Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

Για την Άννα μου

 Το διήγημα που ακολουθεί αποτελεί συνέχεια του διηγήματος Κάστρο. Πριν το διαβάσετε, θυμηθείτε τη σύντομη ιστορία εδώ.


Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Έχουν μέσα τους ένα ρολόι που μετράει αντίστροφα. Δεν το καταλαβαίνουν, μα μόλις το ακούσουν πρώτη φορά, δεν υπάρχει πια επιστροφή.

Με λένε Άγη, μα όλοι σας με ξέρετε σαν τον κηπουρό δολοφόνο. Το μόνο που διαβάσατε για μένα είναι πως βρέθηκαν έξι πτώματα στον κήπο μου. Οι δημοσιογράφοι έτρεξαν και ρούφηξαν κάθε σταγόνα αυτής της ιστορίας. Δεν υπήρξε σημείο του σπιτιού μου που δεν είδατε. Είδατε τους γείτονες μου να μιλάνε. Όλοι τους έπεσαν από τα σύννεφα. Και είναι λογικό. Όλοι αναρωτιόνται αν έχουν κάνει κι άλλους φόνους, αν υπάρχουν κι άλλα πτώματα, αν κινδύνευαν οι γείτονές μου, όμως κανείς δεν μου έκανε όμως μια βασική ερώτηση. Γιατί.

Το δικό μου ρολόι το άκουσα για πρώτη φορά την ημέρα που πέθανε η γυναίκα μου. Ξέρετε, αντίθετα με όσα λένε για τους δολοφόνους, ότι πάντα ήταν τέρατα, ότι τους άρεσε να βασανίζουν ζωάκια πριν περάσουν στους ανθρώπους κι άλλα τέτοια ευρηματικά, εγώ δεν είχα ποτέ τέτοιες ανησυχίες. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να βλάψω κανέναν, στεναχωριόμουν όταν άκουγα τέτοιες ειδήσεις και πάντα στα ταξίδια που έκανα με τη νταλίκα μου πρόσεχα πάρα πολύ μήπως συμβεί κάτι. Μάλιστα κάποτε έσωσα και τη ζωή μιας γυναίκας όταν την πήρα από τα χέρια των επίδοξων ληστών ή ίσως και βιαστών της τελευταία στιγμή!

Όμως τότε δεν ήξερα πως η ζωή δεν είναι πολύτιμη. Τότε δεν ήξερα πως τσάμπα την εκτιμάμε. Δεν ήξερα πως το να ζει κανείς δεν σημαίνει τίποτα.

Η Άννα μου ήταν ένα υπέροχο πλάσμα. Την αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε ένιωσα αυτήν την ακαταμάχητη έλξη για να μοιραστώ πράγματα μαζί της και ξέρετε κάτι; Ήταν αμοιβαίο. Δεν ήταν ρομάντζο με την έννοια που διαβάζουμε στα βιβλία. Υπήρχε χιούμορ, υπήρχε κατανόηση. Όχι καρδούλες και λουλούδια. Γελούσαμε. Συνέβαινε κάτι αστείο και ήθελα να την πάρω τηλέφωνο να της το πω. Και ήξερα ότι θα γελούσε και θα έλεγε κάτι έξυπνο. Η Άννα μου ήταν ο άνθρωπος μου με τρόπο που δεν θα το καταλάβετε ποτέ.

Όταν μάθαμε τα νέα για τον καρκίνο, δεν βρήκα τίποτα έξυπνο να πω. Εκείνη ήθελε να το πάρουμε στην πλάκα. Και προσπάθησα ειλικρινά να κάνω το καλύτερο που μπορούσα. Ήμουν εκεί στις χημειοθεραπείες και μου έλεγε πως ήταν το καλύτερο πράγμα με το οποίο είχε μαστουρώσει ποτέ. Γελούσα μπροστά της και μετά πήγαινα να πάρω καφέ και ξεσπούσα σε κλάματα. Είμαι σίγουρος πως έκανε το ίδιο γιατί όταν γυρνούσα χαμογελούσε μα τα μάτια της ήταν μαύρα. Εκείνη επέμενε πως ήταν το φάρμακο.

