Το New Spot είναι μία από τις διάσημες εφημερίδες της χώρας. Έγκριτη, ανεξάρτητη και σοβαρή εφημερίδα που εκδίδεται εδώ και χρόνια. Κάθε δημοσιογράφος που τελειώνει τις σπουδές του ονειρεύεται μια θέση εκεί. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια αμφιλεγόμενη στήλη στο περιοδικό. Η Σοφία Λαέρτη, δημοσιογράφος, γράφει για παράξενες ιστορίες. Ιστορίες χωρίς καμία λογική. Ο τίτλος της στήλης; Ιστορίες από έναν κόσμο κοντινό. Η ιστορία που έγινε αφορμή για αυτή τη στήλη, βρίσκεται γραμμένη σε ένα ολόκληρο βιβλίο (που δεν έχει εκδοθεί ακόμα...).
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συλλογή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συλλογή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τρίτη 17 Αυγούστου 2021
Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019
Dia de los muertos
![]() |
Photo by Stephan Müller from Pexels |
Ο σύζυγός της πάντα έλεγε πως είναι η πιο ωραία γιορτή. Καθόταν μέρες νωρίτερα και στόλιζε το σπίτι. Προσπαθούσε να το κάνει να φαίνεται τρομακτικό. Η ίδια το μόνο που έβλεπε ήταν ακαταστασία και περισσότερη ακαταστασία. Όμως για τον Γκάβιν και τα δύο τους παιδιά ήταν η καλύτερη μέρα του χρόνου. Συναγωνιζόταν επάξια την ημέρα των Ευχαριστιών. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν και τώρα με τα δικά τους παιδιά στα ανατολικά της πολιτείας ετοίμαζαν τα δικά τους κοστούμια για το Χάλογουιν. Είχαν μιλήσει λίγο νωρίτερα στο τηλέφωνο. Ο συγχωρεμένος ο Γκάβιν θα ήθελε πάρα πολύ να δει τον εγγονό του τον Γκάβιν τζούνιορ να κουβαλάει την ίδια τρέλα με τον παππού του μα δεν πρόλαβαν να γνωριστούν. Ο Γκάβιν έπαθε καρδιακή προσβολή γυρίζοντας από τη δουλειά μέσα στο λεωφορείο. Δεν πρόλαβα να μιλήσει και όλοι νόμιζαν ότι είχε αποκοιμηθεί. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε όταν το λεωφορείο έφτασε στον τερματισμό και ο οδηγός πήγε να τον ξυπνήσει. Ήταν οι πιο δύσκολες μέρες της ζωής της.
Αυτή την ημέρα ένιωθε ότι τον τιμούσε λίγο παραπάνω με το να ανοίγει σε όλα τα παιδιά και να μοιράζει τα μπισκότα βουτύρου της. Η μυρωδιά έκανε όλα τα παιδιά να τα περιμένουν με αγωνία. Ήδη ήταν η τρίτη χρονιά που τα έφτιαχνε και πολλά παιδιά το έβλεπαν σαν μέρος της γιορτής να πάρουν ένα μπισκότο από την κυρία Πίτερσον. Εκείνη δεν χαλούσε χατίρι σε κανένα.
Διάφορες τρομακτικές φιγούρες και μάσκες άρχισαν να παρελαύνουν στον δρόμο, αλλά και στο σπίτι της. Κάποιες αμφιέσεις ήταν εκπληκτικές και κάποιες άλλες πραγματικά αστείες. Ομολογούσε μέσα της πως κάποιες φορές είχε πραγματικά τρομάξει και ας ήξερε πως όλα ήταν ένα ψέμα. Όσο περνούσαν τα χρόνια εμφανίζονταν καινούριες ιδέες και τεχνικές και πολλές από τις στολές, τις μάσκες και τα βαψίματα προσώπων ήταν αληθοφανή. Εκείνος ο κλόουν που είχε ξεκινήσει από πέρυσι να κάνει την εμφάνισή της την τρόμαζε κάποιες φορές. Έφταιγαν οι φακοί επαφής που φορούσαν όλοι αυτοί οι νεαροί, αλλά και νεαρές για να μοιάζουν όσο περισσότερο μπορούσαν στη φιγούρα αυτή.
Μα από όλους όσους περνούσαν από την πόρτα της, περίμενε με αγωνία τον Τίμοθυ. Ο μικρός Τιμ, ήταν με το ζόρι ένα παιδάκι πέντε χρονών. Πέρυσι είχε έρθει πρώτη φορά στο σπίτι. Μόνο όταν έφυγε από την πόρτα της, εκείνη συνειδητοποίησε πως το παιδί είχε έρθει μόνο. Παλιότερα αυτό ήταν φυσικό, μα πλέον κανένα παιδί δεν έβγαινε έξω, χωρίς να το παρακολουθεί - έστω διακριτικά - ένας ενήλικος. Τα πράγματα δεν ήταν όπως όταν μεγάλωνε η ίδια τα παιδιά της. Η τεχνολογία μπορεί να επέτρεπε πλέον τη συνεχή επικοινωνία, μα ο κόσμος εκεί έξω δεν αστειευόταν. Κάθε βήμα ήταν επικίνδυνο. Και όμως αυτό το παιδί είχε έρθει μόνο του. Ήλπιζε να έρθει και φέτος. Ήταν ο πιο μικρός της επισκέπτης.
Η ώρα περνούσε και οι παρέες στην γειτονιά είχαν αραιώσει. Όσο νύχτωνε οι δρόμοι άδειαζαν. Το κρύο ήταν αρκετό για Οκτώβρη μήνα και είχαν ήδη ενημερώσει όλα τα δελτία από το πρωί πως ο καιρός θα χαλούσε από το απόγευμα. Ο αέρας δεν επέτρεπε στους ελαφρά ντυμένους φαρσέρ να μείνουν για πολύ ώρα έξω. Έκλεισε την κουρτίνα της, έβγαλε από την πρίζα τα λαμπάκια που φώτιζαν την πόρτα του σπιτιού και κάποιες χαμογελαστές κολοκύθες και κάθισε στην πολυθρόνα της στο σαλόνι. Άναψε την τηλεόραση. Σε λίγο θα ξεκινούσε το αγαπημένο της σόου που τόσα βράδια της πρόσφερε συντροφιά.
Κόντευε να την πάρει ο ύπνος, όταν χτύπησε το κουδούνι. Γλαρωμένη ακόμα κοίταξε το ρολόι της. Κόντευε έντεκα και μισή το βράδυ. Μα ποιος είναι τέτοια ώρα; Πήγε αργά προς την πόρτα. Κοίταξε από το παράθυρο και ο μικρός Τίμοθυ ήταν εκεί έξω. Τέτοια ώρα; Μόνος του; Φορούσε την ίδια στολή όπως και πέρυσι. Ένα σκισμένο τζιν παντελόνι, μια μπλούζα και ένα μπουφάν επίσης σχισμένα και λερωμένα με κάτι που έμοιαζε με χώμα και αίμα. Ήταν ένα μικρό ζόμπι. Άνοιξε την πόρτα της.
«Φάρσα ή κέρασμα;», είπε άτονα ο μικρός.
«Κέρασμα φυσικά. Πέρασε μέσα μικρέ θα παγώσεις.»
Ο μικρός πέρασε το κατώφλι χωρίς να πει τίποτα. Έκατσε όρθιος δίπλα στην πόρτα και περίμενε.
«Δεν είναι λίγο αργά να είσαι έξω τέτοια ώρα;»
«Δεν μπορούσα νωρίτερα, δεν με άφηναν.». Συνέχισε να μιλάει με τον ίδιο τόνο.
Η κυρία Πίτερσον είχε ήδη πάει προς το τραπέζι με τα γλυκά. Θα του έδινε όλη τη σακούλα με ό,τι είχε απομείνει και είχε φροντίσει ήδη να του κρατήσει και από τα μπισκότα της.
«Σε άφησαν ή τους ξέφυγες;»
«Μάλλον.. τους ξέφυγα για λίγο». Ο τόνος στη φωνή του παρέμενε ίδιος.
«Δεν θα σε ψάχνουν;»
«Σίγουρα. Όλοι τους.»
«Τότε καλό θα ήταν να βγούμε μαζί στον δρόμο και να πάμε να τους βρούμε. Περίμενε να βάλω ένα πανωφόρι.»
Ο μικρός έμεινε αμίλητος σα να είχε αποδεχθεί σιωπηλά την ιδέα. Η κυρία Πίτερσον ντύθηκε και πήρε τα κλειδιά της. Πονούσε το γόνατο της από την αλλαγή του καιρού και το κρύο και ήλπιζα να μένει κοντά ο μικρός. Βγήκαν μαζί στον δρόμο.
«Δείξε μου προς τα που θα πάμε» Εκείνος της έδειξε δεξιά και ξεκίνησαν.
Ο μικρός περπατούσε αργά και αυτό τη βόλευε. Είδε πως κι εκείνος κούτσαινε λίγο στο δεξί πόδι.
«Έχεις χτυπήσει μικρέ;»
«Ναι, στο ατύχημα που είχα, έσπασε ο αστράγαλός μου.»
«Λυπάμαι που το ακούω. Μένεις μακριά από εδώ.»
«Όχι πολύ. Αν και θα μας βρουν εκείνοι πρώτα, πριν φτάσουμε.»
Σκέφτηκε πως οι γονείς του θα ήταν έξαλλοι. Ίσως ήταν προτιμότερο να καλέσω την αστυνομία και όχι να βγω μόνη μου στον δρόμο μαζί του. Μπορούν να με κατηγορήσουν πως τον κράτησα εγώ. Η σκέψη την έκανε να ταραχτεί, μα το έκρυψε από το παιδί που συνέχιζε τον δρόμο του ανέκφραστο, όπως ήταν από την πρώτη στιγμή.
«Το ξέρεις πως αυτό που έκανες, δεν έπρεπε να το κάνεις, έτσι;» Το είπε ήρεμα, όπως θα το έλεγε και στα εγγόνια της. Ήξερα πως αν έχανε την εμπιστοσύνη του, μπορεί να έφευγε και να την εγκατέλειπε.
«Βαριέμαι συνέχεια εκεί μέσα και θέλω να βγαίνω όποτε μπορώ.»
Η κυρία Πίτερσον δεν απάντησε. Σκέφτηκε μόνο μελαγχολικά πως όταν ήταν μικρά τα δικά της παιδιά, εκείνη και ο μακαρίτης ο σύζυγός της φρόντιζαν να περνάνε αρκετό χρόνο μαζί τους σε εξωτερικές δραστηριότητες, κάτι που ο μικρός φαινόταν να έχει πραγματικά ανάγκη. Ποιος ξέρει και οι γονείς του τι δουλειά κάνουν και τι χρόνο έχουν...»
Έστριψαν στην οδό Έλμερ και κατέβηκαν προς το μικρό πάρκο. Μετά από εκείνο το σημείο υπήρχαν μόνο ένα δύο σπίτια.
Ήταν απόμερα και τόσο αργά είχε αρχίσει και η ίδια να φοβάται. Σκεφτόταν συνέχεια πως είναι δυνατόν ένα μικρό παιδί να γυρνάει σε τέτοια μέρη μόνο του τέτοια ώρα. Μόνο αν δεν τον έχουν πάρει χαμπάρι δικαιολογείται.
«Γλυκέ μου ποιο από αυτά τα σπίτια είναι το δικό σου;»
«Κανένα, μένω λίγο πιο κάτω».
«Μα... πιο κάτω δεν έχει τίποτα».
«Έχει. Είναι το νεκροταφείο»
Το αίμα της πάγωσε. Δεν μίλησε και φρόντισε να μην το δείξει. Αναρωτιόταν αν το εννοεί, αν το λέει λόγω της ημέρας για να την τρομάξει, ή αν κάποιος είχε βάλει το παιδί...Για να με παρασύρουν εδώ! Αυτό είναι! Είναι παγίδα!
Κράτησε το παιδί από τους ώμους και έσκυψε κοντά του. Για πρώτη φορά το πλησίασε τόσο κοντά. Είδε πως το δέρμα του έμοιαζε άρρωστο. Σα να είχε κομμάτια από την κρούστα που κάνει το ψάρι στον φούρνο. Και τα μάτια του. Νόμιζε μέχρι τώρα πως είναι μεγάλα λόγω της ηλικίας. Μα τώρα κοιτούσε καλύτερα. Ήταν σχεδόν άδεια...
