Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

΄Ύψωμα 816

 27η Οκτωβρίου 2001

Λίγες κάμερες και δημοσιογράφοι βρέθηκαν εκείνο το απόγευμα στην αίθουσα εκδηλώσεων Μελίνα Μερκούρη στο Ίλιον, κυρίως από τοπικά μέσα και τη δημόσια τηλεόραση. Δε θα πω ψέματα. Άρχισε να βρέχει, περνούσα από έξω και μπήκα. Είπα να κάτσω λίγο μέχρι να τελειώσει η βροχή και μετά θα έφευγα. Ο Δήμαρχος καθώς και κάποια μέλη του δημοτικού συμβουλίου ήταν εκεί για να τιμήσουν τον Μανώλη Δημητράκη, ένα παλαίμαχο του Β Παγκοσμίου Πολέμου και του Έπους του '40. Όταν τον κοιτούσες εκεί πάνω στη σκηνή, έναν παππού γύρω στα ογδόντα δεν μπορούσες να πιστέψεις αυτό που έλεγαν όλοι ότι είχε κάνει. Ήταν ο τελευταίος από την ομάδα του στο ύψωμα 816 λίγο πριν την Κορυτσά. Και κατάφερε και υπερασπίστηκε μόνος του για δύο ολόκληρες μέρες το ύψωμα, μέχρι που τελικά οι Ιταλοί υποχώρησαν. Λένε πως η μάχη ήταν τόσο σκληρή που τα πτώματα των στρατιωτών δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν. Έλληνες και Ιταλοί στρατιώτες που πέθαναν θάφτηκαν εκεί και δεν επέστρεψαν ποτέ στις οικογένειες τους.

Ήταν από αυτές τις περιπτώσεις που ο μύθος έχει εισχωρήσει σε ένα κομμάτι της ιστορίας. Την αφήγηση εκείνων των ημερών είχε αναλάβει ένας διευθυντής γυμνασίου - φιλόλογος - και με γλαφυρό τρόπο και προσπαθώντας να δημιουργήσει την κατάλληλη συγκίνηση αφηγούταν την ιστορία κομμάτι κομμάτι. Όλη εκείνη την ωρά κοιτούσα τον ήρωα. Ήταν εκεί απέναντι με το κεφάλι σκυφτό και την περισσότερη ώρα κλειστά τα μάτια. Σε έκανε να αναρωτιέσαι αν είχε αποκοιμηθεί λόγω ηλικίας, ή αν προσπαθούσε να φέρει τις εικόνες στο μυαλό του. Κάποιες στιγμές έσφιγγε τα κλειστά μάτια και μπορούσες να καταλάβεις πως κάτι θυμόταν. 

Ο δήμαρχος μίλησε λιγότερο ευχαριστώντας τον διευθυντή και έπειτα εκ μέρους της πολιτείας τον ίδιο τον Δημητράκη. Εκείνος έγνευσε. Σηκώθηκε όρθιος και ο δήμαρχος του έδωσε την τιμητική πλακέτα. Χειροκροτήματα στην αίθουσα και ο αμίλητος μέχρι εκείνη την ώρα ήρωας είπε ένα ξερό ευχαριστώ. Τα μέσα θα το περιέγραφαν ως συγκίνηση, μα μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι ήταν αδιαφορία. Ήταν εκεί γιατί τον ανάγκασαν να πάει. Ήταν κάτι που δεν ήθελε να κάνει. Ένας δημοσιογράφος του ζήτησε να πει δυο λόγια. Ο δήμαρχος τον συνόδευσε μέχρι το μικρόφωνο. Η αμηχανία του ήταν έκδηλη. 

«Το μόνο που θέλω να πω είναι πως νιώθω λύπη για όλους όσους έμειναν σε εκείνο το ύψωμα. Λέμε συνήθως πως έτσι έγιναν αθάνατοι, όμως εγώ έπρεπε να ζήσω με το βάρος αυτό όλη μου τη ζωή. Να ζω, να γνωρίσω τη γυναίκα μου, να κάνω παιδιά και εγγόνια και εκείνοι να είναι εκεί. Όλοι τους κοντά στα είκοσι. Αθάνατοι....»