Συνέχισε να παλεύει με χιούμορ όλη την κατάσταση. Τα πεσμένα μαλλιά, τα κόκκαλα της που πλέον φαίνονταν μέσα από την ταλαιπωρημένη σάρκα της, το χλωμό της πρόσωπο. Για όλα είχε να πει κάτι. Δεν είχε σβήσει το χαμόγελο από τα χείλη της, μπορούσες όμως να δεις πως τα μάτια της δεν ήταν πια εκείνα που ήταν παλιότερα. Είχαν χάσει κομμάτι από τη ζωντάνια τους. Κι όπως αποδείχτηκε τα μάτια ήταν εκείνα που θα καθόριζαν το πότε θα ξεκινούσε να χτυπάει το ρολόι μέσα μου.

Όταν πλέον δεν άντεχε τους πόνους ήμασταν μόνιμα στο νοσοκομείο. Δεν πήγαινα ποτέ σπίτι μας. Πλέον δεν μιλούσε πολύ. Όμως χαμογελούσε ακόμα.

Λίγο πριν πεθάνει μου είπε πως δεν θα μου το συγχωρούσε ποτέ αν άφηνα τον κήπο στο σπίτι απότιστο να μαραθεί. Δεν ξέρω πώς της ήρθε να το πει αυτό, αλλά της υποσχέθηκα πως δεν θα τον άφηνα. Ήμουν εκεί και την κοιτούσα στα μάτια. Με κοίταζε κι εκείνη. Μου είπε πως η ζωή είναι μια πλάκα και χαιρόταν που τη ζήσαμε μαζί. Και μετά συνέχισε να με κοιτάζει. Μόνο που πια δεν ήταν εκεί. Τα μάτια έμειναν ανοιχτά όμως δεν κοιτούσαν κανέναν πλέον. Είδα τη ζωή να φεύγει. Η Άννα μου δεν ήταν πια η Άννα μου. Ήταν ένα κενοτάφιο. Εκείνη τη στιγμή δεν έκλαψα. Έμεινα σοκαρισμένος με τη σκέψη πως ό,τι αγκάλιαζα, ό,τι αγαπούσα, ό,τι ήταν η εικόνα μου για εκείνη, είχε μείνει εκεί πίσω μόνο του, χωρίς ζωή. Ό,τι ήταν και ό,τι είχε υπάρξει η Άννα μου είχε εξαφανιστεί.

Την επόμενη μέρα έγινε η κηδεία. Όταν είδα να σκεπάζουν το πρόσωπό της θυμήθηκα τα μάτια της. Η καμπάνα πιο δίπλα χτύπησε πένθιμα. Εκείνη τη στιγμή άκουσα για πρώτη φορά το ρολόι μέσα μου. Τικ τακ χτυπούσε αντίστροφα. Αναρωτήθηκα γιατί δεν το ακούμε όλοι. Ο κόσμος γύρω μου ερχόταν να με συλλυπηθεί κι εγώ άκουγα το ρολόι να χτυπάει ασταμάτητα. Δεν υπήρχε χρόνος, όχι για τους νεκρούς. Όσο χτυπούσε το ρολόι σου ήσουν υποχρεωμένος να ζεις. Δεν μπορούσες να ξέρεις πότε θα σταματήσει. Τικ τακ, τικ τακ.

Προσπάθησα να επιστρέψω στη ζωή μου. Σίγουρα επέστρεψα στον κήπο μας. Περνούσα άπειρες ώρες εκεί. Έπρεπε να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Όλοι θαύμαζαν τον κήπο μας. Γιατί δεν ήταν δικός μου, ήταν και δικός της.

