Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

''Κλικ'' ή Γιατί δεν πήγα ποτέ κατασκήνωση (Διήγημα)

Στοιχεία για τη φωτογραφία εδώ
 Όταν ήμουν μικρός ζητούσα επίμονα από τους δικούς μου να με στείλουν στην κατασκήνωση. Κι εκείνοι αρνούνταν σθεναρά. Έβλεπα φωτογραφίες από τα καλοκαίρια, που οι φίλοι μου πήγαιναν και μετά έρχονταν, και οι διηγήσεις τους για αστείες στιγμές, αλλά και τόσα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα  όπως κολύμπι, ποδόσφαιρο και βραδιές καραόκε που με έκαναν να πεθαίνω από τη ζήλια μου.

Κάθε Πάσχα ξεκινούσα μέσα μου προετοιμασία για το πώς θα πείσω τους γονείς μου να πάω με τους φίλους μου στην κατασκήνωση και κάθε Ιούνιο έβλεπα όλα μου τα σχέδια να καταρρέουν. Ήμουν καλός μαθητής, πρόσεχα το δωμάτιο μου, δεν έκανα κατάχρηση στις εξόδους μου, επέστρεφα πάντα την ώρα που μου έλεγαν και γενικά πρόσεχα να μην μπορούν να μου προσάψουν το οτιδήποτε όταν θα ανέφερα σε κάποιο κυριακάτικο τραπέζι συνήθως το αίτημα μου. Ήθελα να πάω κατασκήνωση με τους φίλους μου. Όλα έπεφταν στο κενό.

Την μεγαλύτερη αντίσταση την είχα από τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου φαινόταν πιο διαλλαχτικός, όμως δεν έδειχνε διάθεση να  πάει κόντρα στη μητέρα μου. Έτσι πέρασε το δημοτικό, αλλά και η πρώτη γυμνασίου. Κάθε χρόνο, στο ίδιο έργο θεατές με τους ίδιου διαλόγους και την αμίμητη πλέον ατάκα Είσαι πολύ μικρός για τέτοια, τέρμα συζήτησης!

Στη Δευτέρα γυμνασίου όμως τα πράγματα άλλαξαν. Όχι από τους γονείς μου. Το όχι ήταν δεδομένο. Από μέρους μου όμως δεν είχα καμία διάθεση να εγκαταλείψω τα όπλα. Ο λόγος; Μα στην εφηβεία δεν υπάρχει άλλον λόγος, πέρα από τον έρωτα. Μια συμμαθήτρια μου, η Δάφνη, ήταν όλη μου η ζωή εκείνη την περίοδο. Δεν έβλεπα μπροστά μου από έρωτα. Φαντάζομαι ξέρετε το συναίσθημα. Μέσα στην αίθουσα όλοι οι θόρυβοι ήταν στο επίπεδο μηδέν, τα πάντα γύρω της θαμπά και εκείνη έλαμπε. Είχε δείξει και εκείνη ενδιαφέρον. Όχι στην αρχή, ή μπορεί να μην το καταλάβαινα. Ξέρετε τώρα. Ερωτευμένο αγόρι στο γυμνάσιο. Δεν σκαμπάζουμε και πολλά πράγματα από αυτά.

Λίγο πριν το καλοκαίρι σε μια συζήτηση μέσα στην τάξη για το πού θα κάναμε διακοπές, η Δάφνη είπε αυτό που φοβόμουν. Θα πήγαινε κατασκήνωση μαζί με κάποιους από τους συμμαθητές μου! Και όχι μόνο αυτό, στην κουβέντα που συνεχίστηκε στο διάλειμμα, μου είπε χαμογελώντας πως θα ήταν τέλεια να μπορούσα να πάω κι εγώ μαζί τους. Καταλαβαίνετε πως έπρεπε οπωσδήποτε να τα καταφέρω εκείνη τη χρονιά. Έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τα μεγάλα μέσα. Πήγα και εκμυστηρεύτηκα τα πάντα στην γιαγιά μου. Ήμουν σίγουρος πως αν κάποιος μπορούσε να αλλάξει γνώμη στη μαμά μου, θα ήταν η δική της μαμά. Άλλωστε ήμουν ο εγγονός της και δεν μπορούσε να μου χαλάσει χατίρι.

