Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Τοκ Τοκ - Μέρος Β' (Μικρό διήγημα)

Για να διαβάσετε το πρώτο μέρος πατήστε εδώ

Βόρεια Ελλάδα - 1986
Photo by Artem Bali from Pexels
«Πέφτει!»
Έκαναν όλοι στην άκρη και ο κορμός έπεσε μονοκόμματος ανάμεσα στις φυλλωσιές και τα άλλα δέντρα που φαίνονταν σαν να έκαναν και αυτά στην άκρη για να μην χτυπήσουν. Ο Μανόλης έκανε νόημα στους υπόλοιπους να ξεκινήσουν το δέσιμο του κορμού. Θα ανέβαινε μαζί με τους υπόλοιπους πάνω στο φορτηγό.
Συνήθως δεν γνώριζαν πού πηγαίνει η ξυλεία που έκοβαν, όμως πρόσφατα όλη την  έκταση την είχε αγοράσει μια συγκεκριμένη εταιρεία επεξεργασίας ξύλου από την Αθήνα. Ο ιδιοκτήτης φαινόταν εντάξει άνθρωπος, είχε έρθει μάλιστα ο ίδιος και είχε μιλήσει μαζί τους. Μαζί του είχε έρθει και ο γιος του, μελλοντικός ιδιοκτήτης της εταιρίας. Στις συζητήσεις είχε δείξει πως σκεφτόταν συνεχώς την εξειδίκευση της εταιρίας σε μόνο ένα είδος, στην παραγωγή κουφωμάτων και πορτών ασφαλείας από το καλύτερο ξύλο. Ο πατέρας του δεν ήθελε να αφήσει όλες τις άλλες εργασίες. Ο ίδιος και ο πατέρας του ήταν ξυλουργοί και λάτρευαν όλες τις εργασίες με το ξύλο.
Οι υπόλοιποι εργάτες έμοιαζε φοβισμένοι. Γύρισε το βλέμμα του στο σημείο που ο κορμός κόπηκε. Έτρεχε αίμα.
«Συμβαίνει πάλι.», είπε ένας εργάτης σχεδόν μέσα από τα δόντια του.
«Δεν έπρεπε να κόψουμε αυτά τα δέντρα», φώναξε ένας άλλος. Ο Μανόλης είχε αναλάβει να κρατήσει τους εργάτες ψύχραιμους.
«Ελάτε παιδιά, μια ασθένεια είναι στους κορμούς και μοιάζει απλά με αίμα, δεν πιστεύω να φοβάστε τέτοια πράγματα;»
Κάποιοι φάνηκαν να πείθονται, οι υπόλοιποι ήταν πιο επιφυλακτικοί. Έδεσαν τον κορμό και με τη μία πλευρά ακόμα να στάζει το μηχάνημα τον σήκωσε και τον έβαλε πάνω στο φορτηγό μαζί με τους υπόλοιπους. Όλοι οι κορμοί έσταζαν αίμα.
Το τέλος της ημέρας τον βρήκε στο καταφύγιο που έμενε με τους υπόλοιπους ξυλοκόπους. Όλοι μπορούσαν να πάνε σπίτι τους, όμως ήταν καλύτερο να είσαι εκεί. Ήταν μόλις λίγες εβδομάδες τον χρόνο που επιτρεπόταν η κοπή δέντρων στο συγκεκριμένο σημείο και τα λεφτά ήταν καλά. Βγήκε έξω και άναψε ένα τσιγάρο. Του άρεσε να κοιτάζει τον έναστρο ουρανό. Μέσα στο δάσος όπου τα φώτα ήταν ελάχιστα ο γαλαξίας φαινόταν πιο εντυπωσιακός από ποτέ. Τον πλησίασε ένας από τους υπόλοιπους εργάτες. Ήταν νέος σχεδόν είκοσι χρονών.  Δυνατό παιδί και πρόθυμο. Φαινόταν να μην φοβάται σαν τους υπόλοιπους. Μάλιστα έδειχνε τρομερό ενδιαφέρον όταν ένα από τα δέντρα που έκοβαν εμφάνιζε την αιμορραγία.
