Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σταύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σταύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Το πρόσωπο της μάσκας


Το καρναβάλι είχε τελειώσει. Κόσμος ακόμα στους δρόμους, όμως σε λίγο ξημέρωνε και σιγά σιγά επέστρεφαν όλοι για ύπνο. Ο αρχικός ενθουσιασμός είχε ξεφτίσει. Όλοι ήταν κουρασμένοι. Οι τελευταίοι καρναβαλιστές περπατούσαν χωρίς σκοπό, ενώ οι οδοκαθαριστές είχαν πιάσει ήδη δουλειά. Μια κοπέλα τον προσπέρασε. Του χαμογέλασε.

«Θες να βγάλεις τη μάσκα και να έρθεις σπίτι μου;»

Η κοπέλα ήταν εμφανώς μεθυσμένη. Τρέκλιζε και τον κοιτούσε με λαχτάρα. Η πρότασή της συνοδευόταν από άσεμνες χειρονομίες. Ο άντρας την προσπέρασε αδιάφορος. Εκείνη τον πλησίασε τόσο, όσο χρειαζόταν για να κάνει πίσω ζαλισμένη. Σχεδόν έπεσε όταν στάθηκε μόλις δύο βήματα δίπλα του. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Την άλλη μέρα δεν θα το θυμόταν, όμως ήταν σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή σχεδόν σταμάτησε η καρδιά της.

Ο άντρας συνέχισε τον δρόμο του. Βάδιζε αργά προς το σπίτι. Ολόκληρη ημέρα και όλοκληρη νύχτα ήταν εκεί ανάμεσα στον κόσμο. Περνούσε δίπλα τους και εκείνοι έπεφταν συνεχώς πάνω του. Μέσα στον χαμό ήταν δύσκολο να καταλάβεις ποιος έσπρωχνε ποιον. Και αυτό ήταν ιδανικό.  Έζησε τον σφυγμό, την τρέλα, τους ξέφρενους ρυθμούς ενός ποταμιού ανθρώπων που έρεε κατά μήκος των δρόμων της πόλης. Κι εκείνος αναμεσά τους πίσω από την μάσκα.

Σαν τις παλιές μέρες. Σκέφτηκε.

Έφτασε σπίτι και κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη πριν βγάλει τη μάσκα. Στάθηκε για λίγα λεπτά αμίλητος. Μόνο μια κοφτή ανάσα, σχεδόν σαν βαθύ γουργούρισμα έβγαινε από τα ρουθούνια της μάσκας. Έιχε φτάσει η ώρα. Θα γυρνούσε σε εκείνη τη ζωή χωρίς πρόσωπο και πάλι. Θα γυρνούσε στον κόσμο του, μακριά από τους ανθρώπους.

Άνοιξε την πόρτα του υπογείου. Βουητό από έντομα ακούστηκε ενώ ο βόμβος δυνάμωνε. Η συμφωνία που είχε κάνει πριν χρόνια ήταν ξεκάθαρη. Μπορούσε να κλέψει αρκετή ζωή ώστε να μείνει ορατός για μία μόνο μέρα. Θα ξέκλεβε λίγο χρόνο από όλους, μα όχι πολύ. Αν έκανε το λάθος να δείξει ποιος ήταν, οι Κριτές θα τον τιμωρούσαν. Η μάσκα έκρυβε την πραγματική του ταυτότητα. Μια Σκιά ενός κόσμου που είχε καταστραφεί. Ένας πρόσφυγας που ζούσε λαθραία σε έναν κόσμο απαγορευμένο για τον ίδιο. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να εγκαταλείψει μα δεν το έκανε. Ίσως είχαν λόγο και οι Κριτές που τον κρατούσαν.

Πλάσματα σαν εσένα πρέπει να μένουν εκεί που ανήκουν. Μακριά από τη ζωή. Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό.

Και είχαν δίκιο. Αν έμενε έξω παραπάνω, θα έφερνε μαζί του τον κόσμο του. Ή έστω ό,τι είχε μείνει από εκείνον τον κόσμο. Ό,τι ήταν μέσα του. Είχε πάρει χρόνο ζωής. Λίγο από τον καθένα. Έτσι ήταν πιο εύκολο. Είχε καταφέρει να τον δουν. Είχε καταφέρει να υπάρξει. Αναρωτήθηκε αν κάποιος από τους υπόλοιπους του είδους του είχε καταφέρει να γλιτώσει. Αν ήταν με κάποια συμφωνία σε κάποιο άλλο μέρος εκείνου του κόσμου. Αν κάποιους από τους άλλους είχε καταφέρει να υπάρξει για λίγο μια μέρα σαν την ημέρα που μόλις είχε περάσει. Θυμήθηκε τους άλλους. Αυτό τον ξάφνιασε. Ίσως τελικά είχε κλέψει λίγο παραπάνω από όσο του αναλογούσε. Δεν ήταν εύκολο να αντισταθεί μπροστά σε τέτοιο φαγοπότι. Τόσες ζωές μπροστά του διαθέσιμες. Τόση ζωή που αν τον άφηναν θα ρουφούσε μέχρι να μην μπορεί άλλο.  Είχε δυναμώσει πολύ. Μέχρι που στιγμιαία θυμήθηκε και το όνομά του. Δεν ηχούσε καλά στη γλώσσα του, μα ήξερε πως ακουγόταν στα αυτιά των ανθρώπων. Όλεθρος.

«Του χρόνου πάλι», ψιθύρισε, πριν χαθεί στα σκοτάδια. 

Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

''Κλικ'' ή Γιατί δεν πήγα ποτέ κατασκήνωση (Διήγημα)

Στοιχεία για τη φωτογραφία εδώ
 Όταν ήμουν μικρός ζητούσα επίμονα από τους δικούς μου να με στείλουν στην κατασκήνωση. Κι εκείνοι αρνούνταν σθεναρά. Έβλεπα φωτογραφίες από τα καλοκαίρια, που οι φίλοι μου πήγαιναν και μετά έρχονταν, και οι διηγήσεις τους για αστείες στιγμές, αλλά και τόσα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα  όπως κολύμπι, ποδόσφαιρο και βραδιές καραόκε που με έκαναν να πεθαίνω από τη ζήλια μου.

Κάθε Πάσχα ξεκινούσα μέσα μου προετοιμασία για το πώς θα πείσω τους γονείς μου να πάω με τους φίλους μου στην κατασκήνωση και κάθε Ιούνιο έβλεπα όλα μου τα σχέδια να καταρρέουν. Ήμουν καλός μαθητής, πρόσεχα το δωμάτιο μου, δεν έκανα κατάχρηση στις εξόδους μου, επέστρεφα πάντα την ώρα που μου έλεγαν και γενικά πρόσεχα να μην μπορούν να μου προσάψουν το οτιδήποτε όταν θα ανέφερα σε κάποιο κυριακάτικο τραπέζι συνήθως το αίτημα μου. Ήθελα να πάω κατασκήνωση με τους φίλους μου. Όλα έπεφταν στο κενό.

Την μεγαλύτερη αντίσταση την είχα από τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου φαινόταν πιο διαλλαχτικός, όμως δεν έδειχνε διάθεση να  πάει κόντρα στη μητέρα μου. Έτσι πέρασε το δημοτικό, αλλά και η πρώτη γυμνασίου. Κάθε χρόνο, στο ίδιο έργο θεατές με τους ίδιου διαλόγους και την αμίμητη πλέον ατάκα Είσαι πολύ μικρός για τέτοια, τέρμα συζήτησης!

Στη Δευτέρα γυμνασίου όμως τα πράγματα άλλαξαν. Όχι από τους γονείς μου. Το όχι ήταν δεδομένο. Από μέρους μου όμως δεν είχα καμία διάθεση να εγκαταλείψω τα όπλα. Ο λόγος; Μα στην εφηβεία δεν υπάρχει άλλον λόγος, πέρα από τον έρωτα. Μια συμμαθήτρια μου, η Δάφνη, ήταν όλη μου η ζωή εκείνη την περίοδο. Δεν έβλεπα μπροστά μου από έρωτα. Φαντάζομαι ξέρετε το συναίσθημα. Μέσα στην αίθουσα όλοι οι θόρυβοι ήταν στο επίπεδο μηδέν, τα πάντα γύρω της θαμπά και εκείνη έλαμπε. Είχε δείξει και εκείνη ενδιαφέρον. Όχι στην αρχή, ή μπορεί να μην το καταλάβαινα. Ξέρετε τώρα. Ερωτευμένο αγόρι στο γυμνάσιο. Δεν σκαμπάζουμε και πολλά πράγματα από αυτά.

Λίγο πριν το καλοκαίρι σε μια συζήτηση μέσα στην τάξη για το πού θα κάναμε διακοπές, η Δάφνη είπε αυτό που φοβόμουν. Θα πήγαινε κατασκήνωση μαζί με κάποιους από τους συμμαθητές μου! Και όχι μόνο αυτό, στην κουβέντα που συνεχίστηκε στο διάλειμμα, μου είπε χαμογελώντας πως θα ήταν τέλεια να μπορούσα να πάω κι εγώ μαζί τους. Καταλαβαίνετε πως έπρεπε οπωσδήποτε να τα καταφέρω εκείνη τη χρονιά. Έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τα μεγάλα μέσα. Πήγα και εκμυστηρεύτηκα τα πάντα στην γιαγιά μου. Ήμουν σίγουρος πως αν κάποιος μπορούσε να αλλάξει γνώμη στη μαμά μου, θα ήταν η δική της μαμά. Άλλωστε ήμουν ο εγγονός της και δεν μπορούσε να μου χαλάσει χατίρι.

Είχα πάει στο σπίτι της ένα Σάββατο, λίγο πριν τελειώσει ο Μάιος. Είχα μαζί μου και τα χαρτιά που έδειχναν ότι οι θέσεις που είχαν απομείνει ήταν ελάχιστες και ο χρόνος ήταν εναντίον μας. Ήμουν σίγουρος ότι μιλούσα στον σωστό άνθρωπο. Μόλις τελείωσα την ιστορία μου (και έφαγα όλα όσα έβγαλε μπροστά μου να με κεράσει!), με κοίταξε συμπονετικά. Ήμουν σίγουρος ότι έχω πετύχει τον στόχο μου.

«Δεν ξέρω αν μπορώ πραγματικά να σε βοηθήσω, μα θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω γιατί η μαμά σου δεν θέλει να πας».

Είδα ότι μέσα της δίσταζε να μου πει αυτά που ήθελε, όμως από την άλλη ήμουν σίγουρος ότι ήθελε τόσο πολύ να τα βγάλει από μέσα της. Με έβαλε να ορκιστώ ότι δεν θα της πω τίποτα.

«Όταν η μαμά σου ήταν στην εφηβεία πήγαινε κάθε χρόνο κατασκήνωση.  Δύο εβδομάδες πήγαινε σε οργανωμένη κατασκήνωση για κορίτσια της ηλικίας της και πολλά καλοκαίρια κάναμε μαζί και ελεύθερο κάμπινγκ σε συγκεκριμένα μέρη σε όλη την Ελλάδα. Εγώ και ο συγχωρεμένος ο παππούς σου δεν είχαμε πολλά λεφτά, όμως έτσι καταφέρναμε να δούμε πολλά μέρη και η μαμά σου είχε την ευκαιρία να ζήσει αυτή την εμπειρία.

Καταλαβαίνεις πως η κατασκήνωση ήταν για εκείνη τα πάντα. Ο παππούς σου της μάθαινε κάθε φορά και κάτι διαφορετικό. Της μάθαινε ψάρεμα στη θάλασσα, πώς να προσανατολίζεται την ημέρα, αλλά και τα βράδια με τα αστέρια, τι να προσέχει σε πεζοπορίες στο βουνό, τι μες στο δάσος και γενικά όλα όσα μπορείς να φανταστείς ότι χρειάζονται σε κάποιον που κάνει ελεύθερο κάμπινγκ, με τρόπο που σήμερα δεν θα έκανε κανένας. Βλέπεις, ήταν άλλες εποχές τότε.

Μια άλλη αγαπημένη συνήθεια που είχαν οι δυο τους, ήταν να βγάζουν φωτογραφίες. Ο παππούς σου είχε πάντα φωτογραφική μηχανή μαζί του. Ήταν καλός φωτογράφος. Έχεις δει φωτογραφίες του άλλωστε. Κόλλησε το μικρόβιο και στη μαμά σου. Επειδή δεν είχαμε πολλά λεφτά δεν μπορούσε να της αγοράσει δεύτερη φωτογραφική μηχανή, όμως σε κάθε ταξίδι την εφοδίαζε με πολλές μηχανές μιας χρήσεως. Σήμερα που δεν τυπώνετε φωτογραφίες, δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο σημαντικές ήταν εκείνες οι μηχανές. Με λίγα χρήματα μπορούσες να έχεις τη δική σου μηχανή. Την πήγαινες μετά στον φωτογράφο και σου εκτύπωνε τις φωτογραφίες. Έτσι κάθε τέλος καλοκαιριού πηγαίναμε λίγες λίγες τις φωτογραφικές μηχανές για να βγάλουμε τις φωτογραφίες.

Στα λέω όλα αυτά, για να καταλάβεις παιδί μου, πως η μαμά σου ήταν η νούμερο ένα κατασκηνώτρια στην εποχή της. Μέχρι την πρώτη λυκείου. Εκεί δυστυχώς τα πράγματα άλλαξαν. Είχαμε πάει για ορεινό κάμπινγκ. Η μαμά σου μπήκε μες στο δάσος για πεζοπορία. Κάποια στιγμή ομίχλη κάλυψε την περιοχή, αλλά ήδη έλειπε πάνω από μία ώρα. Δεν μπορούσαμε να τη βρούμε, όσο κι αν φωνάζαμε. Την χάσαμε για δύο ολόκληρες μέρες. Είχαμε τρελαθεί. Ορειβάτες, πυροσβεστική, αστυνομία, όλοι την ψάχναμε. Η εμπειρία της, την έσωσε. Όταν τη βρήκαμε, ήταν σε ένα παλιό ξύλινο παρατηρητήριο. Είχε χωθεί εκεί μέσα και διατήρησε την ψυχραιμία της.

Μπορείς να καταλάβεις τώρα γιατί δεν θέλει να πας, έτσι; Μπορείς να καταλάβεις γιατί δεν το συζητάει καν.»

