Δεν υπάρχει κανένα παιδί που να μην έχει ακούσει παραμύθι. Ή τουλάχιστον - αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς - κανένα παιδί που δεν στερείται βασικά πράγματα. Έτσι ήμουν κι εγώ! Ήθελα να ακούω κάθε λογής παραμύθι. Από τα πολύ κλασικά μέχρι πιο παραδοσιακά. Μεγαλώνοντας τα διάβαζα μόνος μου, μα πιο μικρός λάτρευα να ακούω τις ιστορίες από τα χείλη των γονιών μου και των παππούδων μου!
Μα, απ' όλους πιο παραστατικός ήταν ο παππούς μου. Είχε εκείνο το χάρισμα να σου διηγείται μια ιστορία και να τη βλέπεις ζωντανή μπροστά σου. Πολλές φορές θα ορκιζόμουν πως έβλεπα τις εικόνες μπροστά μου να ζωντανεύουν, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό! Θα ορκιζόμουν πως όταν ας πούμε μιλούσε για μία φωτιά, μύριζα τον καπνό και ένιωθα την ζέστη. Τόσο παραστατικός που πίστευα πως τα ζωντανεύει. Βέβαια όλοι με έπεισαν πως είναι η ζωηρή μου φαντασία. Σε μεγαλύτερο βαθμό με έπεισε η αδερφή μου. Είχαμε ξεχωριστά δωμάτια, επομένως ο παππούς μάς έλεγε τις ιστορίες ξεχωριστά. Μου είπε πως και σε εκείνη έλεγε ο παππούς παραμύθια στο κρεβάτι μα ποτέ δεν είχε δει ή είχε νιώσει το παραμικρό. Επομένως πείστηκα πως η φαντασία μου τα έφταιγε όλα.
Τις ιστορίες είτε τις έλεγε απέξω είτε τις διάβαζε από διάφορα βιβλία. Αν κάτι άλλο μπορώ να θυμάμαι από τον παππού μου ήταν η εμμονή του με το διάβασμα και το γράψιμο. Η εικόνα του στο γραφείο που είχε φτιάξει στο σπίτι του - ενα δωμάτιο με ένα γραφείο, γραφομηχανή και εκατοντάδες βιβλία στους τοίχους γύρω του - μου είχε μείνει ανεξίτηλη. Έμπαινες μέσα και αφού σε χτυπούσε η μυρωδιά των παλιών βιβλίων ανακατεμένη με αρωματικό καπνό πίπας, τον έβλεπες εκεί στην πολυθρόνα του να διαβάζει με τα γυαλιά ακουμπισμένα στην άκρη της μύτης. Σε κοίταζε πάνω από τα γυαλιά και σου χαμογελούσε. Δεν διέκοπτε ποτέ αυτό που διάβαζε. Το ξέραμε όλοι. Όταν έμπαινα στο γραφείο ήταν σαν να μπαίνω σε εκκλησία. Δεν μιλούσα και δεν ενοχλούσα τον ιερέα που έκανε την τελετουργία του. Καθόμουν κοντά στην πολυθρόνα και πάντα έπιανα ένα βιβλίο από τα ράφια και το χάζευα.
Κάποιες φορές έπιανα τον εαυτό μου να χάνεται στις σελίδες κάποιου βιβλίου και εκεί στο πάτωμα του γραφείου διάβαζα με τις ώρες δίπλα στον παππού. Όλοι παραδέχονταν ότι είχα το κουσούρι του και δεν είχαν άδικο. Μεγαλώνοντας έγινα βιβλιοφάγος. Όμως τίποτα μα τίποτα στον κόσμο δεν συγκρινόταν με τις διηγήσεις παραμυθιών από τον παππού μου. Και είναι αυτό που τελικά ένιωσα να μου λείπει περισσότερο, όταν εκείνος έφυγε από κοντά μας. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, ήμασταν όλοι κοντά του. Είχαμε χάσει ήδη την γιαγιά και ξέραμε πόσο μας είχε ανάγκη εκεί κοντά του. Είχα μεγαλώσει αρκετά και η αδερφή μου περισσότερο για να είμαστε μπροστά σε αυτή τη στιγμή. Το μόνο που είπε χαμογελώντας είναι ότι ήρθε η ώρα του να πάει να ζήσει με τα παραμύθια. Όμορφες λέξεις που δεν απαλύνουν τον πόνο της απώλειας. Μαζί με τον παππού πέθαναν και τα παραμύθια, ολόκληρη η παιδική μας ηλικία.