Η σιωπή και το βλέμα στο κενό επέστρεψαν. Χλιαρά χειροκροτήματα που δυνάμωσαν για να κρύψουν αυτή την αμηχανία. Η γιορτή θα συνεχιζόταν στο φουαγιέ του χώρου. Γλυκά και αναψυκτικά έκαναν την εμφάνισή τους όσο ήμασταν μέσα. Οι υπάλληλοι έτρεχαν να είναι όλα έτοιμα καθώς η πόρτα άνοιγε και ο κόσμος έβγαινε προς τα έξω. Σε δευτερόλεπτα ο κόσμος είχε γεμίσει φασαρία και καπνό τσιγάρου. Έμεινα σε μια γωνία και περίμενα να βγει ο Δημητράκης. Άφησα πρώτα να τον πλησιάσει ο κόσμος να του μιλήσει, να του πει πόσο ευγνώμονες είναι όλοι και αφού τελείωσαν με όλες τις αβρότητες (ή βαρετές φανφάρες, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς) τον άφησα να βγει έξω. Έβγαλε από το σακάκι του μια κασετίνα με τσιγάρα. Άναψε ένα και έμεινε πάλι αμίλητος. Πλησίασα. 

«Κύριε Δημητράκη ήθελα να σας ρωτήσω κάτι»

Τράβηξε άλλη μια τζούρα και έγνευσε να ρωτήσω.

«Όταν εκείνος ο άνθρωπος διάβαζε τα πράγματα που εσείς είχατε διηγηθεί, εσείς κλείσατε τα μάτια. Τι ήταν αυτό που εκείνος ο άνθρωπος δεν είπε;»

Με κοίταξε έκπληκτος. 

«Τι έννοεις;»

«Το πρόσωπο σας σκλήρυνε. Όχι γιατί ήταν σκληρό αυτό που ακούγατε. Εκείνη την ώρα κάτι άλλο βλέπατε μπροστά σας. Θα ήθελα να μάθω τι ήταν αυτό που κρύψατε.»

«Δεν έχω κρύψει τίποτα»

Γύρισε να φύγει ενοχλημένος.

«Κύριε Μανώλη, θα πάω στο ύψωμα 816 και θέλω να ξέρω».

Έλεγα ψέματα. Δεν είχα ιδέα για όλα αυτά, είχα μπει να γλιτώσω από τη βροχή, η βροχή είχε σταματήσει κι εγώ θα έπρεπε να έχω φύγει. Όμως έπρεπε να ξέρω. 

«Τι... τι θα πας να κάνεις; Όχι δε θα το κάνεις αυτό!»

«Για αυτό ρωτάω και πάλι. Γιατί δεν πρέπει να το κάνω αυτό»

Με κοίταξε ταραγμένος. «Έλα μαζί μου. Δε νομίζω πως θα με ψάξει κανείς»

Πήγαμε δίπλα στην πλατεία. Κάτσαμε σε ένα παγκάκι έξω από την εκκλησία του Αγίου Φανουρίου. Μου έτεινε με το χέρι ένα τσιγάρο. 

«Το έχω κόψει»

«Καλά κάνεις. Εμένα δεν με σκότωσε ούτε αυτό»

Άλλη μια στιγμή σιωπής. Φαινόταν να μαζεύει κουράγιο. 

«Ό,τι έγινε στο ύψωμα 816 έμεινε κρυφό και από τους δικούς μας και από τους Ιταλούς. Ήταν η μόνη πραγματική ανακωχή του ελληνοιταλικού πολέμου και ήμουν μέρος της συμφωνίας επειδή πράγματι ήμουν ο μόνος επιζών. Μόνο δεν πολεμούσα τους Ιταλούς. Νομίζω ότι αρκετά το κράτησα μέσα μου. Θα στο πω μόνο και μόνο για έναν λόγο. Μην πατήσεις ποτέ το πόδι σου σε εκείνον τον καταραμένο τόπο. Ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος. Το ξέρουν και οι Αλβανοί. Ο τόπος δεν είναι προσβάσιμος, ή τουλάχιστον δεν ήταν όσο είχαν κουμουνισμό. Δεν ξέρω τι έγινε αργότερα με όλα αυτά που πέρασαν και αυτοί»

Είχα ήδη μετανιώσει που δεν πήρα νωρίτερα εκείνο το τσιγάρο.