Τώρα έβγαζαν όλα νόημα. Αν είχε πάθει τέτοιο πράγμα, ήταν απολύτως λογικό να μην θέλει να περάσει κάποιος άλλος αυτό που πέρασε εκείνη, ή να το ξαναπεράσει η ίδια σαν μάνα αυτή τη φορά.

Για λίγες μέρες δεν ανέφερα κάτι, μα μην ξεχνάτε πως ήμουν έφηβος. Πάνω από όλα είναι το αίμα που βράζει. Και ακόμα χειρότερα, ήμουν ερωτευμένος έφηβος. Όταν η Δάφνη με ρώτησε άλλη μια φορά αν θα πάω μαζί τους, ξέχασα την ιστορία της γιαγιάς μου, ξέχασα όσα τράβηξε η μητέρα μου, ξέχασα και το ίδιο μου το όνομα. Το μόνο που ήθελα, ήταν να πάω μαζί της.

Πήγα σπίτι και μίλησα ήρεμα (αρχικά) και με τους δύο γονείς μου. Δεν ήξεραν, πως εγώ γνώριζα τον λόγο που δεν με άφηναν, επομένως στεκόμουν στο παράλογο της απαγόρευσης.  Η σκηνή πανομοιότυπη. Λες και γυρίζαμε ξανά και ξανά το ίδιο πλάνο. Σκεφτόμουν πως θα βγει από κάπου κάποιος βοηθός σκηνοθέτη με την κλακέτα στο χέρι και θα πει Σκηνή 2, Λήψη εκατομμυριοστή, 3…2…1… Πάμε!  Και θα ακουστεί το «κλακ» μία στιγμή πριν ανάψει το κόκκινο λαμπάκι της εγγραφής. 

Το μόνο λαμπάκι που είχε ανάψει πραγματικά κόκκινο, ήταν αυτό μες στο μυαλό μου. Είχα θυμώσει τόσο πολύ, που αθέτησα την υπόσχεσή μου στην γιαγιά μου και ξέσπασα.

«Επειδή πριν δύο χιλιάδες χρόνια χάθηκες εσύ μες στην ομίχλη, δεν θα μου στερήσεις εμένα αυτή την εμπειρία! Ας πρόσεχες!»

Δύο πράγματα με τρόμαξαν μόλις τελείωσα την πρότασή μου και συνειδητοποίησα πως πρόδωσα την γιαγιά. Αρχικά η έκπληξη των γονιών μου, ακριβώς επειδή ήξερα. Οι γονείς μου γενικά είναι φωνακλάδες σαν και μένα. Η σιωπή του πατέρα μου, με τρόμαξε πραγματικά, μα περισσότερο με τρόμαξε το ψυχρό βλέμμα της μητέρας μου. Η σιωπή πρέπει να κράτησε δύο τρία δευτερόλεπτα, πράγμα που σημαίνει πως με στο σαλόνι μας, με τη σχετικότητα του χρόνου, πρέπει να κράτησε μία αιωνιότητα και μισή. Μετά από λίγο η μητέρα μου με ήρεμη και ψύχραιμη φωνή (άλλο ένα δείγμα του πόσο πολύ έπρεπε να τρομοκρατηθώ) και κοιτώντας με μες στα μάτια, μίλησε αργά και σταθερά, σαν δασκάλα που εξηγεί στην τάξη της νέους κανόνες.

«Ό,τι και να σου είπε η γιαγιά σου, δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια.»

«Α ναι; Και μήπως θες να την πεις σε εμένα;», δεν ήξερα τι άλλο να της πω.

Εκείνη σηκώθηκε όρθια, έριξε ένα βλέμμα στον πατέρα μου και εκείνος της έγνεψε καταφατικά και έφυγε. Ήξερε και εκείνος! Τώρα στεκόμουν μόνος μου μπροστά της, σιωπηλός.

«Αυτό που δεν έμαθε ποτέ η γιαγιά σου και ήξερε μόνο ο παππούς σου, είναι πως εκείνες τις δύο μέρες το πρόβλημα μου δεν ήταν η επιβίωση. Τότε βέβαια δεν το ήξερα. Μέσα στην ομίχλη είχα καταφέρει να προχωράω με ασφάλεια. Είχα αυτοπεποίθηση και ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Πολλές φορές εκείνες τις δύο μέρες σκέφτηκα πως γλίτωσα. Έβλεπα ή άκουγα κάπου κοντά μου περπάτημα και φώναζα για βοήθεια. Όμως δεν απαντούσε κανείς. Πίστευα πως ήταν κάποια ζώα. Από το πρώτο κιόλας βράδυ είχα βρεθεί σε εκείνο το σπιτάκι που με βρήκαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσο φυσούσε έξω και πως ο παραμικρός ήχος με έφερνε στο να σηκωθώ στη μέση της νύχτας και να τρέξω έξω. Ένιωθα μόνιμα πως κάποιος με παρακολουθεί. Όταν τελικά με βρήκαν στην αρχή δεν μπορούσα να πιστέψω πως τα βήματα που άκουγα ήταν αληθινά. Ένιωσα λύτρωση».

Ο πατέρας μου μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα κουτί από παπούτσια.

«Ήσουν φοβισμένη, καθόλου περίεργο. Και επίσης ήσουν σε ένα δάσος με ομίχλη και αέρα. Προφανώς φοβήθηκες. Γιατί όμως…»

Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση και άνοιξαν το κουτί. Ήταν γεμάτο φωτογραφίες. Η μητέρα μου συνέχισε.

«Όταν γυρίσαμε σπίτι μας, έκανα πολύ καιρό αν βγω έξω. Ο πατέρας μου σκέφτηκε να εμφανίσει τα φιλμ από τις διακοπές για να με κάνει νιώσω καλύτερα. Θα ένιωθα καλύτερα αν δεν υπήρχα φωτογραφίες μου στον φάκελο με τα αντίτυπά που μου παρέδωσε σαν έκπληξη. Δες».

Μου έδωσε το κουτί. Μέσα υπήρχα άπειρες φωτογραφίες από τις διακοπές, με τοπία, ζώα του δάσους και τους ίδιους του παππούδες μου σε μια πιο νέα εκδοχή τους. Κι εκεί τις είδα. Φωτογραφίες της μαμάς μου να κοιμάται μες στην ομίχλη.

«Αυτές δεν τις τράβηξα εγώ. Μαζί με τα τοπία που είχα τραβήξει υπήρχαν πέντε φωτογραφίες μου, που φαινόμουν ξεκάθαρα να κοιμάμαι.»

Μου πήρε δευτερόλεπτα να καταλάβω τι εννοούσε. Κάποιος όχι μόνο ήταν εκεί και την παρακολουθούσε, αλλά τις ώρες που εκείνη κοιμόταν την πλησίαζε, έπαιρνε τη φωτογραφική της μηχανή και την έβγαζε φωτογραφίες.

Η μητέρα μου είδε το σοκ, όμως συνέχισε να μιλάει.

«Μόλις τις είδα, άρχισα να ουρλιάζω. Ο πατέρας μου με πήρε αγκαλιά και μου ζήτησε να μην το μάθει η γιαγιά σου, γιατί θα τρελαινόταν. Το πήρε μαζί του στον τάφο τελικά…»

Έψαχνα κάτι να πω κάτι, όμως δεν ήξερα τι. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος από τη μαμά μου. Τελικά θυμήθηκα τη Δάφνη και έκανα μια απέλπιδα προσπάθεια.

«Ναι βρε μαμά, αλλά δεν έγινε τίποτα. Ούτε σε βρήκε ποτέ, ούτε τελικά σου έκανε κάτι αυτός ο ξένος. Κι επίσης έγινε πραγματικά παλιά και ήσουν μόνη σου μες στο δάσος. Τώρα δεν θα είμαι μόνος μου (ήθελα να πως θα ήμουν με την Δάφνη συνέχεια, όμως κρατήθηκα), θα έχω παρέα και είναι σε οργανωμένο.»

Η μαμά μου με κοίταζε σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε.

«Κοίταξε σε παρακαλώ λίγο καλύτερα τις φωτογραφίες»

Τις έβγαλα από το κουτί και τις κοιτούσα μία μία. Και τότε το είδα. Οι φωτογραφίες με τη μαμά μου να κοιμάται ήταν πάνω από πέντε. Υπήρχαν και άλλες και από άλλες χρονικές περιόδους της ζωής της.

«Μα… εδώ…»

«Ακριβώς αγόρι μου. Κάποιος με παρακολουθεί…»

Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Ανάμεσα στις φωτογραφίες υπήρχαν και δικές μου. Φωτογραφίες από το δωμάτιο μου να κοιμάμαι νύχτα. Στην ιδέα και μόνο πως κάποιος μπαίνει σπίτι μας και κάθεται πάνω από τα κρεβάτια μας την ώρα που κοιμόμαστε και μας φωτογραφίζει με έκανε να νιώσω αναγούλα. Μέσα μου, τρόμος και θυμός πάλευαν να νικήσουν ο ένας τον άλλον.

«Γιατί δεν βάλαμε συναγερμό; Κάμερες; Γιατί δεν το ξέρει η αστυνομία;»

«Όλοι το ξέρουν. Και κάμερες έχουμε και συναγερμό».

«Τότε ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΠΙΑΝΟΥΝ;» φώναζα, δακρυσμένος πια. Οι γονείς μου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Πάλευαν μέσα τους για τον αν έπρεπε να συνεχίσουν τις αποκαλύψεις ή όχι.

«Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από όσο φαίνονται», είπε ο πατέρας μου.

«Καμία κάμερα δεν έχει καταγράψει ποτέ τίποτα και ο συναγερμός δεν έχει χτυπήσει ποτέ»

«Μα τότε μιλάμε για φάντασμα που μας τραβάει φωτογραφίες!», σχεδόν γέλασα με αυτό που ξεστόμισα. Ήμουν σε κατάσταση υστερίας. Είδα όμως πως οι γονείς μου δεν γελούσαν. Τον λόγο πήρε και πάλι η μητέρα μου.

«Όταν χάθηκα και έμεινα σε εκείνο το βουνό και άκουγα όλο το βράδυ τα βήματα και τους ήχους προσευχήθηκα και είπα πως θα έκανα τα πάντα για να βγω ζωντανή από αυτή την κατάσταση. Μόλις αποκοιμήθηκα από την κούραση, είδα στον ύπνο μου πως ήρθε μπροστά μου ένας άντρας που κρατούσε μια ομπρέλα. Χαμογελούσε με τα κίτρινα δόντια του και με κοιτούσε. Μου έδωσε την ομπρέλα και μου είπε. Θα γλιτώσεις σήμερα από αυτό που έρχεται. Μα θα δεσμεύσω την ψυχή σου και θα είσαι για πάντα δική μου.

Θυμάμαι να γνέφω καταφατικά και το επόμενο πράγμα ήταν να ξυπνάω το πρωί και να βλέπω τον ήλιο που είχε βγει. Με βρήκαν λίγο αργότερα. Το όνειρο το ξέχασα σχεδόν αμέσως. Κάποιο βράδυ αργότερα είδα και πάλι αυτόν τον άντρα να μου λέει πως είμαι δικιά του, Είσαι παγιδευμένη μου ψιθύριζε. 

Είμαι σίγουρη πως αυτός ο άντρας είναι που κάνει αισθητή την παρουσία του. Δεν ξέρω τι είναι, δεν ξέρω πως μπορώ να ξεφύγω, δεν ξέρω τι θα συμβεί, δεν ξέρω αν είμαι τρελή. Ξέρω μόνο πως δεν μπορώ να σε αφήσω να πας κάπου που μπορεί να ξανασυμβεί κάτι σαν αυτό που πέρασα.»

Δεν είχα να πω κάτι. Έδειξα κατανόηση. Όσο και να μου άρεσε η Δάφνη, δεν μπορούσα να αμφισβητήσω τη μητέρα μου σε κάτι τέτοιο και μάλιστα με τον πατέρα μου να μην αντιδράει, έχοντας αποδεχτεί προφανώς τη συγκεκριμένη ιστορία.

Έτσι δεν πήγα ποτέ κατασκήνωση. Και από τότε δεν συζήτησα ποτέ ξανά το θέμα με τους γονείς μου. Άλλαξαν πολλά στη ζωή μου. Κλείδωνα κάθε βράδυ το δωμάτιο μου (ακόμα το κάνω) και κοιμάμαι ολόκληρος κάτω από το σεντόνι με τον φόβο μην βρω την επόμενη μέρα κάποια φωτογραφία μου, που με δείχνει να κοιμάμαι. Πέρασα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες της ζωής μου, χωρίς να συζητήσω αυτό το θέμα ποτέ με κανέναν μέχρι σήμερα.

Σήμερα το πρωί χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν σχεδόν χάραμα. Ήταν ο πατέρας μου. Με ενημέρωσε πως η μητέρα μου πέθανε. Ακόμα και τώρα που το γράφω δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Οι γιατροί είπαν πως έπαθε κάποιο ανεύρυσμα στον ύπνο της. Ένιωσα τη γη να γκρεμίζεται κάτω από τα πόδια μου. Ντύθηκα μηχανικά και ήμουν έτοιμος να φύγω. Λίγο πριν αρπάξω τα κλειδιά του αυτοκινήτου από ένα τασάκι που τα βάζω δίπλα στην πόρτα, χτύπησε το κινητό μου. Είχα ένα μήνυμα. Κανονικά θα το διάβαζα, μόλις κατέβαινα στο αμάξι, μα ήθελα να δω αν είναι ο πατέρας μου.

Το νούμερο ήταν άγνωστο. Άνοιξα το μήνυμα. Υπήρχε μια φωτογραφία. Ήταν η μητέρα μου από σήμερα το πρωί. Νεκρή εκεί στο κρεβάτι. Από το κάτω το μήνυμα έγραφε. Είναι δική μου τώρα. Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον αριθμό. Δεν με ενδιέφερε αν ήταν φάντασμα, μόλις πέθανε η μητέρα μου και δεν υπήρχε χώρος για τέτοια παιχνίδια.

Η γραμμή δεν καλούσε. Αντίθετα έβγαινε μήνυμα που έλεγε πως ο αριθμός που καλώ δεν ανήκει σε συνδρομητή. Άρχισα να κλαίω. Ένιωθα πάλι μπερδεμένος. Λύπη και θυμός, όπως τότε στην εφηβεία, αλλά για άλλους λόγους. Τότε το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν ο αριθμός που είχα καλέσει.