Το σπίτι του παππού έμεινε κλειστό για χρόνια. όχι όμως από σκοπιμότητα. Το είχε κληροδοτήσει σε εμένα, ενώ το κτήμα στο χωριό πήγε στην αδερφή μου. Ο θάνατός του συνέπεσε με μια δική μου επιτυχία. Με είχαν δεχτεί στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για ένα μεταπτυχιακό πάνω στη Λογοτεχνία. Συγγραφέας δεν είχα καταφέρει να γίνω σαν τον παππού, όμως το μικρόβιο τελικά το είχα και με το παραπάνω. Έφυγα αμέσως μετά την κηδεία και όσες φορές επέστρεψα είτε για διακόπες είτε για υποχρεώσεις δεν πήγα. Είχα υποσχεθεί με τον εαυτό μου πως αυτό θα γίνει όταν επιστρέψω μόνιμα.
Όταν έφτασε ο καιρός να επιστρέψω είχα ανάμικτα συναισθήματα. Η επιστροφή στον τόπο μου με γέμιζε χαρά, μα είχε έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσω κατί που συναισθηματικά είχα μπλοκάρει: την απώλεια του παππού. Κλειδώνοντας το σπίτι όταν εκείνος έφυγε για τον κόσμο των παραμυθιών, όλα εκεί μέσα ήταν ακριβώς όπως τα άφησε. Όταν θα έμπαινα εκεί μέσα θα ήταν σαν να βρισκόταν ο παππούς μου εκεί λίγες ώρες πριν. Μα μετά, ό,τι και να ακουμπούσα θα περνούσε στη σφαίρα του τώρα, σβήνοντας τις τελευταίες στιγμές του παππού μου. Μα έτσι δεν είναι η ζωή; Κανείς δεν έζησε μέσα στην ακινησία.
Μπαίνοντας στο σπίτι εκείνη η γνωστή μυρωδιά, ξύπνησε αυτόματα όλες τις αναμνήσεις μου. Πώς θα μπορούσα να αποθηκεύσω αυτή την αίσθηση; Πώς θα μπορούσα να αιχμαλωτίσω αυτό το κάτι που με ταξίδευε δεκαετίες πίσω. Δεν μπορούσα και το ήξερα. Για αυτό έπαιρνα προσεχτικά και γεμάτη κάθε ανάσα μέσα σε αυτόν τον χώρο περπατώντας αργά και με σεβασμό, όπως όταν ήμουν μικρός και έμπαινα στο γραφείο. Κατευθύνθηκα ασυναίσθητα εκεί. Ήθελα στα αλήθεια να ανοίξω την πόρτα; Ήθελα στα αλήθεια να αντικρύσω εκείνη την πολυθρόνα άδεια; Δεν είχε σημασία, το έκανα.
Η πόρτα άνοιξε και τα δάκρυα μου έτρεχαν ασταμάτητα. Δεν μελέτησα ποτέ στη ζωή μου ψυχολογία μα ένας φίλος μου στην Οξφόρδη που το έκανε μιλούσε για τα πέντε στάδια του πένθους και εγώ δεν είχα περάσει ποτέ το τέταρτο και το πέμπτο στάδιο, την κατάθλιψη και την αποδοχή. Κλαίγοντας πλέον με λυγμούς, μπορώ να σας επιβεβαιώσω πως το τέταρτο στάδιο επιτεύχθη με εξαιρετική επιτυχία πριν προλάβω να μπω ολόκληρος στο δωμάτιο. Πλησίασα στην πολυθρόνα και έκατσα στο πάτωμα. Κοιτούσα τα βιβλία γύρω μου. Πόσο αλιώτικη ήταν αυτή η σιωπή, από εκείνη την άλλη, την παλιά, της ιεροτελεστίας; Τόλμησα ο βέβηλος και ακούμπησα το βιβλίο που είχε δίπλα στην πολυθρόνα ο παππούς μου. Ήθελα να δω ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που διάβασε.
