Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025

Rusty


«Πού να με πάρει, χάθηκα!»

Το λαμπάκι στο φορτηγάκι του είχε χτυπήσει εδώ και λίγη ώρα. Η βενζίνη που του είχε μείνει ήταν μόνο για λίγα χιλιόμετρα. Το GPS δεν αναγνώριζε καμία πόλη εκεί τριγύρω. Και με το φορτίο που είχε δεν έπρεπε να καθυστερήσει. 

Σταμάτησε στην άκρη και βγήκε έξω. Έκανε κρύο. Μπορούσε να διακρίνει από μακριά το νερό στη θάλασσα παρόλο που δεν είχε φεγγάρι. Άκουγε τα κύματα εκεί κοντά να χτυπάνε σε κάποιους βράχους. Αναρωτήθηκε πού είχε κάνει το λάθος.

Όσο το σκεφτόταν, τόσο επιβεβαιωνόταν πως το λάθος έγινε στην έξοδο πριν τον κόμβο. Εκεί είχε δει το περιπολικό να πηγαίνει μπροστά του και δεν ήθελε να το ρισκάρει. Βγήκε μια έξοδο νωρίτερα, όμως έτσι κατάφερε να χαθεί.

Τι έλεγε εκείνη η έξοδος στην ταμπέλα;

Το μυαλό του φυσικά ήταν στο περιπολικό και όχι στην έξοδο. Το κινητό του χτύπησε ακόμα μια φορά.

«Όχι αφεντικό, όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, μην ανησυχείς»

Έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε τριγύρω απελπισμένος. Αν έμενε από βενζίνη όλοι θα ανακάλυπταν το φορτίο του. Και τότε ήταν χαμένος.

Ένα φως μικρό σαν σπίθα άναψε στο βάθος. Προσπάθησε να διακρίνει τι ήταν. Έμοιαζε με κατοικία. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι. Τώρα μπορούσε να δει ότι εκεί υπήρχε μια πόλη. Μια πόλη με σβηστά όλα τα φώτα. Εκτός από ένα.

Δεν μπορεί, κάποιος θα μπορεί να με βοηθήσει κι αν όχι τουλάχιστον θα μείνω μέχρι να ξημερώσει.

Το φορτίο του θα άντεχε οριακά λίγες ώρες ακόμα. Το ήξερε και ο ίδιος. Το ιδανικό θα ήταν να βάλει βενζίνη, να μάθει πού βρίσκεται και να συνεχίσει.

Μπήκε πάλι στο φορτηγάκι του, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε για εκείνο το φωτάκι. Σε λιγότερο από ένα τέταρτο στροφών βρέθηκε μπροστά σε εκείνη τη μικρή πόλη. Η ταμπέλα ήταν σκουριασμένη και έγραφε Ιόπη.

Πώς έμπλεξα έτσι;

Η πόλη από κοντά ήταν μεγαλύτερη από όση φαινόταν στο σκοτάδι. Ναι ήταν σε μεγάλο βαθμό εγκαταλελειμμένη, αλλά θα είχε περάσει και μέρες δόξας. Ο κεντρικός δρόμος είχε ένα αστυνομικό τμήμα (ευτυχώς κλειστό), ένα δημαρχείο και πλατεία. Το φως ερχόταν από λίγο πιο κάτω. Πήγαινε αργά και προσπαθούσε να μην κάνει θόρυβο. Αν υπήρχαν κάτοικοι σε αυτή την περιοχή, θα ήταν ήδη στα κρεβάτια τους. Αναρωτιόταν αν εκείνο το φως οδηγούσε σε κάποιο μαγαζί – ή ακόμα καλύτερα – σε κάποιο βενζινάδικο.

Λίγα στενά πιο κάτω το είδε. Ήταν ένα παλιό μαγαζί με μια ταμπέλα που αναβόσβηνε. Rusty έγραφε εκεί έξω και το όνομα έμοιαζε ταιριαστό με την περίπτωση. Απογοήτευση. Κατά πάσα πιθανότητα ο ιδιοκτήτης είχε απλά ξεχάσει την ταμπέλα αναμμένη. Εκείνη η πόλη είχε πεθάνει και δεν το ήξερε.

Έσβησε τη μηχανή για να μην κάνει περιττό ξόδεμα στην πολύτιμη βενζίνη του. Άνοιξε το παράθυρο και άναψε ένα τσιγάρο. Έπρεπε να ηρεμήσει και να αποφασίσει τι θα κάνει.

Μετά την πρώτη τζούρα ένιωσε καλύτερα. Κοίταξε το κινητό του. Δεν είχε σήμα. Καμία έκπληξη. Μέσα σε εκείνη την ησυχία, άρχισε να ξαναβρίσκει την αυτοπεποίθησή του. Το πακέτο που είχε στο αμάξι έπρεπε να παραδοθεί. Το αφεντικό του, τού είχε ζητήσει να το παραδώσει σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Και με΄τα να εξαφανίσει και το φορτηγάκι. Θεωρητικά σε εκείνο το μέρος που θα πήγαινε, δεν θα το έβρισκαν ποτέ. Όμως και αυτό το μέρος φαινόταν μια χαρά. Δεν υπήρχε ψυχή. Μπορούσε να επιστρέψει να το εξαφανίσει εκεί. Να το πετάξει στη θάλασσα. Άλλωστε στην επιστροφή δεν θα είχε πρόβλημα να του κάνουν έλεγχο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγη βενζίνη. Αν έπρεπε να καλέσει οδική θα κινούσε υποψίες σε μια τέτοια πόλη τέτοια ώρα.

Ένας ήχος τον έκανε να βγει από τις σκέψεις του. Η πόρτα στο μαγαζί μπροστά του άνοιξε. Φως φαινόταν στο εσωτερικό και μια χαμηλή μουσική έβγαινε προς τα έξω.

Είναι ανοικτό;

Έκλεισε το παράθυρο και κατέβηκε από το φορτηγάκι. Κλείδωσε και πέταξε το τσιγάρο. Άνοιξε διστακτικά την πόρτα.

«Μπες» ακούστηκε μια φωνή.

Έσπρωξε λίγο πιο δυνατά και μπήκε. Το εξωτερικό του μαγαζιού το αδικούσε. Μέσα ήταν ένα κανονικό μπαράκι. Υπήρχαν τραπέζια, καθίσματα στην μπάρα, ένα τζουκμποξ, ακόμα και μπιλιάρδο σε μια γωνία. Πίσω από την μπάρα ήταν ένας άντρας.

«Κανονικά έχω κλείσει, αλλά βλέπω είσαι περαστικός.»

«Ναι… Χάθηκα και έψαχνα ένα βενζινάδικο, γιατί κοντεύω να ξεμείνω από καύσιμα. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;»

«Φίλε μου ήρθες στο τέλος του κόσμου. Δηλαδή και να ήθελες να πας πιο κάτω δεν έχει. Βενζινάδικο έχει περίπου δέκα χιλιόμετρα πιο πίσω, αλλά θα ανοίξει το πρωί.»