Απάντησα χωρίς να μιλήσω. Από μέσα ακουγόταν ένα ελαφρύ βουητό και μια ανάσα που με ανατρίχιασε από πάνω μέχρι κάτω. Πήγα να το κλείσω όταν άκουσα τρεις λέξεις που μου πάγωσαν το αίμα. Είσαι ο επόμενος.

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

Νέο κανάλι επικοινωνίας στο Viber!


Από σήμερα μπορείτε να εγγράφεστε και στο κανάλι μου στο Viber όπου θα ανεβαίνουν όλα τα νέα για τα βιβλία και τις ιστορίες μου. Χωρίς σπαμ και πάντα με ποιοτικό περιεχόμενο! 
Για να συνδεθείτε απλά πατάτε στον παρακάτω σύνδεσμο.

https://invite.viber.com/?g2=AQAxv0NCgDe%2FKk62X%2FGrocgWjz5dA%2Bs0Y3NfY%2B6TaNcWXj93TqHPQQ3iK37DYQNe 

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Όλη η συνέντευξη μου στο Συγγραφικό Στέκι και τον Βαγγέλη Ιωσηφίδη

Όποιος θέλει να στηρίξει το κανάλι Συγγραφικό Στέκι μπορεί να κάνει subscribe, καθώς και το προσωπικό κανάλι του Βαγγέλη Ιωσηφίδη. Αναμένω τα σχόλια σας, καθώς φυσικά και τις ερωτήσεις και απορίες σας!

Δείτε τη συνέντευξη μου εδώ: 

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Συνειδητοποιείς ότι είσαι συγγραφέας όταν σε διαβάζουν άγνωστοι - Σταύρος Θάνος (Διαδικτυακή Συνέντευξη στο Συγγραφικό Στέκι)

 



Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022
9:00 μμ

Ο Σταύρος Θάνος είναι καλεσμένος του Βαγγέλη Ιωσηφίδη και της σελίδας Συγγραφικό Στέκι στο κανάλι τους στο Youtube. Μιλάνε για βιβλία, για εκδόσεις και το καινούριο βιβλίο του συγγραφέα Το Μαύρο Άγαλμα. Η συνέντευξη θα ανέβει μετά την προβολή της και στη σελίδα μας.

Update: Μπορείτε πλέον να παρακολουθήσετε τη συνέντευξη πατώντας εδώ.




Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Μαύρη Τρύπα (Διήγημα)

«Είσαι έτοιμη;»

«Ναι μπαμπά, εσύ;»

«Κι εγώ... Μάλλον!»

Ο πατέρας κοίταξε προς τα κάτω. Είχαν ανέβει είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος από τα σκαλιά και μπροστά τους ήταν μια τσουλήθρα που κατέβαινε στριφογυριστά μέχρι την πισίνα. Κι αν το πρόβλημα του ήταν μόνο η υψοφοβία, ίσως να το ξεπερνούσε γρήγορα. Η νεροτσουλήθρα ήταν κλειστή. Με λίγα λόγια θα έμπαιναν σε ένα μαύρο τούνελ, στροβιλισμένοι χωρίς να βλέπουν που πάνε μέχρι να βγουν κάτω. Είχε χλομιάσει. Είχε παρακαλέσει τη σύζυγό του να πήγαινε με την μικρή, αλλά η κόρη του δεν του είχε αφήσει περιθώρια. Ήθελε να το κάνει με τον μπαμπά της. 

«Κύριε είστε εντάξει;» Η ναυαγοσώστρια τον κοίταξε μάλλον αδιάφορα. Η ουρά πίσω γέμιζε συνεχώς εδώ και πολύ ώρα επομένως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βλέπει πότε βγαίνει κάποιος από το τούνελ, να βεβαιώνεται πως έχει βγει από το σημείο που μπορεί ο επόμενος να πέσει πάνω τους και να δίνει το σύνθημα να φύγουν οι επόμενοι. Στη συγκεκριμένοι τσουλήθρα έμπαινες με μία μονή ή διπλή σαμπρέλα και ήταν το δεύτερο πιο εντυπωσιακό παιχνίδι στο συγκεκριμένο υδάτινο πάρκο. Το πρώτο ήταν μια κατακόρυφη τσουλήθρα από τα εικοσιπέντε μέτρα, πράγμα που του φάνταζε αδιανόητο ότι κάποιος πληρώνει για να το κάνει. Του είχε κοπεί η ανάσα. 

«Ξέρετε, έχω υψοφοβία και μάλλον κλειστοφοβία. Είναι τρομακτικά εκεί μέσα ε;»

Η κοπέλα γέλασε.

«Κύριε, ακόμα και εφτάχρονα παιδάκια κατεβαίνουν μόνα τους, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Φεύγετε»

Τους έσπρωξε ελαφρά και το φως χάθηκε από τα μάτια τους. Η μικρή ούρλιαζε από χαρά. Ο μπαμπάς της μάλλον είχε κλείσει τα μάτια. Σε κάποια σημεία σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που κατέβαιναν υπήρχαν κάποια ιριδίζοντα χρώματα, σαν ουράνιο τόξο. Ίσως δικαιολογούσαν το όνομα του παιχνιδιού Μαύρη Τρύπα αν και όπως το έβλεπε τώρα έμοιαζε περισσότερο με σκουληκότρυπα. Είχε δει σε πολλές ταινίες επιστημονικής φαντασίας τέτοια ταξίδια που η ταχύτητα γύρω από το όχημα υποδηλωνόταν από αυτόν τον χρωματισμό. Ναι έπρεπε να σκέφτεται αστρικά ταξίδια αν ήθελε να ηρεμήσει και να τελειώνει με αυτό. Φως φάνηκε μπροστά τους. Έφταναν στο τέλος της διαδρομής. Βγήκαν έξω σε ένα εκτυφλωτικό φως. Έμοιαζε σαν να είχε λάμψει ο ήλιος χίλιες φορές παραπάνω από όταν είχαν μπει. Για λίγο δεν έβλεπαν τίποτα παρά μόνο αυτό το φως. Σκεφτόταν πως κάτι τέτοιο θα έβλεπαν οι άνθρωποι μετά τη βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα. 

«Μπαμπά δεν βλέπω τίποτα» Τώρα η κόρη του κλαψούρισε. 

Το εκτυφλωτικό φως δεν ήταν αυτό που τον ανησυχούσε. Περισσότερο το ανησυχούσε πως δεν άκουγε κανέναν θόρυβο. Εντάξει να μην έβλεπαν τίποτα, όμως να μην ακούν ή να μην αισθάνονται το νερό; έβαλε τα χέρια του στο νερό. Έπιασε το κενό. Η φωνή του είχε κοπεί.

«Ό,τι και να γίνει, μην αφήσεις τα χέρια σου από το σωσίβιο, της ψέλλισε». 

Εκείνη υπάκουσε.

«Μπαμπά, θέλω να φύγω από εδώ φοβάμαι»

«Θα είναι κάποιο κόλπο μες στο παιχνίδι» το είπε για να κάνει τη μικρή να ηρεμήσει. Ήξερε πως δεν ήταν έτσι. Όσο περίμεναν στην ουρά, είχε μετρήσει τα δευτερόλεπτα που χρειαζόταν κάποιος για να κατέβει κάτω. Το είχε ανάγκη να μετράει όσο θα κατέβαιναν για να νιώθει ασφάλεια. Χρειάζονταν είκοσι δευτερόλεπτα στη χειρότερη που κάποιος κολλούσε σε κάποιο σημείο και έπρεπε να σπρώξει για να δώσει ώθηση. Εδώ είχαν περάσει αυτόν τον χρόνο κατά πολύ. 

Η όρασή του είχε αρχίσει να ξεδιαλύνει. έβλεπε κάποιες φιγούρες να έρχονται προς το μέρος τους. Μάλλον είχαν πάθει κάτι στην όρασή τους και έρχονταν να τους βοηθήσουν. Επιτέλους.

Μόλις τελειώσει όλο αυτό έχω να κάνω μηνύσεις σε όλο το μέρος. Δεν είναι δυνατόν να...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του. Οι φιγούρες μπροστά τους δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν κάτι άλλο. Η όραση τους ξεδιάλυνε και άλλο. 

Τι...Τι συμβαίνει εδώ;

«Ποιοι είστε εσείς; Τι θέλετε;»

Αόριστοι ήχοι ακούστηκαν. Έμοιαζαν σαν τον ήχο ρεύματος υψηλής τάσης. Βόμβοι που σου τρυπούσαν τα αυτιά. Η κόρη του άρχισε και πάλι να ουρλιάζει. Αυτή τη φορά από τρόμο. 

***

Απόσπασμα από την ηλεκτρονική έκδοση του New Spot

Τις τελευταίες ώρες ένα βίντεο έκανε τον γύρο του διαδικτύου και ενώ η αυθεντικότητά του ακόμα εξετάζεται, υπάρχει αρκετός κόσμος που πιστεύει πως έχουμε δει κάτι το ανεξήγητο. Ένας άντρας και η πεντάχρονη κόρη του μπαίνουν σε μία κλειστή νεροτσουλήθρα, τη λεγόμενη μαύρη τρύπα, και δεν βγαίνουν ποτέ από την άλλη μεριά. 

Το βίντεο φαίνεται να το έχει τραβήξει η σύζυγος και μητέρα των δύο αγνοούμενων. Μετά το πρώτο λεπτό μπορείτε να δείτε τις αντιδράσεις όλων όταν καταλαβαίνουν πως πατέρας και κόρη δεν έχουν βγει ακόμα από τη νεροτσουλήθρα. Εργαζόμενοι και ναυαγοσώστες αποφασίζουν να μπουν στο τούνελ, θεωρώντας πως σε κάποιο σημείο έχουν σφηνώσει ή έχουν σταματήσει. 

Η αγωνία και η έκπληξη όλων μεγάλωσε όταν οι δύο εργαζόμενοι που ξεκίνησαν από διαφορετικές κατευθύνσεις κι ενώ το νερό είχε σταματήσει, συναντήθηκαν μέσα στο τούνελ χωρίς να βρουν πουθενά τους δύο αγνοούμενους. Η μητέρα άρχισε να ουρλιάζει και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Λίγη ώρα μετά ειδικό συνεργείο μετέβη στον χώρο για να αποσυναρμολογήσει τα κομμάτια και να βρει τι έχει συμβεί. Και πάλι κανένα ίχνος τους δεν βρέθηκε. Η μητέρα βρίσκεται στο νοσοκομείο σε κακή ψυχολογική κατάσταση και προσπαθεί να ξεπεράσει το σοκ, ενώ όλοι οι αρμόδιοι ψάχνουν να βρουν τι είναι αυτό που έχει συμβεί. 

Μέχρι στιγμής κανείς από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν μπορεί αν δώσει μια εξήγηση σε αυτό που συνέβη. 

Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος


Σημείωμα Συγγραφέα

Η ιστορία αυτή έχει πολλά κοινά σημεία με την εμπειρία μου από μία παρόμοια νεροτσουλήθρα λίγες μέρες νωρίτερα κατά τη διάρκεια των οικογενειακών διακοπών. Για την ακρίβεια όλο το κομμάτι που δεν αφορά το παραφυσικό μοιάζει πολύ με την πραγματικότητα. Οι φόβοι που περιγράφω είναι πραγματικοί και χρειάστηκε να τους ξεπεράσω για χατίρι της πεντάχρονης κόρης μου Άννας-Μαρίας που αποδείχτηκε αρκετά ατρόμητη. Η σκέψη της σκουλικότρυπας μου δημιουργήθηκε την ώρα που κατεβαίναμε μες στο σκοτάδι κι ενώ η Άννα-Μαρία διασκέδαζε! Η φωτογραφία που υπάρχει σε αυτό το διήγημα την δείχνει να κατεβαίνει μία άλλη εξίσου ψηλή τσουλήθρα. Η μαύρη τρύπα είναι η κίτρινη τσουλήθρα που φαίνεται στα δεξιά. 

Σταύρος

Τι είναι το New Spot;

Το New Spot είναι μία από τις διάσημες εφημερίδες της χώρας. Έγκριτη, ανεξάρτητη και σοβαρή εφημερίδα που εκδίδεται εδώ και χρόνια. Κάθε δημοσιογράφος που τελειώνει τις σπουδές του ονειρεύεται μια θέση εκεί. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια αμφιλεγόμενη στήλη στο περιοδικό. Η Σοφία Λαέρτη, δημοσιογράφος, γράφει για παράξενες ιστορίες. Ιστορίες χωρίς καμία λογική. Ο τίτλος της στήλης; Ιστορίες από έναν κόσμο κοντινό. Η ιστορία που έγινε αφορμή για αυτή τη στήλη, βρίσκεται γραμμένη σε ένα ολόκληρο βιβλίο (που δεν έχει εκδοθεί ακόμα...).

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Κάστρο (Διήγημα)

Κόμπαζε συνεχώς σε όλους πως είχε τον πιο όμορφο κήπο. Δεν μπορούσες να τον αδικήσεις. Κάθε μέρα τον σκάλιζε, τον έσκαβε, άλλαζε θέση στα φυτά για να βρει που ευδοκιμούν καλύτερα και πότιζε σχεδόν με ευλάβεια και πάντα με τη σωστή ποσότητα κάθε φυτό ξεχωριστά. Ήταν ένας ευτυχισμένος συνταξιούχος και χαιρόμουν να τον βλέπω από το παράθυρο του σπιτιού μου κάθε μέρα να περνάει ατελείωτες ώρες στον κήπο του. Ζήλευα την γαλήνη στο πρόσωπό του και το χαμόγελο που χάριζε σε όποιον περνούσε. Φυσικά εγώ είχα χρόνια μπροστά μου για να φτάσω στη σύνταξη, μα η αλήθεια είναι πως κάπως έτσι φανταζόμουν κι εγώ τη συνταξιοδότηση μου. Δε ζήλευα τη μοναξιά του. Θα ήθελα να έχω τον κήπο, να μπορώ να διαβάζω βιβλία σε αυτόν και να ακούω τις φωνές των μελλοντικών μου εγγονιών. Ο γείτονας μου είχε μόνο τα λουλούδια. Χήρος εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου και χωρίς παιδιά. Πριν τη σύνταξη δούλευε σε μια εταιρία μεταφορών ως οδηγός. Από κάθε ταξίδι έφερνε πάντα και ένα νέο λουλούδι να δοκιμάσει στον κήπο του. Πολλές φορές τον άκουγες ακόμα και τη νύχτα να δουλεύει εκεί στον κήπο και αναρωτιόμουν γιατί δεν κοιμάται. Μετά βέβαια αναρωτιόμουν αν στη θέση του θα με έπιανε κι εμένα ύπνος.