«Να κάτσω εδώ για ένα τσιγάρο μαζί σας;»
«Μίλα μου στον ενικό μικρέ.». Έβγαλε και του έδωσε ένα τσιγάρο.
«Το απόγευμα πίστευες πραγματικά αυτό που είπες; Ότι είναι ασθένεια;». Δεν έχασε χρόνο.
«Ναι φυσικά, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;». Απέφυγε να κάνει την ερώτηση κοιτώντας τον. Προτίμησε τον γαλαξία από πάνω τους.
«Δεν ξέρω, μα ελπίζω να μάθω.»
«Δεν είσαι ξυλοκόπος έτσι;»
«Δεν είμαι μόνο ξυλοκόπος, είναι η σωστή απάντηση. Εννοώ πως είναι η δουλειά μου, μα δεν κάνω μόνο αυτό. Σπουδάζω, έχω ενδιαφέροντα, διαβάζω, πηγαίνω ταξίδια και γενικά κάνω πολλά πράγματα. Αν με ρωτάς αν είμαι μόνο ξυλοκόπος, τότε θα σου πω όχι. Αν με ρωτάς αν έχω κι άλλο επάγγελμα, θα σου πω όχι.»
Η φλυαρία και οι δικαιολογίες του μικρού τον έπεισαν ότι δεν ήταν ξυλοκόπος. Ένας νεαρός φοιτητής δεν θα διάλεγε από όλες τις εποχιακές δουλειές του κόσμου να γίνει ξυλοκόπος, όταν μπορούσε να δουλεύει σε καφετερία ή σε κάποιο τουριστικό μέρος.
«Ωραία μικρέ ξυλοκόπε, τι ψάχνεις να μάθεις;»
«Τι ασθένεια είναι αυτή; Γιατί οι υπόλοιποι λένε άλλα πράγματα.»
«Σαν τι;». Προσπάθησε να μείνει αδιάφορος.
«Λένε ότι τα δέντρα αυτά είναι ιερά και κάνουμε μεγάλη αμαρτία που τα κόβουμε. Θα είμαστε καταραμένοι.»
«Νεαρέ άκου τη συμβουλή μου. Αν θες να μείνεις σε αυτή τη δουλειά πρέπει απλά να κόβεις τους κορμούς και να μην ακούς κοτσάνες που λένε οι παλιότεροι για να σπάνε πλάκα μαζί σου. Κατάλαβες;»
Ο νεαρός έδειχνε χαμένος. Ήθελε να πει πολλά πράγματα, μα δεν είπε τίποτα. Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε μέσα. Με την άκρη του ματιού του τον παρακολουθούσε μέχρι που μπήκε στο προκατασκευασμένο σπίτι. Πέταξε τη γόπα στο χώμα και την έσβησε. Βεβαιώθηκε πως είχε μαζί του τον φακό του και προχώρησε μέσα στις φυλλωσιές. Λίγο πιο κάτω άφησε το μονοπάτι που οδηγούσε προς το σημείο που έκοβαν όλη μέρα δέντρα και μπήκε πίσω από κάποιους θάμνους. Προχώρησε λίγο και έσπρωξε κάποιες φυλλωσιές πιο πέρα. Από κάτω υπήρχαν αρχαίες πλάκες που ήταν σίγουρος πως αν σήκωναν θα έβρισκαν και τους ιδιοκτήτες τους από κάτω.
Δεν πρέπει να το μάθουν.
Κάλυψε πάλι το μέρος με φυλλωσιές και έφυγε.
***
Πέντε μέρες μετά.
Η δουλειά είχε σχεδόν τελειώσει. Σε μια ήμερα θα μάζευαν τα πράγματα και τον περιπλανώμενο θίασό τους και θα πήγαιναν πίσω στις βάση τους. Σαν τους ναυτικούς θα απολάμβαναν λίγες μέρες ελευθερίας μέχρι να τους δοθούν εντολές και να πάνε σε άλλο σημείο να συνεχίσουν την αποψίλωση.