«Ποιος...Ποιος σου είπε να έρθεις σπίτι μου;», κατάφερε να ψελλίσει.
«Ο γερο-Γκάβιν είπε πως θα μου έδινες κέρασμα»
Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να σκεφτεί από που ήξερε ο μικρός το όνομα του άντρα της. Του νεκρού άντρα της.
«Σου είπε κάτι ακόμα;»
«Μου είπε να σου πω, πως καμιά φορά η υγρασία τον χτυπάει στη μέση»
Ήταν σίγουρα ο Γκάβιν! Μα πώς ήταν δυνατόν;
«Έσυ πώς τον γνώρισες;»
«Μένει μαζί μας. Να αν θες θα σου δείξω». Η έκφραση δεν άλλαζε καθόλου στο πρόσωπό του. Άρχισε να βαδίζει αργά όπως σε όλη τη διαδρομή μέχρι εκείνο το σημείο. Η κυρία Πίτερσον τον ακολουθούσε. Ένιωθε πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν σωστά. Προφανώς υπήρχε κάποια παγίδα πίσω από όλα αυτά. Όμως μπορούσε πραγματικά να παρατήσει το παιδί και να γυρίσει πίσω;
Δεν υπάρχει λόγος να μην πάω. Δεν μπορούν να μου κάνουν κάτι, όποιοι και αν είναι.
Έδωσε θάρρος στον εαυτό της και έφτασε μέχρι την πόρτα του νεκροταφείου. Ο Τιμ την έσπρωξε και εκείνη άνοιξε. Ομίχλη από την υγρασία απλωνόταν παντού. Ο Τιμ μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε στα δεξιά. Η κυρία Πίτερσον έμεινε στην είσοδο και κοιτούσε μέσα. Μες στο σκοτάδι δύο φιγούρες έφτασαν μπροστά στον Τιμ. Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν με τον μικρό. Εκείνοι γύρισαν και την κοίταξαν από μακριά. Πλησίασαν αργά. Είχαν ίδιο περπάτημα με τον μικρό. Στάθηκαν σε μια απόσταση που μπορούσε να τους δει και να τους ακούσει, μα ήταν σίγουρη πως αν πλησίαζαν κι άλλον θα έβλεπε πράγματα που δεν θα της άρεσαν.
«Ευχαριστούμε...», είπε με κάποια δυσκολία στην άρθρωση η γυναίκα. Φαινόταν να έχει καιρό να μιλήσει σε κάποιον. Η κυρία Πίτερσον πήρε θάρρος και ρώτησε.
«Είναι και ο Γκάβιν εδώ;»
Και οι τρεις σήκωσαν τα δεξιά τους χέρια και με τον δείκτη έδειξαν προς τα αριστερά. Ακολούθησε τους δείκτες με τα χέρια της και τον είδε. Καθόταν πολύ κοντά στο σημείο που τον είχαν θάψει.
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της και πλησίασε. Όταν έφτασε στην ίδια απόσταση που είχαν βρεθεί νωρίτερα και οι γονείς του μικρού, ο Γκάβιν την σταμάτησε.
«Μέχρι εκεί αγάπη μου»
«Δεν ήρθες να με δεις αυτά τα χρόνια, γιατί;»
«Δεν βγαίνουμε από εδώ...»
«Ο μικρός;»
«Παράβαση κανόνων....»
«Θα πάθει κάτι;»
«Σε λίγο όλοι πάλι πίσω»
«Είσαι καλά;»
«Μου λείπεις»
«Θα σε δω σύντομα». Ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια της.
«Όχι ακόμα. Αργείς»
Μια σάλπιγγα ακούστηκε και όλοι άρχισαν να κινούνται αργά προς τα πίσω μες στην ομίχλη.
«Του χρόνου αγάπη μου»
Η ομίχλη τύλιξε περισσότερο το νεκροταφείο μέχρι που δεν φαινόταν τίποτα. Η μέρα των νεκρών είχε περάσει. Στην επιστροφή η κυρία Πίτερσον έκλαιγε δυνατά. Κανείς δεν ήταν έξω να την δει. Είχε αποφασίσει να κρατήσει για τον εαυτό της αυτό που συνέβη. Ήλπιζε να μην ήταν όνειρο. Κάθε λίγο μέχρι το σπίτι τσιμπούσε το χέρι της για να είναι σίγουρη πως είναι ξύπνια.
Λίγο πριν το σπίτι της συνάντησε την Ντολόρες. Η Ντολόρες ήταν η γυναίκα που την βοηθούσε να καθαρίσει το σπίτι κάποιες φορές.
«Σινιόρα τώρα ξέρεις και εσύ»
«Το ήξερες Ντολόρες;»
«Dia de los muertes είναι αληθινή. Τώρα πιστεύεις κι εσύ»
«Κι εγώ Ντολόρες»
Χώρισαν τους δρόμους τους. Πήγε πίσω στο σπίτι και έσβησε τα φώτα από τα καντήλια μέσα στις κολοκύθες. Το φετινό Χάλογουιν δεν θα το ξεχνούσε.
«Κυρία Πίτερσον;»
«Νοσοκομείο μικρέ, δίνε του!»
Φεύγοντας είδε ένα μικρό κορίτσι να τον κοιτάζει μέσα από το σπίτι της κυρίας Πίτερσον.
«Μαμά, τον έχω ξαναδεί! Ήρθε πέρυσι και ζητούσε τη γιαγιά».
Του έδωσαν λίγα μπισκότα. Περπάτησε και γύρισε στο νεκροταφείο. Εκεί πλησίασε τον γερο Γκάβιν και του έδωσε τα μπισκότα.
«Είναι σαν δικά της» είπε και την έδειξε στο βάθος του νεκροταφείου.
«Ναι Τίμοθυ, είναι σαν τα δικά της.» είπε και ο γερο Γκάβιν πηγαίνοντας προς εκείνη.
Ομίχλη απλώθηκε πάνω από το νεκροταφείο. Ήταν η μέρα τους.
Η ώρα περνούσε και οι παρέες στην γειτονιά είχαν αραιώσει. Όσο νύχτωνε οι δρόμοι άδειαζαν. Το κρύο ήταν αρκετό για Οκτώβρη μήνα και είχαν ήδη ενημερώσει όλα τα δελτία από το πρωί πως ο καιρός θα χαλούσε από το απόγευμα. Ο αέρας δεν επέτρεπε στους ελαφρά ντυμένους φαρσέρ να μείνουν για πολύ ώρα έξω. Έκλεισε την κουρτίνα της, έβγαλε από την πρίζα τα λαμπάκια που φώτιζαν την πόρτα του σπιτιού και κάποιες χαμογελαστές κολοκύθες και κάθισε στην πολυθρόνα της στο σαλόνι. Άναψε την τηλεόραση. Σε λίγο θα ξεκινούσε το αγαπημένο της σόου που τόσα βράδια της πρόσφερε συντροφιά.
Κόντευε να την πάρει ο ύπνος, όταν χτύπησε το κουδούνι. Γλαρωμένη ακόμα κοίταξε το ρολόι της. Κόντευε έντεκα και μισή το βράδυ. Μα ποιος είναι τέτοια ώρα; Πήγε αργά προς την πόρτα. Κοίταξε από το παράθυρο και ο μικρός Τίμοθυ ήταν εκεί έξω. Τέτοια ώρα; Μόνος του; Φορούσε την ίδια στολή όπως και πέρυσι. Ένα σκισμένο τζιν παντελόνι, μια μπλούζα και ένα μπουφάν επίσης σχισμένα και λερωμένα με κάτι που έμοιαζε με χώμα και αίμα. Ήταν ένα μικρό ζόμπι. Άνοιξε την πόρτα της.
«Φάρσα ή κέρασμα;», είπε άτονα ο μικρός.
«Κέρασμα φυσικά. Πέρασε μέσα μικρέ θα παγώσεις.»
Ο μικρός πέρασε το κατώφλι χωρίς να πει τίποτα. Έκατσε όρθιος δίπλα στην πόρτα και περίμενε.
«Δεν είναι λίγο αργά να είσαι έξω τέτοια ώρα;»
«Δεν μπορούσα νωρίτερα, δεν με άφηναν.». Συνέχισε να μιλάει με τον ίδιο τόνο.
Η κυρία Πίτερσον είχε ήδη πάει προς το τραπέζι με τα γλυκά. Θα του έδινε όλη τη σακούλα με ό,τι είχε απομείνει και είχε φροντίσει ήδη να του κρατήσει και από τα μπισκότα της.
«Σε άφησαν ή τους ξέφυγες;»
«Μάλλον.. τους ξέφυγα για λίγο». Ο τόνος στη φωνή του παρέμενε ίδιος.
«Δεν θα σε ψάχνουν;»
«Σίγουρα. Όλοι τους.»
«Τότε καλό θα ήταν να βγούμε μαζί στον δρόμο και να πάμε να τους βρούμε. Περίμενε να βάλω ένα πανωφόρι.»
Ο μικρός έμεινε αμίλητος σα να είχε αποδεχθεί σιωπηλά την ιδέα. Η κυρία Πίτερσον ντύθηκε και πήρε τα κλειδιά της. Πονούσε το γόνατο της από την αλλαγή του καιρού και το κρύο και ήλπιζα να μένει κοντά ο μικρός. Βγήκαν μαζί στον δρόμο.
«Δείξε μου προς τα που θα πάμε» Εκείνος της έδειξε δεξιά και ξεκίνησαν.
Ο μικρός περπατούσε αργά και αυτό τη βόλευε. Είδε πως κι εκείνος κούτσαινε λίγο στο δεξί πόδι.
«Έχεις χτυπήσει μικρέ;»
«Ναι, στο ατύχημα που είχα, έσπασε ο αστράγαλός μου.»
«Λυπάμαι που το ακούω. Μένεις μακριά από εδώ.»
«Όχι πολύ. Αν και θα μας βρουν εκείνοι πρώτα, πριν φτάσουμε.»
Σκέφτηκε πως οι γονείς του θα ήταν έξαλλοι. Ίσως ήταν προτιμότερο να καλέσω την αστυνομία και όχι να βγω μόνη μου στον δρόμο μαζί του. Μπορούν να με κατηγορήσουν πως τον κράτησα εγώ. Η σκέψη την έκανε να ταραχτεί, μα το έκρυψε από το παιδί που συνέχιζε τον δρόμο του ανέκφραστο, όπως ήταν από την πρώτη στιγμή.
«Το ξέρεις πως αυτό που έκανες, δεν έπρεπε να το κάνεις, έτσι;» Το είπε ήρεμα, όπως θα το έλεγε και στα εγγόνια της. Ήξερα πως αν έχανε την εμπιστοσύνη του, μπορεί να έφευγε και να την εγκατέλειπε.
«Βαριέμαι συνέχεια εκεί μέσα και θέλω να βγαίνω όποτε μπορώ.»
Η κυρία Πίτερσον δεν απάντησε. Σκέφτηκε μόνο μελαγχολικά πως όταν ήταν μικρά τα δικά της παιδιά, εκείνη και ο μακαρίτης ο σύζυγός της φρόντιζαν να περνάνε αρκετό χρόνο μαζί τους σε εξωτερικές δραστηριότητες, κάτι που ο μικρός φαινόταν να έχει πραγματικά ανάγκη. Ποιος ξέρει και οι γονείς του τι δουλειά κάνουν και τι χρόνο έχουν...»
Έστριψαν στην οδό Έλμερ και κατέβηκαν προς το μικρό πάρκο. Μετά από εκείνο το σημείο υπήρχαν μόνο ένα δύο σπίτια.
Ήταν απόμερα και τόσο αργά είχε αρχίσει και η ίδια να φοβάται. Σκεφτόταν συνέχεια πως είναι δυνατόν ένα μικρό παιδί να γυρνάει σε τέτοια μέρη μόνο του τέτοια ώρα. Μόνο αν δεν τον έχουν πάρει χαμπάρι δικαιολογείται.
«Γλυκέ μου ποιο από αυτά τα σπίτια είναι το δικό σου;»
«Κανένα, μένω λίγο πιο κάτω».
«Μα... πιο κάτω δεν έχει τίποτα».