Ο μόνος που είχε διαφορετική γνώμη για τον γείτονά μου, ήταν ο Κάστρο, ο γερμανικός ποιμενικός που είχε ο ξάδερφός μου κι έμενε στο ισόγειο της οικογενειακής μας πολυκατοικίας. Ο Κάστρο κάθε φορά που έβλεπε τον γείτονά μας κυριολεκτικά έκανε σαν λυσσασμένος. Ο ξάδερφός μου ζητούσε συγνώμη από τον συνταξιούχο κι εκείνος με το ίδιο χαμόγελο έλεγε πως δεν πειράζει. «Όσο μας χωρίζει ο φράχτης, δεν έχω πρόβλημα!». Ο Κάστρο δε συμμεριζόταν τα γέλια τους όσο μιλούσαν. Χοροπηδούσε και γρύλιζε σαν τρελός.

Μια μέρα όμως ο φράχτης σταμάτησε να τους χωρίζει. Και ήμουν εκεί στο παράθυρο του δωματίου μου για να δω όλη τη σκηνή. Ο Κάστρο έφυγε γαυγίζοντας από την πόρτα μας. Πρέπει να την είχε αφήσει νωρίτερα ανοιχτή ο ταχυδρόμος που έφερε κάποιους λογαριασμούς. Έτρεξε στο σπίτι του γείτονα, την ώρα που εκείνος ήταν – πού αλλού; - στον κήπο. Πήδηξε τον δικό του φράχτη που ήταν ούτε ένα μέτρο ψηλός και μπήκε μέσα. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί, άρχισα να τρέχω και να φωνάζω τον Κάστρο. Τις φωνές μου τις άκουσε και ο ξάδερφός μου και βγήκε να δε τι συμβαίνει. «Θα τον φάει ζωντανό!» ούρλιαξα και σαν να τον χτύπησε ρεύμα άρχισε να τρέχει πίσω μου.

Τώρα φωνάζαμε και οι δύο τον Κάστρο. Μπήκαμε στον κήπο και πήγαμε στο πίσω μέρος όπου ακούγονταν γρυλίσματα και ο γέρος γείτονάς μας να φωνάζει και να βρίζει. Είχε χαθεί κάθε ίχνος καλής διάθεσης από πάνω του. Το πρόσωπο του είχε αγριέψει. Μέχρι και ο τόνος της φωνής του ήταν διαφορετικός. Τρέξαμε να πιάσουμε τον Κάστρο. Μπαίνοντας στο πίσω μέρος της αυλής, είδαμε τον γείτονά μας να κρατάει μία τσάπα για να προστατεύσει τον εαυτό του. Οι φωνές είχαν βγάλει και τους άλλους γείτονες στο μπαλκόνι. Ο Κάστρο δεν πήγε προς τα πάνω του αλλά σε ένα παρτέρι με καινούρια λουλούδια. Άρχισε να σκάβει με μανία. Ο ξάδερφός μου τράβηξε πίσω τον σκύλο και τον χτύπησε για αυτό που έκανε. Εγώ κοίταξα στο χώμα. Ένα ανθρώπινο χέρι ξεπρόβαλε από το παρτέρι. Κοίταξα τον γείτονα μου τρομαγμένος. Όλοι εκείνη τη στιγμή βλέποντας την αντίδρασή μου κοίταξαν το χώμα και το είδαν.

«Κωλόσκυλο τα χάλασες όλα!»

Έξι πτώματα βγήκαν εκείνη την ημέρα από τον πιο όμορφο κήπο της γειτονιάς μας.

Διαβάστε και το διήγημα ''Για την Άννα μου'', σαν συνέχεια.

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Άυπνος (Διήγημα)

Την πρώτη φορά που μπήκε στο γραφείο δεν μου γέμισε το μάτι. Φορούσε μια φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Δεν μιλούσε καθόλου και είχε συνεχώς το νου του στο κινητό του. Έκατσε δίπλα μας στον καναπέ κάνοντας ένα νεύμα, χωρίς καν να μας κοιτάξει. Συνέχισε να κοιτάζει το κινητό του. Έπαιζε κάποιο παιχνίδι από αυτά που πρέπει να βάλεις τα ίδια χρώματα στη σειρά και να μαζέψεις όσους περισσότερους πόντους μπορούσες. Κοιτάξαμε και πάλι την γιατρό. 

«Είναι λίγο ιδιόρυθμος, αλλά εμπίστευτείτε με, είναι ο καλύτερος»

«Και...θα καταφέρει πράγματι να δει τι πάει λάθος;»

Η φωνή της μητέρας μου ακουγόταν σπασμένη, ενώ ο πατέρας μου δεν μιλούσε καθόλου. Μπορούσε ήδη να καταλάβω τι σκεφτόταν. Εδώ που τα λέμε το ίδιο σκεφτόμουν και εγώ. Πώς ένας τέτοιος τύπος θα κατάφερνε να θεραπεύσει τις αυπνίες μου;

«Κοιτάξτε, πριν δέκα χρόνια θα σας έλεγα πως αυτή η μέθοδος είναι πειραματική. Άνθρωποι σαν τον Άρη, φαίνεται πως κατέχουν τη δυνατότητα αυτή, όμως πρέπει πρώτα να εκπαιδευτούν. Ο Άρης ήταν ο πρώτος που εκπαιδεύτηκε όταν ήταν ακόμα και ο ίδιος παιδί. Είμαι σίγουρη πως μέσα σε λίγότερο από μία ώρα θα έχουμε τελειώσει». 

Μας οδήγησαν σε έναν θάλαμο με δύο κρεβάτια. Πίστευα πως θα είναι ένας άδειος χώρος με έντονο λευκό φως, μα στην πραγματικότητα ήταν ένα απλό υπνοδωμάτιο. 

«Εδώ θα κοιμηθείτε, ο καθένας στο κρεβάτι του. Το μόνο που θα σας συνδέει είναι αυτό το καλώδιο που θα στερεώσουμε εξωτερικά στο κεφάλι σας. Θα πάρεις ένα φάρμακο και θα κοιμηθείς μια ώρα. Όταν ξυπνήσεις όλα θα είναι εντάξει»

Οι γονείς μου με φίλησαν και βγήκαν έξω. Θα έμεναν σε ένα διπλανό δωμάτιο και θα μπορούσαν να βλέπουν τη διαδικασία από μία κάμερα. Έτσι θα ήταν σίγουροι πως υπήρχε απόλυτη διαφάνεια στη διαδικασία. 

***

Δεν ήθελαν από την αρχή να δοκιμάσουμε αυτή τη μέθοδο, μα ήταν η τελευταία τους ελπίδα. Οι αϋπνίες που είχαν από μικρό παιδί είχαν χειροτερεύσει. Ήμουν δεκαπέντε χρονών και ήδη περνούσαν μέχρι και δύο εβδομάδες χωρίς να κοιμηθώ καθόλου. Όλοι πίστευαν στην αρχή πως είναι ψυχολογικό, αργότερα έψαξαν για παθολογικούς παράγοντες, μα τίποτα δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί έμενα άυπνος. Και φυσικά κανένας δεν μπορούσε να μου δίνει δυνατά ψυχοφάρμακα από αυτή την ηλικία σε καθημερινή βάση μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το πιο περίεργο από όλα ήταν πως δεν είχε επηρεάσει καθόλου τη συμπεριφορά μου. Σίγουρα έχετε ακούσει για εκείνο το περίφημο πείραμα στη Ρωσία με τους στρατιώτες που έμειναν άυπνοι και το πως κατέληξαν. Εγώ δεν είχα καμία παρενέργεια. Λες και απλά ο οργανισμός μου είχε επιλέξει να είναι άυπνος. 

Όταν μας πρότειναν αυτή τη μέθοδο, οι γονείς μου αρνήθηκαν. Είχαν ακούσει για τα παιδιά-υπνονόμους (στην αρχή είχα ακούσει υπονόμους και αναρωτιόμουν γιατί τα ονόμασαν έτσι) και η φήμη που τους ήθελε να βασανίζονται για να κάνουν όσα κάνουν, αρκούσε για να μείνουμε μακριά από αυτό. Όμως πριν δύο εβδομάδες έγινε κάτι που μας έπεισε πως έπρεπε πλέον να δοκιμάσουμε και αυτή τη μέθοδο σαν μία απέλπιδα προσπάθεια. 

Ήταν το όγδοο βράδυ χωρίς ύπνο. Διάβαζα ένα βιβλίο. Θεωρητικά θα μπορούσε να με ηρεμήσει. Μου άρεσε το διάβασμα επομένως αυτός ο έξτρα χρόνος της αϋπνίας ήταν ευλογία σε αυτό το κομμάτι. Μόνο που για πρώτη φορά έκανα κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Υπνοβατούσα ενώ ήμουν ξύπνιος. Το σώμα μου σηκώθηκε μόνο του και άρχισε να περπατάει ενώ εγώ ακόμα διάβαζα το βιβλίο που είχα στο χέρι μου. Ήταν σαν βρισκόμουν μέσα σε ένα ρομπότ που πήγαινε μόνο του. Άρχισα να φωνάζω τους γονείς μου. Ξύπνησαν και με πρόλαβαν τη στιγμή που το σώμα μου προσπαθούσε να ανοίξει την μπαλκονόπορτα. Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν  το σώμα μου είχε σκεφτεί να πέσει από το μπαλκόνι! Ο φόβος για το τι θα μπορούσα να κάνω (όχι εγώ αλλά το σώμα μου) μας έφερε σε αυτή την ύστατη λύση. 

Η εξήγηση που μας έδωσαν, στην επιστημονική της βάση, ήταν λογική. Κάποια ανωμαλία σε ένα κομμάτι του εγκεφάλου, έδινε λάθος εντολή και ο οργανισμός μου αρχικά νόμισε πως είχε χορτάσει ύπνο και κατ' επέκταση η τελευταία αυτή εξέλιξη είναι κάποια ακούσια κίνηση, επειδή κάποιος νευρώνας λειτουργεί λάθος. Η θεραπεία που προτείνουν είναι μια μικρή διόρθωση αυτού του νευρώνα. Αυτό που δεν μπορούν να εξηγήσουν είναι πως ένας άνθρωπος σαν τον Άρη μπορεί να εντοπίσει αυτή την αλλαγή και να τη διορθώσει. Είναι σαν να συνδέονται δύο υπολογιστές μεταξύ τους και ο ένας να διαμορφώνει τον άλλον. Το πώς μάλλον δεν το έχει απαντήσει ακόμα η νευροβιολογία. 

Η βελόνα τρύπησε το μπράτσο μου και ένιωσα ένα μικρό μούδιασμα. Σε λίγο έσβησαν και τα φώτα. Ο Άρης δίπλα μου, που ακόμα δεν είχε μιλήσει, έκλεισε το κινητό του και ξάπλωσε κλείνοντας τα μάτια του. Εγώ έμεινα με ανοιχτά τα μάτια μέσα στο σκοτάδι. Περίμενα να έρθει ο ύπνος. Θεωρητικά είχαν χρησιμοποιήσει ένα ισχυρό φάρμακο που θα δρούσε. Μου είχαν πει πως δύο με τρία λεπτά αργότερα θα κοιμόμουν αλλά πρέπει να είχε περάσει πάνω από ένα τέταρτο και ακόμα δεν είχα κλείσει τα μάτια μου. Αυτό μου είχε φέρει νευρικότητα. 

«Κλείσε τα μάτια σου και άνοιξε την πόρτα»

***

Άκουσα μια φωνή μες στο σκοτάδι. Ήταν ο Άρης. Δεν είχα ακούσει τη φωνή του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Ρώτησα ποια πόρτα, αλλά δεν πήρα απάντηση. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Λίγο πιο μετά άκουσα πράγματι ένα χτύπημα. Μετά από λίγο ακόμα ένα. Σε κάθε χτύπο ένα φως άναβε στο μυαλό μου. Φωτιζόταν το σκοτεινό δωμάτιο. Κάποια στιγμή είδα μια πόρτα να σχηματίζεται μπροστά μου. Κατάλαβα τι εννοούσε. Πήγα και του άνοιξα. Τον είδα να μπαίνει μέσα. Κοίταξε τριγύρω. Φαινόταν διαφορετικός. Πολύ πιο ενεργητικός από ότι συνήθως. Προφανώς εκεί μέσα ήταν η δράση. Αυτό που περίμενε. 

«Θα μείνεις δίπλα σε αυτή την πόρτα. Ό,τι και να ακούσεις, ό,τι και να δεις μη φύγεις από εδώ. Θα έρθω κάποια στιγμή και θα φύγω. Μόνο τότε θα κλείσεις την πόρτα και θα ανοίξεις τα μάτια σου. Εντάξει;»

Έκανα ένα νεύμα ότι κατάλαβα. 

«Τι έχω πραγματικά;»

«Υπάρχει ένας Άυπνος στον οργανισμό σου.»

«Ένας τι;»

«Ένας ξενιστής από άλλον κόσμο. Οι Άυπνοι είναι όντα που έχουν καταφέρει και ταξιδεύουν στα όνειρα μας. Από εκεί όταν βρουν χώρο μπαίνουν μέσα μας και σιγά σιγά αποκτούν τον έλεγχο μας, μέχρι που εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Η μόνη λύση είναι να έρθει κάποιος και να τους σκοτώσει. Αυτοί εκεί έξω δεν ξέρουν τίποτα. Και να το πεις δεν σε πιστεύουν. Όλα πρέπει να έχουν επιστημονική εξήγηση...»

«Εσύ πώς ξέρεις να το κάνεις αυτό;»

«Σε κάποιο όνειρο μου όταν ήμουν μικρός είχα περάσει στον κόσμο τους, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Μείνε εδώ και ό,τι και να γίνει, μην αφήσεις να κλείσει η πόρτα.»