Κάθε μέρα που περνούσε υπήρχα δέντρα που αιμορραγούσαν. Κάποιοι εργάτες παραιτήθηκαν και έφυγαν και κάποιοι άλλοι έλεγαν πως τα βράδια δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Ο Μανόλης δεν μπορούσε παρά μόνο να αδιαφορεί για όλα αυτά. Παρατήρησε πως και ο νεαρός εργάτης έκανε το ίδιο. Ένιωθε πως τον είχε εμπιστευτεί.
Οι φωνές ενός εργάτη τους τρόμαξε όλους. Τα πάντα σταμάτησαν για μία στιγμή και μόνο ο αέρας ακουγόταν ανάμεσα στα δέντρα που έστεκαν ακόμα όρθια γύρω τους. Ο Μανόλης έτρεξε πρώτος να δει τι είχε συμβεί.
Σε ένα ξέφωτο δίπλα τους ο εργάτης που είχε ουρλιάξει είχε πέσει κάτω και έδειχνε μπροστά του. Εκεί υπήρχε μια πόρτα. Μια βαριά ξύλινη πόρτα στεκόταν στη μέση του ξέφωτου.
«Πώς βρέθηκε αυτή εκεί;»
«Ήρθα εδώ πίσω να κάνω την ανάγκη μου. Τη μια στιγμή δεν υπήρχε τίποτα εκεί και την άλλη εμφανίστηκε.»
Οι εργάτες μαζεύτηκαν γύρω της σαν να προσπαθούσαν να την κυκλώσουν.
«Μια μια…πόρτα μέσα στο δάσος; Μα πώς;», αναρωτήθηκε και ο νεαρός ξυλοκόπος.
Ο Μανόλης δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Μόνο όταν ένας από τους άντρες πήγε να ανοίξει την πόρτα, φώναξε και τον έκανε να κοκκαλώσει.
«Έι μην κάνεις κουταμάρες!»
«Ω έλα τώρα μια πόρτα είναι. Όπως και να ήρθε εδώ, δεν έχει τίποτα το περίεργο σαν κατασκευή.»
Άνοιξε την πόρτα και όσοι βρίσκονταν από τη μία μεριά έβλεπαν τους απέναντι.
«Κλείσε τη και πάμε να δουλέψουμε.»
Ο άντρας που είχε ανοίξει την πόρτα την έκλεισε. Την χτύπησε δύο τρεις φορές και προσποιήθηκε πως κάποιος από μέσα τον ρωτάει ποιος είναι.
«Τοκ τοκ τοκ! Γεια σας! Θα ήθελα να σας μιλήσω για αυτή τη μαγική κόλλα»
Άνοιξε την πόρτα και έβαλε το πόδι του για να μπει. Όλοι χασκογέλασαν με το μικρό δρώμενο που παιζόταν μπροστά τους, όμως για λίγες μόνο στιγμές. Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια και ήταν σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Άρχισε να ουρλιάζει και μόλις τράβηξε πίσω το πόδι του εκείνο έλειπε.
«Μα τι στο…;» Ο Μανόλης δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ο άντρας τώρα ούρλιαζε και από το πόδι του έτρεχε ασταμάτητα ένας πίδακας αίματος. Οι υπόλοιποι τον έπιασαν. Ένας έβγαλε τη ζώνη του και του έδεσε το πόδι προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία. «Γρήγορα στον γιατρό!»
«Κάποιος να πάρει και το μέλος μήπως του το κολλήσουν!», φώναξε ένας άλλος. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν στην πίσω μεριά της πόρτας. Δεν υπήρχε τίποτα. Απομακρύνθηκαν όλοι φοβισμένοι.