«Κατάλαβα»

«Να σου βάλω κάτι να πιεις;»

«Εδώ που φτάσαμε, μια μπίρα θα ήταν καλή».

Ο μπάρμαν έβγαλε ένα παγωμένο ποτήρι και το άφησε μπροστά του. Πήγε μέχρι το ψυγείο και έβγαλε ένα μπουκάλι. Το άνοιξε μπροστά του με το ανοιχτήρι και το άφησε δίπλα στο ποτήρι.

«Στην υγειά σου»

«Στην υγειά σου»

Ήπιε την πρώτη γουλιά. Ήταν παγωμένη. Αν ήταν καλοκαίρι θα την ευχαριστιόταν παραπάνω. Κι αν δεν είχε εκείνο το φορτίο πίσω στο φορτηγάκι. Ο μπάρμαν σαν να διάβασε τη σκέψη του τον ρώτησε.

«Τι κουβαλάς;»

«Ε;»

«Με το φορτηγάκι λέω, τι κουβαλάς;»

«Δουλεύω σε εταιρία μεταφορών, έχω διάφορα δέματα για παράδοση»

«Έχεις και για εμάς τίποτα;»

«Όχι, όπως σου είπα χάθηκα και βρέθηκα εδώ»

Ο μπάρμαν δεν συνέχισε τη συζήτηση. Πήγε μέχρι το ηχοσύστημα και δυνάμωσε λίγο ένα τραγούδι που έπαιζε. Ο άντρας παραξενεύτηκε από την έναρξη του τραγουδιού που έμοιαζε σαν εκκλησία και στη συνέχεια συνέχισε με μια χαρακτηριστική κιθάρα που ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει. Έβγαλε το κινητό του, αλλά δεν είχε σήμα. Σκέφτηκε να ψάξει ποιο τραγούδι ήταν. Εκεί συνειδητοποίησε ότι είχε χαλαρώσει παραπάνω από το αναμενόμενο και είχε μια αποστολή.

Ένας στίχος επαναλαμβανόταν συνεχώς στο τραγούδι.

Your time is gonna come

Your time is gonna come

Ο μπάρμαν τον κοίταξε.

«Led Zeppelin είναι, αν αναρωτιέσαι»

Έγνεψε και σήκωσε το ποτήρι του. Ήπιε άλλη μια γουλιά από την μπίρα του. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να πάει στο μπάνιο. Ο μπάρμαν του έδειξε την πόρτα. Εκείνος πήγε γρήγορα.

Μπήκε στο μπάνιο, όπου τα φώτα ήταν σβηστά. Έψαξε τριγύρω στα τυφλά, αλλά δεν μπορούσε να βρει τον διακόπτη. Ένιωθε ότι θα σκάσει.

Γάμησε το, θα πάω στα τυφλά.

Έψαξε μέσα στο σκοτάδι και προσανατολίστηκε. Κατάφερε να ξαλαφρώσει. Ταυτόχρονα ένιωσε το στόμα του να γίνεται ξερό. Διψούσε πάλι.

Ψηλάφισε για να βρει τον νιπτήρα. Έπλυνε τα χέρια του και κοίταξε ευθεία εκεί που λογικά θα ήταν ο καθρέφτης του μπάνιου. Η κίνηση έγινε αυθόρμητα. Μπροστά του είδε κάτι σαν πράσινα μάτια να τον κοιτάζουν. Πετάχτηκε πίσω. Βγήκε γρήγορα από το μπάνιο. Ο μπάρμαν ήταν εκεί και με νωχελικές κινήσεις συνέχισε τις δουλειές του.

«Δεν είχε φως»

«Δεν το βρήκες μάλλον, ελπίζω να μην τα έκανες μαντάρα εκεί μέσα»

«Όχι όχι»

Το στόμα του ήταν ακόμα πιο ξερό. Ένιωθε σαν να μασάει άμμο. Πήγε προς το ποτήρι του και ήπιε μια ακόμα μεγαλύτερη γουλιά από την μπίρα του. Στιγμιαία ένιωσε και πάλι καλά. Έκατσε στη θέση του, ενώ άλλα τραγούδια είχαν πάρει σειρά.

«Η πόλη σας γιατί είναι τόσο έρημη;» ένιωσε το σας να το λέει σχεδόν ψευδά. Το στόμα του είχε στεγνώσει πάλι. Ήπιε μια γουλιά ακόμα.

«Τον χειμώνα οι κάτοικοι είναι ελάχιστοι. Πεθαίνουν σιγά σιγά και οι παλιότεροι και οι νεότεροι έρχονται μόνο για διακοπές. Φίλε μου, έπρεπε να δεις αυτό το μέρος πριν λίγα χρόνια. Χαμός!»

Έγνεψε και πάλι. Μέσα σε λίγα λεπτά και μετά μόλις από δύο γουλιές, ένιωθε ότι πρέπει να αδειάσει και πάλι την κύστη του.

Τι σκατά;

Ζήτησε συγνώμη και ξαναπήγε στο μπάνιο.

«Βρες το φως αυτή τη φορά. Μπαίνοντας στα δεξιά»

Ακολούθησε τη συμβουλή και το βρήκε. Αν και ήταν οριακό για να μην τα κάνει πάνω του. Η ανακούφιση ήταν ακόμα μεγαλύτερη από την πρώτη φορά. Σχεδόν άφησε μια ανάσα ανακούφισης. Ένιωσε τη δίψα του να μεγαλώνει.

Βγήκε και πλύθηκε κοιτώντας στον καθρέφτη που νωρίτερα πίστεψε ότι είχε δει τα μάτια. Το σκοτάδι μπορεί πολύ εύκολα να παίξει μαζί σου. Βγήκε έξω ανανεωμένος. Ήθελε να πιει και το υπόλοιπο ποτήρι.

Έκατσε και πάλι στη θέση του.

«Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, μπορώ αν θες να σου βάλω άλλη μια μπίρα και μετά θα κλείσω να πάω κι εγώ για ύπνο. Πιστεύω καταλαβαίνεις»

«Κανένα πρόβλημα. Θα πιω άλλη μία»

Ο μπάρμαν του έδωσε ακόμα μια. Αυτή τη φορά την ήπιε μονορούφι. Είχε ανάγκη να ξεδιψάσει.

«Έι φίλε, μην ξεχνάς οδηγείς και έχεις και ένα φορτίο εκεί μέσα. Με το μαλακό!»

Τη λέξη φορτίο του φάνηκε ότι ο μπάρμαν την τόνισε ιδιαίτερα. Σαν να ήξερε ποιο ήταν το φορτίο που κουβαλούσε.

«Εντάκθει»

Τι έγινε;

Πλέον ψεύδιζε κανονικά. Η γλώσσα του ήταν στεγνή. Μπορούσε να νιώσει άμμο στο στόμα του.

«Θε παρακαλώ μια μπιρίτθα ακόμα»

Δεν μπορούσε να πιστέψει πως τα χείλη του κολλούσαν από τη δίψα. Το γράμμα σίγμα δεν μπορούσε να βγει σαν ήχος. Ο μπάρμαν δεν έδειξε να ενοχλείται.

