάλι τον λόγο.
«Δε θα μιλήσουμε ποτέ σε κανέναν για αυτό το πράγμα. Καταλάβατε; Ποτέ! Πάμε να δούμε πώς είναι ο φίλος μας και θα πάρουμε ένα μπιτόνι βενζίνη, θα έρθουμε εδώ και θα την κάψουμε.»
Συμφώνησαν και έφυγαν προς το ιατρείο. Εκεί έμαθαν πως θα ερχόταν ελικόπτερο να τον παραλάβει και να τον πάει στο νοσοκομείο. Είχε χάσει πολύ αίμα και το θέμα δεν ήταν πως δεν θα είχε πόδι, μα πως υπήρχε περίπτωση να χάσει τη ζωή του.
Ο Μανόλης δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται πως θα πάρει εκδίκηση για τον φίλο του με τη βενζίνη. Έφυγε από το ιατρείο και μαζί με τους δύο άντρες επέστρεψε στο ξέφωτο για να κάψει την πόρτα.

Εκείνη όμως δεν ήταν εκεί. 

Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot 12/02/2018
Πάνω από ένας μήνας έχει περάσει από την ημέρα που εξαφανίστηκε ο Δ.Μ., που δούλευε ως νυχτοφύλακας σε εργοστάσιο παραγωγής πορτών ασφαλείας. Δεν υπάρχει κανένα νεότερο με την εξαφάνισή του. Η σύζυγός του και η κόρη του συνεχίζουν τις εκκλήσεις προς όλους και ζητούν να μάθουν έστω και την παραμικρή πληροφορία για το πού μπορεί να βρίσκεται ο άνθρωπός τους.
Όπως είχαμε υποσχεθεί, διεξήχθει έρευνα σχετικά με όσα υποστήριξε άνθρωπος του εργοστασίου. Σύμφωνα με τον εργαζόμενο, που θέλει να παραμείνει ανώνυμος, το εργοστάσιο έχει ένα στοιχειωμένο παρελθόν. Παρακάτω υπάρχει απομαγνητοφωνημένη η ιστορία όπως τη διηγήθηκε αποκλειστικά στη στήλη μας.
«Η ιστορία που θα σας πω, πάει αρκετά πίσω. Το εργοστάσιο λειτουργεί πάνω από έναν αιώνα και περνάει από γενιά σε γενιά στην ίδια οικογένεια. Δεν ήταν πάντα προφανώς εργοστάσιο για πόρτες ασφαλείας. Παλιότερα ήταν για πάσης φύσεως ξυλουργικές εργασίες. Ο τωρινός ιδιοκτήτης όταν ανέλαβε από τον πατέρα του στις αρχές της δεκαετιάς του 90 αποφάσισε τη στροφή και την εξειδίκευση στις πόρτες και φαίνεται πως η επιλογή του τον δικαίωσε.
Σας τα λέω όλα αυτά μόνο και μόνο για να καταλάβετε πως το εργοστάσιο αυτό εδώ και έναν αιώνα δουλέυει με ξύλο. Η ποιότητα ήταν κάτι που απασχόλησε όλες τις γενιές της οικογένειας. Η ξυλεία που αγοράζουν είναι πάντα από συγκεκριμένους προμηθευτές και πάντα μετά από ελέγχους πως η υλοτόμηση ακολουθεί αυστηρά πρότυπα, ακόμα αυστηρότερα και από αυτά του κράτους. Για κάθε δέντρο που κόβεται, η εταιρεία φροντίζει να φυτεύονται δύο. Όλη αυτή η επιμονή έχει οδηγήσει στο να υπάρχουν συγκεκριμένες εκτάσεις ανά την Ελλάδα που ανήκουν κυριολεκτικά στην εταιρεία. Έτσι διασφαλίζει την ανώτερη ποιότητα.