Είχα πάει στο σπίτι της ένα Σάββατο, λίγο πριν τελειώσει ο Μάιος. Είχα μαζί μου και τα χαρτιά που έδειχναν ότι οι θέσεις που είχαν απομείνει ήταν ελάχιστες και ο χρόνος ήταν εναντίον μας. Ήμουν σίγουρος ότι μιλούσα στον σωστό άνθρωπο. Μόλις τελείωσα την ιστορία μου (και έφαγα όλα όσα έβγαλε μπροστά μου να με κεράσει!), με κοίταξε συμπονετικά. Ήμουν σίγουρος ότι έχω πετύχει τον στόχο μου.

«Δεν ξέρω αν μπορώ πραγματικά να σε βοηθήσω, μα θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω γιατί η μαμά σου δεν θέλει να πας».

Είδα ότι μέσα της δίσταζε να μου πει αυτά που ήθελε, όμως από την άλλη ήμουν σίγουρος ότι ήθελε τόσο πολύ να τα βγάλει από μέσα της. Με έβαλε να ορκιστώ ότι δεν θα της πω τίποτα.

«Όταν η μαμά σου ήταν στην εφηβεία πήγαινε κάθε χρόνο κατασκήνωση.  Δύο εβδομάδες πήγαινε σε οργανωμένη κατασκήνωση για κορίτσια της ηλικίας της και πολλά καλοκαίρια κάναμε μαζί και ελεύθερο κάμπινγκ σε συγκεκριμένα μέρη σε όλη την Ελλάδα. Εγώ και ο συγχωρεμένος ο παππούς σου δεν είχαμε πολλά λεφτά, όμως έτσι καταφέρναμε να δούμε πολλά μέρη και η μαμά σου είχε την ευκαιρία να ζήσει αυτή την εμπειρία.

Καταλαβαίνεις πως η κατασκήνωση ήταν για εκείνη τα πάντα. Ο παππούς σου της μάθαινε κάθε φορά και κάτι διαφορετικό. Της μάθαινε ψάρεμα στη θάλασσα, πώς να προσανατολίζεται την ημέρα, αλλά και τα βράδια με τα αστέρια, τι να προσέχει σε πεζοπορίες στο βουνό, τι μες στο δάσος και γενικά όλα όσα μπορείς να φανταστείς ότι χρειάζονται σε κάποιον που κάνει ελεύθερο κάμπινγκ, με τρόπο που σήμερα δεν θα έκανε κανένας. Βλέπεις, ήταν άλλες εποχές τότε.

Μια άλλη αγαπημένη συνήθεια που είχαν οι δυο τους, ήταν να βγάζουν φωτογραφίες. Ο παππούς σου είχε πάντα φωτογραφική μηχανή μαζί του. Ήταν καλός φωτογράφος. Έχεις δει φωτογραφίες του άλλωστε. Κόλλησε το μικρόβιο και στη μαμά σου. Επειδή δεν είχαμε πολλά λεφτά δεν μπορούσε να της αγοράσει δεύτερη φωτογραφική μηχανή, όμως σε κάθε ταξίδι την εφοδίαζε με πολλές μηχανές μιας χρήσεως. Σήμερα που δεν τυπώνετε φωτογραφίες, δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο σημαντικές ήταν εκείνες οι μηχανές. Με λίγα χρήματα μπορούσες να έχεις τη δική σου μηχανή. Την πήγαινες μετά στον φωτογράφο και σου εκτύπωνε τις φωτογραφίες. Έτσι κάθε τέλος καλοκαιριού πηγαίναμε λίγες λίγες τις φωτογραφικές μηχανές για να βγάλουμε τις φωτογραφίες.