«Τελευταία, ε;»

Έγνεψε καταφατικά. Ήπιε μονορούφι το ποτήρι.

«Πολύ καλύτερα. Είχε σχεδόν στεγνώσει το στόμα μου»

Έβγαλε να πληρώσει. Ο μπάρμαν πήρε το χαρτονόμισμα αδιάφορα και το έβαλε στο ταμείο. Τον καληνύχτισε και τον ευχαρίστησε και ξεκίνησε για την έξοδο. Άρχισε να τρεκλίζει ενώ ένιωθε ότι πρέπει να πάει και πάλι τουαλέτα. Η κύστη του θα έσκαγε.

«Τι μου θυμβαίνει;»

Το ψεύδισμα είχε επιστρέψει μαζί με τη δίψα. Ξεκίνησε να τρέχει για το μπάνιο. Μπήκε και προσπάθησε να ανάψει τον διακόπτη, δεν τον βρήκε. Πήγε απευθείας στην τουαλέτα και ένιωσε τα ούρα να βγαίνουν από το κορμί του με μεγάλη δύναμη. Τόση που ένιωσε τα νεφρά του να πονάνε. Συνέχισε να κατουράει, ενώ το στόμα του στέγνωνε. Ήταν σαν το κορμί του να ήταν ένα τεράστιο δοχείο με νερό και όσο αφαιρούσε αυτά που είχε πιει, άδειαζε.

Πρώτα ήταν η γλώσσα του, μετά ο λαιμός του. Ξεράθηκε τόσο που δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο αέρας περνούσε με το ζόρι. Όταν τελείωσε σχεδόν ένιωθε να μην μπορεί να αναπνεύσει. Βγήκε έξω στον χώρο με τον νιπτήρα και προσπάθησε να βγει έξω να φωνάξει τον μπάρμαν. Αυτή τη φορά τα δύο πράσινα μάτια ήταν και πάλι μπροστά του και τον κοιτούσαν. Δεν ήταν φαντασία. Η φιγούρα διακρινόταν από τον φωτισμό της πόρτας που οδηγούσε στον κεντρικό χώρο. Δεν υπήρχε φωνή να βγάλει.

Ένιωσε τη φιγούρα να μεγαλώνει. Η κύστη του – αυτόνομη πια – συνέχισε να αδειάζει το σώμα του. Ένιωσε να ρυτιδιάζει. Σκεφτόταν τις σταφίδες που έτρωγε μικρός και αναρωτιόταν αν σε λίγη ώρα θα έμοιαζε κάπως έτσι. Πήγε να ψελλίσει ένα γιατί, όμως δεν υπήρχε δύναμη για τίποτα. Χρειαζόταν βοήθεια. Κάποια στιγμή, έσπρωξε την πόρτα και βγήκε έξω. Βρήκε τον μπάρμαν να τον κοιτάζει ατάραχος, ενώ είχε πέσει στα πόδια και σερνόταν. Ο μπάρμαν συνέχισε να κάνει δουλειές. Σημείωνε ελλείψεις σε ένα χαρτί, κοιτώντας τις προμήθειες του. Ίσως να σημείωνε να πάρει πάλι εκείνη τη μπίρα για να ξεκάνει κι άλλους ανθρώπους από το κατούρημα.

«Ξέρεις η Ιόπη θα ήταν γεμάτη κόσμο, αν το παρελθόν της δεν ήταν αμαρτωλό. Έχουμε ιστορίες για κάθε λογής έγκλημα. Κάποιοι μας είπαν καταραμένους. Οι λίγοι που μείναμε εδώ, υποσχεθήκαμε πως η αμαρτία θα μείνει μακριά από αυτό το μέρος. Και το μέρος μας βοηθάει, όπως μπορεί. Θα γνώρισες πιθανόν τον συνέταιρό μου στο μπάνιο».

Δεν ήξερε τι να σκεφτεί πια. Ένιωθε πως οι ανάσες που του είχαν μείνει ήταν μετρημένες. Το σώμα του είχε χάσει κάθε υγρό που είχε νωρίτερα. Ένιωθε τις φλέβες του καυτές, σαν το αίμα να προσπαθεί να βρει τρόπο να φύγει από εκεί μέσα. Ήθελε να μάθει τον λόγο. Ή μάλλον να μάθει πώς ήξεραν. Ο μπάρμαν σαν να διάβασε τη σκέψη του πήγε από πάνω του. Άφησε σε ένα τραπέζι το σημειωματάριο και το μολύβι του. Τον κοίταξε χαμογελώντας.

«Δεν σου έμαθε η μαμά σου ότι δεν απαγάγουμε παιδιά, παλιοανώμαλε;»

Ο μπάρμαν σταμάτησε να χαμογελάει. Του έριξε μια κλοτσιά στα αχαμνά με τόση δύναμη που ήθελε να ουρλιάξει. Δεν μπορούσε. Ο πόνος διαπέρασε όλο του το κορμί. Ακόμα και τα δάκρυα που έπρεπε να τρέξουν από τα μάτια του, δεν βγήκαν.

Το κουφάρι του συρρικνωνόταν. Έμοιαζε σαν ένα στρώμα θαλάσσης που μαζεύει, την ώρα που ανοίγει η τάπα του αέρα. Ο μπάρμαν απομακρύνθηκε ψύχραιμα παίρνοντας και τις σημειώσεις του. Πήρε και τα κλειδιά για το βανάκι. Βγήκε έξω από το μαγαζί και πήγε προς το αυτοκίνητο. Άνοιξε την πόρτα και πάτησε να ξεκλείδωσε η πόρτα στο πίσω μέρος του βαν. Βρήκε το αγόρι να είναι εκεί αναίσθητο. Το πήρε στην αγκαλιά του και το έβαλε στο δικό του αυτοκίνητο, στη θέση του συνοδηγού. Η περιπέτειά του σύντομα θα τελείωνε.  

Μέσα στο μαγαζί, ό,τι είχε απομείνει από εκείνον τον άντρα ήταν στο πάτωμα. Κομμάτια ζαρωμένου δέρματος, σαν ένα πουκάμισο που είχε πέσει ατσούμπαλα κάτω κουνιόνταν ακόμα, μα όχι για πολύ. Τα μάτια ήταν ακόμα στη θέση τους, αν και κοιτούσαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Το ένα έπεσε και κύλησε στο πάτωμα. Αν μπορούσε ακόμα να έχει τη δύναμη της όρασης, θα έβλεπε εκείνο το πλάσμα που βγήκε από το μπάνιο. Σε λίγο τίποτα δεν θα είχε μείνει να θυμίζει πως κάποτε υπήρξε σε αυτόν τον κόσμο. Το τραγούδι των Led Zeppelin είχε αρχίσει να παίζει και πάλι στα ηχεία.