Ήταν ένα βιβλίο μύθος! Ήταν ένα βιβλίο που στην παιδική μου ηλικία κι εγώ και η αδερφή μου θα το ονομάζαμε - αν τότε γνωρίζαμε τι είναι αυτό - το ιερό δισκοπότηρο των βιβλίων του παππού. Ήταν το βιβλίο με τα παραμύθια. Μα όχι οποιαδήποτε παραμύθια. Εκεί μέσα κρύβονταν τα παραμύθια που διάβαζε και μας έλεγε ο παππούς και όπου κι αν είχαμε πει για αυτά κανείς δεν τα είχε ακούσει. Ήταν παραμύθια που είχε εκείνος αποκλειστικά. Όταν είχα φτάσει σε πιο μεγάλη ηλικία, έφηβος αν δεν κάνω λάθος, τον είχα ρωτήσει αν ήταν παραμύθια που εκείνος επινοούσε και έγραφε. Εκείνος χαμογέλασε και μου είπε «Δεν θα μπορούσα να γράψω τόσο υπέροχα. Αυτό το βιβλίο είναι ένα δώρο προς εμένα από τις νεράιδες. Μου φανερώνει τα παραμύθια που δεν έμαθε ποτέ κανείς». Ήταν ένα βιβλίο που ποτέ δεν είχαμε ανοίξει και πάντα έβαζε σε ένα ψηλό ράφι για να μην το φτάνουμε.
Άνοιξα το βιβλίο, ενώ τα μάτια μου ξαναθόλωσαν. Ήταν όλο χειρόγραφο. Σίγουρα τις ιστορίες τις έγραφε ο ίδιος, μα ήθελε και αυτό να το πασπαλίσει με μαγεία! Μα είπα κι εγώ! Νεράιδες! Χαμογέλασα στη σκέψη και βάλθηκα να διαβάζω τις ιστορίες. Θέλετε κι εσείς να ακούσετε ένα παραμύθι είμαι σίγουρος, μα δεν είναι αυτός ο σκοπός που κάθομαι και σας τα λέω όλα αυτά.
Όταν έφτασα κάπου στη μέση του βιβλίου, διαπίστωσα ότι οι επόμενες σελίδες ήταν λευκές. Κατάλαβα πως το έργο έμεινε μισοτελειωμένο. Κοίταξα την τελευταία ιστορία και ήταν κάποια που δεν είχα διαβάσει. Και επειδή είμαι σίγουρος πως σας έχει φάει η περιέργεια θα σας πω περιληπτικά πως μιλούσε για κάποια ζώα του δάσους που δεν βλέπουν οι άνθρωποι μα τους κάνουν και νιώθουν φαγούρα αν περάσουν από πάνω τους. Μπορεί και να μην το περιγράφω καλά, όπως σας είπα μόνο παππούς μου μπορούσε να το κάνει αυτό.
Πήγα να κλείσω το βιβλίο μα ακούστηκε κάτι σαν φτερούγισμα και ένα «Όχι!» . Κόντεψα να πάθω ανακοπή, ξέχασα κάθε ένα από τα στάδια πένθους και το μόνο που θέλησα ήταν να ακολουθήσω το ένστικτό μου και να φύγω τρέχοντας. Κοίταξα προς την πόρτα και τότε την είδα. Ο παππούς δεν έλεγε ψέμματα. Μια νεράιδα με τα φτερά της ήταν μπροστά στην πόρτα του γραφείου. Φυσικά δεν μίλησα. Πήρε εκείνη τον λόγο.
«Τώρα το κλειδί του βασιλείου είναι στο χέρι σου. Μην κλείσεις σε παρακαλώ την πόρτα.»
Συνέχισα να μένω βουβός.
«Ο παππούς σου μας είχε ειδοποιήσει για την έλευσή σου. Κρατάς στο χέρι σου το κλειδί ένος κόσμου δίπλα στον δικό σας. Ένας κόσμος που περνάει σιγά σιγά στην λήθη. Γκρεμίζεται κάθε μέρα και περισσότερο. Ο κόσμος μου σε χρειάζεται. Άσε το βιβλίο ανοιχτό στην πρώτη κενή σελίδα. Όταν μια ιστορία γράφεται, άφηνέ το στην επόμενη. Έως ότου γεμίσει.»