Φαίνεται σα να κάνω διαφήμιση, μα όπως σας είπα, θα καταλάβετε που θέλω να καταλήξω. Την περίοδο μετά τη μικρασιατική καταστροφή ιδιοκτήτης του εργοστασίου ήταν ο παππούς του τωρινού ιδιοκτήτη. Οι πρόσφυγες είχαν κατακλήσει όχι μόνο την Αττική, μα ολόκληρη την Ελλάδα. Στα έργα που έγιναν για στηθούν κατοικίες για τους πρόσφυγες συμμετείχε και το εργοστάσιο. Σε εκείνη την περίπτωση λόγω της μεγάλης ζήτησης η τοπική υλοτομία δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες. Ο τότε ιδιοκτήτης έφερε ξυλεία από τα σύνορα με τη Βουλγαρία.
Και τώρα αρχίζουν τα ωραία. Ό,τι φτιάχτηκε από εκείνη την ξυλεία έφερε καταστροφή στους ανθρώπους που΄έρχονταν σε επαφή μαζί τους. Δεκάδες ιστορίες οικογενειών που έμειναν σε ξύλινα καταλλύματα φτιαγμένα από εκείνη την παρτίδα ξύλων έζησε δύσκολες στιγμές. Και όλες είχαν ένα κοινό. Ένα μέλος της οικογένειας τους εξαφανίστηκε. 
Ο ιδιοκτήτης ήταν καλός άνθρωπος και ήθελε να μάθει για ποιον λόγο συνέβαινε αυτό. Δεν θέλω να πολυλογώ μα η ξυλεία είχε προέλθει από κομμάτι δάσους όπου βρέφηκε ένα αρχαίο νεκροταφείο. Όπως το ακούτε. Νεκροταφείο. Και όπως φαντάζεστε, φαίνεται πως το ξύλο είχε γίνει μέρος του νεκροταφείου. Θυμάμαι τον πατέρα του αφεντικού μου να λέει πως δεν άντεχε τις τύψεις όταν είδε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί εκείνη την εποχή να τρελαίνεται. Ισχυρίστηκε πως είδε δύο δαίμονες να τρυπάνε τον τοίχο του σπιτιού του και να μπάινουν σπίτι του. Ούρλιαζαν να τους επιστρέψει αυτό που τους άνηκε. Ήξερε τι είχε συμβεί, μα δεν θα τον πίστευε κανείς κι έτσι άφησε το παιδί στην τύχη του. Οι γονείς του τον κλείδωναν στο δωμάτιο γιατί έτσι πίστευαν πως θα ένιωθε ασφάλεια, όμως εκείνος ούρλιαζε ακόμα περισσότερο. Τον πρώτο καιρό τον πίστευαν, μα με τον καιρό άρχισαν να πιστεύουν ότι φταίει κάτι άλλο. Το παιδί τρελάθηκε. Η μαμά του ισχυριζόταν πως άκουγε ακόμα από το δωμάτιο του παιδιού της ήχους και ομιλίες, μα όλοι το έριξαν στη θλίψη της για την απώλεια του γιου της.
Έτσι φαντάζομαι θα συμβαίνει σε πολλά μέρη. Η ξυλεία έρχεται από μέρη που ο χρόνος κυλάει διαφορετικά από ότι ο δικός μας. Τα δέντρα που τώρα βρίσκονται εκεί, έχουν καλύψει μυστικά που εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε. Φαίνεται πως κάποιες φορές κάποια τέτοια ξύλα, στοιχειωμένα αν θέλετε να τα πούμε κάπως, καταλήγουν στο εργοστάσιο. Άλλες φορές δεν συμβαίνει τίποτα στο εργοστάσιο, μα μόνο στους πελάτες, ενώ σπάνια έχει συμβεί κάτι μέσα στο εργοστάσιο, όπως είναι πολύ πιθανό να συνέβη και στον άτυχο άντρα. Με την ευκαιρία θέλω να εκφράσω τη συμπαράστασή μας στη σύζυγό του. Είμαστε δίπλα της για ό,τι χρειαστεί. Είμαστε όλοι μια οικογένεια σε αυτή τη δουλειά. Το γνωρίζει και η ίδια.