Your time is gonna come

Your time is gonna come

Η ταμπέλα του Rusty έσβησε και η πόλη της Ιόπης έμεινε σκοτεινή. Μια ακτίνα φωτός κινούταν εκτός πόλης με ένα αγόρι να κοιμάται στη θέση του συνοδηγού. Μέχρι το ξημέρωμα θα είχε επιστρέψει στους δικούς του. 

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Ο αληθινός μας εαυτός


- Λίγο ακόμα και φτάνουμε.

Οι δύο άντρες είχαν ανέβει ψηλά στο βουνό. Είχαν σηκωθεί αξημερωτα ακόμα και είχαν αφήσει πίσω τη βάση. Ο οδηγός είχε αρνηθεί να τους ακολουθήσει.

- Όχι σπηλιά, δεν πάω εκεί.

Ο χάρτης που είχε έρθει στα χέρια τους δεν άφηνε αμφιβολίες. Το αρχαίο κάτοπτρο ήταν εκεί. Ο μύθος μιλούσε για έναν καθρέφτη που σε έφερνε αντιμέτωπο με τον αληθινό σου εαυτό. Θεοί, ημίθεοι και θνητοί είχαν κριθεί μπροστά σε εκείνον. 

Οι άντρες είχαν συμφωνήσει πως δεν θα κοιτάξουν. Ο στόχος ήταν να τον πάρουν. Αρχικά σκέφτονταν να τον πουλήσουν, αλλά τα χρήματα θα ήταν λίγα σε σχέση με το να τον εκμεταλλεύονται συνεχώς. Θα έπαιρναν χρήματα από όλους όσους ήθελαν να δουν τον αληθινό τους εαυτό. Και ήταν πολλοί αυτοί.

Η σπηλιά εμφανίστηκε στο βάθος. Τώρα το βήμα είχε γίνει γοργό. Είχαν αγωνία να δουν από κοντά ένα αντικείμενο που ήταν μύθος. 

Οι ντόπιοι δεν πήγαιναν ποτέ εκεί. Το είχαν μάθει από τους προγόνους τους. Δεν ήθελαν να ξυπνήσουν το θηρίο.

- Λες να υπάρχει όντως κάποιο θηρίο εκεί μέσα;

- Εννοείς κάποια αρκούδα;

- Αυτό είναι το καλό σενάριο.

Προχώρησαν στην είσοδο. Έριξαν το φως του φακού μέσα. Η σπηλιά δεν ήταν μεγάλη. Στο βάθος κάτι γυάλιζε.

- Λες να είναι αυτό εκεί;

Μπήκαν μέσα. Το κάτοπτρο ήταν εκεί. Έμοιαζε με ασπίδα ξαπλωμένη με την πλευρά του κατόπτρου να κοιτάζει προς τα πάνω. Βρισκόταν πάνω σε μια βάση. Οι άντρες ήταν χαρούμενοι. Έβγαλαν ένα πανί να καλύψουν το κάτοπτρο. Δεν έπρεπε να δουν μέσα. Έπιασαν τις άκρες και το σήκωσαν. 

Μουρμουρητά και φωνές ακούστηκαν μέσα απ' το κάτοπτρο. 

- Μην δίνεις σημασία, πάμε να φύγουμε.

Οι φωνές δυνάμωναν. Οι άντρες έβγαλαν το καλυμμένο κάτοπτρο από τη σπηλιά. Το άφησαν σε μιαν άκρη για να μπορέσουν να το δέσουν σωστά. 

- Είμαστε πλούσιοι! 

Δεν πρόλαβαν να χαρούν. Το κάλυμμα σηκώθηκε. Ένα χέρι εμφανίστηκε μέσα από το κάτοπτρο.

- Τι.. τι είναι αυτό;

- Μην δίνεις σημασία. Είναι όλα κόλπα για να μην το πάρουμε. 

Ο άντρας πλησίασε και το χέρι τον έπιασε. Το κάλυμμα έφυγε και το κάτοπτρο αποκαλύφθηκε. Το χέρι άρχισε να τραβάει το χέρι προς τα μέσα. Ο άντρας ούρλιαζε. Ο φίλος του προσπάθησε να τον κρατήσει από την άλλη μεριά. Ένα άλλο χέρι βγήκε κι έπιασε κι εκείνον. 

Λίγο πριν τον τραβήξει μέσα κοίταξε το κάτοπτρο. Είδε τον άντρα που τον τραβούσε.

- Δικό μου, όλα δικά μου .... Φώναζε μέσα από το κάτοπτρο. Δεν ήταν άγνωστος. Ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Και ήταν αχόρταγος όπως εκείνος. Τώρα ήξερε . Ήξερε την αλήθεια. Έβλεπε την κόλαση. Έβλεπε πως ήταν στα αλήθεια. Τρόμαξε και άρχισε να ουρλιάζει. 

Τα χέρια βγήκαν πάλι από το κάτοπτρο. Δύο από τη μια μέρα και δύο από την άλλη. Σαν πόδια από αράχνη σήκωσαν το κάτοπτρο και άρχισαν να περπατάνε προς τη σπηλιά. 

Το θηρίο γύρισε πίσω στη φωλιά του. 

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Το πρόσωπο της μάσκας


Το καρναβάλι είχε τελειώσει. Κόσμος ακόμα στους δρόμους, όμως σε λίγο ξημέρωνε και σιγά σιγά επέστρεφαν όλοι για ύπνο. Ο αρχικός ενθουσιασμός είχε ξεφτίσει. Όλοι ήταν κουρασμένοι. Οι τελευταίοι καρναβαλιστές περπατούσαν χωρίς σκοπό, ενώ οι οδοκαθαριστές είχαν πιάσει ήδη δουλειά. Μια κοπέλα τον προσπέρασε. Του χαμογέλασε.

«Θες να βγάλεις τη μάσκα και να έρθεις σπίτι μου;»

Η κοπέλα ήταν εμφανώς μεθυσμένη. Τρέκλιζε και τον κοιτούσε με λαχτάρα. Η πρότασή της συνοδευόταν από άσεμνες χειρονομίες. Ο άντρας την προσπέρασε αδιάφορος. Εκείνη τον πλησίασε τόσο, όσο χρειαζόταν για να κάνει πίσω ζαλισμένη. Σχεδόν έπεσε όταν στάθηκε μόλις δύο βήματα δίπλα του. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Την άλλη μέρα δεν θα το θυμόταν, όμως ήταν σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή σχεδόν σταμάτησε η καρδιά της.

Ο άντρας συνέχισε τον δρόμο του. Βάδιζε αργά προς το σπίτι. Ολόκληρη ημέρα και όλοκληρη νύχτα ήταν εκεί ανάμεσα στον κόσμο. Περνούσε δίπλα τους και εκείνοι έπεφταν συνεχώς πάνω του. Μέσα στον χαμό ήταν δύσκολο να καταλάβεις ποιος έσπρωχνε ποιον. Και αυτό ήταν ιδανικό.  Έζησε τον σφυγμό, την τρέλα, τους ξέφρενους ρυθμούς ενός ποταμιού ανθρώπων που έρεε κατά μήκος των δρόμων της πόλης. Κι εκείνος αναμεσά τους πίσω από την μάσκα.