«Έχει. Είναι το νεκροταφείο»
Το αίμα της πάγωσε. Δεν μίλησε και φρόντισε να μην το δείξει. Αναρωτιόταν αν το εννοεί, αν το λέει λόγω της ημέρας για να την τρομάξει, ή αν κάποιος είχε βάλει το παιδί...Για να με παρασύρουν εδώ! Αυτό είναι! Είναι παγίδα!
Κράτησε το παιδί από τους ώμους και έσκυψε κοντά του. Για πρώτη φορά το πλησίασε τόσο κοντά. Είδε πως το δέρμα του έμοιαζε άρρωστο. Σα να είχε κομμάτια από την κρούστα που κάνει το ψάρι στον φούρνο. Και τα μάτια του. Νόμιζε μέχρι τώρα πως είναι μεγάλα λόγω της ηλικίας. Μα τώρα κοιτούσε καλύτερα. Ήταν σχεδόν άδεια...
«Ποιος...Ποιος σου είπε να έρθεις σπίτι μου;», κατάφερε να ψελλίσει.
«Ο γερο-Γκάβιν είπε πως θα μου έδινες κέρασμα»
Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να σκεφτεί από που ήξερε ο μικρός το όνομα του άντρα της. Του νεκρού άντρα της.
«Σου είπε κάτι ακόμα;»
«Μου είπε να σου πω, πως καμιά φορά η υγρασία τον χτυπάει στη μέση»
Ήταν σίγουρα ο Γκάβιν! Μα πώς ήταν δυνατόν;
«Έσυ πώς τον γνώρισες;»
«Μένει μαζί μας. Να αν θες θα σου δείξω». Η έκφραση δεν άλλαζε καθόλου στο πρόσωπό του. Άρχισε να βαδίζει αργά όπως σε όλη τη διαδρομή μέχρι εκείνο το σημείο. Η κυρία Πίτερσον τον ακολουθούσε. Ένιωθε πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν σωστά. Προφανώς υπήρχε κάποια παγίδα πίσω από όλα αυτά. Όμως μπορούσε πραγματικά να παρατήσει το παιδί και να γυρίσει πίσω;
Δεν υπάρχει λόγος να μην πάω. Δεν μπορούν να μου κάνουν κάτι, όποιοι και αν είναι.
Έδωσε θάρρος στον εαυτό της και έφτασε μέχρι την πόρτα του νεκροταφείου. Ο Τιμ την έσπρωξε και εκείνη άνοιξε. Ομίχλη από την υγρασία απλωνόταν παντού. Ο Τιμ μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε στα δεξιά. Η κυρία Πίτερσον έμεινε στην είσοδο και κοιτούσε μέσα. Μες στο σκοτάδι δύο φιγούρες έφτασαν μπροστά στον Τιμ. Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν με τον μικρό. Εκείνοι γύρισαν και την κοίταξαν από μακριά. Πλησίασαν αργά. Είχαν ίδιο περπάτημα με τον μικρό. Στάθηκαν σε μια απόσταση που μπορούσε να τους δει και να τους ακούσει, μα ήταν σίγουρη πως αν πλησίαζαν κι άλλον θα έβλεπε πράγματα που δεν θα της άρεσαν.
«Ευχαριστούμε...», είπε με κάποια δυσκολία στην άρθρωση η γυναίκα. Φαινόταν να έχει καιρό να μιλήσει σε κάποιον. Η κυρία Πίτερσον πήρε θάρρος και ρώτησε.
«Είναι και ο Γκάβιν εδώ;»
Και οι τρεις σήκωσαν τα δεξιά τους χέρια και με τον δείκτη έδειξαν προς τα αριστερά. Ακολούθησε τους δείκτες με τα χέρια της και τον είδε. Καθόταν πολύ κοντά στο σημείο που τον είχαν θάψει.
Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της και πλησίασε. Όταν έφτασε στην ίδια απόσταση που είχαν βρεθεί νωρίτερα και οι γονείς του μικρού, ο Γκάβιν την σταμάτησε.
«Μέχρι εκεί αγάπη μου»
«Δεν ήρθες να με δεις αυτά τα χρόνια, γιατί;»
«Δεν βγαίνουμε από εδώ...»
«Ο μικρός;»
«Παράβαση κανόνων....»
«Θα πάθει κάτι;»
«Σε λίγο όλοι πάλι πίσω»
«Είσαι καλά;»
«Μου λείπεις»
«Θα σε δω σύντομα». Ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια της.
«Όχι ακόμα. Αργείς»
Μια σάλπιγγα ακούστηκε και όλοι άρχισαν να κινούνται αργά προς τα πίσω μες στην ομίχλη.
«Του χρόνου αγάπη μου»
Η ομίχλη τύλιξε περισσότερο το νεκροταφείο μέχρι που δεν φαινόταν τίποτα. Η μέρα των νεκρών είχε περάσει. Στην επιστροφή η κυρία Πίτερσον έκλαιγε δυνατά. Κανείς δεν ήταν έξω να την δει. Είχε αποφασίσει να κρατήσει για τον εαυτό της αυτό που συνέβη. Ήλπιζε να μην ήταν όνειρο. Κάθε λίγο μέχρι το σπίτι τσιμπούσε το χέρι της για να είναι σίγουρη πως είναι ξύπνια.
Λίγο πριν το σπίτι της συνάντησε την Ντολόρες. Η Ντολόρες ήταν η γυναίκα που την βοηθούσε να καθαρίσει το σπίτι κάποιες φορές.
«Σινιόρα τώρα ξέρεις και εσύ»
«Το ήξερες Ντολόρες;»
«Dia de los muertes είναι αληθινή. Τώρα πιστεύεις κι εσύ»
«Κι εγώ Ντολόρες»
Χώρισαν τους δρόμους τους. Πήγε πίσω στο σπίτι και έσβησε τα φώτα από τα καντήλια μέσα στις κολοκύθες. Το φετινό Χάλογουιν δεν θα το ξεχνούσε.
***
Ένα χρόνο αργότερα, ο μικρός Τίμοθυ χτυπούσε το κουδούνι. Κανείς δεν άνοιξε την πόρτα. Λίγο πιο πέρα κάποια παιδιά τον κορόιδευαν και έλεγαν πως δεν ήταν ωραία ντυμένος. Ρώτησε μονολεκτικά.«Κυρία Πίτερσον;»
«Νοσοκομείο μικρέ, δίνε του!»
Φεύγοντας είδε ένα μικρό κορίτσι να τον κοιτάζει μέσα από το σπίτι της κυρίας Πίτερσον.
***
Δύο χρόνια αργότερα πάλι ο μικρός Τίμοθυ χτύπησε το κουδούνι. Ένα μικρό κορίτσι άνοιξε την πόρτα μαζί με τη μαμά της.«Μαμά, τον έχω ξαναδεί! Ήρθε πέρυσι και ζητούσε τη γιαγιά».
Του έδωσαν λίγα μπισκότα. Περπάτησε και γύρισε στο νεκροταφείο. Εκεί πλησίασε τον γερο Γκάβιν και του έδωσε τα μπισκότα.
«Είναι σαν δικά της» είπε και την έδειξε στο βάθος του νεκροταφείου.
«Ναι Τίμοθυ, είναι σαν τα δικά της.» είπε και ο γερο Γκάβιν πηγαίνοντας προς εκείνη.
Ομίχλη απλώθηκε πάνω από το νεκροταφείο. Ήταν η μέρα τους.
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019
Τοκ Τοκ - Μέρος Α' (Διήγημα)
«Ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται γλυκιά μου. Πρέπει να πάω για δουλειά»
Ο πατέρας της, την χάιδεψε απαλά στο κεφάλι και την φίλησε στο μέτωπο. Έπειτα την σκέπασε και βγήκε από το δωμάτιο.
Στην έξοδο τον περίμενε η γυναίκα του.
«Ξέρεις δεν στεναχωριέται μόνο η μικρή που φεύγεις τα βράδια».
«Ξέρεις ότι δεν είναι επιλογή μου. Είναι η μόνη δουλειά που βρήκα και για να είμαι ειλικρινής είναι εύκολη και με καλά λεφτά».
Δούλευε σα νυχτοφύλακας σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε πόρτες ασφαλείας. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει είναι μία φορά την ώρα (εντάξει κάποιες φορές σε δύο ώρες!) να περνάει από όλους τους χώρους και να υπογράφει σε ένα χαρτί. Στο μυαλό του έμοιαζε με την περίπολο που έκαναν στο στρατό. Όλη την υπόλοιπη ώρα διάβαζε κάποιο βιβλίο ή χάζευε κάποια ταινία είτε στον υπολογιστή, είτε στο κινητό του.
«Το ξέρω. Ελπίζω μόνο να βρούμε γρήγορα κάτι καλύτερο.»
Τον φίλησε και εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Άκουσε την πόρτα να κλείνει από μέσα και να κλειδώνει. Περπάτησε μέχρι το αμάξι. Έβαλε μπροστά και κατευθύνθηκε προς τη δουλειά του. Πάτησε το ραδιόφωνο, αλλά δεν έβαλε μουσική. Έβαλε ένα cd και μια φωνή ξεκίνησε την αφήγηση. Το τελευταίο διάστημα είχε ανακαλύψει τα ακουστικά βιβλία. Είχε κουραστεί να ακούει μουσική κάθε βράδυ. Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως τα τραγούδια επαναλαμβάνονταν με μεγαλύτερη συχνότητα από όσο άντεχε. Είχε πει σε έναν φίλο του το πρόβλημα και εκείνος του έδωσε τη λύση. Τώρα διάβαζε ένα βιβλίο και τις υπόλοιπες ώρες άκουγε ένα. Ήταν απλά παραγωγικό. Και μάλιστα την ώρα που δούλευε.
Έφτασε στο εργοστάσιο. Η πύλη άνοιξε και ο συνάδελφός του, τον περίμενε ευτυχισμένος που είχε τελειώσει ήδη η βάρδια του. Έβγαλε τη ζώνη με τον φακό και τον ασύρματο και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του.
«Τι θα ακούσεις σήμερα;»
«Ακούω τα σταφύλια της οργής. Ήθελα να γνωρίσω και κανένα κλασσικό βιβλίο.»
«Εγώ μόνο όταν βγαίνουν σε ταινία θα μάθω το περιεχόμενο ενός βιβλίου!»
Ο συνάδελφος του ήταν καλός άνθρωπος. Δεν του άρεσε το διάβασμα, μόνο αθλητικές εφημερίδες τον είχε δει να διαβάζει, όμως ήταν ήσυχος και όταν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση, είχε πράγματα να πει.
Τον καληνύχτισε, χτύπησαν και οι δύο τις κάρτες τους και έτσι ξεκίνησε η νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο.
Όπως κάθε βράδυ ξεκίνησε με μια γρήγορη βόλτα στο εργοστάσιο. Ήθελε να βεβαιωθεί πριν ακόμα ο συνάδελφός του φτάσει σπίτι ότι όντως δεν υπήρχε κάποιο θέμα που μπορεί να του το φόρτωναν. Όλοι είναι καλοί μέχρι να κινδυνέψουν να χάσουν κάτι. Ήταν μια φράση που συνήθιζε να χτυπάει σαν ειδοποίηση στο κεφάλι του κάθε φορά που αναλάμβανε μια υποχρέωση. Ήξερε πολύ καλά πως κανείς δεν νοιαζόταν για τον ίδιο περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Πέρασε γρήγορα όλον τον όροφο με τα γραφεία και κατέβηκε στη γραμμή παραγωγής. Εκεί πέρασε ανάμεσα στους διαδρόμους με τις όρθιες πόρτες να κρέμονται αριστερά και δεξιά περιμένοντας υπομονετικά τους εργαζόμενους το πρωί να συνεχίσουν από εκεί που έμειναν. Όλα ήταν στη θέση τους. Και γιατί να μην ήταν; Ποιος θα έμπαινε στον κόπο να εισβάλλει σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει πόρτες ασφαλείας; Μόνο την περίπτωση απροσεξίας και ζημιάς φοβόταν, γιατί αυτό θα σήμαινε αυτομάτως και κράτηση της ζημιάς από τον μισθό του.
Όλα ήταν στη θέση τους. Πήγε στο δωμάτιο φύλαξης. Εκεί μπροστά του υπήρχε μια οθόνη με τις κάμερες ασφαλείας, δίπλα μια μικρή τηλεόραση και ένα ραδιόφωνο. Δεν υπήρχε φυσικά κρεβάτι, μα η καρέκλα ήταν αναπαυτική και έπεφτε πίσω, ιδανική για έναν γρήγορο ύπνο τις δύσκολες νύχτες. Πιο δίπλα ένα μικρό ψυγείο κι ένας πάγκος με όλα τα υλικά για καφέ. Εκεί ήταν και η πρώτη του στάση.