Μετά από κάποιο διάστημα επέστρεψα και στη δουλειά. Οι διαδρομές ήταν μεγάλες και αυτό με βοηθούσε. Σκεφτόμουν κάθε στιγμή της ζωής μας. Μπορούσα να θυμηθώ τα πάντα με λεπτομέρειες. Έτσι οδηγούσα κι έφτανα από τον έναν προορισμό στον άλλον χωρίς να καταλαβαίνω το πως. Σκεφτόμουν την Άννα μου και ταξίδευα με τη σκέψη μου. Το ρολόι ήταν ακόμα εκεί βέβαια.

Από αυτό το σημείο της αφήγησης ξεκινάνε τα προειδοποιητικά καμπανάκια πώς κάτι δεν πήγαινε καλά. Το πρώτο έχει να κάνει με την παρουσία της Άννας μου σε κάποιες διαδρομές. Πριν με πείτε τρελό να σας πω ότι δεν εννοώ ότι ήταν εκεί σαν πνεύμα ή κάτι τέτοιο. Μου άρεσε να σκέφτομαι πως είναι δίπλα μου, πώς της μιλάω. Εκείνη απαντούσε. Φυσικά στη φαντασία μου, δεν είναι ερωτήσεις αυτές!

Δεύτερη προειδοποίηση. Αυτή τη φορά ήταν λίγο πιο σοβαρά τα πράγματα. Έβρισκα αντικείμενα δικά της να έχουν μετακινηθεί στο σπίτι. Από κάποιο σημείο και μετά άρχισα να σημειώνω πού τα έβρισκα και τα άφηνα εκεί επίτηδες για να ξέρω ότι πράγματι μετακινήθηκαν. Σαν απόδειξη.

Τρίτη προειδοποίηση. Η σκέψη του θανάτου. Πάντα επανερχόμουν στα κενά της μάτια. Είχε δει κάτι λίγο πριν το τέλος; Εκείνο το φως; Η σκέψη αν υπήρχε τρόπος να το μάθω έπρεπε να με προβληματίσει.

Τετάρτη προειδοποίηση. Ή μάλλον τελευταία προειδοποίηση. Έπρεπε να μάθω. Έπρεπε να μάθω αν η Άννα μου ήταν κάπου αλλού. Ήθελα να ξέρω πως το πλάσμα που με είχε μαγέψει είχε πάει κάπου αλλού και με περίμενε. Συνήθως καίγεσαι στην τρίτη προειδοποίηση, εγώ κάηκα στην τέταρτη.

Το μεγαλύτερο φιλοσοφικό ερώτημα από όταν ο άνθρωπος στάθηκε στα δύο του πόδια είναι αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο. Η φιλοσοφία, οι θρησκείες, η ζωή μας όλη είναι στραμμένη γύρω από αυτό. Είναι παράδοξο πώς ζούμε μόνο με τη βεβαιότητα του θανάτου, αλλά και με μια ελπίδα για κάτι παραπάνω. Από τη σύντομη έρευνα μου, κατάλαβα πως κανένας ποτέ δεν είχε απαντήσει ικανοποιητικά σε αυτό το ερώτημα. Και φυσικά ήταν τα μάτια της Άννας μου που δεν μου άφηναν περιθώριο να είμαι αισιόδοξος για το μετά. Ό,τι είχε απομείνει από εκείνη ήταν θαμμένο δύο μέτρα κάτω από το έδαφος. Θα μπορούσε πραγματικά να είναι κάπου άλλου;

Στις διαδρομές με το φορτηγό έβαζα και άκουγα συνεχώς εκπομπές με παρόμοια θέματα. Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι πνευματιστές ήταν τσαρλατάνοι και όλοι αυτοί που μιλούσαν για φαντάσματα είχαν πρόβλημα. Απόδειξη ήταν και πάλι πως η Άννα μου δεν είχε δώσει κάποιο χειροπιαστό σημείο ζωής μετά τον θάνατο. Ήμουν σίγουρος πως θα το έκανε.