Σαν τις παλιές μέρες. Σκέφτηκε.

Έφτασε σπίτι και κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη πριν βγάλει τη μάσκα. Στάθηκε για λίγα λεπτά αμίλητος. Μόνο μια κοφτή ανάσα, σχεδόν σαν βαθύ γουργούρισμα έβγαινε από τα ρουθούνια της μάσκας. Έιχε φτάσει η ώρα. Θα γυρνούσε σε εκείνη τη ζωή χωρίς πρόσωπο και πάλι. Θα γυρνούσε στον κόσμο του, μακριά από τους ανθρώπους.

Άνοιξε την πόρτα του υπογείου. Βουητό από έντομα ακούστηκε ενώ ο βόμβος δυνάμωνε. Η συμφωνία που είχε κάνει πριν χρόνια ήταν ξεκάθαρη. Μπορούσε να κλέψει αρκετή ζωή ώστε να μείνει ορατός για μία μόνο μέρα. Θα ξέκλεβε λίγο χρόνο από όλους, μα όχι πολύ. Αν έκανε το λάθος να δείξει ποιος ήταν, οι Κριτές θα τον τιμωρούσαν. Η μάσκα έκρυβε την πραγματική του ταυτότητα. Μια Σκιά ενός κόσμου που είχε καταστραφεί. Ένας πρόσφυγας που ζούσε λαθραία σε έναν κόσμο απαγορευμένο για τον ίδιο. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να εγκαταλείψει μα δεν το έκανε. Ίσως είχαν λόγο και οι Κριτές που τον κρατούσαν.

Πλάσματα σαν εσένα πρέπει να μένουν εκεί που ανήκουν. Μακριά από τη ζωή. Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό.

Και είχαν δίκιο. Αν έμενε έξω παραπάνω, θα έφερνε μαζί του τον κόσμο του. Ή έστω ό,τι είχε μείνει από εκείνον τον κόσμο. Ό,τι ήταν μέσα του. Είχε πάρει χρόνο ζωής. Λίγο από τον καθένα. Έτσι ήταν πιο εύκολο. Είχε καταφέρει να τον δουν. Είχε καταφέρει να υπάρξει. Αναρωτήθηκε αν κάποιος από τους υπόλοιπους του είδους του είχε καταφέρει να γλιτώσει. Αν ήταν με κάποια συμφωνία σε κάποιο άλλο μέρος εκείνου του κόσμου. Αν κάποιους από τους άλλους είχε καταφέρει να υπάρξει για λίγο μια μέρα σαν την ημέρα που μόλις είχε περάσει. Θυμήθηκε τους άλλους. Αυτό τον ξάφνιασε. Ίσως τελικά είχε κλέψει λίγο παραπάνω από όσο του αναλογούσε. Δεν ήταν εύκολο να αντισταθεί μπροστά σε τέτοιο φαγοπότι. Τόσες ζωές μπροστά του διαθέσιμες. Τόση ζωή που αν τον άφηναν θα ρουφούσε μέχρι να μην μπορεί άλλο.  Είχε δυναμώσει πολύ. Μέχρι που στιγμιαία θυμήθηκε και το όνομά του. Δεν ηχούσε καλά στη γλώσσα του, μα ήξερε πως ακουγόταν στα αυτιά των ανθρώπων. Όλεθρος.

«Του χρόνου πάλι», ψιθύρισε, πριν χαθεί στα σκοτάδια. 

Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

''Κλικ'' ή Γιατί δεν πήγα ποτέ κατασκήνωση (Διήγημα)

Στοιχεία για τη φωτογραφία εδώ
 Όταν ήμουν μικρός ζητούσα επίμονα από τους δικούς μου να με στείλουν στην κατασκήνωση. Κι εκείνοι αρνούνταν σθεναρά. Έβλεπα φωτογραφίες από τα καλοκαίρια, που οι φίλοι μου πήγαιναν και μετά έρχονταν, και οι διηγήσεις τους για αστείες στιγμές, αλλά και τόσα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα  όπως κολύμπι, ποδόσφαιρο και βραδιές καραόκε που με έκαναν να πεθαίνω από τη ζήλια μου.

Κάθε Πάσχα ξεκινούσα μέσα μου προετοιμασία για το πώς θα πείσω τους γονείς μου να πάω με τους φίλους μου στην κατασκήνωση και κάθε Ιούνιο έβλεπα όλα μου τα σχέδια να καταρρέουν. Ήμουν καλός μαθητής, πρόσεχα το δωμάτιο μου, δεν έκανα κατάχρηση στις εξόδους μου, επέστρεφα πάντα την ώρα που μου έλεγαν και γενικά πρόσεχα να μην μπορούν να μου προσάψουν το οτιδήποτε όταν θα ανέφερα σε κάποιο κυριακάτικο τραπέζι συνήθως το αίτημα μου. Ήθελα να πάω κατασκήνωση με τους φίλους μου. Όλα έπεφταν στο κενό.

Την μεγαλύτερη αντίσταση την είχα από τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου φαινόταν πιο διαλλαχτικός, όμως δεν έδειχνε διάθεση να  πάει κόντρα στη μητέρα μου. Έτσι πέρασε το δημοτικό, αλλά και η πρώτη γυμνασίου. Κάθε χρόνο, στο ίδιο έργο θεατές με τους ίδιου διαλόγους και την αμίμητη πλέον ατάκα Είσαι πολύ μικρός για τέτοια, τέρμα συζήτησης!

Στη Δευτέρα γυμνασίου όμως τα πράγματα άλλαξαν. Όχι από τους γονείς μου. Το όχι ήταν δεδομένο. Από μέρους μου όμως δεν είχα καμία διάθεση να εγκαταλείψω τα όπλα. Ο λόγος; Μα στην εφηβεία δεν υπάρχει άλλον λόγος, πέρα από τον έρωτα. Μια συμμαθήτρια μου, η Δάφνη, ήταν όλη μου η ζωή εκείνη την περίοδο. Δεν έβλεπα μπροστά μου από έρωτα. Φαντάζομαι ξέρετε το συναίσθημα. Μέσα στην αίθουσα όλοι οι θόρυβοι ήταν στο επίπεδο μηδέν, τα πάντα γύρω της θαμπά και εκείνη έλαμπε. Είχε δείξει και εκείνη ενδιαφέρον. Όχι στην αρχή, ή μπορεί να μην το καταλάβαινα. Ξέρετε τώρα. Ερωτευμένο αγόρι στο γυμνάσιο. Δεν σκαμπάζουμε και πολλά πράγματα από αυτά.