Με τον καφέ στο χέρι έκατσε για λίγο μπροστά στην τηλεόραση. Είχε μια παλιά αγαπημένη του σειρά σε επανάληψη και δεν έχασε την ευκαιρία. Με την άκρη του ματιού του είδε στην οθόνη παρακολούθησης μια μικρή λάμψη στη μονάδα παραγωγής.
Ε τι έγινε εκεί κάτω;
Έστρεψε το βλέμα του στην οθόνη περιμένοντας να δει. Μία φορά στο παρελθόν είχε σπάσει μια λάμπα από τη θερμότητα και υπήρξε κίνδυνος πυρκαγιάς. Φόρεσε τη ζώνη με τον φακό και τον ασύρματο και κατέβηκε στη μονάδα.
Μόλις μπήκε μέσα ένα φως τρεμόπαιζε στη μία πλευρά. Αν είχε χαλάσει, θα έπρεπε να το αλλάξει. Είχαν μια ντουλάπα με αναλώσιμα είδη για τέτοιες περιπτώσεις. Πήγε κοντά. Δεν έφτανε να την πιάσει και να την κουνήσει λίγο. Έπιασε μια καρέκλα και ανέβηκε πάνω. Κούνησε λίγο τη λάμπα και εκείνη σταμάτησε να αναβοσβήνει. Ευτυχώς!
Κατέβηκε και ξεκίνησε για το γραφείο.
Τοκ Τοκ!
Πάγωσε. Άκουσε μια πόρτα να χτυπάει. Για την ακρίβεια ένα χέρι να χτυπάει την πόρτα. Γύρισε τον φακό προς τον διάδρομο.
«Ποιος είναι εκεί; Έχει ήδη ειδοποιηθεί η αστυνομία!»
Δεν έλεγε ψέματα πως μπορούσε να την καλέσει με το πάτημα ενός κουμπιού. Όμως δεν το είχε κάνει. Όταν καλούσαν την αστυνομία χωρίς λόγο, συνήθως τους έβλεπαν με καχυποψία. Μα εδώ ήταν χτύπημα σε μια πόρτα! Σε ποια όμως;
«Ποιος είναι εκεί; Βγες έξω!»
Σιωπή. Τώρα η σειρά με τις πόρτες έμοιαζε ατελείωτη στα μάτια του. Ξεκίνησε αργά και σταθερά να περπατάει. Θα έπρεπε να τις ελέγξει όλες.
Πέρασε τις πρώτες πόρτες και δεν είδε τίποτα το περίεργο. Προχώρησε πιο κάτω.
Τοκ Τοκ!
Ένας δυνατός θόρυβος στην πόρτα δίπλα του τον έκανε να πεταχτεί. Αυτή τη φορά πάτησε το κουμπί.
«Ποιος είναι εκεί; Τι θέλετε;»
Ξαφνικά στην άλλη άκρη της αίθουσας ο ίδος χτύπος. Τοκ Τοκ!
Μα πώς;
Προσπαθούσε να υπολογίσει ποιος άνθρωπος θα κατάφερνε να φτάσει τόσο γρήγορα στην άλλη άκρη της αίθουσας.
Είναι δύο!
Είχε τρομοκρατηθεί, αλλά κράτησε την ψυχραιμία του. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να φανεί λιπόψυχος.
«Τι θέλετε;»
Σιωπή σε όλο το κτίριο. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη. Ήταν στη δόνηση. Ήταν από την εταιρία φύλαξης.
Σήκωσε το τηλέφωνο.
«Τι συμβαίνει εκεί;»
«Υπάρχουν άγνωστα άτομα στο κτίριο. Στη μονάδα παραγωγής. Τουλάχιστον δύο. Δεν έχω οπτική επαφή. Ναι;»
«Ε...νε..βε»
Η γραμμή έπεσε. Το τηλέφωνο του δεν είχε σήμα. Ήλπιζε ότι έχουν ακούσει τα βασικά. Συνέχισε να κοιτάζει γύρω του. Του φάνηκε πως είδε μια φιγούρα να κινείται στην άκρη του διαδρόμου.
«Εσύ εκεί! Σταμάτα!»
Έτρεξε προς τα εκεί. Ξαφνικά πίσω του ακούστηκαν οι πόρτες να ανοιγοκλείνουν. Γύρισε με τον φακό και είδε πράγματι τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν.
Δεν...Δεν είναι δυνατόν! Τι συμβαίνει;
Αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν να μείνει άλλο εκεί μέσα. Έτρεξε προς την πόρτα. Ο ήρωας είχε πολλά πλεονεκτήματα, μα ένα μεγάλο μειονέκτημα. Συνήθως ήταν νεκρός. Επομένως ας τον έλεγαν δειλό. Μόλις έφτασε στην πόρτα ανακάλυψε πως ήταν κελιδωμένη.
Με κλείδωσαν εδώ και ληστεύουν το κτίριο. Τουλάχιστον δεν φαίνεται να θέλουν να με πειράξουν.
Αυτή η σκέψη τον έκανε να ηρεμήσει. Τον παγίδευσαν για να τον βγάλουν από τη μέση. Τώρα απλά θα έπρεπε να περιμένει.
Οι πόρτες πίσω του συνέχισαν να ανοιγοκλείνουν. Αυτό όμως, πώς το κάνουν;
Είδε μια πόρτα στο βάθος που δεν ήταν ανοικτή, όμως με κάποιον τρόπο προσπαθούσε να ανοίξει. Την πλησίασε για να δει πως γίνεται αυτό. Κοίταξε από πίσω. Δεν υπήρχε κανείς. Το ίδιο και από μπροστά. Ήταν μια πόρτα ασφαλείας με την κάσα της και δεν υπήρχε κανείς σε καμία από τις πλευρές της. Κι όμως κάποιος προσπαθούσε να την ανοίξει. Τοκ Τοκ Τοκ ΤΟΚ ΤΟΚ!
Η πόρτα χτύπησε με τόση δύναμη που τον έκανε να οπισθοχωρήσει.
Τι γίνεται επιτέλους;
Έπιασε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα. Ήθελε να δει με τα μάτια του τι έκανε την πόρτα να χτυπάει έτσι. Φως πλημμύρισε όλον τον χώρο. Ένα έντονο μπλε φως. Έβαλε το χέρι του μέσα. Δεν βγήκε από την άλλη μεριά. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό!
Ξαφνικά κάποιος, ή κάτι τον έσπρωξε από πίσω. Δεν είχε το μυαλό του πίσω του και δεν έφερε καμία αντίσταση. Μπήκε ολόκληρος μέσα στο μπλε φως. Ούρλιαζε, μα πλέον δεν ακουγόταν στον χώρο της μονάδας παραγωγής. Η πόρτα έκλεισε. Χτύπησε κάποιες φορές ακόμα, όμως δεν υπήρχε κανείς εκεί να την ανοίξει.
Έξω από το εργοστάσιο, σειρήνες περιπολικού αντηχούσαν στον αέρα. Όταν οι αστυνομικοί άνοιξαν την πόρτα με τα όπλα παρατεταμένα, απόλυτη ησυχία υπήρχε σε όλον τον χώρο.
Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot 6/1/2018
Μυστήριο καλύπτει την εξαφάνιση ενός νυχτοφύλακα ιδιωτικής εταιρίας σεκιούριτι, μία ώρα περίπου αφότου ξεκίνησε η βάρδια του στο εργοστάσιο κατασκευής πορτών ασφαλείας στο οποίο εργαζόταν. Η αστυνομία αναφέρει πως υπήρξε κλήση από τον ίδιο λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στην οποία ανέφερε εισβολή στο εργοστάσιο. Λίγο αργότερα σε επικοινωνία που είχε η εταιρία μαζί του, στο κινητό του τηλέφωνο, δεν κατέστη δυνατό να μιλήσουν. Από τις κάμερες του εργοστασίου φαίνεται ο άντρας να κατεβαίνει στην γραμμή παραγωγής και εδώ ξεκινάει το μυστήριο. Οι κάμερες σταμάτησαν να γράφουν μετά από λίγο, χωρίς να μπορεί κανείς να βρει στοιχεία για το πού μπορεί να έχει πάει ή τι του έχει συμβεί.
Ο αγνοούμενος είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη. Από την επικοικωνία που είχαμε μαζί τους, η σύζυγός του επιμένει πως κάτι κακό του έχει συμβεί.
«Νιώθω πως έχει χαθεί. Η κόρη μου ξύπνησε ουρλιάζοντας περίπου την ίδια ώρα που εκείνος χάθηκε. Πήγα τρέχοντας στο δωμάτιό της και μου είπε κλαίγοντας πως κάτι κακό είχε πάθει ο μπαμπάς. Της εξήγησα πως είδε εφιάλτη, μα επέμενε πως τον άκουσε να φωνάζει πίσω από την κλειστή ντουλάπα. Δεν ξέρω αν ήταν η φαντασία μου ή όχι, άκουσα κι εγώ στο δωμάτιο να χτυπάνε τα φύλλα της ντουλάπας.» Ίσως ήμουν επηρεασμένη. Άνοιξα και δεν βρήκα κάτι. Την ίδια ώρα με κάλεσαν από την αστυνομία...»
Πολλές εικασίες για το τι έχει συμβεί. Ένας εργάτης που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του ισχυρίζεται πως το εργοστάσιο είναι στοιχειωμένο και ο αγνοούμενος έπεσε θύμα του.
«Δεν θέλω να πω πολλά, μα το παρελθόν του εργοστασίου είναι γεμάτο με περίεργα γεγονότα....»
Η έρευνα για τον αγνοούμενο συνεχίζεται, ενώ από την πλευρά μας γίνεται περαιτέρω έρευνα, ώστε να εξακριβωθούν τα λέγομενα της ανώνυμης πηγής. Περισσότερα σε επόμενο άρθρο.
Όπως κάθε βράδυ ξεκίνησε με μια γρήγορη βόλτα στο εργοστάσιο. Ήθελε να βεβαιωθεί πριν ακόμα ο συνάδελφός του φτάσει σπίτι ότι όντως δεν υπήρχε κάποιο θέμα που μπορεί να του το φόρτωναν. Όλοι είναι καλοί μέχρι να κινδυνέψουν να χάσουν κάτι. Ήταν μια φράση που συνήθιζε να χτυπάει σαν ειδοποίηση στο κεφάλι του κάθε φορά που αναλάμβανε μια υποχρέωση. Ήξερε πολύ καλά πως κανείς δεν νοιαζόταν για τον ίδιο περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Πέρασε γρήγορα όλον τον όροφο με τα γραφεία και κατέβηκε στη γραμμή παραγωγής. Εκεί πέρασε ανάμεσα στους διαδρόμους με τις όρθιες πόρτες να κρέμονται αριστερά και δεξιά περιμένοντας υπομονετικά τους εργαζόμενους το πρωί να συνεχίσουν από εκεί που έμειναν. Όλα ήταν στη θέση τους. Και γιατί να μην ήταν; Ποιος θα έμπαινε στον κόπο να εισβάλλει σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει πόρτες ασφαλείας; Μόνο την περίπτωση απροσεξίας και ζημιάς φοβόταν, γιατί αυτό θα σήμαινε αυτομάτως και κράτηση της ζημιάς από τον μισθό του.
Όλα ήταν στη θέση τους. Πήγε στο δωμάτιο φύλαξης. Εκεί μπροστά του υπήρχε μια οθόνη με τις κάμερες ασφαλείας, δίπλα μια μικρή τηλεόραση και ένα ραδιόφωνο. Δεν υπήρχε φυσικά κρεβάτι, μα η καρέκλα ήταν αναπαυτική και έπεφτε πίσω, ιδανική για έναν γρήγορο ύπνο τις δύσκολες νύχτες. Πιο δίπλα ένα μικρό ψυγείο κι ένας πάγκος με όλα τα υλικά για καφέ. Εκεί ήταν και η πρώτη του στάση.
Με τον καφέ στο χέρι έκατσε για λίγο μπροστά στην τηλεόραση. Είχε μια παλιά αγαπημένη του σειρά σε επανάληψη και δεν έχασε την ευκαιρία. Με την άκρη του ματιού του είδε στην οθόνη παρακολούθησης μια μικρή λάμψη στη μονάδα παραγωγής.