Στα λέω όλα αυτά, για να καταλάβεις παιδί μου, πως η μαμά σου ήταν η νούμερο ένα κατασκηνώτρια στην εποχή της. Μέχρι την πρώτη λυκείου. Εκεί δυστυχώς τα πράγματα άλλαξαν. Είχαμε πάει για ορεινό κάμπινγκ. Η μαμά σου μπήκε μες στο δάσος για πεζοπορία. Κάποια στιγμή ομίχλη κάλυψε την περιοχή, αλλά ήδη έλειπε πάνω από μία ώρα. Δεν μπορούσαμε να τη βρούμε, όσο κι αν φωνάζαμε. Την χάσαμε για δύο ολόκληρες μέρες. Είχαμε τρελαθεί. Ορειβάτες, πυροσβεστική, αστυνομία, όλοι την ψάχναμε. Η εμπειρία της, την έσωσε. Όταν τη βρήκαμε, ήταν σε ένα παλιό ξύλινο παρατηρητήριο. Είχε χωθεί εκεί μέσα και διατήρησε την ψυχραιμία της.

Μπορείς να καταλάβεις τώρα γιατί δεν θέλει να πας, έτσι; Μπορείς να καταλάβεις γιατί δεν το συζητάει καν.»

Τώρα έβγαζαν όλα νόημα. Αν είχε πάθει τέτοιο πράγμα, ήταν απολύτως λογικό να μην θέλει να περάσει κάποιος άλλος αυτό που πέρασε εκείνη, ή να το ξαναπεράσει η ίδια σαν μάνα αυτή τη φορά.

Για λίγες μέρες δεν ανέφερα κάτι, μα μην ξεχνάτε πως ήμουν έφηβος. Πάνω από όλα είναι το αίμα που βράζει. Και ακόμα χειρότερα, ήμουν ερωτευμένος έφηβος. Όταν η Δάφνη με ρώτησε άλλη μια φορά αν θα πάω μαζί τους, ξέχασα την ιστορία της γιαγιάς μου, ξέχασα όσα τράβηξε η μητέρα μου, ξέχασα και το ίδιο μου το όνομα. Το μόνο που ήθελα, ήταν να πάω μαζί της.

Πήγα σπίτι και μίλησα ήρεμα (αρχικά) και με τους δύο γονείς μου. Δεν ήξεραν, πως εγώ γνώριζα τον λόγο που δεν με άφηναν, επομένως στεκόμουν στο παράλογο της απαγόρευσης.  Η σκηνή πανομοιότυπη. Λες και γυρίζαμε ξανά και ξανά το ίδιο πλάνο. Σκεφτόμουν πως θα βγει από κάπου κάποιος βοηθός σκηνοθέτη με την κλακέτα στο χέρι και θα πει Σκηνή 2, Λήψη εκατομμυριοστή, 3…2…1… Πάμε!  Και θα ακουστεί το «κλακ» μία στιγμή πριν ανάψει το κόκκινο λαμπάκι της εγγραφής. 

Το μόνο λαμπάκι που είχε ανάψει πραγματικά κόκκινο, ήταν αυτό μες στο μυαλό μου. Είχα θυμώσει τόσο πολύ, που αθέτησα την υπόσχεσή μου στην γιαγιά μου και ξέσπασα.

«Επειδή πριν δύο χιλιάδες χρόνια χάθηκες εσύ μες στην ομίχλη, δεν θα μου στερήσεις εμένα αυτή την εμπειρία! Ας πρόσεχες!»

Δύο πράγματα με τρόμαξαν μόλις τελείωσα την πρότασή μου και συνειδητοποίησα πως πρόδωσα την γιαγιά. Αρχικά η έκπληξη των γονιών μου, ακριβώς επειδή ήξερα. Οι γονείς μου γενικά είναι φωνακλάδες σαν και μένα. Η σιωπή του πατέρα μου, με τρόμαξε πραγματικά, μα περισσότερο με τρόμαξε το ψυχρό βλέμμα της μητέρας μου. Η σιωπή πρέπει να κράτησε δύο τρία δευτερόλεπτα, πράγμα που σημαίνει πως με στο σαλόνι μας, με τη σχετικότητα του χρόνου, πρέπει να κράτησε μία αιωνιότητα και μισή. Μετά από λίγο η μητέρα μου με ήρεμη και ψύχραιμη φωνή (άλλο ένα δείγμα του πόσο πολύ έπρεπε να τρομοκρατηθώ) και κοιτώντας με μες στα μάτια, μίλησε αργά και σταθερά, σαν δασκάλα που εξηγεί στην τάξη της νέους κανόνες.