Λίγο πριν το καλοκαίρι σε μια συζήτηση μέσα στην τάξη για το πού θα κάναμε διακοπές, η Δάφνη είπε αυτό που φοβόμουν. Θα πήγαινε κατασκήνωση μαζί με κάποιους από τους συμμαθητές μου! Και όχι μόνο αυτό, στην κουβέντα που συνεχίστηκε στο διάλειμμα, μου είπε χαμογελώντας πως θα ήταν τέλεια να μπορούσα να πάω κι εγώ μαζί τους. Καταλαβαίνετε πως έπρεπε οπωσδήποτε να τα καταφέρω εκείνη τη χρονιά. Έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τα μεγάλα μέσα. Πήγα και εκμυστηρεύτηκα τα πάντα στην γιαγιά μου. Ήμουν σίγουρος πως αν κάποιος μπορούσε να αλλάξει γνώμη στη μαμά μου, θα ήταν η δική της μαμά. Άλλωστε ήμουν ο εγγονός της και δεν μπορούσε να μου χαλάσει χατίρι.

Είχα πάει στο σπίτι της ένα Σάββατο, λίγο πριν τελειώσει ο Μάιος. Είχα μαζί μου και τα χαρτιά που έδειχναν ότι οι θέσεις που είχαν απομείνει ήταν ελάχιστες και ο χρόνος ήταν εναντίον μας. Ήμουν σίγουρος ότι μιλούσα στον σωστό άνθρωπο. Μόλις τελείωσα την ιστορία μου (και έφαγα όλα όσα έβγαλε μπροστά μου να με κεράσει!), με κοίταξε συμπονετικά. Ήμουν σίγουρος ότι έχω πετύχει τον στόχο μου.

«Δεν ξέρω αν μπορώ πραγματικά να σε βοηθήσω, μα θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω γιατί η μαμά σου δεν θέλει να πας».

Είδα ότι μέσα της δίσταζε να μου πει αυτά που ήθελε, όμως από την άλλη ήμουν σίγουρος ότι ήθελε τόσο πολύ να τα βγάλει από μέσα της. Με έβαλε να ορκιστώ ότι δεν θα της πω τίποτα.

«Όταν η μαμά σου ήταν στην εφηβεία πήγαινε κάθε χρόνο κατασκήνωση.  Δύο εβδομάδες πήγαινε σε οργανωμένη κατασκήνωση για κορίτσια της ηλικίας της και πολλά καλοκαίρια κάναμε μαζί και ελεύθερο κάμπινγκ σε συγκεκριμένα μέρη σε όλη την Ελλάδα. Εγώ και ο συγχωρεμένος ο παππούς σου δεν είχαμε πολλά λεφτά, όμως έτσι καταφέρναμε να δούμε πολλά μέρη και η μαμά σου είχε την ευκαιρία να ζήσει αυτή την εμπειρία.

Καταλαβαίνεις πως η κατασκήνωση ήταν για εκείνη τα πάντα. Ο παππούς σου της μάθαινε κάθε φορά και κάτι διαφορετικό. Της μάθαινε ψάρεμα στη θάλασσα, πώς να προσανατολίζεται την ημέρα, αλλά και τα βράδια με τα αστέρια, τι να προσέχει σε πεζοπορίες στο βουνό, τι μες στο δάσος και γενικά όλα όσα μπορείς να φανταστείς ότι χρειάζονται σε κάποιον που κάνει ελεύθερο κάμπινγκ, με τρόπο που σήμερα δεν θα έκανε κανένας. Βλέπεις, ήταν άλλες εποχές τότε.

Μια άλλη αγαπημένη συνήθεια που είχαν οι δυο τους, ήταν να βγάζουν φωτογραφίες. Ο παππούς σου είχε πάντα φωτογραφική μηχανή μαζί του. Ήταν καλός φωτογράφος. Έχεις δει φωτογραφίες του άλλωστε. Κόλλησε το μικρόβιο και στη μαμά σου. Επειδή δεν είχαμε πολλά λεφτά δεν μπορούσε να της αγοράσει δεύτερη φωτογραφική μηχανή, όμως σε κάθε ταξίδι την εφοδίαζε με πολλές μηχανές μιας χρήσεως. Σήμερα που δεν τυπώνετε φωτογραφίες, δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο σημαντικές ήταν εκείνες οι μηχανές. Με λίγα χρήματα μπορούσες να έχεις τη δική σου μηχανή. Την πήγαινες μετά στον φωτογράφο και σου εκτύπωνε τις φωτογραφίες. Έτσι κάθε τέλος καλοκαιριού πηγαίναμε λίγες λίγες τις φωτογραφικές μηχανές για να βγάλουμε τις φωτογραφίες.

Στα λέω όλα αυτά, για να καταλάβεις παιδί μου, πως η μαμά σου ήταν η νούμερο ένα κατασκηνώτρια στην εποχή της. Μέχρι την πρώτη λυκείου. Εκεί δυστυχώς τα πράγματα άλλαξαν. Είχαμε πάει για ορεινό κάμπινγκ. Η μαμά σου μπήκε μες στο δάσος για πεζοπορία. Κάποια στιγμή ομίχλη κάλυψε την περιοχή, αλλά ήδη έλειπε πάνω από μία ώρα. Δεν μπορούσαμε να τη βρούμε, όσο κι αν φωνάζαμε. Την χάσαμε για δύο ολόκληρες μέρες. Είχαμε τρελαθεί. Ορειβάτες, πυροσβεστική, αστυνομία, όλοι την ψάχναμε. Η εμπειρία της, την έσωσε. Όταν τη βρήκαμε, ήταν σε ένα παλιό ξύλινο παρατηρητήριο. Είχε χωθεί εκεί μέσα και διατήρησε την ψυχραιμία της.

Μπορείς να καταλάβεις τώρα γιατί δεν θέλει να πας, έτσι; Μπορείς να καταλάβεις γιατί δεν το συζητάει καν.»

Τώρα έβγαζαν όλα νόημα. Αν είχε πάθει τέτοιο πράγμα, ήταν απολύτως λογικό να μην θέλει να περάσει κάποιος άλλος αυτό που πέρασε εκείνη, ή να το ξαναπεράσει η ίδια σαν μάνα αυτή τη φορά.

Για λίγες μέρες δεν ανέφερα κάτι, μα μην ξεχνάτε πως ήμουν έφηβος. Πάνω από όλα είναι το αίμα που βράζει. Και ακόμα χειρότερα, ήμουν ερωτευμένος έφηβος. Όταν η Δάφνη με ρώτησε άλλη μια φορά αν θα πάω μαζί τους, ξέχασα την ιστορία της γιαγιάς μου, ξέχασα όσα τράβηξε η μητέρα μου, ξέχασα και το ίδιο μου το όνομα. Το μόνο που ήθελα, ήταν να πάω μαζί της.

Πήγα σπίτι και μίλησα ήρεμα (αρχικά) και με τους δύο γονείς μου. Δεν ήξεραν, πως εγώ γνώριζα τον λόγο που δεν με άφηναν, επομένως στεκόμουν στο παράλογο της απαγόρευσης.  Η σκηνή πανομοιότυπη. Λες και γυρίζαμε ξανά και ξανά το ίδιο πλάνο. Σκεφτόμουν πως θα βγει από κάπου κάποιος βοηθός σκηνοθέτη με την κλακέτα στο χέρι και θα πει Σκηνή 2, Λήψη εκατομμυριοστή, 3…2…1… Πάμε!  Και θα ακουστεί το «κλακ» μία στιγμή πριν ανάψει το κόκκινο λαμπάκι της εγγραφής. 