«Εκείνες τις ημέρες προχωρούσαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε. Τα υψώματα είχαν τεράστια σημασία για από εκεί μπορούσες να έχεις εποπτεία σε όλη την περιοχή. Το να έχεις στην κατοχή σου ένα ύψωμα σήμαινε αυτομάτως πως μπορούσες να ορίσεις την περιοχή. Τα πράγματα σε εκείνο το σημείο ήταν ζόρικα για εμάς γιατί είχαμε και την αεροπορία να μας σφυροκοπάει. Έτσι είχαμε αποφασίσει να κινηθούμε νύχτα ώστε να φτάσουμε πρώτοι στο ύψωμα. 

Όταν φτάσαμε στην κορυφή αρχίσαμε να στήνουμε πρόχειρα οχυρά. Σκάψαμε και με τις πέτρες χτίζαμε γύρω όλα τα απαράιτητα. Όλα αυτά σε απόλυτο σκοτάδι γιατί αν ανάβαμε φωτιά θα μας έβλεπαν και τότε όλα θα τελείωναν. Θα ήμασταν εύκολος στόχος. Φαντάσου την έκπληξη των Ιταλών όταν το ξημέρωμα αντίκρυσαν ένα πρόχειρο οχυρό πάνω στο ύψωμα και εμάς να αναρτούμε την ελληνική σημαία! Το δυστύχημα ήταν πως η ομίχλη των προηγούμενων ημερών είχε διαλυθεί και πλέον ήμασταν έυκολος στόχος για τα αεροπλάνα.

Μετά την έκπληξη ήρθε η οργή. Άρχισαν να μας ρίχνουν από παντού. Η εντολή ήταν ρητή. Έπρεπε να αντέξουμε μέχρι να έρθει το τάγμα μας. Ένα αεροπλάνο πέρασε από πάνω και άρχισε να μας ρίχνει. Μπήκαμε στο ανάχωμα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι γινόταν γύρω μας»

Μέχρι αυτό το σημείο η διήγηση του δεν διέφερε από όσα είχα ακούσει. Ήταν λίγο καλύτερα από όταν τα διάβαζε ο διευθυντής, αλλά μπορούσα να καταλάβω γιατί είχε μείνει αμίλητος. Δεν ήθελε να του ξεφύγει η αλήθεια.

«Είχαμε σταματήσει να πυροβολούμε προς τους Ιταλούς. Πρώτο μας μέλημα ήταν να μη σκοτωθούμε από τις βόμβες που έπεφταν. Έτσι οι Ιταλοί ανέβαιναν σιγά σιγά στο ανάχωμα. Ήταν χαμένη υπόθεση, όσο υπήρχε το αεροπλάνο από πάνω μας. Τα αντιαεροπορικά μας δεν είχαν φτάσει ακόμα. Ήταν αποστολή αυτοκτονίας. 

Μία από τις βόμβες άνοιξε μια μεγάλη τρύπα. Η τρύπα αποκάλυψε μια σπηλιά. Οι υπόλοιποι επέμεναν να μπούμε μέσα να γλιτώσουμε από τις βόμβες. Τους ούρλιαζα πως εκεί θα μέναμε παγιδευμένοι. Οι Ιταλοί κόντευαν να μας φτάσουν. Είχα πάρει το όπλο και πυροβολούσα. Έπρεπε να προβάλουμε οποιαδήποτε αντίσταση μέχρι να έρθει το τάγμα. Οι άλλοι άρχισαν να μπαίνουν στη σπηλιά. Μου φώναζαν να πάω μαζί τους. Όταν ο πρώτος Ιταλός φάνηκε πάνω στο ύψωμα είχαν μπει όλοι μέσα εκτός από εμένα. Έμεινα πίσω από το ανάχωμα. Δεν είχε πια σημασία αν θα πέθαινα πρώτος ή τελευταίος. Το αεροπλάνο έφυγε από πάνω μας και οι Ιταλοί κατέβασαν τη σημαία μας. Θα ήταν ανόητο να πυροβολήσω εκείνη τη στιγμή. Όλοι ήταν από την άλλη μεριά. Είχα κρατήσει κάποιες χειροβομβίδες για να κάνω ηρωική έξοδο. Θα έπαιρνα όσους περισσότερους μπορούσα μαζί μου. 