Τον είδα να χάνεται στο σκοτάδι. Έμεινα εκεί και προσπαθούσα να αφουγκραστώ το οτιδήποτε. Είχαν έναν ξενιστή μες στο μυαλό μου. Αναρωτιόμουν πόσοι άνθρωποι είχαν κάτι παρόμοιο και πόσοι ήταν εκείνη που ο ξενιστής τους είχε κατακτήσει ολοκληρωτικά. Η σκέψη πως μυθικά όντα όπως οι βρικόλακες μπορεί να μην ήταν και τόσο μυθικά άρχισε να τριβελίζει τη σκέψη μου. Όλα διακόπηκαν από έναν ήχο.

Ένα μικρό γουργουρητό ακούστηκε. Μπορούσα να ακούσω κάτι εκεί κοντά μου. Έμοιαζε με ήχο από κάτι που γρύλιζε. Ένιωθα να απειλούμαι από το σκοτάδι. Έπρεπε όμως να μείνω εκεί όπως μου είχε πει. Άλλωστε ήταν μόνο η φαντασία μου και τίποτε άλλο. Είδα κίτρινα μάτια μες στο σκοτάδι να με κοιτάζουν. Τρία κίτρινα μάτια εμφανίστηκαν και πλησίαζαν.

«Άρη, πού είσαι;»

Καμία απάντηση. 

Το πλάσμα ακουγόταν να πλησιάζει συνεχώς. Προσπαθούσα να φωτίσω πάλι το δωμάτιο, όπως όταν ακούγονταν τα χτυπήματα αλλά δεν τα κατάφερα. Ήθελα να περάσω την πόρτα και να κλειδωθώ από την άλλη μεριά, αλλά προφανώς κάτι θα πήγαινε στραβά αν το έκανα αυτό. Έπρεπε να υπερασπιστώ την πόρτα. 

Φτερούγισμα ακούστηκε από την άλλη μεριά του σκοτεινού δωματίου. Έπεσα και καλύφθηκα. Σκέφτηκα πως ήταν νυχτερίδες, μα ο ήχος ήταν πιο δυνατός. Σαν τον ήχο που κάνουν τα περιστέρια όταν σηκώνονται όλα μαζί (και κοράκια;). Φαινόταν πως η φαντασία μου ήταν έτοιμη να μου επιτεθεί. Τα φώτα αναβόσβησαν και αυτό που είδα στιγμιαία δεν ήταν ούτε πουλιά ούτε κάποιο πλάσμα. Ήταν ένας άνθρωπος. Ή τουλάχιστον η σιλουέτα ενός ανθρώπου. Ήταν ο Άυπνος. Το φως συνέχισε να αναβοσβήνει.

Άκουσα τον Άρη να τρέχει. 

«Μην ανοίγεις τα μάτια θα με κλειδώσεις εδώ μέσα!»

«Δεν το κάνω εγώ! Συμβαίνει πάλι!»

Το σώμα μου άρχισε να τρέμει ολόκληρο. Μπορούσα να ακούσω το τρέμουλο μέσα στο μυαλό μου. Ο Άρης έφτασε δίπλα στην πόρτα. 

«Είναι ένας άνθρωπος εδώ μαζί μου.»

Του έδειξα το κενό. Πήγε προς τα εκείνο το σημείο. 

«Πρέπει να τον βρω αμέσως!»

Τα φώτα άναψαν και ένα ουρλιαχτό ακούστηκε. Άνοιξα τα μάτια μου. Το σώμα μου είχε ξυπνήσει, είχε σηκωθεί και περπατούσε χωρίς να το ελέγχω. Πήγε προς το σώμα του Άρη. Όχι!

Οι άνθρωποι της κλινικής έτρεξαν να μπουν μέσα. Δεν πρόλαβαν όμως. Είχα κόψει το καλώδιο. Έκλαιγα και φώναζα να με σταματήσουν. Το σώμα του Άρη φαινόταν νεκρό εκεί απέναντι. Προσπάθησα να επανακτήσω τον έλεγχο του εαυτού μου. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να βρεθώ πάλι σε εκείνο το δωμάτιο. Ουρλιαχτά ακούγονταν μες στο κεφάλι μου και λιποθύμησα. 

***

Ήμουν σε κώμα έξι μήνες. Ή τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Μόλις ξύπνησα, όλοι είπαν πως είχε γίνει ένα μικρό θαύμα. Και λίγα έλεγαν. 

Έμεινα λίγο καιρό ακόμα στο νοσοκομείο. Φαινόταν πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε συμβεί με είχε κάνει καλά. Κοιμόμουν κανονικά στην ώρα μου και δεν είχα καμία κρίση. Αστειευόμουν πως δεν ήμουν σε κόμμα, απλά προσπαθούσα να αναπληρώσω τις ώρες ύπνου που είχα χάσει. 

Είχα χάσει ολόκληρη τη χρονιά στο σχολείο αλλά προφανώς αυτό δεν ήταν κάτι που με απασχολούσε. Το επόμενο διάστημα ήρθαν διάφοροι φίλοι και γνωστοί να με δουν. Μέχρι και κάποιοι καθηγητές. Είχε έρθει πια το καλοκαίρι, όταν πήρα εξιτήριο. Όλοι θεώρησαν πως είχε τελειώσει το θέμα. 

Όλο αυτό το διάστημα, κανείς δεν μου είχε πει τι είχε συμβεί στον Άρη. Μετά από επίμονες προσπάθειες, μια μέρα ήρθε ο πατέρας μου και μου είπε όσο πιο ψυχρά γινόταν πως εκείνη την ημέρα ο Άρης κόντεψε να πεθάνει εκείνη την ημέρα και το πρόγραμμα σταμάτησε. Έμεινε παράλυτος στο νοσοκομείο και οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες να επανέλθει. Η μητέρα μου λίγο αργότερα ήρθε να δικαιολογηθεί. Φοβόταν πως θα νιώσω υπεύθυνος για αυτό που του είχε συμβεί και για αυτό όλοι μου το έκρυβαν. 

Αργότερα με έβαλαν να δω το βίντεο από όλα όσα είχαν συμβεί. Φαινόταν ξεκάθαρα πως αφού έκοψα το καλώδιο ο Άρης έμεινε νεκρός εκεί, ενώ εγώ ούρλιαζα και προσπαθούσα να γδάρω τον εαυτό μου. Οι άντρες που μπήκαν στο δωμάτιο έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες να με κρατήσουν μέχρι που έπεσα κάτω. Μετά έπεσαν πάνω από τον Άρη για να προσπαθήσουν να τον σώσουν. Έτρεξαν έξω και έφεραν ένα άλλο καλώδιο. Είχε μπει και η γιατρός μέσα και προσπαθούσε να ενώσει το καινούριο καλώδιο στα δύο σώματά μας. Μετά από λίγο το έκανε. Είδα τον Άρη να σηκώνεται και λίγο αργότερα να πέφτει πάλι κάτω.

Ο καιρός περνούσε και όλα κυλούσαν φυσιολογικά. Είχα ζητήσει να πάω να δω τον Άρη αρκετές φορές, όμως δεν μου το είχαν επιτρέψει. Έφερνα ξανά και ξανά τις τελευταίες στιγμές μέσα στο μυαλό μου πριν σβήσουν όλα και προσπαθούσα να αποφασίσω αν η σειρά με την οποία θυμόμουν τα γεγονότα ήταν η σωστή.

Θυμόμουν σε όλο αυτό το παιχνίδι με το φως και το σκοτάδι τον Άυπνο να μας επιτίθεται. Όταν έφτασε μπροστά μου είδα πως δεν είχε πρόσωπο. Ούτε μάτια, ούτε στόμα, ούτε μύτη, ούτε τίποτα. Ένα κενό πρόσωπο που περίμενε να γίνει ίδιο με το δικό μου. Ο Άρης πάλεψε μαζί του. Η πόρτα είχε κλείσει τη στιγμή που ο ξενιστής πήρε τον έλεγχο του σώματός μου και έκοψε το καλώδιο. Τώρα όχι μόνο δεν μπορούσε να φύγει από εκεί, αλλά είχε κρατήσει και τον 'Αρη μαζί μας. Την ώρα που πάλευαν η πόρτα άνοιξε και πάλι στιγμιαία. Είδα τον Άυπνο να γρυλίζει και τον Άρη να τον αγκαλιάζει και να τον τραβάει προς την πόρτα. Τον άκουσα να φωνάζει ότι ήταν η τελευταία τους ευκαιρία. Και μετά σκοτάδι. 

Αυτό σήμαινε πως ο Άρης είχε καταφέρει να πάρει μαζί του τον Άυπνο, όμως γιατί δεν επανήλθε; Ίσως τα δευτερόλεπτα ή λεπτά που είχε μείνει μακριά από το σώμα του αρκούσαν για να πάθει βλάβη το σώμα του. Ήταν άλλωστε από την αρχή ξεκάθαρος. Η πόρτα δεν έπρεπε να κλείσει. 

Είχα αποφασίσει να πάω να δω τον Άρη και έτσι με κάποια ψέματα και υπεκφυγές κατάφερα να φτάσω στο νοσοκομείο και στον θάλαμό του. Ήταν τόσο καιρό εκεί, που κανένας δεν με σταμάτησε όταν  μπήκα στο δωμάτιο. Τα μάτια του κοιτούσαν το κενό. Έμεινα αμίλητος αρκετή ώρα προσπαθώντας να βρω τρόπο να του πω ότι τον ευχαριστώ. Λίγο πριν φύγω πήγα κοντά του και άγγιξα το χέρι του. Μου το έσφιξε με δύναμη και τα μάτια γύρισαν και με κοίταξαν. σαν ηλεκτρικό ρεύμα μια φωνή με διαπέρασε. 

«Έρχονται πάλι και είναι πολλοί. Μην τους ανοίξεις.»

Τα μάτια του γύρισαν πάλι στο κενό και το χέρι του χαλάρωσε. Είχα τρομοκρατηθεί. Αν ένας Άυπνος μπορούσε να κάνει αυτό που μου έκανε, τι θα γινόταν αν έρχονταν παραπάνω;

Ένα βράδυ που κοιμόμουν άκουσα και πάλι έναν ήχο από πόρτα να χτυπάει. Το σώμα μου τινάχτηκε βίαια. Προφανώς δεν είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί την τελευταία φορά που είχε συμβεί αυτό. Η πόρτα σχηματίστηκε ξεκάθαρα μέσα στο κεφάλι μου. Αρνήθηκα να την ανοίξω.

Αυτό συνέχισε να συμβαίνει όλο και πιο συχνά. Κάποιες φορές μπορούσα να ακούσω τον ήχο και την ώρα που ήμουν ξύπνιος. Άλλες φορές την ώρα του μαθήματος, άλλες όταν ήμουν με την παρέα μου ή ακόμα και όταν έβλεπα τηλεόραση. Ήταν ο Άυπνος και προσπαθούσε να μπει και εγώ φυσικά δεν θα του έκανα το χατήρι. Αναρωτιόμουν τι άλλο υπήρχε εκεί πίσω μαζί του. Ο Άρης είχε πει ότι έρχονται και είναι πολλοί. 

Το χτύπημα είχε αρχίσει να μοιάζει με εφιάλτη. Πλέον μπορούσες να διακρίνεις ρωγμές γύρω από την πόρτα. Ήταν προφανές πως αργά ή γρήγορα αυτή η πόρτα θα άνοιγε και πάλι. Μέσα μου ευχόμουν να μπορούσα να μάθω από τον Άρη τι μπορούσα να κάνω.

Μέσα σε λίγους μήνες η ζωή μου είχε γίνει πάλι εφιάλτης. Ήμουν συνεχώς θυμωμένος και κουρασμένος. Ένα ανελέητο σφυροκόπημα έκανε το κεφάλι μου να θέλει να σπάσει. Ήμουν απελπισμένος. Έφτιαξα ένα γράμμα στο οποίο εξηγούσα τι μου συνέβαινε και το είχα πάντα μαζί μου. Σκεφτόμουν πως πολύ εύκολα σε μια στιγμή τρέλας μπορεί να έψαχνα την λύτρωση στον θάνατο. 

Πήγα άλλη μια φορά στο νοσοκομείο. Ήθελα να αποχαιρετίσω τον Άρη. Μπήκα στο δωμάτιο, αλλά απέφυγα να τον ακουμπήσω. Το βλέμμα του κενό. Έκατσα σε μια καρέκλα δίπλα του. 

«Δεν αντέχω άλλο. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Όπου να 'ναι η πόρτα θα σπάσει και τότε δεν θα είμαι εγώ. Ξέρω πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μα μόνο μια λύση βλέπω. Θα πεθάνω Άρη. Για αυτό ήρθα εδώ. Ήθελα να σου πω αντίο»

Τη στιγμή εκείνη ένιωσα το κεφάλι μου να κόβεται στα δύο. Έπεσα στο πάτωμα. Ο ήχος ερχόταν από παντού. Πλέον δεν υπήρχε πόρτα. Οι τοίχοι διαλύθηκαν και ένα σωρό αλλόκοτα πλάσμα περνούσαν στο μυαλό μου. Δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχήμα, έμοιαζαν ρευστά, έτοιμα να πάρουν το σχήμα του ξενιστή τους. Μπορούσαν να ακούσω εκείνο το γρύλισμα και πάλι. Θα χανόμουν. Κάποιος από αυτούς θα αναλάμβανε την ύπαρξη μου. Στην απελπισία μου πιάστηκα από το κρεβάτι να σηκωθώ και ακούμπησα το χέρι του Άρη.

Λευκό χρώμα ξεχύθηκε στο μυαλό μου. Λες και κάποιος είχε ανοίξει το παράθυρο σε κάποιο σκοτεινό μέρος. Είδα τον Άρη να έρχεται και να πηγαίνει προς τα πλάσματα.

«Δεν ήρθα ακόμα η ώρα να περάσουν στον κόσμο μας.»

Όλα τα πλάσματα όρμησαν πάνω του. Εκείνος συνέχισε να περπατάει προς την πύλη.