Στα χρόνια που έχω δουλέψει στην επιχείρηση έχω δει λίγα πράγματα. Στην αρχή φοβόμουν, μα τώρα έχω συνηθίσει κάπως. Δεν έχω βρει ακόμα τι είναι αυτό που κάνει ένα ξύλο ξεχωριστό. Φαίνεται πως το σχήμα της πόρτας τα κάνει δίοδο για κάτι. Κάτι από άλλη διάσταση βρίσκει τρόπο να περάσει μέσα από τις ξύλινες πόρτες. Ή κι εμείς να πάμε εκεί. Κάτι τέτοιο πιστεύω ότι συνέβη εκεί κάτω με τον άνθρωπο. Φοβάμαι και να σκεφτώ πού μπορεί να έχει βρεθεί...
Τώρα θα σας πω μια προσωπική εμπειρία. Πριν λίγα χρόνια είχα μείνει αργά το απόγευμα με δύο συναδέλφους για να προλάβουμε μια παραγγελία μεγάλη για μια εταιρεία. Το εργοστάσιο ήταν ερημικό. Και όμως είχαμε ακούσει φασαρία. Πήγαμε προς το σημείο που ακουγόταν η φασαρία και είδαμε...πώς να το πω; Είδαμε τελοσπάντων ένα πλάσμα που δεν μπορούσες να πεις ότι ήταν από αυτόν τον κόσμο. Το κεφάλι του μαύρο, τεράστιο. Μπορούσες να δεις να εξέχουν δόντια στο στόμα του. Βασικά όλο του το κεφάλι είχε δόντια. Ένα μάτι κόκκινο στη μέση του κρανίου κοιτούσε τριγύρω. Μας κοίταξε και φοβηθήκαμε. Όμως αντιδράσαμε. Κρατούσαμε ακόμα τα εργαλεία μας και τα πετάξαμε πάνω του. Αυτό μας γρύλισε και άρχισε να τρέχει. Πιο κάτω το είδαμε κυριολεκτικά να μπαίνει στα πλαίσια μια πόρτας που ακόμα δεν είχε τελειώσει και να εξαφανίζεται. Φυσικά κανένας από εμάς δεν είχε διάθεση να το κυνηγήσει. Πήραμε μια πόρτα, την καρφώσαμε στα πλαίσια και η πόρτα έφυγε την άλλη μέρα από το εργοστάσιο. Θυμάμαι να κοιτάζω για πολλές μέρες την εφημερίδα ψάχνοντας για οτιδήποτε θα είχε σχέση με τη συγκεκριμένη πόρτα. Ευτυχώς δεν διάβασα κάτι... Έχω καθησυχάσει τη συνείδησή μου πως εκείνο ήταν ένα τυχαίο γεγονός και ότι η πύλη δεν άνοιξε και πάλι...
Από τότε άρχισα να ψάχνω συστηματικά τέτοιες περιπτώσεις. Ήθελα να μάθω περισσότερα πράγματα για πύλες από άλλους κόσμους. Έμαθα πολλά και μάλιστα είναι τόσα πολλά που έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι γιατί οι περισσότεροι δεν βλέπουν τι γίνεται! Δεν θα μιλούσα σε κάνεναν, μα εσείς είστε εξαίρεση. Έχετε ζήσει κάτι παρόμοιο και με καταλαβαίνετε.
Αυτές οι πύλες έχουν εμφανιστεί σε όλον τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Σε κάθε μέρος τα πλάσματα που βγαίνουν από εκεί έχουν και άλλο όνομα. Με κάνει πολλές φορές να αναρωτιέμαι αν πολλές λαϊκές δοξασίες δεν είναι φανταστικά τέρατα, αλλά πλάσματα από άλλες διαστάσεις... Μπορείτε να ακούσετε και μια ραδιοφωνική εκπομπή από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου αναφέρουν τέτοια γεγονότα από το 1963 κιόλας!»
Η συνέντευξη έκλεισε με ένα ηχητικό ντοκουμέντο από τον ραδιοφωνικό σταθμό KDAT και την εκπομπή Νυχτερινή φωνή στο Κέρλιν των Η.Π.Α. και μπορείτε να το βρείτε απομαγνητοφωνημένο εδώ.
Το σίγουρο είναι πως παρακολουθούμε τις εξελίξεις από κοντά, ενώ ζητάμε και τη δική σας συμμετοχή με ανάλογες ιστορίες.

Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος



Σημείωση του συγγραφέα: Το ηχητικό ντοκουμέντο στο τέλος προέρχεται από μια σειρά ιστοριών του συγγραφέα Γιώργου Κωστόπουλου, τον οποίο κι ευχαριστώ για την άδεια να χρησιμοποιήσω την ιστορία του. Μπορείτε να διαβάσετε και άλλες ιστορίες του στο https://darkrealmofshadows.blogspot.com/


Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Τοκ Τοκ - Μέρος Α' (Διήγημα)

«Δεν μπορείς να μείνεις εδώ απόψε;»
«Ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται γλυκιά μου. Πρέπει να πάω για δουλειά»
Ο πατέρας της, την χάιδεψε απαλά στο κεφάλι και την φίλησε στο μέτωπο. Έπειτα την σκέπασε και βγήκε από το δωμάτιο. 
Στην έξοδο τον περίμενε η γυναίκα του.
«Ξέρεις δεν στεναχωριέται μόνο η μικρή που φεύγεις τα βράδια». 
«Ξέρεις ότι δεν είναι επιλογή μου. Είναι η μόνη δουλειά που βρήκα και για να είμαι ειλικρινής είναι εύκολη και με καλά λεφτά».
Δούλευε σα νυχτοφύλακας σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε πόρτες ασφαλείας. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει είναι μία φορά την ώρα (εντάξει κάποιες φορές σε δύο ώρες!) να περνάει από όλους τους χώρους και να υπογράφει σε ένα χαρτί. Στο μυαλό του έμοιαζε με την περίπολο που έκαναν στο στρατό. Όλη την υπόλοιπη ώρα διάβαζε κάποιο βιβλίο ή χάζευε κάποια ταινία είτε στον υπολογιστή, είτε στο κινητό του. 
«Το ξέρω. Ελπίζω μόνο να βρούμε γρήγορα κάτι καλύτερο.» 
Τον φίλησε και εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Άκουσε την πόρτα να κλείνει από μέσα και να κλειδώνει. Περπάτησε μέχρι το αμάξι. Έβαλε μπροστά και κατευθύνθηκε προς τη δουλειά του. Πάτησε το ραδιόφωνο, αλλά δεν έβαλε μουσική. Έβαλε ένα cd και μια φωνή ξεκίνησε την αφήγηση. Το τελευταίο διάστημα είχε ανακαλύψει τα ακουστικά βιβλία. Είχε κουραστεί να ακούει μουσική κάθε βράδυ. Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως τα τραγούδια επαναλαμβάνονταν με μεγαλύτερη συχνότητα από όσο άντεχε. Είχε πει σε έναν φίλο του το πρόβλημα και εκείνος του έδωσε τη λύση. Τώρα διάβαζε ένα βιβλίο και τις υπόλοιπες ώρες άκουγε ένα. Ήταν απλά παραγωγικό. Και μάλιστα την ώρα που δούλευε.
Έφτασε στο εργοστάσιο. Η πύλη άνοιξε και ο συνάδελφός του, τον περίμενε ευτυχισμένος που είχε τελειώσει ήδη η βάρδια του. Έβγαλε τη ζώνη με τον φακό και τον ασύρματο και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του.
«Τι θα ακούσεις σήμερα;»
«Ακούω τα σταφύλια της οργής. Ήθελα να γνωρίσω και κανένα κλασσικό βιβλίο.»
«Εγώ μόνο όταν βγαίνουν σε ταινία θα μάθω το περιεχόμενο ενός βιβλίου!»
Ο συνάδελφος του ήταν καλός άνθρωπος. Δεν του άρεσε το διάβασμα, μόνο αθλητικές εφημερίδες τον είχε δει να διαβάζει, όμως ήταν ήσυχος και όταν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση, είχε πράγματα να πει.
Τον καληνύχτισε, χτύπησαν και οι δύο τις κάρτες τους και έτσι ξεκίνησε η νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο.