Ε τι έγινε εκεί κάτω;
Έστρεψε το βλέμα του στην οθόνη περιμένοντας να δει. Μία φορά στο παρελθόν είχε σπάσει μια λάμπα από τη θερμότητα και υπήρξε κίνδυνος πυρκαγιάς. Φόρεσε τη ζώνη με τον φακό και τον ασύρματο και κατέβηκε στη μονάδα.
Μόλις μπήκε μέσα ένα φως τρεμόπαιζε στη μία πλευρά. Αν είχε χαλάσει, θα έπρεπε να το αλλάξει. Είχαν μια ντουλάπα με αναλώσιμα είδη για τέτοιες περιπτώσεις. Πήγε κοντά. Δεν έφτανε να την πιάσει και να την κουνήσει λίγο. Έπιασε μια καρέκλα και ανέβηκε πάνω. Κούνησε λίγο τη λάμπα και εκείνη σταμάτησε να αναβοσβήνει. Ευτυχώς!
Κατέβηκε και ξεκίνησε για το γραφείο.
Τοκ Τοκ!
Πάγωσε. Άκουσε μια πόρτα να χτυπάει. Για την ακρίβεια ένα χέρι να χτυπάει την πόρτα. Γύρισε τον φακό προς τον διάδρομο.
«Ποιος είναι εκεί; Έχει ήδη ειδοποιηθεί η αστυνομία!»
Δεν έλεγε ψέματα πως μπορούσε να την καλέσει με το πάτημα ενός κουμπιού. Όμως δεν το είχε κάνει. Όταν καλούσαν την αστυνομία χωρίς λόγο, συνήθως τους έβλεπαν με καχυποψία. Μα εδώ ήταν χτύπημα σε μια πόρτα! Σε ποια όμως;
«Ποιος είναι εκεί; Βγες έξω!»
Σιωπή. Τώρα η σειρά με τις πόρτες έμοιαζε ατελείωτη στα μάτια του. Ξεκίνησε αργά και σταθερά να περπατάει. Θα έπρεπε να τις ελέγξει όλες.
Πέρασε τις πρώτες πόρτες και δεν είδε τίποτα το περίεργο. Προχώρησε πιο κάτω.
Τοκ Τοκ!
Ένας δυνατός θόρυβος στην πόρτα δίπλα του τον έκανε να πεταχτεί. Αυτή τη φορά πάτησε το κουμπί.
«Ποιος είναι εκεί; Τι θέλετε;»
Ξαφνικά στην άλλη άκρη της αίθουσας ο ίδος χτύπος. Τοκ Τοκ!
Μα πώς;
Προσπαθούσε να υπολογίσει ποιος άνθρωπος θα κατάφερνε να φτάσει τόσο γρήγορα στην άλλη άκρη της αίθουσας.
Είναι δύο!
Είχε τρομοκρατηθεί, αλλά κράτησε την ψυχραιμία του. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να φανεί λιπόψυχος.
«Τι θέλετε;»
Σιωπή σε όλο το κτίριο. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη. Ήταν στη δόνηση. Ήταν από την εταιρία φύλαξης.
Σήκωσε το τηλέφωνο.
«Τι συμβαίνει εκεί;»
«Υπάρχουν άγνωστα άτομα στο κτίριο. Στη μονάδα παραγωγής. Τουλάχιστον δύο. Δεν έχω οπτική επαφή. Ναι;»
«Ε...νε..βε»
Η γραμμή έπεσε. Το τηλέφωνο του δεν είχε σήμα. Ήλπιζε ότι έχουν ακούσει τα βασικά. Συνέχισε να κοιτάζει γύρω του. Του φάνηκε πως είδε μια φιγούρα να κινείται στην άκρη του διαδρόμου.
«Εσύ εκεί! Σταμάτα!»
Έτρεξε προς τα εκεί. Ξαφνικά πίσω του ακούστηκαν οι πόρτες να ανοιγοκλείνουν. Γύρισε με τον φακό και είδε πράγματι τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν.
Δεν...Δεν είναι δυνατόν! Τι συμβαίνει;
Αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν να μείνει άλλο εκεί μέσα. Έτρεξε προς την πόρτα. Ο ήρωας είχε πολλά πλεονεκτήματα, μα ένα μεγάλο μειονέκτημα. Συνήθως ήταν νεκρός. Επομένως ας τον έλεγαν δειλό. Μόλις έφτασε στην πόρτα ανακάλυψε πως ήταν κελιδωμένη.
Με κλείδωσαν εδώ και ληστεύουν το κτίριο. Τουλάχιστον δεν φαίνεται να θέλουν να με πειράξουν.
Αυτή η σκέψη τον έκανε να ηρεμήσει. Τον παγίδευσαν για να τον βγάλουν από τη μέση. Τώρα απλά θα έπρεπε να περιμένει.
Οι πόρτες πίσω του συνέχισαν να ανοιγοκλείνουν. Αυτό όμως, πώς το κάνουν;
Είδε μια πόρτα στο βάθος που δεν ήταν ανοικτή, όμως με κάποιον τρόπο προσπαθούσε να ανοίξει. Την πλησίασε για να δει πως γίνεται αυτό. Κοίταξε από πίσω. Δεν υπήρχε κανείς. Το ίδιο και από μπροστά. Ήταν μια πόρτα ασφαλείας με την κάσα της και δεν υπήρχε κανείς σε καμία από τις πλευρές της. Κι όμως κάποιος προσπαθούσε να την ανοίξει. Τοκ Τοκ Τοκ ΤΟΚ ΤΟΚ!
Η πόρτα χτύπησε με τόση δύναμη που τον έκανε να οπισθοχωρήσει.
Τι γίνεται επιτέλους;
Έπιασε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα. Ήθελε να δει με τα μάτια του τι έκανε την πόρτα να χτυπάει έτσι. Φως πλημμύρισε όλον τον χώρο. Ένα έντονο μπλε φως. Έβαλε το χέρι του μέσα. Δεν βγήκε από την άλλη μεριά. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό!
Ξαφνικά κάποιος, ή κάτι τον έσπρωξε από πίσω. Δεν είχε το μυαλό του πίσω του και δεν έφερε καμία αντίσταση. Μπήκε ολόκληρος μέσα στο μπλε φως. Ούρλιαζε, μα πλέον δεν ακουγόταν στον χώρο της μονάδας παραγωγής. Η πόρτα έκλεισε. Χτύπησε κάποιες φορές ακόμα, όμως δεν υπήρχε κανείς εκεί να την ανοίξει.
Έξω από το εργοστάσιο, σειρήνες περιπολικού αντηχούσαν στον αέρα. Όταν οι αστυνομικοί άνοιξαν την πόρτα με τα όπλα παρατεταμένα, απόλυτη ησυχία υπήρχε σε όλον τον χώρο.
Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot 6/1/2018
Μυστήριο καλύπτει την εξαφάνιση ενός νυχτοφύλακα ιδιωτικής εταιρίας σεκιούριτι, μία ώρα περίπου αφότου ξεκίνησε η βάρδια του στο εργοστάσιο κατασκευής πορτών ασφαλείας στο οποίο εργαζόταν. Η αστυνομία αναφέρει πως υπήρξε κλήση από τον ίδιο λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στην οποία ανέφερε εισβολή στο εργοστάσιο. Λίγο αργότερα σε επικοινωνία που είχε η εταιρία μαζί του, στο κινητό του τηλέφωνο, δεν κατέστη δυνατό να μιλήσουν. Από τις κάμερες του εργοστασίου φαίνεται ο άντρας να κατεβαίνει στην γραμμή παραγωγής και εδώ ξεκινάει το μυστήριο. Οι κάμερες σταμάτησαν να γράφουν μετά από λίγο, χωρίς να μπορεί κανείς να βρει στοιχεία για το πού μπορεί να έχει πάει ή τι του έχει συμβεί.
Ο αγνοούμενος είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη. Από την επικοικωνία που είχαμε μαζί τους, η σύζυγός του επιμένει πως κάτι κακό του έχει συμβεί.
«Νιώθω πως έχει χαθεί. Η κόρη μου ξύπνησε ουρλιάζοντας περίπου την ίδια ώρα που εκείνος χάθηκε. Πήγα τρέχοντας στο δωμάτιό της και μου είπε κλαίγοντας πως κάτι κακό είχε πάθει ο μπαμπάς. Της εξήγησα πως είδε εφιάλτη, μα επέμενε πως τον άκουσε να φωνάζει πίσω από την κλειστή ντουλάπα. Δεν ξέρω αν ήταν η φαντασία μου ή όχι, άκουσα κι εγώ στο δωμάτιο να χτυπάνε τα φύλλα της ντουλάπας.» Ίσως ήμουν επηρεασμένη. Άνοιξα και δεν βρήκα κάτι. Την ίδια ώρα με κάλεσαν από την αστυνομία...»
Πολλές εικασίες για το τι έχει συμβεί. Ένας εργάτης που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του ισχυρίζεται πως το εργοστάσιο είναι στοιχειωμένο και ο αγνοούμενος έπεσε θύμα του.
«Δεν θέλω να πω πολλά, μα το παρελθόν του εργοστασίου είναι γεμάτο με περίεργα γεγονότα....»
Η έρευνα για τον αγνοούμενο συνεχίζεται, ενώ από την πλευρά μας γίνεται περαιτέρω έρευνα, ώστε να εξακριβωθούν τα λέγομενα της ανώνυμης πηγής. Περισσότερα σε επόμενο άρθρο.
Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018
Από...ζάχαρη (Διήγημα)
Εκείνος:
Μόλις την είδα, κατάλαβα πως είχα μπροστά μου κάτι μοναδικό, κάτι ιδιαίτερο. Δεν ήθελα να ξεκινήσω την αφήγησή μου με κάποια κλισέ φράση ή κάτι που να θυμίζει ταινία. Όμως δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ακολουθεί μια ιστορία γεμάτη κινηματογραφικά κλισέ, μόνο που συνέβη. Εκείνη μπήκε στο κατάστημα που δούλευα και μου χαμογέλασε. Εκείνη τη στιγμή το κατάλαβα. Και μου φάνηκε πως το κατάλαβε και αυτή. Ζήτησε κάποιο βιβλίο για την ίδια και κάποιο άλλο για δώρο. Μου παρήγγειλε κι ένα ακόμα, το οποίο θα ερχόταν την επόμενη ημέρα και μου έδωσε το τηλεφωνό της για να την ειδοποιήσω.
Μόλις την είδα, κατάλαβα πως είχα μπροστά μου κάτι μοναδικό, κάτι ιδιαίτερο. Δεν ήθελα να ξεκινήσω την αφήγησή μου με κάποια κλισέ φράση ή κάτι που να θυμίζει ταινία. Όμως δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ακολουθεί μια ιστορία γεμάτη κινηματογραφικά κλισέ, μόνο που συνέβη. Εκείνη μπήκε στο κατάστημα που δούλευα και μου χαμογέλασε. Εκείνη τη στιγμή το κατάλαβα. Και μου φάνηκε πως το κατάλαβε και αυτή. Ζήτησε κάποιο βιβλίο για την ίδια και κάποιο άλλο για δώρο. Μου παρήγγειλε κι ένα ακόμα, το οποίο θα ερχόταν την επόμενη ημέρα και μου έδωσε το τηλεφωνό της για να την ειδοποιήσω.
Προσπάθησα να κρύψω πως γοητεύτηκα, όχι πως τα κατάφερα. Από την ώρα που σχόλασα κοιτούσα και ξανακοιτούσα το τηλεφωνό της στο χέρι μου. Ένα μικρό χαρτάκι που με είχε μαγέψει. Ήξερα ότι έπαιζα τη δουλειά μου κορώνα γράμματα χρησιμοποιώντας το τηλέφωνο για προσωπική χρήση, μα δεν με ένοιαζε ιδιαίτερα. Σε όλη την διαδρομή σκεφτόμουν τι θα της πω. Αν θα την πάρω τηλέφωνο ή θα της στείλω μήνυμα. Δεκάδες λανθρωποι περνούσαν από μπροστά μου κάθε μέρα και αυτή με είχε κερδίσει με ένα χαμόγελο. Και ήταν και εκείνα τα μάτια! Θεέ μου ό,τι και να πω για εκείνα τα μάτια δεν θα καταφέρω να τα περιγράψω σωστά!