«Ώρα να πάμε πίσω στον κόσμο σας»

Μπήκε στην πύλη μαζί τους. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος τράνταξε τα πάντα. Θα ήμουν σίγουρος πως ολα έγιναν μες στο μυαλό μου, αν δεν έβλεπα ανοίγοντας τα μάτια μου ότι το δωμάτιο ήταν άνω κάτω. Τα πάντα ήταν σπασμένα. Φαινόταν σαν να έχει περάσει ανεμοστρόβιλος. Οι νοσηλευτές έτρεξαν και μπήκαν στο δωμάτιο. Ήρθαν από πάνω μου, ενώ όλοι ρωτούσαν που ήταν ο ασθενής. Κοίταξα στο κρεβάτι και ο Άρης είχε εξαφανιστεί. 

Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει τι είχε συμβεί σε εκείνο το δωμάτιο. Κανείς δεν ήξερε πώς σώθηκε ο κόσμος μας για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου. Και κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε ο Άρης.

Δεν ξαναμίλησα ποτέ. Δεν έχω ξεκαθαρίσει κι εγώ ο ίδιος αν η φωνή μου έφυγε μαζί τους, ή απλά αρνούμαι να ανοίξω το στόμα μου για να μην χρειαστεί να μιλήσω ποτέ για όλα όσα έζησα. Μου ζήτησαν να γράψω τι είχε συμβεί. Μα πώς να γράψεις κάτι τέτοιο; Αρνήθηκα σε εκείνους, όμως εγώ ο ίδιος έπρεπε να τα γράψω.

Το μόνο που ξέρω γράφοντας αυτές τις γραμμές είναι πως ένας άλλος κόσμος μας χτυπάει την πόρτα. Ίσως ακόμα δεν ήρθε η ώρα να ακούσουμε το κάλεσμα, πόσο μάλλον να ανταποκριθούμε σε αυτό. Αν ποτέ αυτό το γραπτό φτάσει στα χέρια σας, σας εκλιπαρώ. 

ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΕΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ 





Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

h_4_horror

 Το h_4_horror είναι μια έμπνευση της στιγμής. Σκεπτόμενος τη δυναμική του Instagram, καθώς οι εικόνες έχουν κατακλείσει την καθημερινότητά μας και φαίνεται να κερδίζουν έδαφος σε σχέση με τις λέξεις, σκέφτηκα πώς θα μπορούσα να δώσω λίγη από τη φαντασία και τον τρόμο που τόσο αγαπώ σε αυτό το μέσο. Πάντα μου άρεσαν οι μικροϊστορίες κι εδώ έχω την ευκαρία να δω πως λίγες λέξεις μπορούν να έχουν τη δύναμη μιας ολόκληρης ιστορίας. Έτσι δημιουργήθηκε η σελίδα αυτή.

 Η σκέψη απλή. Μια εικόνα με δωρεάν δικαιώματα διάθεσης και λίγες λέξεις όπως τις έχω εμπνευστεί εκείνη τη στιγμή. Έτσι μέσα σε μια στιγμή ο αναγνώστης θα μπει σε μια ιστορία. Μπορεί να φανταστεί μόνος του το πριν και το μετά αυτής της ιστορίας. Είναι μια στιγμή από χιλιάδες στιγμές ενός κειμένου που δεν γράφτηκε. Είναι όμως μια ματιά σε έναν άλλον κόσμο, κάτι που όλοι χρειαζόμαστε. Μια διέξοδος. 

 Βασική επιδίωξη αυτό το στιγμιαίο ταξίδι και ποιος ξέρει; Ίσως κάποια στιγμή επιστρέψω σε ένα από αυτά τα καρέ και αποφασίσω να διηγηθώ ολόκληρη την ιστορία! Παρακάτω λίγα δείγματα από τη συλλογή!








Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

3η Θέση στα βραβεία του Φανταστικού Larry Niven για το διήγημα ''Κουνουπέλι''!

 Στις 6 Ιανουαρίου ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα ενός από τους μεγαλύτερους θεσμούς βραβείων για τη λογοτεχνία του φανταστικού στην Ελλάδα. Τα βραβεία Larry Niven από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Το διήγημα του Σταύρου Θάνου ''Κουνουπέλι'' πήρε την τρίτη θέση στην κατηγορία ''Τρόμος'' στη κατηγορία του διηγήματος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως σύμφωνα με τις εκδόσεις, φέτος οι συμμετοχές ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, κάτι που δίνει ακόμα μεγαλύτερη σημασία σε αυτή τη βράβευση! Ακολουθεί η ανάρτηση από τη σελίδα του διαγωνισμού στο Facebook.


Οι νικητές των Βραβείων λογοτεχνίας του φανταστικού LARRY NIVEN 2020 Αγαπητοί φίλοι με μεγάλη μας χαρά σας...

Δημοσιεύτηκε από Βραβεία λογοτεχνίας του φανταστικού Larry Niven στις Τετάρτη, 6 Ιανουαρίου 2021

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

΄Ύψωμα 816

 27η Οκτωβρίου 2001

Λίγες κάμερες και δημοσιογράφοι βρέθηκαν εκείνο το απόγευμα στην αίθουσα εκδηλώσεων Μελίνα Μερκούρη στο Ίλιον, κυρίως από τοπικά μέσα και τη δημόσια τηλεόραση. Δε θα πω ψέματα. Άρχισε να βρέχει, περνούσα από έξω και μπήκα. Είπα να κάτσω λίγο μέχρι να τελειώσει η βροχή και μετά θα έφευγα. Ο Δήμαρχος καθώς και κάποια μέλη του δημοτικού συμβουλίου ήταν εκεί για να τιμήσουν τον Μανώλη Δημητράκη, ένα παλαίμαχο του Β Παγκοσμίου Πολέμου και του Έπους του '40. Όταν τον κοιτούσες εκεί πάνω στη σκηνή, έναν παππού γύρω στα ογδόντα δεν μπορούσες να πιστέψεις αυτό που έλεγαν όλοι ότι είχε κάνει. Ήταν ο τελευταίος από την ομάδα του στο ύψωμα 816 λίγο πριν την Κορυτσά. Και κατάφερε και υπερασπίστηκε μόνος του για δύο ολόκληρες μέρες το ύψωμα, μέχρι που τελικά οι Ιταλοί υποχώρησαν. Λένε πως η μάχη ήταν τόσο σκληρή που τα πτώματα των στρατιωτών δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν. Έλληνες και Ιταλοί στρατιώτες που πέθαναν θάφτηκαν εκεί και δεν επέστρεψαν ποτέ στις οικογένειες τους.

Ήταν από αυτές τις περιπτώσεις που ο μύθος έχει εισχωρήσει σε ένα κομμάτι της ιστορίας. Την αφήγηση εκείνων των ημερών είχε αναλάβει ένας διευθυντής γυμνασίου - φιλόλογος - και με γλαφυρό τρόπο και προσπαθώντας να δημιουργήσει την κατάλληλη συγκίνηση αφηγούταν την ιστορία κομμάτι κομμάτι. Όλη εκείνη την ωρά κοιτούσα τον ήρωα. Ήταν εκεί απέναντι με το κεφάλι σκυφτό και την περισσότερη ώρα κλειστά τα μάτια. Σε έκανε να αναρωτιέσαι αν είχε αποκοιμηθεί λόγω ηλικίας, ή αν προσπαθούσε να φέρει τις εικόνες στο μυαλό του. Κάποιες στιγμές έσφιγγε τα κλειστά μάτια και μπορούσες να καταλάβεις πως κάτι θυμόταν. 

Ο δήμαρχος μίλησε λιγότερο ευχαριστώντας τον διευθυντή και έπειτα εκ μέρους της πολιτείας τον ίδιο τον Δημητράκη. Εκείνος έγνευσε. Σηκώθηκε όρθιος και ο δήμαρχος του έδωσε την τιμητική πλακέτα. Χειροκροτήματα στην αίθουσα και ο αμίλητος μέχρι εκείνη την ώρα ήρωας είπε ένα ξερό ευχαριστώ. Τα μέσα θα το περιέγραφαν ως συγκίνηση, μα μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι ήταν αδιαφορία. Ήταν εκεί γιατί τον ανάγκασαν να πάει. Ήταν κάτι που δεν ήθελε να κάνει. Ένας δημοσιογράφος του ζήτησε να πει δυο λόγια. Ο δήμαρχος τον συνόδευσε μέχρι το μικρόφωνο. Η αμηχανία του ήταν έκδηλη. 

«Το μόνο που θέλω να πω είναι πως νιώθω λύπη για όλους όσους έμειναν σε εκείνο το ύψωμα. Λέμε συνήθως πως έτσι έγιναν αθάνατοι, όμως εγώ έπρεπε να ζήσω με το βάρος αυτό όλη μου τη ζωή. Να ζω, να γνωρίσω τη γυναίκα μου, να κάνω παιδιά και εγγόνια και εκείνοι να είναι εκεί. Όλοι τους κοντά στα είκοσι. Αθάνατοι....»

Η σιωπή και το βλέμα στο κενό επέστρεψαν. Χλιαρά χειροκροτήματα που δυνάμωσαν για να κρύψουν αυτή την αμηχανία. Η γιορτή θα συνεχιζόταν στο φουαγιέ του χώρου. Γλυκά και αναψυκτικά έκαναν την εμφάνισή τους όσο ήμασταν μέσα. Οι υπάλληλοι έτρεχαν να είναι όλα έτοιμα καθώς η πόρτα άνοιγε και ο κόσμος έβγαινε προς τα έξω. Σε δευτερόλεπτα ο κόσμος είχε γεμίσει φασαρία και καπνό τσιγάρου. Έμεινα σε μια γωνία και περίμενα να βγει ο Δημητράκης. Άφησα πρώτα να τον πλησιάσει ο κόσμος να του μιλήσει, να του πει πόσο ευγνώμονες είναι όλοι και αφού τελείωσαν με όλες τις αβρότητες (ή βαρετές φανφάρες, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς) τον άφησα να βγει έξω. Έβγαλε από το σακάκι του μια κασετίνα με τσιγάρα. Άναψε ένα και έμεινε πάλι αμίλητος. Πλησίασα. 

«Κύριε Δημητράκη ήθελα να σας ρωτήσω κάτι»

Τράβηξε άλλη μια τζούρα και έγνευσε να ρωτήσω.

«Όταν εκείνος ο άνθρωπος διάβαζε τα πράγματα που εσείς είχατε διηγηθεί, εσείς κλείσατε τα μάτια. Τι ήταν αυτό που εκείνος ο άνθρωπος δεν είπε;»

Με κοίταξε έκπληκτος. 

«Τι έννοεις;»

«Το πρόσωπο σας σκλήρυνε. Όχι γιατί ήταν σκληρό αυτό που ακούγατε. Εκείνη την ώρα κάτι άλλο βλέπατε μπροστά σας. Θα ήθελα να μάθω τι ήταν αυτό που κρύψατε.»

«Δεν έχω κρύψει τίποτα»

Γύρισε να φύγει ενοχλημένος.

«Κύριε Μανώλη, θα πάω στο ύψωμα 816 και θέλω να ξέρω».

Έλεγα ψέματα. Δεν είχα ιδέα για όλα αυτά, είχα μπει να γλιτώσω από τη βροχή, η βροχή είχε σταματήσει κι εγώ θα έπρεπε να έχω φύγει. Όμως έπρεπε να ξέρω. 

«Τι... τι θα πας να κάνεις; Όχι δε θα το κάνεις αυτό!»

«Για αυτό ρωτάω και πάλι. Γιατί δεν πρέπει να το κάνω αυτό»

Με κοίταξε ταραγμένος. «Έλα μαζί μου. Δε νομίζω πως θα με ψάξει κανείς»

Πήγαμε δίπλα στην πλατεία. Κάτσαμε σε ένα παγκάκι έξω από την εκκλησία του Αγίου Φανουρίου. Μου έτεινε με το χέρι ένα τσιγάρο. 

«Το έχω κόψει»

«Καλά κάνεις. Εμένα δεν με σκότωσε ούτε αυτό»

Άλλη μια στιγμή σιωπής. Φαινόταν να μαζεύει κουράγιο. 

«Ό,τι έγινε στο ύψωμα 816 έμεινε κρυφό και από τους δικούς μας και από τους Ιταλούς. Ήταν η μόνη πραγματική ανακωχή του ελληνοιταλικού πολέμου και ήμουν μέρος της συμφωνίας επειδή πράγματι ήμουν ο μόνος επιζών. Μόνο δεν πολεμούσα τους Ιταλούς. Νομίζω ότι αρκετά το κράτησα μέσα μου. Θα στο πω μόνο και μόνο για έναν λόγο. Μην πατήσεις ποτέ το πόδι σου σε εκείνον τον καταραμένο τόπο. Ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος. Το ξέρουν και οι Αλβανοί. Ο τόπος δεν είναι προσβάσιμος, ή τουλάχιστον δεν ήταν όσο είχαν κουμουνισμό. Δεν ξέρω τι έγινε αργότερα με όλα αυτά που πέρασαν και αυτοί»

Είχα ήδη μετανιώσει που δεν πήρα νωρίτερα εκείνο το τσιγάρο.

«Εκείνες τις ημέρες προχωρούσαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε. Τα υψώματα είχαν τεράστια σημασία για από εκεί μπορούσες να έχεις εποπτεία σε όλη την περιοχή. Το να έχεις στην κατοχή σου ένα ύψωμα σήμαινε αυτομάτως πως μπορούσες να ορίσεις την περιοχή. Τα πράγματα σε εκείνο το σημείο ήταν ζόρικα για εμάς γιατί είχαμε και την αεροπορία να μας σφυροκοπάει. Έτσι είχαμε αποφασίσει να κινηθούμε νύχτα ώστε να φτάσουμε πρώτοι στο ύψωμα. 

Όταν φτάσαμε στην κορυφή αρχίσαμε να στήνουμε πρόχειρα οχυρά. Σκάψαμε και με τις πέτρες χτίζαμε γύρω όλα τα απαράιτητα. Όλα αυτά σε απόλυτο σκοτάδι γιατί αν ανάβαμε φωτιά θα μας έβλεπαν και τότε όλα θα τελείωναν. Θα ήμασταν εύκολος στόχος. Φαντάσου την έκπληξη των Ιταλών όταν το ξημέρωμα αντίκρυσαν ένα πρόχειρο οχυρό πάνω στο ύψωμα και εμάς να αναρτούμε την ελληνική σημαία! Το δυστύχημα ήταν πως η ομίχλη των προηγούμενων ημερών είχε διαλυθεί και πλέον ήμασταν έυκολος στόχος για τα αεροπλάνα.