Έκανα αμίλητος αυτό που μου είπε. Στο μυαλό μου ήδη πάλευαν η λογική και οι αισθήσεις μου. Τελικά βλέπω παριασθήσεις, για αυτό και οι ιστορίες του παππού εμφανίζονταν μπροστά μου ή στην πραγματικότητα τα έβλεπα;
Η νεράιδα έκανε έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό της και μέσα από τον κύκλο μια πύλη άνοιξε. Δύο άλλες νεράιδες ήρθαν και άρχισαν να γράφουν με μανία στο βιβλίο.
«Πρέπει το έργο που σταμάτησε να τελειώσει. Πριν περάσουμε στη λήθη».
«Τι... τι ακριβώς συμβαίνει;», τόλμησα να ψελίσσω.
Η πρώτη νεράιδα με πλησίασε.
«Ο παππούς ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Έζησε γνωρίζοντας τα πάντα για τον κόσμο μας και δεν αποκάλυψε ποτέ τίποτα. Μας έβλεπε από μικρό παιδί. Ο μόνος που μπορούσε να του μοιάσει ήσουν εσύ. Για αυτό και σου έλεγε τόσα παραμύθια κάθε βράδυ. Παραμύθια σαν...το δικό μας»
Προσπάθησα να θυμηθώ αν μου είχε πει κάποιο παραμύθι με νεράιδες. Από τα δικά του παραμύθια. Δεν τα κατάφερα.
Η φωτεινή πύλη άρχισε να τρεμοπαίζει. Το φως έδινε τη θέση του στο σκοτάδι. Οι νεράιδες έγραφαν με μανία το βιβλίο.
«Έρχεται! Βιαστείτε!»
«Ποιος έρχεται;»
«Η λήθη!»
Σκοτάδι σκέπασε την πύλη και το δωμάτιο έμεινε άδειο. Σιωπή. Έμεινα αρκετή ώρα ακίνητος για να καταλάβω αν αυτό που έγινε ήταν αληθινό ή το ονειρεύτηκα. Ήμουν επηρεασμένος από όλα όσα θυμήθηκα μπαίνοντας στο σπίτι. Έπιασα το βιβλίο με τα παραμύθια. Οι νεράιδες είχαν γράψει κάτι. Ήταν όλα αλήθεια. Ένας κόσμος χάθηκε.
«Τι... τι ακριβώς συμβαίνει;», τόλμησα να ψελίσσω.
Η πρώτη νεράιδα με πλησίασε.
«Ο παππούς ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Έζησε γνωρίζοντας τα πάντα για τον κόσμο μας και δεν αποκάλυψε ποτέ τίποτα. Μας έβλεπε από μικρό παιδί. Ο μόνος που μπορούσε να του μοιάσει ήσουν εσύ. Για αυτό και σου έλεγε τόσα παραμύθια κάθε βράδυ. Παραμύθια σαν...το δικό μας»
Προσπάθησα να θυμηθώ αν μου είχε πει κάποιο παραμύθι με νεράιδες. Από τα δικά του παραμύθια. Δεν τα κατάφερα.
Η φωτεινή πύλη άρχισε να τρεμοπαίζει. Το φως έδινε τη θέση του στο σκοτάδι. Οι νεράιδες έγραφαν με μανία το βιβλίο.
«Έρχεται! Βιαστείτε!»
«Ποιος έρχεται;»
«Η λήθη!»
Σκοτάδι σκέπασε την πύλη και το δωμάτιο έμεινε άδειο. Σιωπή. Έμεινα αρκετή ώρα ακίνητος για να καταλάβω αν αυτό που έγινε ήταν αληθινό ή το ονειρεύτηκα. Ήμουν επηρεασμένος από όλα όσα θυμήθηκα μπαίνοντας στο σπίτι. Έπιασα το βιβλίο με τα παραμύθια. Οι νεράιδες είχαν γράψει κάτι. Ήταν όλα αλήθεια. Ένας κόσμος χάθηκε.
***
Μεγάλωσα και έκανα και εγώ οικογένεια. Φυσικά έμεινα στο σπίτι του παππού. Η μυρωδιά η παλιά είχε φύγει, μα το γραφείο το είχα κρατήσει. Ήταν χώρος ιερός δεν μπορούσα να τον αλλάξω. Κατάλαβα πως ο παππούς μου δεν μπορούσε να φύγει από μέσα μου κι ας γκρεμιζόταν ο κόσμος όλος. Ο δικός μας, όχι κάποιος άλλος. Δεν είχα ξεχάσει όλο αυτό που είχε συμβεί την ημέρα που μπήκα για πρώτη φορα σε αυτό το σπίτι μετά τον θάνατο του παππού μου. Μα πλεον ειχα πειστεί πως όλο ηταν στην φαντασία μου, ακόμα και η ιστορία που ειδα γραμμένη στο βιβλίο οταν συνήλθα. Είχα πείσει τον εαυτό μου πως η ιστορία ηταν εκεί απλά την είχα συνδέσει με την υπόλοιπη παραίσθησή μου.