«Ό,τι και να σου είπε η γιαγιά σου, δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια.»

«Α ναι; Και μήπως θες να την πεις σε εμένα;», δεν ήξερα τι άλλο να της πω.

Εκείνη σηκώθηκε όρθια, έριξε ένα βλέμμα στον πατέρα μου και εκείνος της έγνεψε καταφατικά και έφυγε. Ήξερε και εκείνος! Τώρα στεκόμουν μόνος μου μπροστά της, σιωπηλός.

«Αυτό που δεν έμαθε ποτέ η γιαγιά σου και ήξερε μόνο ο παππούς σου, είναι πως εκείνες τις δύο μέρες το πρόβλημα μου δεν ήταν η επιβίωση. Τότε βέβαια δεν το ήξερα. Μέσα στην ομίχλη είχα καταφέρει να προχωράω με ασφάλεια. Είχα αυτοπεποίθηση και ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Πολλές φορές εκείνες τις δύο μέρες σκέφτηκα πως γλίτωσα. Έβλεπα ή άκουγα κάπου κοντά μου περπάτημα και φώναζα για βοήθεια. Όμως δεν απαντούσε κανείς. Πίστευα πως ήταν κάποια ζώα. Από το πρώτο κιόλας βράδυ είχα βρεθεί σε εκείνο το σπιτάκι που με βρήκαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσο φυσούσε έξω και πως ο παραμικρός ήχος με έφερνε στο να σηκωθώ στη μέση της νύχτας και να τρέξω έξω. Ένιωθα μόνιμα πως κάποιος με παρακολουθεί. Όταν τελικά με βρήκαν στην αρχή δεν μπορούσα να πιστέψω πως τα βήματα που άκουγα ήταν αληθινά. Ένιωσα λύτρωση».

Ο πατέρας μου μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα κουτί από παπούτσια.

«Ήσουν φοβισμένη, καθόλου περίεργο. Και επίσης ήσουν σε ένα δάσος με ομίχλη και αέρα. Προφανώς φοβήθηκες. Γιατί όμως…»

Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση και άνοιξαν το κουτί. Ήταν γεμάτο φωτογραφίες. Η μητέρα μου συνέχισε.

«Όταν γυρίσαμε σπίτι μας, έκανα πολύ καιρό αν βγω έξω. Ο πατέρας μου σκέφτηκε να εμφανίσει τα φιλμ από τις διακοπές για να με κάνει νιώσω καλύτερα. Θα ένιωθα καλύτερα αν δεν υπήρχα φωτογραφίες μου στον φάκελο με τα αντίτυπά που μου παρέδωσε σαν έκπληξη. Δες».

Μου έδωσε το κουτί. Μέσα υπήρχα άπειρες φωτογραφίες από τις διακοπές, με τοπία, ζώα του δάσους και τους ίδιους του παππούδες μου σε μια πιο νέα εκδοχή τους. Κι εκεί τις είδα. Φωτογραφίες της μαμάς μου να κοιμάται μες στην ομίχλη.

«Αυτές δεν τις τράβηξα εγώ. Μαζί με τα τοπία που είχα τραβήξει υπήρχαν πέντε φωτογραφίες μου, που φαινόμουν ξεκάθαρα να κοιμάμαι.»

Μου πήρε δευτερόλεπτα να καταλάβω τι εννοούσε. Κάποιος όχι μόνο ήταν εκεί και την παρακολουθούσε, αλλά τις ώρες που εκείνη κοιμόταν την πλησίαζε, έπαιρνε τη φωτογραφική της μηχανή και την έβγαζε φωτογραφίες.

Η μητέρα μου είδε το σοκ, όμως συνέχισε να μιλάει.

«Μόλις τις είδα, άρχισα να ουρλιάζω. Ο πατέρας μου με πήρε αγκαλιά και μου ζήτησε να μην το μάθει η γιαγιά σου, γιατί θα τρελαινόταν. Το πήρε μαζί του στον τάφο τελικά…»

Έψαχνα κάτι να πω κάτι, όμως δεν ήξερα τι. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος από τη μαμά μου. Τελικά θυμήθηκα τη Δάφνη και έκανα μια απέλπιδα προσπάθεια.