Μετά την έκπληξη ήρθε η οργή. Άρχισαν να μας ρίχνουν από παντού. Η εντολή ήταν ρητή. Έπρεπε να αντέξουμε μέχρι να έρθει το τάγμα μας. Ένα αεροπλάνο πέρασε από πάνω και άρχισε να μας ρίχνει. Μπήκαμε στο ανάχωμα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι γινόταν γύρω μας»

Μέχρι αυτό το σημείο η διήγηση του δεν διέφερε από όσα είχα ακούσει. Ήταν λίγο καλύτερα από όταν τα διάβαζε ο διευθυντής, αλλά μπορούσα να καταλάβω γιατί είχε μείνει αμίλητος. Δεν ήθελε να του ξεφύγει η αλήθεια.

«Είχαμε σταματήσει να πυροβολούμε προς τους Ιταλούς. Πρώτο μας μέλημα ήταν να μη σκοτωθούμε από τις βόμβες που έπεφταν. Έτσι οι Ιταλοί ανέβαιναν σιγά σιγά στο ανάχωμα. Ήταν χαμένη υπόθεση, όσο υπήρχε το αεροπλάνο από πάνω μας. Τα αντιαεροπορικά μας δεν είχαν φτάσει ακόμα. Ήταν αποστολή αυτοκτονίας. 

Μία από τις βόμβες άνοιξε μια μεγάλη τρύπα. Η τρύπα αποκάλυψε μια σπηλιά. Οι υπόλοιποι επέμεναν να μπούμε μέσα να γλιτώσουμε από τις βόμβες. Τους ούρλιαζα πως εκεί θα μέναμε παγιδευμένοι. Οι Ιταλοί κόντευαν να μας φτάσουν. Είχα πάρει το όπλο και πυροβολούσα. Έπρεπε να προβάλουμε οποιαδήποτε αντίσταση μέχρι να έρθει το τάγμα. Οι άλλοι άρχισαν να μπαίνουν στη σπηλιά. Μου φώναζαν να πάω μαζί τους. Όταν ο πρώτος Ιταλός φάνηκε πάνω στο ύψωμα είχαν μπει όλοι μέσα εκτός από εμένα. Έμεινα πίσω από το ανάχωμα. Δεν είχε πια σημασία αν θα πέθαινα πρώτος ή τελευταίος. Το αεροπλάνο έφυγε από πάνω μας και οι Ιταλοί κατέβασαν τη σημαία μας. Θα ήταν ανόητο να πυροβολήσω εκείνη τη στιγμή. Όλοι ήταν από την άλλη μεριά. Είχα κρατήσει κάποιες χειροβομβίδες για να κάνω ηρωική έξοδο. Θα έπαιρνα όσους περισσότερους μπορούσα μαζί μου. 

Ξαφνικά ακούστηκαν ουρλιαχτά μέσα από την τρύπα. Οι Ιταλοί ξαφνιάστηκαν. Οι συμπολεμιστές μου άρχισαν να βγαίνουν από τη σπηλιά ουρλιάζοντας. Στην αρχή τους πυροβολούσαν, όμως άκουσα τους δικούς μου να ζητάνε βοήθεια. Και οι Ιταλοί τα είχαν χαμένα γιατί οι δικοί μας πήγαιναν προς το μέρος τους φωνάζοντας αγιούτο (βοήθεια στα ιταλικά). Ο διοικητής έδωσε εντολή να σταματήσουν τους πυροβολισμούς. Οι Έλληνες έτρεξαν στους Ιταλούς για βοήθεια και τους έδειχναν τη σπηλιά. Ο διοικητής τους πλησίασε μαζί με κάποιους ακόμα. Κοίταξε μέσα και μπόρεσα να δω τρόμο στα μάτια του. Δύο ακόμα στρατιώτες βγήκαν από τη σπηλιά. Όμως δεν ήταν πλέον οι συμπολεμιστές μου. Ήταν κάτι άλλο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα και έβγαζαν έναν περίεργο ήχο. Επιτίθονταν σε όλους. Έπιασαν δύο Ιταλούς. Οι υπόλοιποι πυροβόλησαν. Όμως όσες σφαίρες και να έφαγαν δεν πέθαιναν. μετά από λίγο και οι Ιταλοί στρατιώτες σηκώθηκαν και κυνηγούσαν τους υπόλοιπους. Πλέον το θέμα δεν ήταν Έλληνες ή Ιταλοί. Το θέμα ήταν ζωντανοί ή νεκροί. Κάτι εκεί μέσα είχε μετατρέψει εκείνους τους άντρες σε κάτι τρομαχτικό. Τώρα όλοι μαζί πολεμούσαν ότι έβγαινε μέσα από εκείνη τη σπηλιά. Απέθαντα ζώα, και κάτι πλάσματα που όμοια τους δεν είχα ξαναδεί. Βγήκαν από εκεί μέσα. Οι Ιταλοί φώναζαν Ινφέρνο και έλεγαν πως ανοίξαμε την πύλη της Κόλασης. Και ίσως είχαν δίκιο. Τα πλάσματα αυτά δεν πέθαιναν με τις σφαίρες και όποιον έπιαναν στα χέρια τους τον διέλυαν. Μετά ο νεκρός σηκωνόταν και γινόταν ένα με εκείνους. Μέσα σε λίγη ώρα είχαν μείνει κάποιοι τραυματίες που έρχονταν προς το ανάχωμα και όλοι οι άλλοι είχαν γίνει ένα με αυτά τα τρομερά πλάσματα.

Και τότε έκανα κάτι που μετανιώνω και θα μετανιώνω σε όλη μου τη ζωή. Πήγα κοντά στην είσοδο της σπηλιάς και έπιασα κάποιους τραυματίες. Αυτοί πίστεψαν πως θα τους σώσω και δεν αντιστάθηκαν. Εγώ τους σήκωσα όρθιους και μετά τους πέταξα μέσα. Εκείνοι ούρλιαξαν. Τα πλάσματα επέστρεψαν πίσω. Μπήκαν να σκοτώσουν αυτούς που παραβίασαν το σπίτι τους. Μαζί ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Όταν πλέον μπήκαν όλοι στη σπηλιά απασφάλισα τις χειροβομβίδες και τις έριξα μέσα. Η έκρηξη ήταν αρκετή για να κάνει τη σπηλιά να καταρρεύσει προς τα μέσα. Όλοι χάθηκαν σε μια στιγμή. 

Όταν έφτασε το τάγμα στο σημείο με βρήκαν μόνο μου. Οι ανώτεροι θέλησαν να μάθουν τι έγινε. Όταν τους είπα δε με πίστεψαν φυσικά. Άρχισαν να ξεθάβουν το σημείο και μόνο όταν άκουσαν τα ουρλιαχτα από μέσα σταμάτησαν. Το σημείο θάφτηκε και ασφαλίστηκε. Λίγο μετά το τέλος του πολέμου Έλληνες και Ιταλοί αξιωματούχοι που εργάζονταν για την εύρεση αγνοουμένων έφτασαν και στην αναζήτηση εκείνων των στρατιωτών. Όταν η ιστορία μαθεύτηκε από κοινού αποσιώπησαν την ιστορία. Με έβαλαν να υπογράψω κάποια χαρτιά και έτσι κάπως οδηγηθήκαμε στην ιστορία που άκουσες μέσα. Την έβγαλα όμως από μέσα μου τώρα πια. Δεν μπορούσα να την κρατήσω άλλο. Σε λίγο καιρό θα πεθάνω και κανένας δεν θα γνώριζε την αλήθεια. Τώρα ξέρεις. Δεν είμαι ήρωας. Είμαι ένας δειλός»

«Και όμως δεν είστε. Σώσατε την ανθρωπότητα από κάτι που δεν ήταν να εμφανιστεί σε αυτόν τον κόσμο. Έμεινε θαμένο εκεί που ήταν.»

«Δηλαδή, με πιστεύεις;»

«Ναι. Γιατί να μου τα πείτε όλα αυτά;»

Η κουβέντα μας εκείνο το βράδυ τελείωσε λίγο απότομα. Κάποιος κύριος μας βρήκε και ζήτησε από το τιμώμενο πρόσωπο να επιστρέψει στην εκδήλωση. Εγώ έφυγα και πήγα σπίτι μου. Από τότε ξεκίνησα μία έρευνα σχετικά με όλα όσα μου είχε πει εκείνο το βράδυ. Δύο χρόνια αργότερα ο Μανώλης Δημητράκης πέθανε. Είχα πάει στην κηδεία του. Θυμάμαι να λένε για ακόμα μια φορά για όλα αυτά που έκανε στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Και σκεφτόμουν πόσα περισσότερα ήταν αυτα που δεν είχε ομολογήσει. 

Το ύψωμα το βρήκα μετά από αρκετή μελέτη. Μου έχει γίνει εμμονή. Τον Οκτώβριο του 2012 κατάφερα να φτάσω στο σημείο. Έπρεπε να το δω με τα μάτια μου. Σε εκείνα τα βουνά ορίστηκε η μοίρα του κόσμου. Με παραπάνω από έναν τρόπους. Ένα μεγάλο τσιμεντένιο μνημείο είχε στηθεί στο σημείο. Είχε το άγαλμα ενός στρατιώτη που πολεμάει και μια πινακίδα πίσω του έγραφε στίχους του Καβάφη.

Tιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.

Ήταν πράγματι Θερμοπύλες. Εκεί ένας στρατιώτες κράτησε τις δυνάμεις του κάτω κόσμου μακριά από τον δικό μας. Άφησα μια κασετίνα με τσιγάρα μπροστά στο άγαλμα και έφυγα. 