«Είναι η κατάρα!» φώναζε ένας άλλος και πανικόβλητοι όλοι άρχισαν να τρέχουν. Επικράτησε πανικός. Τα ουρλιαχτά του ακρωτηριασμένου άντρα μπλέχτηκαν με αυτά των άλλων που προσπαθούσαν να φύγουν. Ο Μανόλης έμεινε πίσω να κοιτάζει την πόρτα. Κοντά του έμεινε και ο νεαρός. Μόλις έφυγαν όλοι, οι δύο άντρες μαζί με έναν τρίτο έμειναν να κοιτάζουν αυτό το παράξενο θέαμα.
«Τι έχεις να πεις για αυτό;»
«Ό,τι και να είναι πρέπει να εξαφανιστεί. Θα την κάψουμε να τελειώνουμε» Ο Μανόλης ήταν θυμωμένος. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει. «Είναι απλά μια πόρτα!» Πήγαινε και την χτυπούσε συνέχεια με όλη του τη δύναμη. Τοκ Τοκ Τοκ ΤΟΚ ΤΟΚ!
Ξαφνικά η πόρτα φάνηκε να ανταπαντά! Τοκ τοκ!
Ο Μανόλης πετάχτηκε πίσω. Η πόρτα άνοιξε. Οι τρεις άντρες οπισθοχώρησαν. Μέσα από την πόρτα βγήκε ένας ακόμα άντρας, ταραγμένος και φοβισμένος. Κρατούσε στο χέρι του έναν φακό και τα ρούχα του έγραφαν πως άνηκε σε κάποια εταιρία φύλαξης. Τα μάτια του ήταν διάπλατα ανοιχτά και ανάσαινε με δυσκολία.
«Πού είμαι; ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ;»
«Ηρέμησε! Ποιος είσαι;»
«Θέλω να πάω στην γυναίκα μου και στο παιδί μου, πείτε μου πού είμαι!»
«Είσαι στην Χαλκιδική.»
«Μα πώς, εγώ δουλεύω στην Αθήνα και…»
Ο άντρας ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. «Όχι Θέε μου δεν μου συμβαίνει αυτό…»
«Πώς βρέθηκες εδώ;» Τον ρώτησε ο νεαρός ξυλοκόπος.
«Είχα βάρδια στο εργοστάσιο και άκουσα κάποιους θορύβους στις πόρτες και… και μπήκα να δω τι συμβαίνει…Και δεν ξέρω πραγματικά…» Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Πρέπει να επιστρέψω…Πρέπει να…»
Πριν προλάβουν να κάνουν ότιδήποτε ο άντρας μπήκε και πάλι στην πόρτα και την έκλεισε.
«Εεε…Εξαφανίστηκε! Δεν βγήκε από πίσω! Πού είναι;» Ο νεαρός δεν πίστευε σε αυτό που έβλεπε. Και οι άλλοι δύο άντρες έμειναν ακίνητοι.
Ο Μανόλης πήρε πάλι τον λόγο.
«Δε θα μιλήσουμε ποτέ σε κανέναν για αυτό το πράγμα. Καταλάβατε; Ποτέ! Πάμε να δούμε πώς είναι ο φίλος μας και θα πάρουμε ένα μπιτόνι βενζίνη, θα έρθουμε εδώ και θα την κάψουμε.»
Συμφώνησαν και έφυγαν προς το ιατρείο. Εκεί έμαθαν πως θα ερχόταν ελικόπτερο να τον παραλάβει και να τον πάει στο νοσοκομείο. Είχε χάσει πολύ αίμα και το θέμα δεν ήταν πως δεν θα είχε πόδι, μα πως υπήρχε περίπτωση να χάσει τη ζωή του.
Ο Μανόλης δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται πως θα πάρει εκδίκηση για τον φίλο του με τη βενζίνη. Έφυγε από το ιατρείο και μαζί με τους δύο άντρες επέστρεψε στο ξέφωτο για να κάψει την πόρτα.

Εκείνη όμως δεν ήταν εκεί. 

Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot 12/02/2018
Πάνω από ένας μήνας έχει περάσει από την ημέρα που εξαφανίστηκε ο Δ.Μ., που δούλευε ως νυχτοφύλακας σε εργοστάσιο παραγωγής πορτών ασφαλείας. Δεν υπάρχει κανένα νεότερο με την εξαφάνισή του. Η σύζυγός του και η κόρη του συνεχίζουν τις εκκλήσεις προς όλους και ζητούν να μάθουν έστω και την παραμικρή πληροφορία για το πού μπορεί να βρίσκεται ο άνθρωπός τους.
Όπως είχαμε υποσχεθεί, διεξήχθει έρευνα σχετικά με όσα υποστήριξε άνθρωπος του εργοστασίου. Σύμφωνα με τον εργαζόμενο, που θέλει να παραμείνει ανώνυμος, το εργοστάσιο έχει ένα στοιχειωμένο παρελθόν. Παρακάτω υπάρχει απομαγνητοφωνημένη η ιστορία όπως τη διηγήθηκε αποκλειστικά στη στήλη μας.
«Η ιστορία που θα σας πω, πάει αρκετά πίσω. Το εργοστάσιο λειτουργεί πάνω από έναν αιώνα και περνάει από γενιά σε γενιά στην ίδια οικογένεια. Δεν ήταν πάντα προφανώς εργοστάσιο για πόρτες ασφαλείας. Παλιότερα ήταν για πάσης φύσεως ξυλουργικές εργασίες. Ο τωρινός ιδιοκτήτης όταν ανέλαβε από τον πατέρα του στις αρχές της δεκαετιάς του 90 αποφάσισε τη στροφή και την εξειδίκευση στις πόρτες και φαίνεται πως η επιλογή του τον δικαίωσε.
Σας τα λέω όλα αυτά μόνο και μόνο για να καταλάβετε πως το εργοστάσιο αυτό εδώ και έναν αιώνα δουλέυει με ξύλο. Η ποιότητα ήταν κάτι που απασχόλησε όλες τις γενιές της οικογένειας. Η ξυλεία που αγοράζουν είναι πάντα από συγκεκριμένους προμηθευτές και πάντα μετά από ελέγχους πως η υλοτόμηση ακολουθεί αυστηρά πρότυπα, ακόμα αυστηρότερα και από αυτά του κράτους. Για κάθε δέντρο που κόβεται, η εταιρεία φροντίζει να φυτεύονται δύο. Όλη αυτή η επιμονή έχει οδηγήσει στο να υπάρχουν συγκεκριμένες εκτάσεις ανά την Ελλάδα που ανήκουν κυριολεκτικά στην εταιρεία. Έτσι διασφαλίζει την ανώτερη ποιότητα.
Φαίνεται σα να κάνω διαφήμιση, μα όπως σας είπα, θα καταλάβετε που θέλω να καταλήξω. Την περίοδο μετά τη μικρασιατική καταστροφή ιδιοκτήτης του εργοστασίου ήταν ο παππούς του τωρινού ιδιοκτήτη. Οι πρόσφυγες είχαν κατακλήσει όχι μόνο την Αττική, μα ολόκληρη την Ελλάδα. Στα έργα που έγιναν για στηθούν κατοικίες για τους πρόσφυγες συμμετείχε και το εργοστάσιο. Σε εκείνη την περίπτωση λόγω της μεγάλης ζήτησης η τοπική υλοτομία δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες. Ο τότε ιδιοκτήτης έφερε ξυλεία από τα σύνορα με τη Βουλγαρία.
Και τώρα αρχίζουν τα ωραία. Ό,τι φτιάχτηκε από εκείνη την ξυλεία έφερε καταστροφή στους ανθρώπους που΄έρχονταν σε επαφή μαζί τους. Δεκάδες ιστορίες οικογενειών που έμειναν σε ξύλινα καταλλύματα φτιαγμένα από εκείνη την παρτίδα ξύλων έζησε δύσκολες στιγμές. Και όλες είχαν ένα κοινό. Ένα μέλος της οικογένειας τους εξαφανίστηκε. 