Έφτασα σπίτι μου, ξεκελιδώνοντας την πόρτα χαιρέτησα μηχανικά τον γείτονα που μου είχε μιλήσει και μπήκα μέσα. Είχα βάλει φαγητό μπροστά μου και την τηλεόραση να παίζει και κοιτούσα ακόμα το χαρτάκι προσπαθώντας να αποφασίσω τι θα κάνω. Έφτασε το απόγευμα και πάνω σε μια στιγμή τρέλας, έστειλα ένα μήνυμα.
Καλησπέρα, ελπίζω να μην ενοχλώ, είμαι ο υπάλληλος από το βιβλιοπωλείο. Το βιβλίο σου θα είναι αύριο μετά τις δώδεκα στο μαγαζί μας. Συγνώμη που στέλνω από το προωσπικό μου τηλέφωνο, ξέχασα να σε ειδοποιήσω από τη δουλειά μου και είδα το χαρτάκι στην τσέπη μου.
Ήταν μια αρκετά πειστική δικαιολογία, το μήνυμα δεν προσέδιδε κάτι άλλο και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί όταν είδα ότι είχε παραδοθεί. Αν είχα την δύναμη θα έπαιρνα πίσω το μήνυμα, μα αυτό δεν γινόταν. Μετά από περίπου μια ώρα ήρθε απάντηση. Σχεδόν μου έπεσε από τα χέρια το τηλέφωνο.
Καλησπέρα, δεν ενοχλείς, σε ευχαριστώ πολύ, θα περάσω να το πάρω. Καλό βράδυ.
Πρώτη φορά είχα πάει τόσο νωρίς στη δουλειά μου. Είχα πάει μια ώρα νωρίτερα. Ήθελα να βεβαιωθώ πως θα έχω όλες τις δουλειές έτοιμες στην ώρα του και την παραγγελία έτοιμη για όταν θα ερχόταν. Θέλω να κάνεις λίγη υπομονή ακόμα φίλε μου γιατί τα κλισέ δεν έχουν τελειώσει ακόμα. Τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο βιβλιοπωλείο κατάλαβα ότι ήταν αυτή. Ήμουν σε έναν διαδρομο στο βάθος χωρίς καμία επαφή με την πόρτα. Και όμως όταν μπήκε το κατάλαβα. Έφυγα για την πόρτα σαν να με είχε καλέσει. Και φυσικά ήταν εκεί. Και φυσικά μου χαμογέλασε. Και φυσικά την ερωτεύτηκα.
Μιλήσαμε για λίγο. Προσπάθησα να φερθώ φυσιολογικά και φερόμουν χειρότερα από δεκαπεντάχρονο. Εκείνη το κατάλαβε, μα έμεινε εκεί να με ακούει να της λέω όποια ανοησία μου ερχόταν στο κεφάλι. Μετά από κάθε πρόταση μου, μέσα μου έλεγα πως μπορούσα να είχα πει κάτι άλλο, να μην είχα αναφέρει αυτό ή εκείνο και γενικά επικρατούσε ένα χάος. Ένας πόλεμος ανάμεσα στις σκέψεις μου και αυτά που έβγαιναν προς τα έξω.
Δεν έδειξε στιγμή να ενοχλείται. Μιλήσαμε λίγο για το βιβλίο που είχε πάρει. Ήταν ένα βιβλίο παραλίας, όπως τα έλεγα εγώ. Από αυτά που διαβάζεις για να περάσει η ώρα. Δεν μπορούσα να της το πω αυτό, όμως όταν με ρώτησε αν είχα να της προτείνω κάποιο ακόμα, της είπα πως αυτό δεν ήταν το είδος που μου άρεσε. Και ρώτησε ποιο είδος μου αρέσει. Και βρεθήκαμε να μιλάμε για περίπου δέκα λεπτά. Κανένας συνάδελφος δεν μας διέκοψε, πράγμα σπάνιο.
Όταν πλήρωσε το βιβλίο στο ταμείο πέρασε πάλι από μπροστά μου. Με ευχαρίστησε. Της χαμογέλασα και της ευχήθηκα καλή ανάγνωση. Η μάχη είχε ξαναρχίσει μέσα μου. Την ώρα που έβγαινε, γύρισε και με κοίταξε.
-Αφού σου αρέσουν τα βιβλία θα ξέρεις για την παρουσίαση που υπαρχει λίγα τετράγωνα πιο κάτω σε ένα καφέ μπαρ το βράδυ. Έχω μια πρόσκληση, αν θες.
Έβγαλε και μου έδωσε μια πρόσκληση.
-Δεν... Δεν μπορώ να την δεχτώ. Δεν έχεις άλλη.
-Μην ανησυχείς δεν μου χρειάζεται, δουλεύω εκεί.
Χαμογέλασε και πάλι και έφυγε. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον θόρυβο μέσα στο κεφάλι μου και τα αυτιά μου από τους δυνατούς παλμούς της καρδιάς μου. Θα πήγαινα ακόμα κι αν το βιβλίο μιλούσε για ποδάγρα! Η υπόλοιπη μέρα πέρασε βασανιστικά. Μόλις σχόλασα έτρεξα σπίτι μου και ξεκίνησα ετοιμασίες. Μπήκα και στο ίντερνετ να ψάξω περισσότερες πληροφορίες για τον συγγραφέα που θα παρουσίαζε το βιβλίο. Ήταν πρωτοεμφανιζόμενος και έπρεπε να δείχνω γνώστης.
Φόρεσα τα καλύτερα ρούχα μου και πήγα. Όσο περνούσε η ώρα ένιωθα μεγαλύτερη απυτοπεποίθηση και για κάποιον λόγο πιο ήρεμος.
Μπήκα στο μαγαζί. Δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν όμορφη. Έπαιζε το She's crazy από JT Coldfire και η μουσική με έκανε να χαλαρώσω παραπάνω. Ήταν εκεί φυσικά. Έλαμπε ολόκληρη. Δεν ήταν σερβιτόρα, ούτε είχε κάποιο άλλο πόστο στο μαγαζί, όπως είχα τολμήσει να σκεφτώ. Ήταν η πιανίστρια. Με είδε και ήρθε κοντά μου.
-Τελικά ήρθες.
-Δεν θα άφηνα την πρόσκληση να πάει χαμένη.
Δεν είπε τίποτε άλλο χαμογέλασε και πήγε στη θέση της. Σε όλη την παρουσίαση πρέπει να άκουσα δύο τρία πράγματα και λίγη ανάγνωση από το βιβλίο. Όλη την υπόλοιπη ώρα την κοιτούσα. Και το καλύτερο; Με κοιτούσε και εκείνη. Το ουίσκι είχε βοηθήσει κι άλλο την αυτοπεποίθησή μου. μόλις τελείωσε η παρουσίαση πήρα ένα βιβλίο και πήγα στον συγγραφέα να υπογράψει. Τον ευχαρίστησα και γύρισα σε εκείνη.
-Θα φύγεις ή θα κάτσεις; Θα παίξω τώρα.
-Θα κάτσω.
Την άκουσα να τραγουδάει το wicked game του Chris Isaak σε μια μαγική εκτέλεση όπως και πολλά ακόμα τραγούδια. Κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα το αυτονόητο. Μια τέτοια κοπέλα δεν θα ήταν μόνη της. Και δεν περίμενε τον μεγάλο της έρωτα σαν υπάλληλο βιβλιοπωλείου. Επίσης σε ένα τέτοιο μαγαζί με τόσο κόσμο θα την ερωτεύονταν για πλάκα τρεις άνθρωποι την ημέρα. Έκανα μια γρήγορη έρευνα ανάμεσα στους θαμώνες. Αρκετοί άντρες μόνοι τους στο μαγαζί. Κάποιος από αυτούς θα μπορούσε να είναι το αγόρι της. Στο διάλειμμα όμως ήρθε κοντά μου.
-Ελπίζω να σου άρεσε.
-Ήσουν εκπληκτική για να είμαι ειλικρινής.
-Σε πειράζει να κάτσω μαζί σου;
Μου πρότεινε να κάτσει μαζί μου! Δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ πως ένιωθαν όλοι οι υπόλοιποι γύρω μου. Ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμό.
Μιλήσαμε για πολλά πράγματα. Λίγα εκείνη την ώρα στο διάλειμμά και περισσότερα αργότερα όταν σχόλασε και φύγαμε μαζί. Δεν ήταν η ιδέα μου τελικά. Συμπληρώναμε ο ένας τον άλλον. Και φαινόταν να το νιώθει και εκείνη. Αποφύγαμε και οι δύο να μιλήσουμε για προσωπικά ζητήματα, όμως φάνηκε πως είχαμε τόσα άλλα να πούμε.
Αν μπορώ να το περιγράψω με μια φράση, θα έλεγα πως οι ψυχές μας, έψαχναν καιρό να βρουν η μία την άλλη για να τα πουν. Κλισέ και αυτό; Ίσως! Κάπου εδώ όμως σταματάνε όλα αυτά.
Φιληθήκαμε μία εβδομάδα αργότερα. Είχα φιληθεί με κορίτσια μα αυτό ήταν το κάτι άλλο! Ήταν τόσο γλυκιά η γεύση του φιλιού. Είχε κάτι... Δεν ήξερα τι...
Ξεκινήσαμε να βγαίνουμε όλο και πιο συχνά. Πάντα βράδυ, μετά τη δουλειά της. Εγώ πήγαινα πλέον ξενυχτισμένος στη δουλειά μου, μα η απόδοσή μου είχε ανέβει, αντί να πέφτει. Ο πρώτος μήνας πέρασε μέσα σε λίγα λεπτά, έτσι το ένιωθα και ήρθε μια μέρα που εξαφανίστηκε. Όχι κυριολεκτικά, μα για δύο ολόκληρες ημέρες δεν την έβρισκα πουθενά. Ούτε στο τηλέφωνο, ούτε σπίτι της, όυτε πουθενά. Όταν την βρήκα επιτέλους μου είπε πως έπρεπε να πάει στον πατέρα της για είχε ένα πρόβλημα. Μου είπε ότι ήταν ξαφνικό και δεν ήταν έτοιμη να μου μιλήσει ακόμα για αυτό. Απλά θα έπρεπε να ξέρω πως κάποιες φορές θα συνέβαινε αυτό.
Εκείνη τη στιγμή πέρασαν δύο πράγματα από το μυαλό μου. Πρώτα το κακό. Πως υπήρχε άλλος στη ζωή της και έπρεπε να βλέπει και εκείνον. Και το δέυτερο σενάριο ήταν πιο αθώο. Ότι όντως κάποιο σοβαρό πρόβλημα υπήρχε και δεν μπορούσε να το μοιράστεί με κάποιον που είναι μαζί έναν μήνα.
Αποφάσισα να κρατήσω μια στάση αξιοπρέπειας και όταν εξαφανιζόταν δεν την έψαχνα και δεν ζητούσα να μάθω που είναι. Ήμουν ερωτευμένος και η λογική δεν τα έχει καλά με το συναίσθημα.
Συνέβη αρκετές φορές ακόμα. Και κάθε φορά ένιωθα να πεθαίνω από τη ζήλεια μου και από το ότι δεν είχα κανέναν τρόπο να μάθω την αλήθεια.
Είχα παρατηρήσει και κάτι ακόμα. έλειπε κυρίως τις βροχερές μέρες. Ίσως τότε να την χρειάζονταν πιο πολύ οι δικοί της ή να ήταν κάτι άσχετο, όμως ήξερα πως τις βροχερές μέρες έμενα μόνος μου.
Περίπου μετά από έναν χρόνο που ήμασταν μαζί ήρθε ο μεγάλος τσακωμός. Είχε γυρίσει από το Σαν Ποτέ, ένα λογοπαίχνιο που μου είχε έρθει στο μυαλό, σαν συνδυασμό της Χώρας του Ποτέ του Πήτερ Παν και κάποιας μεξικάνικης πόλης που οι άνθρωποι χάνονται σε μία νύχτα. Κάπως έτσι μου φαινόταν όλο αυτό.
Ήταν ευτυχισμένη και πήγε να με φιλήσει. Εγώ τραβήχτηκα. Ήμουν θυμωμένος μαζί της. Και άργησα σκέφτηκα, όμως αυτό δεν το είπα.