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Dia de los muertos

Photo by Stephan Müller from Pexels
Η μυρωδιά από το βούτυρο είχε πλημμυρίσει το σπίτι. Η κυρία Πίτερσον έβγαλε από τον φούρνο μία τελευταία παρτίδα κουλουράκια. Όπως ήταν αχνιστά τα άφησε στον πάγκο δίπλα στα υπόλοιπα, που ήδη κρύωναν. Ήταν περασμένες πέντε και σε λίγο που θα νύχτωνε ένα σωρό παιδιά θα χτυπούσαν το κουδούνι για να ζητήσουν κέρασμα ή να κάνουν κάποια φάρσα. Το Χάλογουιν δεν ήταν ποτέ η αγαπημένη της γιορτή, όμως ήταν η αγαπημένη γιορτή του Γκάβιν. 
Ο σύζυγός της πάντα έλεγε πως είναι η πιο ωραία γιορτή. Καθόταν μέρες νωρίτερα και στόλιζε το σπίτι. Προσπαθούσε να το κάνει να φαίνεται τρομακτικό. Η ίδια το μόνο που έβλεπε ήταν ακαταστασία και περισσότερη ακαταστασία. Όμως για τον Γκάβιν και τα δύο τους παιδιά ήταν η καλύτερη μέρα του χρόνου. Συναγωνιζόταν επάξια την ημέρα των Ευχαριστιών. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν και τώρα με τα δικά τους παιδιά στα ανατολικά της πολιτείας ετοίμαζαν τα δικά τους κοστούμια για το Χάλογουιν. Είχαν μιλήσει λίγο νωρίτερα στο τηλέφωνο. Ο συγχωρεμένος ο Γκάβιν θα ήθελε πάρα πολύ να δει τον εγγονό του τον Γκάβιν τζούνιορ να κουβαλάει την ίδια τρέλα με τον παππού του μα δεν πρόλαβαν να γνωριστούν. Ο Γκάβιν έπαθε καρδιακή προσβολή γυρίζοντας από τη δουλειά μέσα στο λεωφορείο. Δεν πρόλαβα να μιλήσει και όλοι νόμιζαν ότι είχε αποκοιμηθεί. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε όταν το λεωφορείο έφτασε στον τερματισμό και ο οδηγός πήγε να τον ξυπνήσει. Ήταν οι πιο δύσκολες μέρες της ζωής της. 
Αυτή την ημέρα ένιωθε ότι τον τιμούσε λίγο παραπάνω με το να ανοίγει σε όλα τα παιδιά και να μοιράζει τα μπισκότα βουτύρου της. Η μυρωδιά έκανε όλα τα παιδιά να τα περιμένουν με αγωνία. Ήδη ήταν η τρίτη χρονιά που τα έφτιαχνε και πολλά παιδιά το έβλεπαν σαν μέρος της γιορτής να πάρουν ένα μπισκότο από την κυρία Πίτερσον. Εκείνη δεν χαλούσε χατίρι σε κανένα.
Διάφορες τρομακτικές φιγούρες και μάσκες άρχισαν να παρελαύνουν στον δρόμο, αλλά και στο σπίτι της. Κάποιες αμφιέσεις ήταν εκπληκτικές και κάποιες άλλες πραγματικά αστείες. Ομολογούσε μέσα της πως κάποιες φορές είχε πραγματικά τρομάξει και ας ήξερε πως όλα ήταν ένα ψέμα. Όσο περνούσαν τα χρόνια εμφανίζονταν καινούριες ιδέες και τεχνικές και πολλές από τις στολές, τις μάσκες και τα βαψίματα προσώπων ήταν αληθοφανή. Εκείνος ο κλόουν που είχε ξεκινήσει από πέρυσι να κάνει την εμφάνισή της την τρόμαζε κάποιες φορές. Έφταιγαν οι φακοί επαφής που φορούσαν όλοι αυτοί οι νεαροί, αλλά και νεαρές για να μοιάζουν όσο περισσότερο μπορούσαν στη φιγούρα αυτή. 
Μα από όλους όσους περνούσαν από την πόρτα της, περίμενε με αγωνία τον Τίμοθυ. Ο μικρός Τιμ, ήταν με το ζόρι ένα παιδάκι πέντε χρονών. Πέρυσι είχε έρθει πρώτη φορά στο σπίτι. Μόνο όταν έφυγε από την πόρτα της, εκείνη συνειδητοποίησε πως το παιδί είχε έρθει μόνο. Παλιότερα αυτό ήταν φυσικό, μα πλέον κανένα παιδί δεν έβγαινε έξω, χωρίς να το παρακολουθεί - έστω διακριτικά - ένας ενήλικος. Τα πράγματα δεν ήταν όπως όταν μεγάλωνε η ίδια τα παιδιά της. Η τεχνολογία μπορεί να επέτρεπε πλέον τη συνεχή επικοινωνία, μα ο κόσμος εκεί έξω δεν αστειευόταν. Κάθε βήμα ήταν επικίνδυνο. Και όμως αυτό το παιδί είχε έρθει μόνο του. Ήλπιζε να έρθει και φέτος. Ήταν ο πιο μικρός της επισκέπτης.
Η ώρα περνούσε και οι παρέες στην γειτονιά είχαν αραιώσει. Όσο νύχτωνε οι δρόμοι άδειαζαν. Το κρύο ήταν αρκετό για Οκτώβρη μήνα και είχαν ήδη ενημερώσει όλα τα δελτία από το πρωί πως ο καιρός θα χαλούσε από το απόγευμα. Ο αέρας δεν επέτρεπε στους ελαφρά ντυμένους φαρσέρ να μείνουν για πολύ ώρα έξω. Έκλεισε την κουρτίνα της, έβγαλε από την πρίζα τα λαμπάκια που φώτιζαν την πόρτα του σπιτιού και κάποιες χαμογελαστές κολοκύθες και κάθισε στην πολυθρόνα της στο σαλόνι. Άναψε την τηλεόραση. Σε λίγο θα ξεκινούσε το αγαπημένο της σόου που τόσα βράδια της πρόσφερε συντροφιά.
Κόντευε να την πάρει ο ύπνος, όταν χτύπησε το κουδούνι. Γλαρωμένη ακόμα κοίταξε το ρολόι της. Κόντευε έντεκα και μισή το βράδυ. Μα ποιος είναι τέτοια ώρα; Πήγε αργά προς την πόρτα. Κοίταξε από το παράθυρο και ο μικρός Τίμοθυ ήταν εκεί έξω. Τέτοια ώρα; Μόνος του; Φορούσε την ίδια στολή όπως και πέρυσι. Ένα σκισμένο τζιν παντελόνι, μια μπλούζα και ένα μπουφάν επίσης σχισμένα και λερωμένα με κάτι που έμοιαζε με χώμα και αίμα. Ήταν ένα μικρό ζόμπι. Άνοιξε την πόρτα της.
«Φάρσα ή κέρασμα;», είπε άτονα ο μικρός.
«Κέρασμα φυσικά. Πέρασε μέσα μικρέ θα παγώσεις.»
Ο μικρός πέρασε το κατώφλι χωρίς να πει τίποτα. Έκατσε όρθιος δίπλα στην πόρτα και περίμενε.
«Δεν είναι λίγο αργά να είσαι έξω τέτοια ώρα;»
«Δεν μπορούσα νωρίτερα, δεν με άφηναν.». Συνέχισε να μιλάει με τον ίδιο τόνο.
Η κυρία Πίτερσον είχε ήδη πάει προς το τραπέζι με τα γλυκά. Θα του έδινε όλη τη σακούλα με ό,τι είχε απομείνει και είχε φροντίσει ήδη να του κρατήσει και από τα μπισκότα της.
«Σε άφησαν ή τους ξέφυγες;»
«Μάλλον.. τους ξέφυγα για λίγο». Ο τόνος στη φωνή του παρέμενε ίδιος.
«Δεν θα σε ψάχνουν;»
«Σίγουρα. Όλοι τους.»
«Τότε καλό θα ήταν να βγούμε μαζί στον δρόμο και να πάμε να τους βρούμε. Περίμενε να βάλω ένα πανωφόρι.»
Ο μικρός έμεινε αμίλητος σα να είχε αποδεχθεί σιωπηλά την ιδέα. Η κυρία Πίτερσον ντύθηκε και πήρε τα κλειδιά της. Πονούσε το γόνατο της από την αλλαγή του καιρού και το κρύο και ήλπιζα να μένει κοντά ο μικρός. Βγήκαν μαζί στον δρόμο.
«Δείξε μου προς τα που θα πάμε» Εκείνος της έδειξε δεξιά και ξεκίνησαν.
Ο μικρός περπατούσε αργά και αυτό τη βόλευε. Είδε πως κι εκείνος κούτσαινε λίγο στο δεξί πόδι.
«Έχεις χτυπήσει μικρέ;»
«Ναι, στο ατύχημα που είχα, έσπασε ο αστράγαλός μου.»
«Λυπάμαι που το ακούω. Μένεις μακριά από εδώ.»
«Όχι πολύ. Αν και θα μας βρουν εκείνοι πρώτα, πριν φτάσουμε.»
Σκέφτηκε πως οι γονείς του θα ήταν έξαλλοι. Ίσως ήταν προτιμότερο να καλέσω την αστυνομία και όχι να βγω μόνη μου στον δρόμο μαζί του. Μπορούν να με κατηγορήσουν πως τον κράτησα εγώ. Η σκέψη την έκανε να ταραχτεί, μα το έκρυψε από το παιδί που συνέχιζε τον δρόμο του ανέκφραστο, όπως ήταν από την πρώτη στιγμή.
«Το ξέρεις πως αυτό που έκανες, δεν έπρεπε να το κάνεις, έτσι;» Το είπε ήρεμα, όπως θα το έλεγε και στα εγγόνια της. Ήξερα πως αν έχανε την εμπιστοσύνη του, μπορεί να έφευγε και να την εγκατέλειπε.
«Βαριέμαι συνέχεια εκεί μέσα και θέλω να βγαίνω όποτε μπορώ.»
Η κυρία Πίτερσον δεν απάντησε. Σκέφτηκε μόνο μελαγχολικά πως όταν ήταν μικρά τα δικά της παιδιά, εκείνη και ο μακαρίτης ο σύζυγός της φρόντιζαν να περνάνε αρκετό χρόνο μαζί τους σε εξωτερικές δραστηριότητες, κάτι που ο μικρός φαινόταν να έχει πραγματικά ανάγκη. Ποιος ξέρει και οι γονείς του τι δουλειά κάνουν και τι χρόνο έχουν...»
Έστριψαν στην οδό Έλμερ και κατέβηκαν προς το μικρό πάρκο. Μετά από εκείνο το σημείο υπήρχαν μόνο ένα δύο σπίτια.
Ήταν απόμερα και τόσο αργά είχε αρχίσει και η ίδια να φοβάται. Σκεφτόταν συνέχεια πως είναι δυνατόν ένα μικρό παιδί να γυρνάει σε τέτοια μέρη μόνο του τέτοια ώρα. Μόνο αν δεν τον έχουν πάρει χαμπάρι δικαιολογείται.
«Γλυκέ μου ποιο από αυτά τα σπίτια είναι το δικό σου;»
«Κανένα, μένω λίγο πιο κάτω».
«Μα... πιο κάτω δεν έχει τίποτα».
«Έχει. Είναι το νεκροταφείο»
Το αίμα της πάγωσε. Δεν μίλησε και φρόντισε να μην το δείξει. Αναρωτιόταν αν το εννοεί, αν το λέει λόγω της ημέρας για να την τρομάξει, ή αν κάποιος είχε βάλει το παιδί...Για να με παρασύρουν εδώ! Αυτό είναι! Είναι παγίδα!
Κράτησε το παιδί από τους ώμους και έσκυψε κοντά του. Για πρώτη φορά το πλησίασε τόσο κοντά. Είδε πως το δέρμα του έμοιαζε άρρωστο. Σα να είχε κομμάτια από την κρούστα που κάνει το ψάρι στον φούρνο. Και τα μάτια του. Νόμιζε μέχρι τώρα πως είναι μεγάλα λόγω της ηλικίας. Μα τώρα κοιτούσε καλύτερα. Ήταν σχεδόν άδεια...
«Ποιος...Ποιος σου είπε να έρθεις σπίτι μου;», κατάφερε να ψελλίσει.
«Ο γερο-Γκάβιν είπε πως θα μου έδινες κέρασμα»
Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να σκεφτεί από που ήξερε ο μικρός το όνομα του άντρα της. Του νεκρού άντρα της.
«Σου είπε κάτι ακόμα;»
«Μου είπε να σου πω, πως καμιά φορά η υγρασία τον χτυπάει στη μέση»
Ήταν σίγουρα ο Γκάβιν! Μα πώς ήταν δυνατόν;
«Έσυ πώς τον γνώρισες;»
«Μένει μαζί μας. Να αν θες θα σου δείξω». Η έκφραση δεν άλλαζε καθόλου στο πρόσωπό του. Άρχισε να βαδίζει αργά όπως σε όλη τη διαδρομή μέχρι εκείνο το σημείο. Η κυρία Πίτερσον τον ακολουθούσε. Ένιωθε πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν σωστά. Προφανώς υπήρχε κάποια παγίδα πίσω από όλα αυτά. Όμως μπορούσε πραγματικά να παρατήσει το παιδί και να γυρίσει πίσω;
Δεν υπάρχει λόγος να μην πάω. Δεν μπορούν να μου κάνουν κάτι, όποιοι και αν είναι.
Έδωσε θάρρος στον εαυτό της και έφτασε μέχρι την πόρτα του νεκροταφείου. Ο Τιμ την έσπρωξε και εκείνη άνοιξε. Ομίχλη από την υγρασία απλωνόταν παντού. Ο Τιμ μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε στα δεξιά. Η κυρία Πίτερσον έμεινε στην είσοδο και κοιτούσε μέσα. Μες στο σκοτάδι δύο φιγούρες έφτασαν μπροστά στον Τιμ. Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν με τον μικρό. Εκείνοι γύρισαν και την κοίταξαν από μακριά. Πλησίασαν αργά. Είχαν ίδιο περπάτημα με τον μικρό. Στάθηκαν σε μια απόσταση που μπορούσε να τους δει και να τους ακούσει, μα ήταν σίγουρη πως αν πλησίαζαν κι άλλον θα έβλεπε πράγματα που δεν θα της άρεσαν.
«Ευχαριστούμε...», είπε με κάποια δυσκολία στην άρθρωση η γυναίκα. Φαινόταν να έχει καιρό να μιλήσει σε κάποιον. Η κυρία Πίτερσον πήρε θάρρος και ρώτησε.
«Είναι και ο Γκάβιν εδώ;»
Και οι τρεις σήκωσαν τα δεξιά τους χέρια και με τον δείκτη έδειξαν προς τα αριστερά. Ακολούθησε τους δείκτες με τα χέρια της και τον είδε. Καθόταν πολύ κοντά στο σημείο που τον είχαν θάψει.
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της και πλησίασε. Όταν έφτασε στην ίδια απόσταση που είχαν βρεθεί νωρίτερα και οι γονείς του μικρού, ο Γκάβιν την σταμάτησε.
«Μέχρι εκεί αγάπη μου»
«Δεν ήρθες να με δεις αυτά τα χρόνια, γιατί;»
«Δεν βγαίνουμε από εδώ...»
«Ο μικρός;»
«Παράβαση κανόνων....»
«Θα πάθει κάτι;»
«Σε λίγο όλοι πάλι πίσω»
«Είσαι καλά;»
«Μου λείπεις»
«Θα σε δω σύντομα». Ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια της.
«Όχι ακόμα. Αργείς»
Μια σάλπιγγα ακούστηκε και όλοι άρχισαν να κινούνται αργά προς τα πίσω μες στην ομίχλη.
«Του χρόνου αγάπη μου»
Η ομίχλη τύλιξε περισσότερο το νεκροταφείο μέχρι που δεν φαινόταν τίποτα. Η μέρα των νεκρών είχε περάσει. Στην επιστροφή η κυρία Πίτερσον έκλαιγε δυνατά. Κανείς δεν ήταν έξω να την δει. Είχε αποφασίσει να κρατήσει για τον εαυτό της αυτό που συνέβη. Ήλπιζε να μην ήταν όνειρο. Κάθε λίγο μέχρι το σπίτι τσιμπούσε το χέρι της για να είναι σίγουρη πως είναι ξύπνια.
Λίγο πριν το σπίτι της συνάντησε την Ντολόρες. Η Ντολόρες ήταν η γυναίκα που την βοηθούσε να καθαρίσει το σπίτι κάποιες φορές.
«Σινιόρα τώρα ξέρεις και εσύ»
«Το ήξερες Ντολόρες;»
«Dia de los muertes είναι αληθινή. Τώρα πιστεύεις κι εσύ»
«Κι εγώ Ντολόρες»
Χώρισαν τους δρόμους τους. Πήγε πίσω στο σπίτι και έσβησε τα φώτα από τα καντήλια μέσα στις κολοκύθες. Το φετινό Χάλογουιν δεν θα το ξεχνούσε.

***
Ένα χρόνο αργότερα, ο μικρός Τίμοθυ χτυπούσε το κουδούνι. Κανείς δεν άνοιξε την πόρτα. Λίγο πιο πέρα κάποια παιδιά τον κορόιδευαν και έλεγαν πως δεν ήταν ωραία ντυμένος. Ρώτησε μονολεκτικά.
«Κυρία Πίτερσον;»
«Νοσοκομείο μικρέ, δίνε του!»
Φεύγοντας είδε ένα μικρό κορίτσι να τον κοιτάζει μέσα από το σπίτι της κυρίας Πίτερσον.

***
Δύο χρόνια αργότερα πάλι ο μικρός Τίμοθυ χτύπησε το κουδούνι. Ένα μικρό κορίτσι άνοιξε την πόρτα μαζί με τη μαμά της.
«Μαμά, τον έχω ξαναδεί! Ήρθε πέρυσι και ζητούσε τη γιαγιά».
Του έδωσαν λίγα μπισκότα. Περπάτησε και γύρισε στο νεκροταφείο. Εκεί πλησίασε τον γερο Γκάβιν και του έδωσε τα μπισκότα.
«Είναι σαν δικά της» είπε και την έδειξε στο βάθος του νεκροταφείου.
«Ναι Τίμοθυ, είναι σαν τα δικά της.» είπε και ο γερο Γκάβιν πηγαίνοντας προς εκείνη.
Ομίχλη απλώθηκε πάνω από το νεκροταφείο. Ήταν η μέρα τους.

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Τελευταία Νέα

Ο Τρόμος στις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ

Η πρώτη μου επαφή με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, παραδόξως δεν ήταν μέσα από τις ταινίες του, αλλά από την παιδική σειρά οι Τρεις Ντετέκτιβ . Στην ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κατεβάστε και διαβάστε δωρεάν τη νουβέλα «Ο Δαίμων του Τυπογραφείου»