Το μόνο λαμπάκι που είχε ανάψει πραγματικά κόκκινο, ήταν αυτό μες στο μυαλό μου. Είχα θυμώσει τόσο πολύ, που αθέτησα την υπόσχεσή μου στην γιαγιά μου και ξέσπασα.

«Επειδή πριν δύο χιλιάδες χρόνια χάθηκες εσύ μες στην ομίχλη, δεν θα μου στερήσεις εμένα αυτή την εμπειρία! Ας πρόσεχες!»

Δύο πράγματα με τρόμαξαν μόλις τελείωσα την πρότασή μου και συνειδητοποίησα πως πρόδωσα την γιαγιά. Αρχικά η έκπληξη των γονιών μου, ακριβώς επειδή ήξερα. Οι γονείς μου γενικά είναι φωνακλάδες σαν και μένα. Η σιωπή του πατέρα μου, με τρόμαξε πραγματικά, μα περισσότερο με τρόμαξε το ψυχρό βλέμμα της μητέρας μου. Η σιωπή πρέπει να κράτησε δύο τρία δευτερόλεπτα, πράγμα που σημαίνει πως με στο σαλόνι μας, με τη σχετικότητα του χρόνου, πρέπει να κράτησε μία αιωνιότητα και μισή. Μετά από λίγο η μητέρα μου με ήρεμη και ψύχραιμη φωνή (άλλο ένα δείγμα του πόσο πολύ έπρεπε να τρομοκρατηθώ) και κοιτώντας με μες στα μάτια, μίλησε αργά και σταθερά, σαν δασκάλα που εξηγεί στην τάξη της νέους κανόνες.

«Ό,τι και να σου είπε η γιαγιά σου, δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια.»

«Α ναι; Και μήπως θες να την πεις σε εμένα;», δεν ήξερα τι άλλο να της πω.

Εκείνη σηκώθηκε όρθια, έριξε ένα βλέμμα στον πατέρα μου και εκείνος της έγνεψε καταφατικά και έφυγε. Ήξερε και εκείνος! Τώρα στεκόμουν μόνος μου μπροστά της, σιωπηλός.

«Αυτό που δεν έμαθε ποτέ η γιαγιά σου και ήξερε μόνο ο παππούς σου, είναι πως εκείνες τις δύο μέρες το πρόβλημα μου δεν ήταν η επιβίωση. Τότε βέβαια δεν το ήξερα. Μέσα στην ομίχλη είχα καταφέρει να προχωράω με ασφάλεια. Είχα αυτοπεποίθηση και ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Πολλές φορές εκείνες τις δύο μέρες σκέφτηκα πως γλίτωσα. Έβλεπα ή άκουγα κάπου κοντά μου περπάτημα και φώναζα για βοήθεια. Όμως δεν απαντούσε κανείς. Πίστευα πως ήταν κάποια ζώα. Από το πρώτο κιόλας βράδυ είχα βρεθεί σε εκείνο το σπιτάκι που με βρήκαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσο φυσούσε έξω και πως ο παραμικρός ήχος με έφερνε στο να σηκωθώ στη μέση της νύχτας και να τρέξω έξω. Ένιωθα μόνιμα πως κάποιος με παρακολουθεί. Όταν τελικά με βρήκαν στην αρχή δεν μπορούσα να πιστέψω πως τα βήματα που άκουγα ήταν αληθινά. Ένιωσα λύτρωση».

Ο πατέρας μου μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα κουτί από παπούτσια.

«Ήσουν φοβισμένη, καθόλου περίεργο. Και επίσης ήσουν σε ένα δάσος με ομίχλη και αέρα. Προφανώς φοβήθηκες. Γιατί όμως…»

Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση και άνοιξαν το κουτί. Ήταν γεμάτο φωτογραφίες. Η μητέρα μου συνέχισε.

«Όταν γυρίσαμε σπίτι μας, έκανα πολύ καιρό αν βγω έξω. Ο πατέρας μου σκέφτηκε να εμφανίσει τα φιλμ από τις διακοπές για να με κάνει νιώσω καλύτερα. Θα ένιωθα καλύτερα αν δεν υπήρχα φωτογραφίες μου στον φάκελο με τα αντίτυπά που μου παρέδωσε σαν έκπληξη. Δες».

Μου έδωσε το κουτί. Μέσα υπήρχα άπειρες φωτογραφίες από τις διακοπές, με τοπία, ζώα του δάσους και τους ίδιους του παππούδες μου σε μια πιο νέα εκδοχή τους. Κι εκεί τις είδα. Φωτογραφίες της μαμάς μου να κοιμάται μες στην ομίχλη.

«Αυτές δεν τις τράβηξα εγώ. Μαζί με τα τοπία που είχα τραβήξει υπήρχαν πέντε φωτογραφίες μου, που φαινόμουν ξεκάθαρα να κοιμάμαι.»

Μου πήρε δευτερόλεπτα να καταλάβω τι εννοούσε. Κάποιος όχι μόνο ήταν εκεί και την παρακολουθούσε, αλλά τις ώρες που εκείνη κοιμόταν την πλησίαζε, έπαιρνε τη φωτογραφική της μηχανή και την έβγαζε φωτογραφίες.

Η μητέρα μου είδε το σοκ, όμως συνέχισε να μιλάει.

«Μόλις τις είδα, άρχισα να ουρλιάζω. Ο πατέρας μου με πήρε αγκαλιά και μου ζήτησε να μην το μάθει η γιαγιά σου, γιατί θα τρελαινόταν. Το πήρε μαζί του στον τάφο τελικά…»

Έψαχνα κάτι να πω κάτι, όμως δεν ήξερα τι. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος από τη μαμά μου. Τελικά θυμήθηκα τη Δάφνη και έκανα μια απέλπιδα προσπάθεια.

«Ναι βρε μαμά, αλλά δεν έγινε τίποτα. Ούτε σε βρήκε ποτέ, ούτε τελικά σου έκανε κάτι αυτός ο ξένος. Κι επίσης έγινε πραγματικά παλιά και ήσουν μόνη σου μες στο δάσος. Τώρα δεν θα είμαι μόνος μου (ήθελα να πως θα ήμουν με την Δάφνη συνέχεια, όμως κρατήθηκα), θα έχω παρέα και είναι σε οργανωμένο.»

Η μαμά μου με κοίταζε σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε.

«Κοίταξε σε παρακαλώ λίγο καλύτερα τις φωτογραφίες»

Τις έβγαλα από το κουτί και τις κοιτούσα μία μία. Και τότε το είδα. Οι φωτογραφίες με τη μαμά μου να κοιμάται ήταν πάνω από πέντε. Υπήρχαν και άλλες και από άλλες χρονικές περιόδους της ζωής της.