Ξαφνικά ακούστηκαν ουρλιαχτά μέσα από την τρύπα. Οι Ιταλοί ξαφνιάστηκαν. Οι συμπολεμιστές μου άρχισαν να βγαίνουν από τη σπηλιά ουρλιάζοντας. Στην αρχή τους πυροβολούσαν, όμως άκουσα τους δικούς μου να ζητάνε βοήθεια. Και οι Ιταλοί τα είχαν χαμένα γιατί οι δικοί μας πήγαιναν προς το μέρος τους φωνάζοντας αγιούτο (βοήθεια στα ιταλικά). Ο διοικητής έδωσε εντολή να σταματήσουν τους πυροβολισμούς. Οι Έλληνες έτρεξαν στους Ιταλούς για βοήθεια και τους έδειχναν τη σπηλιά. Ο διοικητής τους πλησίασε μαζί με κάποιους ακόμα. Κοίταξε μέσα και μπόρεσα να δω τρόμο στα μάτια του. Δύο ακόμα στρατιώτες βγήκαν από τη σπηλιά. Όμως δεν ήταν πλέον οι συμπολεμιστές μου. Ήταν κάτι άλλο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα και έβγαζαν έναν περίεργο ήχο. Επιτίθονταν σε όλους. Έπιασαν δύο Ιταλούς. Οι υπόλοιποι πυροβόλησαν. Όμως όσες σφαίρες και να έφαγαν δεν πέθαιναν. μετά από λίγο και οι Ιταλοί στρατιώτες σηκώθηκαν και κυνηγούσαν τους υπόλοιπους. Πλέον το θέμα δεν ήταν Έλληνες ή Ιταλοί. Το θέμα ήταν ζωντανοί ή νεκροί. Κάτι εκεί μέσα είχε μετατρέψει εκείνους τους άντρες σε κάτι τρομαχτικό. Τώρα όλοι μαζί πολεμούσαν ότι έβγαινε μέσα από εκείνη τη σπηλιά. Απέθαντα ζώα, και κάτι πλάσματα που όμοια τους δεν είχα ξαναδεί. Βγήκαν από εκεί μέσα. Οι Ιταλοί φώναζαν Ινφέρνο και έλεγαν πως ανοίξαμε την πύλη της Κόλασης. Και ίσως είχαν δίκιο. Τα πλάσματα αυτά δεν πέθαιναν με τις σφαίρες και όποιον έπιαναν στα χέρια τους τον διέλυαν. Μετά ο νεκρός σηκωνόταν και γινόταν ένα με εκείνους. Μέσα σε λίγη ώρα είχαν μείνει κάποιοι τραυματίες που έρχονταν προς το ανάχωμα και όλοι οι άλλοι είχαν γίνει ένα με αυτά τα τρομερά πλάσματα.

Και τότε έκανα κάτι που μετανιώνω και θα μετανιώνω σε όλη μου τη ζωή. Πήγα κοντά στην είσοδο της σπηλιάς και έπιασα κάποιους τραυματίες. Αυτοί πίστεψαν πως θα τους σώσω και δεν αντιστάθηκαν. Εγώ τους σήκωσα όρθιους και μετά τους πέταξα μέσα. Εκείνοι ούρλιαξαν. Τα πλάσματα επέστρεψαν πίσω. Μπήκαν να σκοτώσουν αυτούς που παραβίασαν το σπίτι τους. Μαζί ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Όταν πλέον μπήκαν όλοι στη σπηλιά απασφάλισα τις χειροβομβίδες και τις έριξα μέσα. Η έκρηξη ήταν αρκετή για να κάνει τη σπηλιά να καταρρεύσει προς τα μέσα. Όλοι χάθηκαν σε μια στιγμή. 