Σε κάποιο μεταμεσονύχτιο δρομολόγιο συνειδητοποίησα πως ενώ η ανθρωπότητα είχε κάνει ένα φοβερό σφάλμα στην προσπάθεια της να ανακαλύψει το μετά. Είχε μείνει στη θεωρία. Οποιαδήποτε πρακτική γνώση ήταν ξεκάθαρα αποτέλεσμα τύχης και συγκυριών. Κανείς δεν είχε τολμήσει να περάσει στην πράξη. Να ψάξει πραγματικά. Έπρεπε να βρω εθελοντές. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου δύσκολο.

Ο πρώτος εθελοντής μου ήταν ο Καμίρ, Αφγανός πρόσφυγας που μου ζήτησε να τον μεταφέρω όσο πιο κοντά στα σύνορα γινόταν. Μου πρόσφερε λεφτά και αρνήθηκα. Βεβαιώθηκα κατά τη διάρκεια της διαδρομής πως δεν έχει συγγενείς ή οικογένεια κάπου να τον περιμένει. Σε δύο τρεις προηγούμενες προσπάθειες είχα κάνει πίσω. Δεν ήθελα να στερήσω από κανέναν την οικογένεια του. Θα ήταν ανήθικο. Ο Καμίρ δεν είχε κανέναν. Ούτε γονείς, ούτε αδέρφια, ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά. Ήταν ιδανικός υποψήφιος. Με το πρόσχημα βλάβης σταμάτησα σε μια περιοχή που ήξερα καλά. Ήταν ένα σημείο που αν ακολουθούσες τον παράδρομο της εθνικής έβγαινες σε ένα ερημικό σημείο που ποτέ δεν υπήρχε κάποιος άλλος. Είχα κοιμηθεί πολλά βράδια εκεί και ποτέ δεν είχα δει κανέναν.

Του έδωσα να πιεί ένα αναψυκτικό στο οποίο είχα ρίξει ισχυρά υπνωτικά χάπια. Σε λίγη ώρα ήταν εντελώς δικός μου. Τον έδεσα, αλλά δεν του έκλεισα ούτε τα μάτια, ούτε το στόμα. Όταν άρχισε να συνέρχεται του εξήγησα πως θα τον σκότωνα. Φυσικά άρχισε να φωνάζει. Τον ενημέρωσα πως δεν τον άκουγε κανείς. Ήθελα μόνο ενώ πεθαίνει να μου πει αν υπάρχει κάτι. Να πει ένα ναι ή ένα όχι. Του το έκανα όσο περισσότερο κατανοητό μπορούσα. Ήξερε καλά αγγλικά αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι του ζητάω.

Δεν είναι δύσκολο Καμίρ. Όπως σε σκοτώνω εσύ πρέπει απλά να μου πεις αν βλέπεις κάτι.

Έβαλα τα χέρια μου στον λαιμό του. Έσφιγγα δυνατά και μετά από λίγο τον άφηνα. Εκείνος πάσχιζε να αναπνεύσει. Δεν ήξερα πως ήταν τόσο δύσκολο. Στις ταινίες φαινόταν απλό. Αν αναρωτιέστε αν υπήρξαν στιγμές που σκέφτηκα να σταματήσω, θα σας πω όχι. Μία θυσία ενός ανθρώπου που δεν θα έλειπε από κανέναν δεν ήταν τίποτα μπροστά στο προαιώνιο ερώτημα που βασανίζει την ανθρωπότητα.

Λίγο πριν το τέλος κοίταξα τα μάτια. Με κοίταζαν με τρόμο, πολύ διαφορετικά από ότι με κοιτούσε η Άννα μου. Το βλέμμα έμεινε το ίδιο παγωμένο. Δεν είπε ποτέ τίποτα. Ο Θάνατος ήρθε και πάλι μπροστά μου έκανε τη δουλειά του κι έφυγε.