«Ναι βρε μαμά, αλλά δεν έγινε τίποτα. Ούτε σε βρήκε ποτέ, ούτε τελικά σου έκανε κάτι αυτός ο ξένος. Κι επίσης έγινε πραγματικά παλιά και ήσουν μόνη σου μες στο δάσος. Τώρα δεν θα είμαι μόνος μου (ήθελα να πως θα ήμουν με την Δάφνη συνέχεια, όμως κρατήθηκα), θα έχω παρέα και είναι σε οργανωμένο.»

Η μαμά μου με κοίταζε σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε.

«Κοίταξε σε παρακαλώ λίγο καλύτερα τις φωτογραφίες»

Τις έβγαλα από το κουτί και τις κοιτούσα μία μία. Και τότε το είδα. Οι φωτογραφίες με τη μαμά μου να κοιμάται ήταν πάνω από πέντε. Υπήρχαν και άλλες και από άλλες χρονικές περιόδους της ζωής της.

«Μα… εδώ…»

«Ακριβώς αγόρι μου. Κάποιος με παρακολουθεί…»

Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Ανάμεσα στις φωτογραφίες υπήρχαν και δικές μου. Φωτογραφίες από το δωμάτιο μου να κοιμάμαι νύχτα. Στην ιδέα και μόνο πως κάποιος μπαίνει σπίτι μας και κάθεται πάνω από τα κρεβάτια μας την ώρα που κοιμόμαστε και μας φωτογραφίζει με έκανε να νιώσω αναγούλα. Μέσα μου, τρόμος και θυμός πάλευαν να νικήσουν ο ένας τον άλλον.

«Γιατί δεν βάλαμε συναγερμό; Κάμερες; Γιατί δεν το ξέρει η αστυνομία;»

«Όλοι το ξέρουν. Και κάμερες έχουμε και συναγερμό».

«Τότε ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΠΙΑΝΟΥΝ;» φώναζα, δακρυσμένος πια. Οι γονείς μου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Πάλευαν μέσα τους για τον αν έπρεπε να συνεχίσουν τις αποκαλύψεις ή όχι.

«Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από όσο φαίνονται», είπε ο πατέρας μου.

«Καμία κάμερα δεν έχει καταγράψει ποτέ τίποτα και ο συναγερμός δεν έχει χτυπήσει ποτέ»

«Μα τότε μιλάμε για φάντασμα που μας τραβάει φωτογραφίες!», σχεδόν γέλασα με αυτό που ξεστόμισα. Ήμουν σε κατάσταση υστερίας. Είδα όμως πως οι γονείς μου δεν γελούσαν. Τον λόγο πήρε και πάλι η μητέρα μου.

«Όταν χάθηκα και έμεινα σε εκείνο το βουνό και άκουγα όλο το βράδυ τα βήματα και τους ήχους προσευχήθηκα και είπα πως θα έκανα τα πάντα για να βγω ζωντανή από αυτή την κατάσταση. Μόλις αποκοιμήθηκα από την κούραση, είδα στον ύπνο μου πως ήρθε μπροστά μου ένας άντρας που κρατούσε μια ομπρέλα. Χαμογελούσε με τα κίτρινα δόντια του και με κοιτούσε. Μου έδωσε την ομπρέλα και μου είπε. Θα γλιτώσεις σήμερα από αυτό που έρχεται. Μα θα δεσμεύσω την ψυχή σου και θα είσαι για πάντα δική μου.

Θυμάμαι να γνέφω καταφατικά και το επόμενο πράγμα ήταν να ξυπνάω το πρωί και να βλέπω τον ήλιο που είχε βγει. Με βρήκαν λίγο αργότερα. Το όνειρο το ξέχασα σχεδόν αμέσως. Κάποιο βράδυ αργότερα είδα και πάλι αυτόν τον άντρα να μου λέει πως είμαι δικιά του, Είσαι παγιδευμένη μου ψιθύριζε. 

Είμαι σίγουρη πως αυτός ο άντρας είναι που κάνει αισθητή την παρουσία του. Δεν ξέρω τι είναι, δεν ξέρω πως μπορώ να ξεφύγω, δεν ξέρω τι θα συμβεί, δεν ξέρω αν είμαι τρελή. Ξέρω μόνο πως δεν μπορώ να σε αφήσω να πας κάπου που μπορεί να ξανασυμβεί κάτι σαν αυτό που πέρασα.»

Δεν είχα να πω κάτι. Έδειξα κατανόηση. Όσο και να μου άρεσε η Δάφνη, δεν μπορούσα να αμφισβητήσω τη μητέρα μου σε κάτι τέτοιο και μάλιστα με τον πατέρα μου να μην αντιδράει, έχοντας αποδεχτεί προφανώς τη συγκεκριμένη ιστορία.

Έτσι δεν πήγα ποτέ κατασκήνωση. Και από τότε δεν συζήτησα ποτέ ξανά το θέμα με τους γονείς μου. Άλλαξαν πολλά στη ζωή μου. Κλείδωνα κάθε βράδυ το δωμάτιο μου (ακόμα το κάνω) και κοιμάμαι ολόκληρος κάτω από το σεντόνι με τον φόβο μην βρω την επόμενη μέρα κάποια φωτογραφία μου, που με δείχνει να κοιμάμαι. Πέρασα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες της ζωής μου, χωρίς να συζητήσω αυτό το θέμα ποτέ με κανέναν μέχρι σήμερα.

Σήμερα το πρωί χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν σχεδόν χάραμα. Ήταν ο πατέρας μου. Με ενημέρωσε πως η μητέρα μου πέθανε. Ακόμα και τώρα που το γράφω δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Οι γιατροί είπαν πως έπαθε κάποιο ανεύρυσμα στον ύπνο της. Ένιωσα τη γη να γκρεμίζεται κάτω από τα πόδια μου. Ντύθηκα μηχανικά και ήμουν έτοιμος να φύγω. Λίγο πριν αρπάξω τα κλειδιά του αυτοκινήτου από ένα τασάκι που τα βάζω δίπλα στην πόρτα, χτύπησε το κινητό μου. Είχα ένα μήνυμα. Κανονικά θα το διάβαζα, μόλις κατέβαινα στο αμάξι, μα ήθελα να δω αν είναι ο πατέρας μου.

Το νούμερο ήταν άγνωστο. Άνοιξα το μήνυμα. Υπήρχε μια φωτογραφία. Ήταν η μητέρα μου από σήμερα το πρωί. Νεκρή εκεί στο κρεβάτι. Από το κάτω το μήνυμα έγραφε. Είναι δική μου τώρα. Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον αριθμό. Δεν με ενδιέφερε αν ήταν φάντασμα, μόλις πέθανε η μητέρα μου και δεν υπήρχε χώρος για τέτοια παιχνίδια.

Η γραμμή δεν καλούσε. Αντίθετα έβγαινε μήνυμα που έλεγε πως ο αριθμός που καλώ δεν ανήκει σε συνδρομητή. Άρχισα να κλαίω. Ένιωθα πάλι μπερδεμένος. Λύπη και θυμός, όπως τότε στην εφηβεία, αλλά για άλλους λόγους. Τότε το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν ο αριθμός που είχα καλέσει.

Απάντησα χωρίς να μιλήσω. Από μέσα ακουγόταν ένα ελαφρύ βουητό και μια ανάσα που με ανατρίχιασε από πάνω μέχρι κάτω. Πήγα να το κλείσω όταν άκουσα τρεις λέξεις που μου πάγωσαν το αίμα. Είσαι ο επόμενος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Τελευταία Νέα

Το πρόσωπο της μάσκας

Το καρναβάλι είχε τελειώσει. Κόσμος ακόμα στους δρόμους, όμως σε λίγο ξημέρωνε και σιγά σιγά επέστρεφαν όλοι για ύπνο. Ο αρχικός ενθουσιασμό...

Δημοφιλείς αναρτήσεις