Όταν έφτασε το τάγμα στο σημείο με βρήκαν μόνο μου. Οι ανώτεροι θέλησαν να μάθουν τι έγινε. Όταν τους είπα δε με πίστεψαν φυσικά. Άρχισαν να ξεθάβουν το σημείο και μόνο όταν άκουσαν τα ουρλιαχτα από μέσα σταμάτησαν. Το σημείο θάφτηκε και ασφαλίστηκε. Λίγο μετά το τέλος του πολέμου Έλληνες και Ιταλοί αξιωματούχοι που εργάζονταν για την εύρεση αγνοουμένων έφτασαν και στην αναζήτηση εκείνων των στρατιωτών. Όταν η ιστορία μαθεύτηκε από κοινού αποσιώπησαν την ιστορία. Με έβαλαν να υπογράψω κάποια χαρτιά και έτσι κάπως οδηγηθήκαμε στην ιστορία που άκουσες μέσα. Την έβγαλα όμως από μέσα μου τώρα πια. Δεν μπορούσα να την κρατήσω άλλο. Σε λίγο καιρό θα πεθάνω και κανένας δεν θα γνώριζε την αλήθεια. Τώρα ξέρεις. Δεν είμαι ήρωας. Είμαι ένας δειλός»

«Και όμως δεν είστε. Σώσατε την ανθρωπότητα από κάτι που δεν ήταν να εμφανιστεί σε αυτόν τον κόσμο. Έμεινε θαμένο εκεί που ήταν.»

«Δηλαδή, με πιστεύεις;»

«Ναι. Γιατί να μου τα πείτε όλα αυτά;»

Η κουβέντα μας εκείνο το βράδυ τελείωσε λίγο απότομα. Κάποιος κύριος μας βρήκε και ζήτησε από το τιμώμενο πρόσωπο να επιστρέψει στην εκδήλωση. Εγώ έφυγα και πήγα σπίτι μου. Από τότε ξεκίνησα μία έρευνα σχετικά με όλα όσα μου είχε πει εκείνο το βράδυ. Δύο χρόνια αργότερα ο Μανώλης Δημητράκης πέθανε. Είχα πάει στην κηδεία του. Θυμάμαι να λένε για ακόμα μια φορά για όλα αυτά που έκανε στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Και σκεφτόμουν πόσα περισσότερα ήταν αυτα που δεν είχε ομολογήσει. 

Το ύψωμα το βρήκα μετά από αρκετή μελέτη. Μου έχει γίνει εμμονή. Τον Οκτώβριο του 2012 κατάφερα να φτάσω στο σημείο. Έπρεπε να το δω με τα μάτια μου. Σε εκείνα τα βουνά ορίστηκε η μοίρα του κόσμου. Με παραπάνω από έναν τρόπους. Ένα μεγάλο τσιμεντένιο μνημείο είχε στηθεί στο σημείο. Είχε το άγαλμα ενός στρατιώτη που πολεμάει και μια πινακίδα πίσω του έγραφε στίχους του Καβάφη.

Tιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.

Ήταν πράγματι Θερμοπύλες. Εκεί ένας στρατιώτες κράτησε τις δυνάμεις του κάτω κόσμου μακριά από τον δικό μας. Άφησα μια κασετίνα με τσιγάρα μπροστά στο άγαλμα και έφυγα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Τελευταία Νέα

Το πρόσωπο της μάσκας

Το καρναβάλι είχε τελειώσει. Κόσμος ακόμα στους δρόμους, όμως σε λίγο ξημέρωνε και σιγά σιγά επέστρεφαν όλοι για ύπνο. Ο αρχικός ενθουσιασμό...

Δημοφιλείς αναρτήσεις