Όπως κάθε βράδυ ξεκίνησε με μια γρήγορη βόλτα στο εργοστάσιο. Ήθελε να βεβαιωθεί πριν ακόμα ο συνάδελφός του φτάσει σπίτι ότι όντως δεν υπήρχε κάποιο θέμα που μπορεί να του το φόρτωναν. Όλοι είναι καλοί μέχρι να κινδυνέψουν να χάσουν κάτι. Ήταν μια φράση που συνήθιζε να χτυπάει σαν ειδοποίηση στο κεφάλι του κάθε φορά που αναλάμβανε μια υποχρέωση. Ήξερε πολύ καλά πως κανείς δεν νοιαζόταν για τον ίδιο περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Πέρασε γρήγορα όλον τον όροφο με τα γραφεία και κατέβηκε στη γραμμή παραγωγής. Εκεί πέρασε ανάμεσα στους διαδρόμους με τις όρθιες πόρτες να κρέμονται αριστερά και δεξιά περιμένοντας υπομονετικά τους εργαζόμενους το πρωί να συνεχίσουν από εκεί που έμειναν. Όλα ήταν στη θέση τους. Και γιατί να μην ήταν; Ποιος θα έμπαινε στον κόπο να εισβάλλει σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει πόρτες ασφαλείας; Μόνο την περίπτωση απροσεξίας και ζημιάς φοβόταν, γιατί αυτό θα σήμαινε αυτομάτως και κράτηση της ζημιάς από τον μισθό του.
Όλα ήταν στη θέση τους. Πήγε στο δωμάτιο φύλαξης. Εκεί μπροστά του υπήρχε μια οθόνη με τις κάμερες ασφαλείας, δίπλα μια μικρή τηλεόραση και ένα ραδιόφωνο. Δεν υπήρχε φυσικά κρεβάτι, μα η καρέκλα ήταν αναπαυτική και έπεφτε πίσω, ιδανική για έναν γρήγορο ύπνο τις δύσκολες νύχτες. Πιο δίπλα ένα μικρό ψυγείο κι ένας πάγκος με όλα τα υλικά για καφέ. Εκεί ήταν και η πρώτη του στάση.
Με τον καφέ στο χέρι έκατσε για λίγο μπροστά στην τηλεόραση. Είχε μια παλιά αγαπημένη του σειρά σε επανάληψη και δεν έχασε την ευκαιρία. Με την άκρη του ματιού του είδε στην οθόνη παρακολούθησης μια μικρή λάμψη στη μονάδα παραγωγής.
Ε τι έγινε εκεί κάτω; 
Έστρεψε το βλέμα του στην οθόνη περιμένοντας να δει. Μία φορά στο παρελθόν είχε σπάσει μια λάμπα από τη θερμότητα και υπήρξε κίνδυνος πυρκαγιάς. Φόρεσε τη ζώνη με τον φακό και τον ασύρματο και κατέβηκε στη μονάδα.
Μόλις μπήκε μέσα ένα φως τρεμόπαιζε στη μία πλευρά. Αν είχε χαλάσει, θα έπρεπε να το αλλάξει. Είχαν μια ντουλάπα με αναλώσιμα είδη για τέτοιες περιπτώσεις. Πήγε κοντά. Δεν έφτανε να την πιάσει και να την κουνήσει λίγο. Έπιασε μια καρέκλα και ανέβηκε πάνω. Κούνησε λίγο τη λάμπα και εκείνη σταμάτησε να αναβοσβήνει. Ευτυχώς! 
Κατέβηκε και ξεκίνησε για το γραφείο.
Τοκ Τοκ!
Πάγωσε. Άκουσε μια πόρτα να χτυπάει. Για την ακρίβεια ένα χέρι να χτυπάει την πόρτα. Γύρισε τον φακό προς τον διάδρομο.
«Ποιος είναι εκεί; Έχει ήδη ειδοποιηθεί η αστυνομία!»
Δεν έλεγε ψέματα πως μπορούσε να την καλέσει με το πάτημα ενός κουμπιού. Όμως δεν το είχε κάνει. Όταν καλούσαν την αστυνομία χωρίς λόγο, συνήθως τους έβλεπαν με καχυποψία. Μα εδώ ήταν χτύπημα σε μια πόρτα! Σε ποια όμως;
«Ποιος είναι εκεί; Βγες έξω!»
Σιωπή. Τώρα η σειρά με τις πόρτες έμοιαζε ατελείωτη στα μάτια του. Ξεκίνησε αργά και σταθερά να περπατάει. Θα έπρεπε να τις ελέγξει όλες.
Πέρασε τις πρώτες πόρτες και δεν είδε τίποτα το περίεργο. Προχώρησε πιο κάτω.
Τοκ Τοκ!