-Θέλω να μάθω πού πήγαίνεις. Ποιο είναι το οικογενειακό σου πρόβλημα. Νομίζω πως τόσο καιρό μετά δικαιούμαι να μάθω την αλήεια.
-Θέλω να με εμπιστευτείς και να αφήσεις αυτό το θέμα έξω από τη ζωή μας.
-Είναι λίγο δύσκολο να το κάνω αυτό όταν εξαφανίζεσαι. Και το κάνεις πιο συχνά όταν βρέχει. Λες και είσαι από...ζάχαρη και θα λιώσεις αν μείνεις εδώ! Τι συμβαίνει;
Δεν ξέρω τι της είπα που την έκανε να θυμώσει τόσο. Δεν την είχα ξαναδει τόσο θυμωμένη. Αλλά και εκείνη δεν με είχε ξαναδεί έτσι.
-Αν νομίζεις πως είναι εύκολο να σου πω τι συμβαίνει και το κάνω από κάποιο καπρίτσιο καλύτερα να τελειώνουμε εδώ.
Ήμουν τόσο θυμωμένος που θα έλεγα απευθείας ναι, εάν δεν έβλεπα κάτι που δεν είχαν ξαναδεί επάνω της. Είχε κοκκινίσει από τον θυμό της και μια γλύκα πλυμμήρισε τον αέρα. Μια μυρωδιά από μαλλί της γριάς. Αυτό με ξάφνιασε και με τρόμαξε. Είχα ξαναμυρίσει αυτό το άρωμα, όταν τη φιλούσα, όταν κάναμε έρωτα, μα ποτέ πριν όταν θύμωνε.Έκανα ένα βήμα πίσω. Εκείνη φάνηκε να συνέρχεται.
-Μην φοβάσαι δεν είναι τίποτα.
-Πρέπει να μου εξηγήσεις τώρα, αλλιώς φεύγω.
Εκεί τελικά αποφάσισε να μου μιλήσει.
-Έχω γεννηθεί με κάποια ιδιομορφία. Μοιάζει πολύ με αυτό που είπες πριν πάνω στον θυμό σου. Το δέρμα μου μοιάζει με ζάχαρη. Έχει μέχρι και τη μυρωδιά όπως θα έχεις ήδη καταλάβει. Πρέπει αν φεύγω για να μπορώ να ζω.
-Και...και πού πας;
-Αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να στο πω. Δεν ξέρω αν μπορείς να ζήσεις με αυτό. Τις βροχερές ημέρες τα πράγματα είναι χειρότερα για εμένα και για αυτό εξαφανίζομαι.
-Θα μπορούσες απλά να μου πεις πως δεν θέλεις να βλεπόμαστε. Τι είναι αυτά που μου λες;
-Όπως είπες και μόνος σου... Θα μπορούσα να σου πω απλά να μη βλεπόμαστε... Μα σου λέω την αλήθεια.
Όσο τρελό και να ακουγόταν την πίστευα, κυρίως γιατί αν την είχατε γνωρίσει θα μπορούσατε κι εσείς να καταλάβετε αυτή τη μυρωδιά της ζάχαρης επάνω της. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν κάποιο άρωμα, μα όταν μου το είπε συνειδητοποίησα πως ένα άρωμα θα έπρεπε να εξασθενεί μετά από λίγο ή να μην μυρίζει όλες τις ώρες.
-Και τι μπορεί να σου συμβεί;
Ρώτησα όσο πιο ψύχραιμα γινόταν.
-Η επαφή με την υγρασία με κάνει να πονάω. Κάποια χημική αντίδραση πάνω στο δέρμα μου με καίει. Είναι σαν να καίγομαι.
-Και οι γιατροί τι λένε;
-Με παρακολουθούσε ένας γιατρός, όμως όταν άρχισε να μου προτείνει πειραματικές θεαραπείες, ένιωσα σαν αρουραίος σε κλουβί και απομακρύνθηκα. Απλά πρέπει να ζω με αυτό... Κοίτα, αν δεν μπορείς, καταλαβαίνω...Δεν είναι εύκολο και δεν σου ζητάω κάτι.
Έμεινα για λίγο να την κοιτάω και να σκέφτομαι. Ήξερα ότι έλεγε την αλήθεια, όμως αυτό που είπε ήταν εξίσου αληθινό. Αν ήταν να μείνω μαζί της θα έπρεπε να ζήσω με αυτό.
-Με έναν όρο.
Με κοίταξε με περιέργεια.
-Όταν σου συμβεί πάλι θέλω να είμαι μαζί σου. Να δω τι κάνεις... Πώς το αντιμετωπίζεις... Πώς μπορώ να βοηθήσω...
-Όχι ακόμα, μα κάποια στιγμή θα γίνει... Στο ορκίζομαι...
-Και στη δουλειά σου; Εκεί τι λες;
-Αρχικός όρος στη συνεργασία μας ήταν να δουλεύω όποτε μπορώ, επομένως το να λείπω κάποιες φορές δεν δημιουργεί πρόβλημα. Έχω δει από νωρίς το μετεωρολογικό δελτίο και ευτυχώς δεν ζούμε στο Λονδίνο!
Χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά τον θυμό κι εγώ με μιας τα ξέχασα όλα.
Η ζωή μας συνέχισε να κυλάει σαν παραμύθι και πριν πείτε πως αυτές οι ατάκες είναι κλισέ και τις λένε όλοι, να σας πω πως και εγώ ο ίδιος έλεγα πριν από όλο αυτό που συμβαίνει. Και επειδή τα κλισέ έγιναν μέρος της ζωής μου, έχω να σας πω επίσης πως τα πράγματα - φυσικά - δεν εξελίχθηκαν ονειρικά.... Το αντίθετο θα έλεγα.
Είχαν περάσει άλλοι έξι μήνες από εκείνον τον καβγά, την αποκάλυψη. Εκείνη μοιράστηκε περισσότερα πράγματα μαζί και κάποια βροχερά βράδια μείναμε μαζί. Αυτό γινόταν όλο και πιο συχνά. Η ζωή μας είχε αποκτήσει κανονικότητα.
Μέχρι εκείνο το πρωινό που έφυγα για τη δουλειά μου και όταν γύρισα έλειπε. Κι εκείνη και τα πράγματά της. Το μόνο που βρήκα από εκείνη ήταν ένα σημείωμα που έγραφε πως έπρεπε να φύγει.
Τις επόμενες ημέρες την έψαξα παντού. Πήγαινα κάθε βράδυ από το μαγαζί που δούλευε. Κι εκεί μου είπαν πως είχε πει πως έπρεπε να παραιτηθεί. Είχε διαγράψει προφανώς και όποιον λογαριασμό είχε στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης και δεν σήκωνε ποτέ το τηλέφωνό της.Ρώτησα παντού, μα ήταν σα να άνοιξε η γη και να την κατάπιε. Στην απελπισία μου πήγα και στην αστυνομία, μα δεν δέχτηκαν να βοηθήσουν. Εφόσον ήταν ενήλικη και με είχε εγκαταλείψει δεν υπήρχε πραγματικά εξαφάνιση. Αν κάποιο οικείο της πρόσωπο τη δήλωνε τότε και μόνο τότε θα την έψαχναν.
Φυσικά η απόδοση μου στη δουλειά έπεσε και αυτό ήταν το λιγότερο. Είχα φτάσει στα όρια της απελπισίας. Η κατάθλιψη ήταν φανερή. Είχα χάσει κιλά, δεν είχα συνέχεια επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο και τα μάτια μου είχαν μαύρους κύκλους. Ο διευθυντής μου, μού έδωσε αναρρωτική άδεια για να συνέλθω. Όλο εκείνο το διάστημα συνέχισα να πηγαίνω σε όλα τα μέρη που είχαμε πάει μαζί και να ρωτάω για εκείνη. Τίποτα.
Το δύσκολο ήταν πως γνώριζα ότι είχε φύγει μακριά μου χωρίς να το θέλει. Ένα βράδυ κοιμόταν δίπλα μου κι εγώ την κοιτούσα μαγεμένος. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της, χαμογέλασε και τα ξαναέκλεισε. Τότε την ρώτησα.
-Γιατί εμένα; Γιατί έμεινες με εμένα;
-Γιατί κοντά σου νιώθω ξεχωριστή για όλους τους σωστούς λόγους.
Έγραψα αυτή την ιστορία για να με καταλάβετε. Δεν θα μπορέσετε να καταλάβετε ποτέ τι ακριβώς πέρασα μα σίγουρα θα έχετε ερωτευτεί και σίγουρα θα έχετε απογοητευθεί κι εσείς. Αν όχι, δεν ξέρω τι κάνετε σε αυτόν τον πλανήτη. Κι έγραψα αυτή την ιστορία για να με δικαιολογήσετε. Έχω τραβήξει όλο κι όλο ένα βίντεο από εκείνη να τραγουδάει το diamonds and Rust και το βάζω να παίζει καθώς γράφω αυτά τα τελευταία λόγια.
Γιατί ξέρετε, έμαθα τι έγινε. Η χαρά μου για εκείνη, έφερε κοντά και πάλι στα ίχνη της εκείνον τον γιατρό και την ομάδα του. Άρχισαν να την ψάχνουν να την κάνουν πειραματόζωο και πάλι. Ρώτησαν μέχρι και στη δουλειά μου για εκείνη. Και για αυτό εκείνη έφυγε. Για να μας προστατέψει. Κι εμένα και εκείνη. Θα ορκιζόμουν ότι τα κατάφερε,αν εδώ και περίπου δύο ώρες δεν είχε γεμίσει το δωμάτιο μου από αυτή τη μυρωδιά της καμένης ζάχαρης... Η ίδια όμως δεν είναι εδώ.
Πείτε με τρελό, μα πιστεύω ότι την βρήκαν και την σκότωσαν... Μια ψυχή γυρίζει πάντα στα μέρη που αγάπησε. Είναι κανόνας. Και αυτή η ψυχή είναι εδώ τριγύρω μου. Και με περιμένει.
Ώρα να πάω κοντά της. Μην με κακολογήσετε. Δεν θα με καταλάβετε, το ξέρω. Έπρεπε όμως να ακούσετε την ιστορία μου λίγο πριν φύγω μαζί της. Η μυρωδιά είναι ακόμα πιο έντονη πλέον. Τα χάπια δρουν πιο γρήγορα από όσο περίμενα. Σύντομα θα είμαστε μαζί!
Αντίο.
-Θα μπορούσες απλά να μου πεις πως δεν θέλεις να βλεπόμαστε. Τι είναι αυτά που μου λες;
-Όπως είπες και μόνος σου... Θα μπορούσα να σου πω απλά να μη βλεπόμαστε... Μα σου λέω την αλήθεια.
Όσο τρελό και να ακουγόταν την πίστευα, κυρίως γιατί αν την είχατε γνωρίσει θα μπορούσατε κι εσείς να καταλάβετε αυτή τη μυρωδιά της ζάχαρης επάνω της. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν κάποιο άρωμα, μα όταν μου το είπε συνειδητοποίησα πως ένα άρωμα θα έπρεπε να εξασθενεί μετά από λίγο ή να μην μυρίζει όλες τις ώρες.
-Και τι μπορεί να σου συμβεί;
Ρώτησα όσο πιο ψύχραιμα γινόταν.
-Η επαφή με την υγρασία με κάνει να πονάω. Κάποια χημική αντίδραση πάνω στο δέρμα μου με καίει. Είναι σαν να καίγομαι.
-Και οι γιατροί τι λένε;
-Με παρακολουθούσε ένας γιατρός, όμως όταν άρχισε να μου προτείνει πειραματικές θεαραπείες, ένιωσα σαν αρουραίος σε κλουβί και απομακρύνθηκα. Απλά πρέπει να ζω με αυτό... Κοίτα, αν δεν μπορείς, καταλαβαίνω...Δεν είναι εύκολο και δεν σου ζητάω κάτι.
Έμεινα για λίγο να την κοιτάω και να σκέφτομαι. Ήξερα ότι έλεγε την αλήθεια, όμως αυτό που είπε ήταν εξίσου αληθινό. Αν ήταν να μείνω μαζί της θα έπρεπε να ζήσω με αυτό.
-Με έναν όρο.
Με κοίταξε με περιέργεια.
-Όταν σου συμβεί πάλι θέλω να είμαι μαζί σου. Να δω τι κάνεις... Πώς το αντιμετωπίζεις... Πώς μπορώ να βοηθήσω...