Ο ιδιοκτήτης ήταν καλός άνθρωπος και ήθελε να μάθει για ποιον λόγο συνέβαινε αυτό. Δεν θέλω να πολυλογώ μα η ξυλεία είχε προέλθει από κομμάτι δάσους όπου βρέφηκε ένα αρχαίο νεκροταφείο. Όπως το ακούτε. Νεκροταφείο. Και όπως φαντάζεστε, φαίνεται πως το ξύλο είχε γίνει μέρος του νεκροταφείου. Θυμάμαι τον πατέρα του αφεντικού μου να λέει πως δεν άντεχε τις τύψεις όταν είδε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί εκείνη την εποχή να τρελαίνεται. Ισχυρίστηκε πως είδε δύο δαίμονες να τρυπάνε τον τοίχο του σπιτιού του και να μπάινουν σπίτι του. Ούρλιαζαν να τους επιστρέψει αυτό που τους άνηκε. Ήξερε τι είχε συμβεί, μα δεν θα τον πίστευε κανείς κι έτσι άφησε το παιδί στην τύχη του. Οι γονείς του τον κλείδωναν στο δωμάτιο γιατί έτσι πίστευαν πως θα ένιωθε ασφάλεια, όμως εκείνος ούρλιαζε ακόμα περισσότερο. Τον πρώτο καιρό τον πίστευαν, μα με τον καιρό άρχισαν να πιστεύουν ότι φταίει κάτι άλλο. Το παιδί τρελάθηκε. Η μαμά του ισχυριζόταν πως άκουγε ακόμα από το δωμάτιο του παιδιού της ήχους και ομιλίες, μα όλοι το έριξαν στη θλίψη της για την απώλεια του γιου της.
Έτσι φαντάζομαι θα συμβαίνει σε πολλά μέρη. Η ξυλεία έρχεται από μέρη που ο χρόνος κυλάει διαφορετικά από ότι ο δικός μας. Τα δέντρα που τώρα βρίσκονται εκεί, έχουν καλύψει μυστικά που εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε. Φαίνεται πως κάποιες φορές κάποια τέτοια ξύλα, στοιχειωμένα αν θέλετε να τα πούμε κάπως, καταλήγουν στο εργοστάσιο. Άλλες φορές δεν συμβαίνει τίποτα στο εργοστάσιο, μα μόνο στους πελάτες, ενώ σπάνια έχει συμβεί κάτι μέσα στο εργοστάσιο, όπως είναι πολύ πιθανό να συνέβη και στον άτυχο άντρα. Με την ευκαιρία θέλω να εκφράσω τη συμπαράστασή μας στη σύζυγό του. Είμαστε δίπλα της για ό,τι χρειαστεί. Είμαστε όλοι μια οικογένεια σε αυτή τη δουλειά. Το γνωρίζει και η ίδια.
Στα χρόνια που έχω δουλέψει στην επιχείρηση έχω δει λίγα πράγματα. Στην αρχή φοβόμουν, μα τώρα έχω συνηθίσει κάπως. Δεν έχω βρει ακόμα τι είναι αυτό που κάνει ένα ξύλο ξεχωριστό. Φαίνεται πως το σχήμα της πόρτας τα κάνει δίοδο για κάτι. Κάτι από άλλη διάσταση βρίσκει τρόπο να περάσει μέσα από τις ξύλινες πόρτες. Ή κι εμείς να πάμε εκεί. Κάτι τέτοιο πιστεύω ότι συνέβη εκεί κάτω με τον άνθρωπο. Φοβάμαι και να σκεφτώ πού μπορεί να έχει βρεθεί...
Τώρα θα σας πω μια προσωπική εμπειρία. Πριν λίγα χρόνια είχα μείνει αργά το απόγευμα με δύο συναδέλφους για να προλάβουμε μια παραγγελία μεγάλη για μια εταιρεία. Το εργοστάσιο ήταν ερημικό. Και όμως είχαμε ακούσει φασαρία. Πήγαμε προς το σημείο που ακουγόταν η φασαρία και είδαμε...πώς να το πω; Είδαμε τελοσπάντων ένα πλάσμα που δεν μπορούσες να πεις ότι ήταν από αυτόν τον κόσμο. Το κεφάλι του μαύρο, τεράστιο. Μπορούσες να δεις να εξέχουν δόντια στο στόμα του. Βασικά όλο του το κεφάλι είχε δόντια. Ένα μάτι κόκκινο στη μέση του κρανίου κοιτούσε τριγύρω. Μας κοίταξε και φοβηθήκαμε. Όμως αντιδράσαμε. Κρατούσαμε ακόμα τα εργαλεία μας και τα πετάξαμε πάνω του. Αυτό μας γρύλισε και άρχισε να τρέχει. Πιο κάτω το είδαμε κυριολεκτικά να μπαίνει στα πλαίσια μια πόρτας που ακόμα δεν είχε τελειώσει και να εξαφανίζεται. Φυσικά κανένας από εμάς δεν είχε διάθεση να το κυνηγήσει. Πήραμε μια πόρτα, την καρφώσαμε στα πλαίσια και η πόρτα έφυγε την άλλη μέρα από το εργοστάσιο. Θυμάμαι να κοιτάζω για πολλές μέρες την εφημερίδα ψάχνοντας για οτιδήποτε θα είχε σχέση με τη συγκεκριμένη πόρτα. Ευτυχώς δεν διάβασα κάτι... Έχω καθησυχάσει τη συνείδησή μου πως εκείνο ήταν ένα τυχαίο γεγονός και ότι η πύλη δεν άνοιξε και πάλι...
Από τότε άρχισα να ψάχνω συστηματικά τέτοιες περιπτώσεις. Ήθελα να μάθω περισσότερα πράγματα για πύλες από άλλους κόσμους. Έμαθα πολλά και μάλιστα είναι τόσα πολλά που έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι γιατί οι περισσότεροι δεν βλέπουν τι γίνεται! Δεν θα μιλούσα σε κάνεναν, μα εσείς είστε εξαίρεση. Έχετε ζήσει κάτι παρόμοιο και με καταλαβαίνετε.
Αυτές οι πύλες έχουν εμφανιστεί σε όλον τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Σε κάθε μέρος τα πλάσματα που βγαίνουν από εκεί έχουν και άλλο όνομα. Με κάνει πολλές φορές να αναρωτιέμαι αν πολλές λαϊκές δοξασίες δεν είναι φανταστικά τέρατα, αλλά πλάσματα από άλλες διαστάσεις... Μπορείτε να ακούσετε και μια ραδιοφωνική εκπομπή από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου αναφέρουν τέτοια γεγονότα από το 1963 κιόλας!»
Η συνέντευξη έκλεισε με ένα ηχητικό ντοκουμέντο από τον ραδιοφωνικό σταθμό KDAT και την εκπομπή Νυχτερινή φωνή στο Κέρλιν των Η.Π.Α. και μπορείτε να το βρείτε απομαγνητοφωνημένο εδώ.
Το σίγουρο είναι πως παρακολουθούμε τις εξελίξεις από κοντά, ενώ ζητάμε και τη δική σας συμμετοχή με ανάλογες ιστορίες.

Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος



Σημείωση του συγγραφέα: Το ηχητικό ντοκουμέντο στο τέλος προέρχεται από μια σειρά ιστοριών του συγγραφέα Γιώργου Κωστόπουλου, τον οποίο κι ευχαριστώ για την άδεια να χρησιμοποιήσω την ιστορία του. Μπορείτε να διαβάσετε και άλλες ιστορίες του στο https://darkrealmofshadows.blogspot.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Τελευταία Νέα

Το πρόσωπο της μάσκας

Το καρναβάλι είχε τελειώσει. Κόσμος ακόμα στους δρόμους, όμως σε λίγο ξημέρωνε και σιγά σιγά επέστρεφαν όλοι για ύπνο. Ο αρχικός ενθουσιασμό...

Δημοφιλείς αναρτήσεις