Ένας δυνατός θόρυβος στην πόρτα δίπλα του τον έκανε να πεταχτεί. Αυτή τη φορά πάτησε το κουμπί.
«Ποιος είναι εκεί; Τι θέλετε;»
Ξαφνικά στην άλλη άκρη της αίθουσας ο ίδος χτύπος. Τοκ Τοκ!
Μα πώς;
Προσπαθούσε να υπολογίσει ποιος άνθρωπος θα κατάφερνε να φτάσει τόσο γρήγορα στην άλλη άκρη της αίθουσας.
Είναι δύο!
Είχε τρομοκρατηθεί, αλλά κράτησε την ψυχραιμία του. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να φανεί λιπόψυχος.
«Τι θέλετε;»
Σιωπή σε όλο το κτίριο. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη. Ήταν στη δόνηση. Ήταν από την εταιρία φύλαξης.
Σήκωσε το τηλέφωνο.
«Τι συμβαίνει εκεί;»
«Υπάρχουν άγνωστα άτομα στο κτίριο. Στη μονάδα παραγωγής. Τουλάχιστον δύο. Δεν έχω οπτική επαφή. Ναι;»
«Ε...νε..βε»
Η γραμμή έπεσε. Το τηλέφωνο του δεν είχε σήμα. Ήλπιζε ότι έχουν ακούσει τα βασικά. Συνέχισε να κοιτάζει γύρω του. Του φάνηκε πως είδε μια φιγούρα να κινείται στην άκρη του διαδρόμου.
«Εσύ εκεί! Σταμάτα!»
Έτρεξε προς τα εκεί. Ξαφνικά πίσω του ακούστηκαν οι πόρτες να ανοιγοκλείνουν. Γύρισε με τον φακό και είδε πράγματι τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν.
Δεν...Δεν είναι δυνατόν! Τι συμβαίνει;
Αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν να μείνει άλλο εκεί μέσα. Έτρεξε προς την πόρτα. Ο ήρωας είχε πολλά πλεονεκτήματα, μα ένα μεγάλο μειονέκτημα. Συνήθως ήταν νεκρός. Επομένως ας τον έλεγαν δειλό. Μόλις έφτασε στην πόρτα ανακάλυψε πως ήταν κελιδωμένη.
Με κλείδωσαν εδώ και ληστεύουν το κτίριο. Τουλάχιστον δεν φαίνεται να θέλουν να με πειράξουν.
Αυτή η σκέψη τον έκανε να ηρεμήσει. Τον παγίδευσαν για να τον βγάλουν από τη μέση. Τώρα απλά θα έπρεπε να περιμένει.
Οι πόρτες πίσω του συνέχισαν να ανοιγοκλείνουν. Αυτό όμως, πώς το κάνουν;
Είδε μια πόρτα στο βάθος που δεν ήταν ανοικτή, όμως με κάποιον τρόπο προσπαθούσε να ανοίξει. Την πλησίασε για να δει πως γίνεται αυτό. Κοίταξε από πίσω. Δεν υπήρχε κανείς. Το ίδιο και από μπροστά. Ήταν μια πόρτα ασφαλείας με την κάσα της και δεν υπήρχε κανείς σε καμία από τις πλευρές της. Κι όμως κάποιος προσπαθούσε να την ανοίξει. Τοκ Τοκ Τοκ ΤΟΚ ΤΟΚ!
Η πόρτα χτύπησε με τόση δύναμη που τον έκανε να οπισθοχωρήσει.
Τι γίνεται επιτέλους;
Έπιασε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα. Ήθελε να δει με τα μάτια του τι έκανε την πόρτα να χτυπάει έτσι. Φως πλημμύρισε όλον τον χώρο. Ένα έντονο μπλε φως. Έβαλε το χέρι του μέσα. Δεν βγήκε από την άλλη μεριά. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό!
Ξαφνικά κάποιος, ή κάτι τον έσπρωξε από πίσω. Δεν είχε το μυαλό του πίσω του και δεν έφερε καμία αντίσταση. Μπήκε ολόκληρος μέσα στο μπλε φως. Ούρλιαζε, μα πλέον δεν ακουγόταν στον χώρο της μονάδας παραγωγής. Η πόρτα έκλεισε. Χτύπησε κάποιες φορές ακόμα, όμως δεν υπήρχε κανείς εκεί να την ανοίξει.
Έξω από το εργοστάσιο, σειρήνες περιπολικού αντηχούσαν στον αέρα. Όταν οι αστυνομικοί άνοιξαν την πόρτα με τα όπλα παρατεταμένα, απόλυτη ησυχία υπήρχε σε όλον τον χώρο.

Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot 6/1/2018

Μυστήριο καλύπτει την εξαφάνιση ενός νυχτοφύλακα ιδιωτικής εταιρίας σεκιούριτι, μία ώρα περίπου αφότου ξεκίνησε η βάρδια του στο εργοστάσιο κατασκευής πορτών ασφαλείας στο οποίο εργαζόταν. Η αστυνομία αναφέρει πως υπήρξε κλήση από τον ίδιο λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στην οποία ανέφερε εισβολή στο εργοστάσιο. Λίγο αργότερα σε επικοινωνία που είχε η εταιρία μαζί του, στο κινητό του τηλέφωνο, δεν κατέστη δυνατό να μιλήσουν. Από τις κάμερες του εργοστασίου φαίνεται ο άντρας να κατεβαίνει στην γραμμή παραγωγής και εδώ ξεκινάει το μυστήριο. Οι κάμερες σταμάτησαν να γράφουν μετά από λίγο, χωρίς να μπορεί κανείς να βρει στοιχεία για το πού μπορεί να έχει πάει ή τι του έχει συμβεί.
Ο αγνοούμενος είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη. Από την επικοικωνία που είχαμε μαζί τους, η σύζυγός του επιμένει πως κάτι κακό του έχει συμβεί.
«Νιώθω πως έχει χαθεί. Η κόρη μου ξύπνησε ουρλιάζοντας περίπου την ίδια ώρα που εκείνος χάθηκε. Πήγα τρέχοντας στο δωμάτιό της και μου είπε κλαίγοντας πως κάτι κακό είχε πάθει ο μπαμπάς. Της εξήγησα πως είδε εφιάλτη, μα επέμενε πως τον άκουσε να φωνάζει πίσω από την κλειστή ντουλάπα. Δεν ξέρω αν ήταν η φαντασία μου ή όχι, άκουσα κι εγώ στο δωμάτιο να χτυπάνε τα φύλλα της ντουλάπας.» Ίσως ήμουν επηρεασμένη. Άνοιξα και δεν βρήκα κάτι. Την ίδια ώρα με κάλεσαν από την αστυνομία...»
Πολλές εικασίες για το τι έχει συμβεί. Ένας εργάτης που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του ισχυρίζεται πως το εργοστάσιο είναι στοιχειωμένο και ο αγνοούμενος έπεσε θύμα του.
«Δεν θέλω να πω πολλά, μα το παρελθόν του εργοστασίου είναι γεμάτο με περίεργα γεγονότα....»
Η έρευνα για τον αγνοούμενο συνεχίζεται, ενώ από την πλευρά μας γίνεται περαιτέρω έρευνα, ώστε να εξακριβωθούν τα λέγομενα της ανώνυμης πηγής. Περισσότερα σε επόμενο άρθρο.

Σοφία Λαέρτη


Για να διαβάσετε το δεύτερο μέρος πατήστε εδώ.      

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Τελευταία Νέα

Ο Τρόμος στις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ

Η πρώτη μου επαφή με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, παραδόξως δεν ήταν μέσα από τις ταινίες του, αλλά από την παιδική σειρά οι Τρεις Ντετέκτιβ . Στην ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κατεβάστε και διαβάστε δωρεάν τη νουβέλα «Ο Δαίμων του Τυπογραφείου»