-Όχι ακόμα, μα κάποια στιγμή θα γίνει... Στο ορκίζομαι...
-Και στη δουλειά σου; Εκεί τι λες;
-Αρχικός όρος στη συνεργασία μας ήταν να δουλεύω όποτε μπορώ, επομένως το να λείπω κάποιες φορές δεν δημιουργεί πρόβλημα. Έχω δει από νωρίς το μετεωρολογικό δελτίο και ευτυχώς δεν ζούμε στο Λονδίνο!
Χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά τον θυμό κι εγώ με μιας τα ξέχασα όλα.
Η ζωή μας συνέχισε να κυλάει σαν παραμύθι και πριν πείτε πως αυτές οι ατάκες είναι κλισέ και τις λένε όλοι, να σας πω πως και εγώ ο ίδιος έλεγα πριν από όλο αυτό που συμβαίνει. Και επειδή τα κλισέ έγιναν μέρος της ζωής μου, έχω να σας πω επίσης πως τα πράγματα - φυσικά - δεν εξελίχθηκαν ονειρικά.... Το αντίθετο θα έλεγα.
Είχαν περάσει άλλοι έξι μήνες από εκείνον τον καβγά, την αποκάλυψη. Εκείνη μοιράστηκε περισσότερα πράγματα μαζί και κάποια βροχερά βράδια μείναμε μαζί. Αυτό γινόταν όλο και πιο συχνά. Η ζωή μας είχε αποκτήσει κανονικότητα.
Μέχρι εκείνο το πρωινό που έφυγα για τη δουλειά μου και όταν γύρισα έλειπε. Κι εκείνη και τα πράγματά της. Το μόνο που βρήκα από εκείνη ήταν ένα σημείωμα που έγραφε πως έπρεπε να φύγει.
Τις επόμενες ημέρες την έψαξα παντού. Πήγαινα κάθε βράδυ από το μαγαζί που δούλευε. Κι εκεί μου είπαν πως είχε πει πως έπρεπε να παραιτηθεί. Είχε διαγράψει προφανώς και όποιον λογαριασμό είχε στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης και δεν σήκωνε ποτέ το τηλέφωνό της.Ρώτησα παντού, μα ήταν σα να άνοιξε η γη και να την κατάπιε. Στην απελπισία μου πήγα και στην αστυνομία, μα δεν δέχτηκαν να βοηθήσουν. Εφόσον ήταν ενήλικη και με είχε εγκαταλείψει δεν υπήρχε πραγματικά εξαφάνιση. Αν κάποιο οικείο της πρόσωπο τη δήλωνε τότε και μόνο τότε θα την έψαχναν.
Φυσικά η απόδοση μου στη δουλειά έπεσε και αυτό ήταν το λιγότερο. Είχα φτάσει στα όρια της απελπισίας. Η κατάθλιψη ήταν φανερή. Είχα χάσει κιλά, δεν είχα συνέχεια επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο και τα μάτια μου είχαν μαύρους κύκλους. Ο διευθυντής μου, μού έδωσε αναρρωτική άδεια για να συνέλθω. Όλο εκείνο το διάστημα συνέχισα να πηγαίνω σε όλα τα μέρη που είχαμε πάει μαζί και να ρωτάω για εκείνη. Τίποτα.
Το δύσκολο ήταν πως γνώριζα ότι είχε φύγει μακριά μου χωρίς να το θέλει. Ένα βράδυ κοιμόταν δίπλα μου κι εγώ την κοιτούσα μαγεμένος. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της, χαμογέλασε και τα ξαναέκλεισε. Τότε την ρώτησα.
-Γιατί εμένα; Γιατί έμεινες με εμένα;
-Γιατί κοντά σου νιώθω ξεχωριστή για όλους τους σωστούς λόγους.
Έγραψα αυτή την ιστορία για να με καταλάβετε. Δεν θα μπορέσετε να καταλάβετε ποτέ τι ακριβώς πέρασα μα σίγουρα θα έχετε ερωτευτεί και σίγουρα θα έχετε απογοητευθεί κι εσείς. Αν όχι, δεν ξέρω τι κάνετε σε αυτόν τον πλανήτη. Κι έγραψα αυτή την ιστορία για να με δικαιολογήσετε. Έχω τραβήξει όλο κι όλο ένα βίντεο από εκείνη να τραγουδάει το diamonds and Rust και το βάζω να παίζει καθώς γράφω αυτά τα τελευταία λόγια.
Γιατί ξέρετε, έμαθα τι έγινε. Η χαρά μου για εκείνη, έφερε κοντά και πάλι στα ίχνη της εκείνον τον γιατρό και την ομάδα του. Άρχισαν να την ψάχνουν να την κάνουν πειραματόζωο και πάλι. Ρώτησαν μέχρι και στη δουλειά μου για εκείνη. Και για αυτό εκείνη έφυγε. Για να μας προστατέψει. Κι εμένα και εκείνη. Θα ορκιζόμουν ότι τα κατάφερε,αν εδώ και περίπου δύο ώρες δεν είχε γεμίσει το δωμάτιο μου από αυτή τη μυρωδιά της καμένης ζάχαρης... Η ίδια όμως δεν είναι εδώ.
Πείτε με τρελό, μα πιστεύω ότι την βρήκαν και την σκότωσαν... Μια ψυχή γυρίζει πάντα στα μέρη που αγάπησε. Είναι κανόνας. Και αυτή η ψυχή είναι εδώ τριγύρω μου. Και με περιμένει.
Ώρα να πάω κοντά της. Μην με κακολογήσετε. Δεν θα με καταλάβετε, το ξέρω. Έπρεπε όμως να ακούσετε την ιστορία μου λίγο πριν φύγω μαζί της. Η μυρωδιά είναι ακόμα πιο έντονη πλέον. Τα χάπια δρουν πιο γρήγορα από όσο περίμενα. Σύντομα θα είμαστε μαζί!
Αντίο.
***
Εκείνος: Ήξερα πως είσαι εδώ... Τώρα νιώθω πιο ήρεμος... Έλα κοντά μου... Αγκαλιασέ με...
***
Εκείνη:
Θα φύγω, όσο κι αν θέλω να μείνω... Το μόνο που μπορώ να του κάνω είναι κακό... Δεν ξέρει... Δεν μπορεί να ξέρει τι σημαίνει να είσαι όπως εγώ... Να είσαι από...ζάχαρη. Όχι μεταφορικά, μα κυριολεκτικά. Άλλωστε δεν μπόρεσα να είμαι ποτέ ειλικρινής μαζί του... Δεν γεννήθηκα έτσι... Πήρα μέρος σε ένα πείραμα... Πληρώθηκα για αυτό. Αυτοί που με ψάχνουν, με θέλουν πίσω... Είναι στους όρους τους συμβολαίου που υπέγραψα. Τους ανήκω... Μα τον τελευταίο καιρό χειροτέρεψα. Πονάω πολύ, μα δεν του το δείχνω. Τις προάλλες στον καθρέφτη, θα ορκιζόμουν ότι είδα κάποιο μέρος του σωματός μου να εξαφανίζεται για λίγο... Φοβήθηκα....
Τις επόμενες μέρες το φαινόμενο έγινε πιο έντονο... Μάζεψα τα πράγματα μου. Έπρεπε να φύγω... Να γυρίσω εκεί που με δημιούργησαν... Πήρα τη βαλίτσα μου και μπήκα σε ένα ταξί. Όταν βγήκα από το ταξί δεν πήγα απευθείας σε εκείνους. Έμεινα ένα βράδυ σε ένα ξενοδοχείο εκεί κοντά και τότε συνέβη...
Το σώμα μου σταμάτησε να υπακούει... Θεέ μου είχα αρχίσε να γίνομαι αόρατη. Μα το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Χανόμουν κυριολεκτικά. Δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω ούτε να ακούσω τι έλεγαν οι άλλοι. Έβλεπα τον κόσμο μέσα από μια γυάλινη φούσκα και εκείνος δεν με έβλεπε. Η μόνη μου ελπίδα ήταν να γυρίσω σε εκείνον. Να τον κάνω να καταλάβει... Θα με βοηθούσε... Μόνος εκείνος μπορούσε. Τον βρήκα να γράφει κάτι σε ένα χαρτί. Έμεινα μακριά του και περίμενα να τελειώσει. Τον είχα καταντήσει ένα ερείπειο... Έπρεπε να τον είχα αποφύγει... Μα...δεν γινόταν... Κάτι πάνω του με έστελνε απευθείας στην αγκαλιά του. Το σώμα μου ή τελοσπάντων ότι είχε πάρει τη θέση του έβρισκε ηρεμία κοντά του. Όταν είδα να κλείνει τα μάτια του πλησίασα κοντά του. Τον πήρε ο ύπνος ενώ έγραφε... Μα τι έγραφε;
Όοοοχι! Δεν μπορεί! Μα τι έκανες;;; Βοήθεια! Βοήθεια! Δεν με ακούει κανείς; Βοήθεια.... Έστω να τον αγκαλιάσω... Μα φαίνεται να μου χαμογελάει... Πώς είναι δυνατόν; Φαίνεται να μπορεί να με δει! Αυτή τη φορά θα μείνουμε μαζί για πάντα...
***
Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot
Δεύτερα 23 Νοεμβρίου
Βρέθηκε νεκρός ο νεαρός που αγνοούταν επί έξι ημέρες.
Ο Σ.Κ., 28 ετών βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμα του. Η νεκροψία έδειξε πως είχε πάρει μεγάλη ποσότητα ηρεμιστικών χαπιών. Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης είναι πως το διαμερισμά του είχε ελεγθεί από την αστυνομία από τις πρώτες ώρες της εξαφάνισης και δεν βρέθηκε κανένα ίχνος του. Όλοι μιλούσαν για μια έντονη μυρωδιά καμένης ζάχαρης, που όμως δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν από που προερχόταν.
Οι πληροφορίες που βγήκαν στην δημοσιότητα από την πρώτη στιγμή που δηλώθηκε η εξαφάνισή του μιλούν για μία ερωτική απογοήτευση, καθώς η κοπέλα με την οποία έμεναν μαζί σχεδόν για δύο χρόνια, τον εγκατέλειψε μια μέρα ξαφνικά. Ο ίδιος μάλιστα είχε προσπαθήσει να πείσει την αστυνομία να κάνει έρευνες για να την εντοπίσει, κάτι που η αστυνομία αρνήθηκε. Τώρα οι έρευνες έχουν στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση παρόλο που η ίδια αγνοείται από την ημέρα που ο Σ.Κ. ανέφερε την εξαφάνισή της στην αστυνομία.
Οι γείτονες αναφέρουν πως η μυρωδιά της καμένης ζάχαρης συνέχισε να υπάρχει για μέρες στον χώρο και μόλις εξαφανίστηκε, τη θέση της πήρε η δυσωδία από το πτώμα. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς έχει συμβεί.
Παρακολουθούμε τις εξελίξεις και θα σας κρατάμε ενήμερους για οτιδήποτε νεότερο μαθαίνουμε.
Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος
Σταύρος Θάνος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!
Τελευταία Νέα
Ο Τρόμος στις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ
Η πρώτη μου επαφή με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, παραδόξως δεν ήταν μέσα από τις ταινίες του, αλλά από την παιδική σειρά οι Τρεις Ντετέκτιβ . Στην ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις
-
Κάθε μέρα κατάφερνα να του ξεφεύγω. Δεν ξέρω αν ήταν η ικανότητά μου, ή απλά με άφηνε να κερδίζω, μέχρι να πάρει σοβαρά το θέμα και να με ...
-
Το πιο εύκολο πράγμα στο διαδίκτυο είναι να αγοράσεις βλακείες. Πράγματα αχρείαστα, πράγματα που αν σου έδιναν τη δυνατότητα να σκεφτείς έ...
-
Το καινούριο μυθιστόρημα σε λίγο καιρό βρίσκεται κοντά σας!
-
Photo by Stephan Müller from Pexels Η μυρωδιά από το βούτυρο είχε πλημμυρίσει το σπίτι. Η κυρία Πίτερσον έβγαλε από τον φούρνο μία ...
-
«Έλατε μέσα μην στέκεστε!» Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που μου είχε συμβεί. Είχα βρεθεί από τύχη σε ένα από τα πιο διάσημα μέρη για β...