Έκανα δύο υπέροχα παιδιά, μια κόρη και έναν γιο. Και φυσικά τους λέω με τη σειρά μου παραμύθια. Ο γιος μου δεν έδειξε ποτέ τη διάθεση να κάτσει να ακούσει. Το έκανε κάπως καταναγκαστικά. Η κόρη μου όμως, ήταν άλλη υπόθεση! Έμοιαζε να έχει πάρει από εμένα αυτή τη λαχτάρα για παραμύθια. Προσπαθούσα να είμαι όσο πιο καλός μπορούσα στην αφήγηση γιατί ήταν απαιτητική. Μέχρι και ερωτήσεις έκανε! Αν είχε γνωρίσει τον παππού μου θα είχαν γίνει αχώριστοι!
Ένα βράδυ με πίεσε να της πω κάτι καινούριο. «Έχω βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια» μου έλεγε. Και δεν είχε άδικο. Όλα τα παραμύθια από κάποιο σημείο και μετά έμοιαζαν. Κανένα δεν είχε συγκλονιστικό φινάλε ή κάτι που να ξεφεύγει από τα τετριμμένα. Και ήρθε άλλη μία από τις ερωτήσεις της. «Εσένα τι σου διάβαζαν όταν ήσουν μικρός;»
Πήγα απευθείας στο βιβλίο με τα παραμύθια. Είχε έρθει μάλλον η στιγμή αυτά τα παραμύθια να περάσουν στην επόμενη γενιά. Στην αρχή διάβασα για λίγο από μέσα μου, ώστε να προετοιμάσω κατάλληλα τον τρόπο που θα πω την κάθε σειρά και να την εντυπωσιάσω.
Ξεκίνησα την ιστορία. «Σε μια χώρα όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούνε τα πιο όμορφα πλάσματα και των τεσσάρων κόσμων που έχω δει από κοντά. Οι νεράιδες. Δεν είναι μικρές όπως στα άλλα παραμύθια, μα είναι σαν μικρά παιδιά με πανέμορφα φτερα και μυτερά αυτιά. Μοιάζουν χαριτωμένες, μα έχουν δύναμη ίση με αυτή ενός ελέφαντα και...»
Η ιστορία κυλούσε μόνη της. Τα μάτια της μικρής άστραφταν από χαρά που άκουγε για τις νεράιδες. Εγώ ταυτόχρονα αναρωτιόμουν ποιοι είναι οι τέσσερις κόσμοι που είχε επισκεφτεί ο παππούς μου. Θεέ μου, να ήταν αλήθεια;
Μόλις τελείωσε η πρώτη ιστορία, της υποσχέθηκα πως και την επόμενη ημέρα θα διαβάζαμε από αυτό το βιβλίο. «Ξέρεις», μου είπε καθώς έσβηνα το φως για να κοιμήθεί. «Αυτό ήταν το πιο ωραίο παραμύθι που μου έχεις πει! Σχεδόν τις έβλεπα εκεί απέναντι τις νεράιδες!».
Το σοκ μου ήταν μεγάλο. Μπορούσε να τις δει; «Και...τι έκαναν;».
«Κοιτούσαν προς τα εδώ και μας χαμογελούσαν.»
Δεν μίλησα. Άνοιξα το βιβλίο και άρχισα πάλι να διαβάζω τις ιστορίες μία προς μία. Δεν είχε καμία σημασία το πως θα τις διάβαζα. Το παιδί θα καταλάβαινε. Κάθε βράδυ η στιγμή του παραμυθιού ήταν η στιγμή μας. Ήταν η στιγμή που η φαντασία ζωντάνευε και νεράιδες πετούσαν στο δωμάτιο. Ήταν και πάλι εκεί. Η λήθη δεν είχε καταφέρει να αρπάξει τον κόσμο τους.