«Μα… εδώ…»

«Ακριβώς αγόρι μου. Κάποιος με παρακολουθεί…»

Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Ανάμεσα στις φωτογραφίες υπήρχαν και δικές μου. Φωτογραφίες από το δωμάτιο μου να κοιμάμαι νύχτα. Στην ιδέα και μόνο πως κάποιος μπαίνει σπίτι μας και κάθεται πάνω από τα κρεβάτια μας την ώρα που κοιμόμαστε και μας φωτογραφίζει με έκανε να νιώσω αναγούλα. Μέσα μου, τρόμος και θυμός πάλευαν να νικήσουν ο ένας τον άλλον.

«Γιατί δεν βάλαμε συναγερμό; Κάμερες; Γιατί δεν το ξέρει η αστυνομία;»

«Όλοι το ξέρουν. Και κάμερες έχουμε και συναγερμό».

«Τότε ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΠΙΑΝΟΥΝ;» φώναζα, δακρυσμένος πια. Οι γονείς μου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Πάλευαν μέσα τους για τον αν έπρεπε να συνεχίσουν τις αποκαλύψεις ή όχι.

«Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από όσο φαίνονται», είπε ο πατέρας μου.

«Καμία κάμερα δεν έχει καταγράψει ποτέ τίποτα και ο συναγερμός δεν έχει χτυπήσει ποτέ»

«Μα τότε μιλάμε για φάντασμα που μας τραβάει φωτογραφίες!», σχεδόν γέλασα με αυτό που ξεστόμισα. Ήμουν σε κατάσταση υστερίας. Είδα όμως πως οι γονείς μου δεν γελούσαν. Τον λόγο πήρε και πάλι η μητέρα μου.

«Όταν χάθηκα και έμεινα σε εκείνο το βουνό και άκουγα όλο το βράδυ τα βήματα και τους ήχους προσευχήθηκα και είπα πως θα έκανα τα πάντα για να βγω ζωντανή από αυτή την κατάσταση. Μόλις αποκοιμήθηκα από την κούραση, είδα στον ύπνο μου πως ήρθε μπροστά μου ένας άντρας που κρατούσε μια ομπρέλα. Χαμογελούσε με τα κίτρινα δόντια του και με κοιτούσε. Μου έδωσε την ομπρέλα και μου είπε. Θα γλιτώσεις σήμερα από αυτό που έρχεται. Μα θα δεσμεύσω την ψυχή σου και θα είσαι για πάντα δική μου.

Θυμάμαι να γνέφω καταφατικά και το επόμενο πράγμα ήταν να ξυπνάω το πρωί και να βλέπω τον ήλιο που είχε βγει. Με βρήκαν λίγο αργότερα. Το όνειρο το ξέχασα σχεδόν αμέσως. Κάποιο βράδυ αργότερα είδα και πάλι αυτόν τον άντρα να μου λέει πως είμαι δικιά του, Είσαι παγιδευμένη μου ψιθύριζε. 

Είμαι σίγουρη πως αυτός ο άντρας είναι που κάνει αισθητή την παρουσία του. Δεν ξέρω τι είναι, δεν ξέρω πως μπορώ να ξεφύγω, δεν ξέρω τι θα συμβεί, δεν ξέρω αν είμαι τρελή. Ξέρω μόνο πως δεν μπορώ να σε αφήσω να πας κάπου που μπορεί να ξανασυμβεί κάτι σαν αυτό που πέρασα.»

Δεν είχα να πω κάτι. Έδειξα κατανόηση. Όσο και να μου άρεσε η Δάφνη, δεν μπορούσα να αμφισβητήσω τη μητέρα μου σε κάτι τέτοιο και μάλιστα με τον πατέρα μου να μην αντιδράει, έχοντας αποδεχτεί προφανώς τη συγκεκριμένη ιστορία.

Έτσι δεν πήγα ποτέ κατασκήνωση. Και από τότε δεν συζήτησα ποτέ ξανά το θέμα με τους γονείς μου. Άλλαξαν πολλά στη ζωή μου. Κλείδωνα κάθε βράδυ το δωμάτιο μου (ακόμα το κάνω) και κοιμάμαι ολόκληρος κάτω από το σεντόνι με τον φόβο μην βρω την επόμενη μέρα κάποια φωτογραφία μου, που με δείχνει να κοιμάμαι. Πέρασα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες της ζωής μου, χωρίς να συζητήσω αυτό το θέμα ποτέ με κανέναν μέχρι σήμερα.

Σήμερα το πρωί χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν σχεδόν χάραμα. Ήταν ο πατέρας μου. Με ενημέρωσε πως η μητέρα μου πέθανε. Ακόμα και τώρα που το γράφω δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Οι γιατροί είπαν πως έπαθε κάποιο ανεύρυσμα στον ύπνο της. Ένιωσα τη γη να γκρεμίζεται κάτω από τα πόδια μου. Ντύθηκα μηχανικά και ήμουν έτοιμος να φύγω. Λίγο πριν αρπάξω τα κλειδιά του αυτοκινήτου από ένα τασάκι που τα βάζω δίπλα στην πόρτα, χτύπησε το κινητό μου. Είχα ένα μήνυμα. Κανονικά θα το διάβαζα, μόλις κατέβαινα στο αμάξι, μα ήθελα να δω αν είναι ο πατέρας μου.

Το νούμερο ήταν άγνωστο. Άνοιξα το μήνυμα. Υπήρχε μια φωτογραφία. Ήταν η μητέρα μου από σήμερα το πρωί. Νεκρή εκεί στο κρεβάτι. Από το κάτω το μήνυμα έγραφε. Είναι δική μου τώρα. Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον αριθμό. Δεν με ενδιέφερε αν ήταν φάντασμα, μόλις πέθανε η μητέρα μου και δεν υπήρχε χώρος για τέτοια παιχνίδια.

Η γραμμή δεν καλούσε. Αντίθετα έβγαινε μήνυμα που έλεγε πως ο αριθμός που καλώ δεν ανήκει σε συνδρομητή. Άρχισα να κλαίω. Ένιωθα πάλι μπερδεμένος. Λύπη και θυμός, όπως τότε στην εφηβεία, αλλά για άλλους λόγους. Τότε το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν ο αριθμός που είχα καλέσει.

Απάντησα χωρίς να μιλήσω. Από μέσα ακουγόταν ένα ελαφρύ βουητό και μια ανάσα που με ανατρίχιασε από πάνω μέχρι κάτω. Πήγα να το κλείσω όταν άκουσα τρεις λέξεις που μου πάγωσαν το αίμα. Είσαι ο επόμενος.

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Τελευταία Νέα

Το δάσος πίσω από το δέντρο που λέγεται Άγιος Παίσιος

«Νιώθω ότι πολλές φορές βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος»                     Προσκυνητής κι εγώ, κι αν έλειπε ο                    Ά...

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κατεβάστε και διαβάστε δωρεάν τη νουβέλα «Ο Δαίμων του Τυπογραφείου»