Έμεινα αρκετή ώρα εκεί να τον κοιτάζω. Έψαχνα το σημάδι που θα μου έδινε την απάντηση. Αλλά μάταια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα σκεφτεί καν τι θα κάνω με το πτώμα. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, τον έβαλα στη θέση του συνοδηγού και τον έφερε μέχρι το σπίτι. Κανείς ποτέ δεν με σταμάτησε να κάνει έλεγχο. Δεν είχα σκεφτεί καν τι θα έλεγα αν με σταματούσαν. Είχα παίξει με τις πιθανότητες και είχα βγει νικητής.

Το ίδιο βράδυ τον έθαψα στον κήπο. Την επόμενη το πρωί πήρα δύο καινούριες τριανταφυλλιές και φύτεψα επάνω του.

Έτσι συνέχισα και με τους υπόλοιπους. Όλοι τους απρόθυμοι εθελοντές στο έργο μου. Κανείς δεν μπόρεσε να μου πει αυτό που έψαχνα. Είχα αλλάξει μέχρι και μέθοδο. Χορηγούσα πλέον ένεση με χλωρίνη για να έχουν περισσότερο χρόνο να μιλήσουν αν βλέπουν πραγματικά κάτι. Όσες προσπάθειες κι αν έκανα κατέληγα στο ίδιο συμπέρασμα. Δεν έβλεπαν τίποτα.

Είχα αποφασίσει να σταματήσω λίγο πριν εκείνο το σκυλί ξεφύγει από τον γείτονα μου και αρχίσει να σκάβει τον κήπο μου. Δεν μετανιώνω για όσα έκανα. Μπορείτε να νομίζετε ό,τι θέλετε για εμένα, μα εγώ ξέρω πως αναζήτησα μόνο την αλήθεια. Διαβάζετε ένα σωρό φιλοσόφους, ακούτε να σας μιλάνε για κόλαση και παράδεισο και ούτε ένας από αυτούς δεν γύρισε να το επιβεβαιώσει. Εγώ λοιπόν σας επιβεβαιώνω με τον μόνο πρακτικό τρόπο που μπορεί να το μάθει ο άνθρωπος πως δεν υπάρχει τίποτα μετά. Ένα κενό, όπως αυτό που σχηματίστηκε στα μάτια όλων. Έρχεται το αιώνιο σκοτάδι μαζί με το χώμα που μας σκεπάζει.

Γράφω αυτά τα λόγια για να μην πάει χαμένη η θυσία μου. Να μην πάει χαμένη η θυσία της Άννας μου, η θυσία των εθελοντών μου. Μου έχει μείνει μόνο μια ύστατη πράξη θυσίας. Θα βάλω τέλος στην ίδια μου την ζωή. Όχι από τύψεις, όχι από ενοχή, όχι επειδή φοβάμαι την φυλακή. Επιλέγω το τέλος γιατί κατάλαβα πως το μόνο που ζει πλέον από την Άννα μου είναι η ανάμνησή της στο κεφάλι μου. Εγώ έχω σβήσει από το δικό της κεφάλι και αυτό είναι κάτι που δεν αντέχω. Ήρθε η στιγμή να σβήσω την Άννα μου. Με πονάει που δεν θα είμαστε μαζί σε αυτό που ονομάζουν μεταθανάτια ζωή, μα την ώρα που θα βρουν τα δικά μου μάτια να κοιτούν το κενό, θα καταλάβουν πως η βεβαιότητα του θανάτου δεν μας καθορίζει. Η βεβαιότητα του τίποτα είναι αυτή που πρέπει να μας τρομάζει.

Σαν τελευταία χάρη ζητάω να προσέχετε τον κήπο μου. Τον αφήνω στην πολιτεία. Θα γίνει μια όμορφη πλατεία για την γειτονιά. Αντίο σας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Τελευταία Νέα

Το πρόσωπο της μάσκας

Το καρναβάλι είχε τελειώσει. Κόσμος ακόμα στους δρόμους, όμως σε λίγο ξημέρωνε και σιγά σιγά επέστρεφαν όλοι για ύπνο. Ο αρχικός ενθουσιασμό...

Δημοφιλείς αναρτήσεις