Ένα βράδυ όταν το παιδί αποκοιμήθηκε, εκείνη η πρώτη νεράιδα με πλησίασε. «Σε ευχαριστώ» ψιθύρισε και με ένα πέταγμα εξαφανίστηκε και πάλι.
Ένας κόσμος σώθηκε. Αλήθεια, πόσοι ακόμα είναι εκεί έξω; Ο παππούς θα ήξερε. Τώρα μένει να μάθω και εγώ. Θα αφήσω τις σελίδες να γεμίσουν.
«Μην αφήσεις ποτέ την καθημερινότητα να σου στερήσει όσα η ζωή σου έδωσε όταν ήσουν παιδί»
Ένα βράδυ με πίεσε να της πω κάτι καινούριο. «Έχω βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια» μου έλεγε. Και δεν είχε άδικο. Όλα τα παραμύθια από κάποιο σημείο και μετά έμοιαζαν. Κανένα δεν είχε συγκλονιστικό φινάλε ή κάτι που να ξεφεύγει από τα τετριμμένα. Και ήρθε άλλη μία από τις ερωτήσεις της. «Εσένα τι σου διάβαζαν όταν ήσουν μικρός;»
Πήγα απευθείας στο βιβλίο με τα παραμύθια. Είχε έρθει μάλλον η στιγμή αυτά τα παραμύθια να περάσουν στην επόμενη γενιά. Στην αρχή διάβασα για λίγο από μέσα μου, ώστε να προετοιμάσω κατάλληλα τον τρόπο που θα πω την κάθε σειρά και να την εντυπωσιάσω.
Ξεκίνησα την ιστορία. «Σε μια χώρα όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούνε τα πιο όμορφα πλάσματα και των τεσσάρων κόσμων που έχω δει από κοντά. Οι νεράιδες. Δεν είναι μικρές όπως στα άλλα παραμύθια, μα είναι σαν μικρά παιδιά με πανέμορφα φτερα και μυτερά αυτιά. Μοιάζουν χαριτωμένες, μα έχουν δύναμη ίση με αυτή ενός ελέφαντα και...»
Η ιστορία κυλούσε μόνη της. Τα μάτια της μικρής άστραφταν από χαρά που άκουγε για τις νεράιδες. Εγώ ταυτόχρονα αναρωτιόμουν ποιοι είναι οι τέσσερις κόσμοι που είχε επισκεφτεί ο παππούς μου. Θεέ μου, να ήταν αλήθεια;
Μόλις τελείωσε η πρώτη ιστορία, της υποσχέθηκα πως και την επόμενη ημέρα θα διαβάζαμε από αυτό το βιβλίο. «Ξέρεις», μου είπε καθώς έσβηνα το φως για να κοιμήθεί. «Αυτό ήταν το πιο ωραίο παραμύθι που μου έχεις πει! Σχεδόν τις έβλεπα εκεί απέναντι τις νεράιδες!».
Το σοκ μου ήταν μεγάλο. Μπορούσε να τις δει; «Και...τι έκαναν;».
«Κοιτούσαν προς τα εδώ και μας χαμογελούσαν.»
Δεν μίλησα. Άνοιξα το βιβλίο και άρχισα πάλι να διαβάζω τις ιστορίες μία προς μία. Δεν είχε καμία σημασία το πως θα τις διάβαζα. Το παιδί θα καταλάβαινε. Κάθε βράδυ η στιγμή του παραμυθιού ήταν η στιγμή μας. Ήταν η στιγμή που η φαντασία ζωντάνευε και νεράιδες πετούσαν στο δωμάτιο. Ήταν και πάλι εκεί. Η λήθη δεν είχε καταφέρει να αρπάξει τον κόσμο τους.
Ένα βράδυ όταν το παιδί αποκοιμήθηκε, εκείνη η πρώτη νεράιδα με πλησίασε. «Σε ευχαριστώ» ψιθύρισε και με ένα πέταγμα εξαφανίστηκε και πάλι.
Ένας κόσμος σώθηκε. Αλήθεια, πόσοι ακόμα είναι εκεί έξω; Ο παππούς θα ήξερε. Τώρα μένει να μάθω και εγώ. Θα αφήσω τις σελίδες να γεμίσουν.
Τέλος
«Μην αφήσεις ποτέ την καθημερινότητα να σου στερήσει όσα η ζωή σου έδωσε όταν ήσουν παιδί»
Σταύρος Θάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου