Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα new spot. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα new spot. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Μαύρη Τρύπα (Διήγημα)

«Είσαι έτοιμη;»

«Ναι μπαμπά, εσύ;»

«Κι εγώ... Μάλλον!»

Ο πατέρας κοίταξε προς τα κάτω. Είχαν ανέβει είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος από τα σκαλιά και μπροστά τους ήταν μια τσουλήθρα που κατέβαινε στριφογυριστά μέχρι την πισίνα. Κι αν το πρόβλημα του ήταν μόνο η υψοφοβία, ίσως να το ξεπερνούσε γρήγορα. Η νεροτσουλήθρα ήταν κλειστή. Με λίγα λόγια θα έμπαιναν σε ένα μαύρο τούνελ, στροβιλισμένοι χωρίς να βλέπουν που πάνε μέχρι να βγουν κάτω. Είχε χλομιάσει. Είχε παρακαλέσει τη σύζυγό του να πήγαινε με την μικρή, αλλά η κόρη του δεν του είχε αφήσει περιθώρια. Ήθελε να το κάνει με τον μπαμπά της. 

«Κύριε είστε εντάξει;» Η ναυαγοσώστρια τον κοίταξε μάλλον αδιάφορα. Η ουρά πίσω γέμιζε συνεχώς εδώ και πολύ ώρα επομένως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βλέπει πότε βγαίνει κάποιος από το τούνελ, να βεβαιώνεται πως έχει βγει από το σημείο που μπορεί ο επόμενος να πέσει πάνω τους και να δίνει το σύνθημα να φύγουν οι επόμενοι. Στη συγκεκριμένοι τσουλήθρα έμπαινες με μία μονή ή διπλή σαμπρέλα και ήταν το δεύτερο πιο εντυπωσιακό παιχνίδι στο συγκεκριμένο υδάτινο πάρκο. Το πρώτο ήταν μια κατακόρυφη τσουλήθρα από τα εικοσιπέντε μέτρα, πράγμα που του φάνταζε αδιανόητο ότι κάποιος πληρώνει για να το κάνει. Του είχε κοπεί η ανάσα. 

«Ξέρετε, έχω υψοφοβία και μάλλον κλειστοφοβία. Είναι τρομακτικά εκεί μέσα ε;»

Η κοπέλα γέλασε.

«Κύριε, ακόμα και εφτάχρονα παιδάκια κατεβαίνουν μόνα τους, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Φεύγετε»

Τους έσπρωξε ελαφρά και το φως χάθηκε από τα μάτια τους. Η μικρή ούρλιαζε από χαρά. Ο μπαμπάς της μάλλον είχε κλείσει τα μάτια. Σε κάποια σημεία σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που κατέβαιναν υπήρχαν κάποια ιριδίζοντα χρώματα, σαν ουράνιο τόξο. Ίσως δικαιολογούσαν το όνομα του παιχνιδιού Μαύρη Τρύπα αν και όπως το έβλεπε τώρα έμοιαζε περισσότερο με σκουληκότρυπα. Είχε δει σε πολλές ταινίες επιστημονικής φαντασίας τέτοια ταξίδια που η ταχύτητα γύρω από το όχημα υποδηλωνόταν από αυτόν τον χρωματισμό. Ναι έπρεπε να σκέφτεται αστρικά ταξίδια αν ήθελε να ηρεμήσει και να τελειώνει με αυτό. Φως φάνηκε μπροστά τους. Έφταναν στο τέλος της διαδρομής. Βγήκαν έξω σε ένα εκτυφλωτικό φως. Έμοιαζε σαν να είχε λάμψει ο ήλιος χίλιες φορές παραπάνω από όταν είχαν μπει. Για λίγο δεν έβλεπαν τίποτα παρά μόνο αυτό το φως. Σκεφτόταν πως κάτι τέτοιο θα έβλεπαν οι άνθρωποι μετά τη βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα. 

«Μπαμπά δεν βλέπω τίποτα» Τώρα η κόρη του κλαψούρισε. 

Το εκτυφλωτικό φως δεν ήταν αυτό που τον ανησυχούσε. Περισσότερο το ανησυχούσε πως δεν άκουγε κανέναν θόρυβο. Εντάξει να μην έβλεπαν τίποτα, όμως να μην ακούν ή να μην αισθάνονται το νερό; έβαλε τα χέρια του στο νερό. Έπιασε το κενό. Η φωνή του είχε κοπεί.

«Ό,τι και να γίνει, μην αφήσεις τα χέρια σου από το σωσίβιο, της ψέλλισε». 

Εκείνη υπάκουσε.

«Μπαμπά, θέλω να φύγω από εδώ φοβάμαι»

«Θα είναι κάποιο κόλπο μες στο παιχνίδι» το είπε για να κάνει τη μικρή να ηρεμήσει. Ήξερε πως δεν ήταν έτσι. Όσο περίμεναν στην ουρά, είχε μετρήσει τα δευτερόλεπτα που χρειαζόταν κάποιος για να κατέβει κάτω. Το είχε ανάγκη να μετράει όσο θα κατέβαιναν για να νιώθει ασφάλεια. Χρειάζονταν είκοσι δευτερόλεπτα στη χειρότερη που κάποιος κολλούσε σε κάποιο σημείο και έπρεπε να σπρώξει για να δώσει ώθηση. Εδώ είχαν περάσει αυτόν τον χρόνο κατά πολύ. 

Η όρασή του είχε αρχίσει να ξεδιαλύνει. έβλεπε κάποιες φιγούρες να έρχονται προς το μέρος τους. Μάλλον είχαν πάθει κάτι στην όρασή τους και έρχονταν να τους βοηθήσουν. Επιτέλους.

Μόλις τελειώσει όλο αυτό έχω να κάνω μηνύσεις σε όλο το μέρος. Δεν είναι δυνατόν να...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του. Οι φιγούρες μπροστά τους δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν κάτι άλλο. Η όραση τους ξεδιάλυνε και άλλο. 

Τι...Τι συμβαίνει εδώ;

«Ποιοι είστε εσείς; Τι θέλετε;»

Αόριστοι ήχοι ακούστηκαν. Έμοιαζαν σαν τον ήχο ρεύματος υψηλής τάσης. Βόμβοι που σου τρυπούσαν τα αυτιά. Η κόρη του άρχισε και πάλι να ουρλιάζει. Αυτή τη φορά από τρόμο. 

***

Απόσπασμα από την ηλεκτρονική έκδοση του New Spot

Τις τελευταίες ώρες ένα βίντεο έκανε τον γύρο του διαδικτύου και ενώ η αυθεντικότητά του ακόμα εξετάζεται, υπάρχει αρκετός κόσμος που πιστεύει πως έχουμε δει κάτι το ανεξήγητο. Ένας άντρας και η πεντάχρονη κόρη του μπαίνουν σε μία κλειστή νεροτσουλήθρα, τη λεγόμενη μαύρη τρύπα, και δεν βγαίνουν ποτέ από την άλλη μεριά. 

Το βίντεο φαίνεται να το έχει τραβήξει η σύζυγος και μητέρα των δύο αγνοούμενων. Μετά το πρώτο λεπτό μπορείτε να δείτε τις αντιδράσεις όλων όταν καταλαβαίνουν πως πατέρας και κόρη δεν έχουν βγει ακόμα από τη νεροτσουλήθρα. Εργαζόμενοι και ναυαγοσώστες αποφασίζουν να μπουν στο τούνελ, θεωρώντας πως σε κάποιο σημείο έχουν σφηνώσει ή έχουν σταματήσει. 

Η αγωνία και η έκπληξη όλων μεγάλωσε όταν οι δύο εργαζόμενοι που ξεκίνησαν από διαφορετικές κατευθύνσεις κι ενώ το νερό είχε σταματήσει, συναντήθηκαν μέσα στο τούνελ χωρίς να βρουν πουθενά τους δύο αγνοούμενους. Η μητέρα άρχισε να ουρλιάζει και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Λίγη ώρα μετά ειδικό συνεργείο μετέβη στον χώρο για να αποσυναρμολογήσει τα κομμάτια και να βρει τι έχει συμβεί. Και πάλι κανένα ίχνος τους δεν βρέθηκε. Η μητέρα βρίσκεται στο νοσοκομείο σε κακή ψυχολογική κατάσταση και προσπαθεί να ξεπεράσει το σοκ, ενώ όλοι οι αρμόδιοι ψάχνουν να βρουν τι είναι αυτό που έχει συμβεί. 

Μέχρι στιγμής κανείς από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν μπορεί αν δώσει μια εξήγηση σε αυτό που συνέβη. 

Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος


Σημείωμα Συγγραφέα

Η ιστορία αυτή έχει πολλά κοινά σημεία με την εμπειρία μου από μία παρόμοια νεροτσουλήθρα λίγες μέρες νωρίτερα κατά τη διάρκεια των οικογενειακών διακοπών. Για την ακρίβεια όλο το κομμάτι που δεν αφορά το παραφυσικό μοιάζει πολύ με την πραγματικότητα. Οι φόβοι που περιγράφω είναι πραγματικοί και χρειάστηκε να τους ξεπεράσω για χατίρι της πεντάχρονης κόρης μου Άννας-Μαρίας που αποδείχτηκε αρκετά ατρόμητη. Η σκέψη της σκουλικότρυπας μου δημιουργήθηκε την ώρα που κατεβαίναμε μες στο σκοτάδι κι ενώ η Άννα-Μαρία διασκέδαζε! Η φωτογραφία που υπάρχει σε αυτό το διήγημα την δείχνει να κατεβαίνει μία άλλη εξίσου ψηλή τσουλήθρα. Η μαύρη τρύπα είναι η κίτρινη τσουλήθρα που φαίνεται στα δεξιά. 

Σταύρος

Τι είναι το New Spot;

Το New Spot είναι μία από τις διάσημες εφημερίδες της χώρας. Έγκριτη, ανεξάρτητη και σοβαρή εφημερίδα που εκδίδεται εδώ και χρόνια. Κάθε δημοσιογράφος που τελειώνει τις σπουδές του ονειρεύεται μια θέση εκεί. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια αμφιλεγόμενη στήλη στο περιοδικό. Η Σοφία Λαέρτη, δημοσιογράφος, γράφει για παράξενες ιστορίες. Ιστορίες χωρίς καμία λογική. Ο τίτλος της στήλης; Ιστορίες από έναν κόσμο κοντινό. Η ιστορία που έγινε αφορμή για αυτή τη στήλη, βρίσκεται γραμμένη σε ένα ολόκληρο βιβλίο (που δεν έχει εκδοθεί ακόμα...).

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Τοκ Τοκ - Μέρος Β' (Μικρό διήγημα)

Για να διαβάσετε το πρώτο μέρος πατήστε εδώ

Βόρεια Ελλάδα - 1986
Photo by Artem Bali from Pexels
«Πέφτει!»
Έκαναν όλοι στην άκρη και ο κορμός έπεσε μονοκόμματος ανάμεσα στις φυλλωσιές και τα άλλα δέντρα που φαίνονταν σαν να έκαναν και αυτά στην άκρη για να μην χτυπήσουν. Ο Μανόλης έκανε νόημα στους υπόλοιπους να ξεκινήσουν το δέσιμο του κορμού. Θα ανέβαινε μαζί με τους υπόλοιπους πάνω στο φορτηγό.
Συνήθως δεν γνώριζαν πού πηγαίνει η ξυλεία που έκοβαν, όμως πρόσφατα όλη την  έκταση την είχε αγοράσει μια συγκεκριμένη εταιρεία επεξεργασίας ξύλου από την Αθήνα. Ο ιδιοκτήτης φαινόταν εντάξει άνθρωπος, είχε έρθει μάλιστα ο ίδιος και είχε μιλήσει μαζί τους. Μαζί του είχε έρθει και ο γιος του, μελλοντικός ιδιοκτήτης της εταιρίας. Στις συζητήσεις είχε δείξει πως σκεφτόταν συνεχώς την εξειδίκευση της εταιρίας σε μόνο ένα είδος, στην παραγωγή κουφωμάτων και πορτών ασφαλείας από το καλύτερο ξύλο. Ο πατέρας του δεν ήθελε να αφήσει όλες τις άλλες εργασίες. Ο ίδιος και ο πατέρας του ήταν ξυλουργοί και λάτρευαν όλες τις εργασίες με το ξύλο.
Οι υπόλοιποι εργάτες έμοιαζε φοβισμένοι. Γύρισε το βλέμμα του στο σημείο που ο κορμός κόπηκε. Έτρεχε αίμα.
«Συμβαίνει πάλι.», είπε ένας εργάτης σχεδόν μέσα από τα δόντια του.
«Δεν έπρεπε να κόψουμε αυτά τα δέντρα», φώναξε ένας άλλος. Ο Μανόλης είχε αναλάβει να κρατήσει τους εργάτες ψύχραιμους.
«Ελάτε παιδιά, μια ασθένεια είναι στους κορμούς και μοιάζει απλά με αίμα, δεν πιστεύω να φοβάστε τέτοια πράγματα;»
Κάποιοι φάνηκαν να πείθονται, οι υπόλοιποι ήταν πιο επιφυλακτικοί. Έδεσαν τον κορμό και με τη μία πλευρά ακόμα να στάζει το μηχάνημα τον σήκωσε και τον έβαλε πάνω στο φορτηγό μαζί με τους υπόλοιπους. Όλοι οι κορμοί έσταζαν αίμα.
Το τέλος της ημέρας τον βρήκε στο καταφύγιο που έμενε με τους υπόλοιπους ξυλοκόπους. Όλοι μπορούσαν να πάνε σπίτι τους, όμως ήταν καλύτερο να είσαι εκεί. Ήταν μόλις λίγες εβδομάδες τον χρόνο που επιτρεπόταν η κοπή δέντρων στο συγκεκριμένο σημείο και τα λεφτά ήταν καλά. Βγήκε έξω και άναψε ένα τσιγάρο. Του άρεσε να κοιτάζει τον έναστρο ουρανό. Μέσα στο δάσος όπου τα φώτα ήταν ελάχιστα ο γαλαξίας φαινόταν πιο εντυπωσιακός από ποτέ. Τον πλησίασε ένας από τους υπόλοιπους εργάτες. Ήταν νέος σχεδόν είκοσι χρονών.  Δυνατό παιδί και πρόθυμο. Φαινόταν να μην φοβάται σαν τους υπόλοιπους. Μάλιστα έδειχνε τρομερό ενδιαφέρον όταν ένα από τα δέντρα που έκοβαν εμφάνιζε την αιμορραγία.
«Να κάτσω εδώ για ένα τσιγάρο μαζί σας;»
«Μίλα μου στον ενικό μικρέ.». Έβγαλε και του έδωσε ένα τσιγάρο.
«Το απόγευμα πίστευες πραγματικά αυτό που είπες; Ότι είναι ασθένεια;». Δεν έχασε χρόνο.
«Ναι φυσικά, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;». Απέφυγε να κάνει την ερώτηση κοιτώντας τον. Προτίμησε τον γαλαξία από πάνω τους.
«Δεν ξέρω, μα ελπίζω να μάθω.»
«Δεν είσαι ξυλοκόπος έτσι;»
«Δεν είμαι μόνο ξυλοκόπος, είναι η σωστή απάντηση. Εννοώ πως είναι η δουλειά μου, μα δεν κάνω μόνο αυτό. Σπουδάζω, έχω ενδιαφέροντα, διαβάζω, πηγαίνω ταξίδια και γενικά κάνω πολλά πράγματα. Αν με ρωτάς αν είμαι μόνο ξυλοκόπος, τότε θα σου πω όχι. Αν με ρωτάς αν έχω κι άλλο επάγγελμα, θα σου πω όχι.»
Η φλυαρία και οι δικαιολογίες του μικρού τον έπεισαν ότι δεν ήταν ξυλοκόπος. Ένας νεαρός φοιτητής δεν θα διάλεγε από όλες τις εποχιακές δουλειές του κόσμου να γίνει ξυλοκόπος, όταν μπορούσε να δουλεύει σε καφετερία ή σε κάποιο τουριστικό μέρος.
«Ωραία μικρέ ξυλοκόπε, τι ψάχνεις να μάθεις;»
«Τι ασθένεια είναι αυτή; Γιατί οι υπόλοιποι λένε άλλα πράγματα.»
«Σαν τι;». Προσπάθησε να μείνει αδιάφορος.
«Λένε ότι τα δέντρα αυτά είναι ιερά και κάνουμε μεγάλη αμαρτία που τα κόβουμε. Θα είμαστε καταραμένοι.»
«Νεαρέ άκου τη συμβουλή μου. Αν θες να μείνεις σε αυτή τη δουλειά πρέπει απλά να κόβεις τους κορμούς και να μην ακούς κοτσάνες που λένε οι παλιότεροι για να σπάνε πλάκα μαζί σου. Κατάλαβες;»
Ο νεαρός έδειχνε χαμένος. Ήθελε να πει πολλά πράγματα, μα δεν είπε τίποτα. Έσβησε το τσιγάρο και μπήκε μέσα. Με την άκρη του ματιού του τον παρακολουθούσε μέχρι που μπήκε στο προκατασκευασμένο σπίτι. Πέταξε τη γόπα στο χώμα και την έσβησε. Βεβαιώθηκε πως είχε μαζί του τον φακό του και προχώρησε μέσα στις φυλλωσιές. Λίγο πιο κάτω άφησε το μονοπάτι που οδηγούσε προς το σημείο που έκοβαν όλη μέρα δέντρα και μπήκε πίσω από κάποιους θάμνους. Προχώρησε λίγο και έσπρωξε κάποιες φυλλωσιές πιο πέρα. Από κάτω υπήρχαν αρχαίες πλάκες που ήταν σίγουρος πως αν σήκωναν θα έβρισκαν και τους ιδιοκτήτες τους από κάτω.
Δεν πρέπει να το μάθουν.
Κάλυψε πάλι το μέρος με φυλλωσιές και έφυγε.
***
Πέντε μέρες μετά.
Η δουλειά είχε σχεδόν τελειώσει. Σε μια ήμερα θα μάζευαν τα πράγματα και τον περιπλανώμενο θίασό τους και θα πήγαιναν πίσω στις βάση τους. Σαν τους ναυτικούς θα απολάμβαναν λίγες μέρες ελευθερίας μέχρι να τους δοθούν εντολές και να πάνε σε άλλο σημείο να συνεχίσουν την αποψίλωση.
Κάθε μέρα που περνούσε υπήρχα δέντρα που αιμορραγούσαν. Κάποιοι εργάτες παραιτήθηκαν και έφυγαν και κάποιοι άλλοι έλεγαν πως τα βράδια δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Ο Μανόλης δεν μπορούσε παρά μόνο να αδιαφορεί για όλα αυτά. Παρατήρησε πως και ο νεαρός εργάτης έκανε το ίδιο. Ένιωθε πως τον είχε εμπιστευτεί.
Οι φωνές ενός εργάτη τους τρόμαξε όλους. Τα πάντα σταμάτησαν για μία στιγμή και μόνο ο αέρας ακουγόταν ανάμεσα στα δέντρα που έστεκαν ακόμα όρθια γύρω τους. Ο Μανόλης έτρεξε πρώτος να δει τι είχε συμβεί.
Σε ένα ξέφωτο δίπλα τους ο εργάτης που είχε ουρλιάξει είχε πέσει κάτω και έδειχνε μπροστά του. Εκεί υπήρχε μια πόρτα. Μια βαριά ξύλινη πόρτα στεκόταν στη μέση του ξέφωτου.
«Πώς βρέθηκε αυτή εκεί;»
«Ήρθα εδώ πίσω να κάνω την ανάγκη μου. Τη μια στιγμή δεν υπήρχε τίποτα εκεί και την άλλη εμφανίστηκε.»
Οι εργάτες μαζεύτηκαν γύρω της σαν να προσπαθούσαν να την κυκλώσουν.
«Μια μια…πόρτα μέσα στο δάσος; Μα πώς;», αναρωτήθηκε και ο νεαρός ξυλοκόπος.
Ο Μανόλης δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Μόνο όταν ένας από τους άντρες πήγε να ανοίξει την πόρτα, φώναξε και τον έκανε να κοκκαλώσει.
«Έι μην κάνεις κουταμάρες!»
«Ω έλα τώρα μια πόρτα είναι. Όπως και να ήρθε εδώ, δεν έχει τίποτα το περίεργο σαν κατασκευή.»
Άνοιξε την πόρτα και όσοι βρίσκονταν από τη μία μεριά έβλεπαν τους απέναντι.
«Κλείσε τη και πάμε να δουλέψουμε.»
Ο άντρας που είχε ανοίξει την πόρτα την έκλεισε. Την χτύπησε δύο τρεις φορές και προσποιήθηκε πως κάποιος από μέσα τον ρωτάει ποιος είναι.
«Τοκ τοκ τοκ! Γεια σας! Θα ήθελα να σας μιλήσω για αυτή τη μαγική κόλλα»
Άνοιξε την πόρτα και έβαλε το πόδι του για να μπει. Όλοι χασκογέλασαν με το μικρό δρώμενο που παιζόταν μπροστά τους, όμως για λίγες μόνο στιγμές. Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια και ήταν σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Άρχισε να ουρλιάζει και μόλις τράβηξε πίσω το πόδι του εκείνο έλειπε.
«Μα τι στο…;» Ο Μανόλης δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ο άντρας τώρα ούρλιαζε και από το πόδι του έτρεχε ασταμάτητα ένας πίδακας αίματος. Οι υπόλοιποι τον έπιασαν. Ένας έβγαλε τη ζώνη του και του έδεσε το πόδι προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία. «Γρήγορα στον γιατρό!»
«Κάποιος να πάρει και το μέλος μήπως του το κολλήσουν!», φώναξε ένας άλλος. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν στην πίσω μεριά της πόρτας. Δεν υπήρχε τίποτα. Απομακρύνθηκαν όλοι φοβισμένοι.
«Είναι η κατάρα!» φώναζε ένας άλλος και πανικόβλητοι όλοι άρχισαν να τρέχουν. Επικράτησε πανικός. Τα ουρλιαχτά του ακρωτηριασμένου άντρα μπλέχτηκαν με αυτά των άλλων που προσπαθούσαν να φύγουν. Ο Μανόλης έμεινε πίσω να κοιτάζει την πόρτα. Κοντά του έμεινε και ο νεαρός. Μόλις έφυγαν όλοι, οι δύο άντρες μαζί με έναν τρίτο έμειναν να κοιτάζουν αυτό το παράξενο θέαμα.
«Τι έχεις να πεις για αυτό;»
«Ό,τι και να είναι πρέπει να εξαφανιστεί. Θα την κάψουμε να τελειώνουμε» Ο Μανόλης ήταν θυμωμένος. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει. «Είναι απλά μια πόρτα!» Πήγαινε και την χτυπούσε συνέχεια με όλη του τη δύναμη. Τοκ Τοκ Τοκ ΤΟΚ ΤΟΚ!
Ξαφνικά η πόρτα φάνηκε να ανταπαντά! Τοκ τοκ!
Ο Μανόλης πετάχτηκε πίσω. Η πόρτα άνοιξε. Οι τρεις άντρες οπισθοχώρησαν. Μέσα από την πόρτα βγήκε ένας ακόμα άντρας, ταραγμένος και φοβισμένος. Κρατούσε στο χέρι του έναν φακό και τα ρούχα του έγραφαν πως άνηκε σε κάποια εταιρία φύλαξης. Τα μάτια του ήταν διάπλατα ανοιχτά και ανάσαινε με δυσκολία.
«Πού είμαι; ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ;»
«Ηρέμησε! Ποιος είσαι;»
«Θέλω να πάω στην γυναίκα μου και στο παιδί μου, πείτε μου πού είμαι!»
«Είσαι στην Χαλκιδική.»
«Μα πώς, εγώ δουλεύω στην Αθήνα και…»
Ο άντρας ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. «Όχι Θέε μου δεν μου συμβαίνει αυτό…»
«Πώς βρέθηκες εδώ;» Τον ρώτησε ο νεαρός ξυλοκόπος.
«Είχα βάρδια στο εργοστάσιο και άκουσα κάποιους θορύβους στις πόρτες και… και μπήκα να δω τι συμβαίνει…Και δεν ξέρω πραγματικά…» Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Πρέπει να επιστρέψω…Πρέπει να…»
Πριν προλάβουν να κάνουν ότιδήποτε ο άντρας μπήκε και πάλι στην πόρτα και την έκλεισε.
«Εεε…Εξαφανίστηκε! Δεν βγήκε από πίσω! Πού είναι;» Ο νεαρός δεν πίστευε σε αυτό που έβλεπε. Και οι άλλοι δύο άντρες έμειναν ακίνητοι.
Ο Μανόλης πήρε πάλι τον λόγο.
«Δε θα μιλήσουμε ποτέ σε κανέναν για αυτό το πράγμα. Καταλάβατε; Ποτέ! Πάμε να δούμε πώς είναι ο φίλος μας και θα πάρουμε ένα μπιτόνι βενζίνη, θα έρθουμε εδώ και θα την κάψουμε.»
Συμφώνησαν και έφυγαν προς το ιατρείο. Εκεί έμαθαν πως θα ερχόταν ελικόπτερο να τον παραλάβει και να τον πάει στο νοσοκομείο. Είχε χάσει πολύ αίμα και το θέμα δεν ήταν πως δεν θα είχε πόδι, μα πως υπήρχε περίπτωση να χάσει τη ζωή του.
Ο Μανόλης δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται πως θα πάρει εκδίκηση για τον φίλο του με τη βενζίνη. Έφυγε από το ιατρείο και μαζί με τους δύο άντρες επέστρεψε στο ξέφωτο για να κάψει την πόρτα.

Εκείνη όμως δεν ήταν εκεί. 

Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot 12/02/2018
Πάνω από ένας μήνας έχει περάσει από την ημέρα που εξαφανίστηκε ο Δ.Μ., που δούλευε ως νυχτοφύλακας σε εργοστάσιο παραγωγής πορτών ασφαλείας. Δεν υπάρχει κανένα νεότερο με την εξαφάνισή του. Η σύζυγός του και η κόρη του συνεχίζουν τις εκκλήσεις προς όλους και ζητούν να μάθουν έστω και την παραμικρή πληροφορία για το πού μπορεί να βρίσκεται ο άνθρωπός τους.
Όπως είχαμε υποσχεθεί, διεξήχθει έρευνα σχετικά με όσα υποστήριξε άνθρωπος του εργοστασίου. Σύμφωνα με τον εργαζόμενο, που θέλει να παραμείνει ανώνυμος, το εργοστάσιο έχει ένα στοιχειωμένο παρελθόν. Παρακάτω υπάρχει απομαγνητοφωνημένη η ιστορία όπως τη διηγήθηκε αποκλειστικά στη στήλη μας.
«Η ιστορία που θα σας πω, πάει αρκετά πίσω. Το εργοστάσιο λειτουργεί πάνω από έναν αιώνα και περνάει από γενιά σε γενιά στην ίδια οικογένεια. Δεν ήταν πάντα προφανώς εργοστάσιο για πόρτες ασφαλείας. Παλιότερα ήταν για πάσης φύσεως ξυλουργικές εργασίες. Ο τωρινός ιδιοκτήτης όταν ανέλαβε από τον πατέρα του στις αρχές της δεκαετιάς του 90 αποφάσισε τη στροφή και την εξειδίκευση στις πόρτες και φαίνεται πως η επιλογή του τον δικαίωσε.
Σας τα λέω όλα αυτά μόνο και μόνο για να καταλάβετε πως το εργοστάσιο αυτό εδώ και έναν αιώνα δουλέυει με ξύλο. Η ποιότητα ήταν κάτι που απασχόλησε όλες τις γενιές της οικογένειας. Η ξυλεία που αγοράζουν είναι πάντα από συγκεκριμένους προμηθευτές και πάντα μετά από ελέγχους πως η υλοτόμηση ακολουθεί αυστηρά πρότυπα, ακόμα αυστηρότερα και από αυτά του κράτους. Για κάθε δέντρο που κόβεται, η εταιρεία φροντίζει να φυτεύονται δύο. Όλη αυτή η επιμονή έχει οδηγήσει στο να υπάρχουν συγκεκριμένες εκτάσεις ανά την Ελλάδα που ανήκουν κυριολεκτικά στην εταιρεία. Έτσι διασφαλίζει την ανώτερη ποιότητα.
Φαίνεται σα να κάνω διαφήμιση, μα όπως σας είπα, θα καταλάβετε που θέλω να καταλήξω. Την περίοδο μετά τη μικρασιατική καταστροφή ιδιοκτήτης του εργοστασίου ήταν ο παππούς του τωρινού ιδιοκτήτη. Οι πρόσφυγες είχαν κατακλήσει όχι μόνο την Αττική, μα ολόκληρη την Ελλάδα. Στα έργα που έγιναν για στηθούν κατοικίες για τους πρόσφυγες συμμετείχε και το εργοστάσιο. Σε εκείνη την περίπτωση λόγω της μεγάλης ζήτησης η τοπική υλοτομία δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες. Ο τότε ιδιοκτήτης έφερε ξυλεία από τα σύνορα με τη Βουλγαρία.
Και τώρα αρχίζουν τα ωραία. Ό,τι φτιάχτηκε από εκείνη την ξυλεία έφερε καταστροφή στους ανθρώπους που΄έρχονταν σε επαφή μαζί τους. Δεκάδες ιστορίες οικογενειών που έμειναν σε ξύλινα καταλλύματα φτιαγμένα από εκείνη την παρτίδα ξύλων έζησε δύσκολες στιγμές. Και όλες είχαν ένα κοινό. Ένα μέλος της οικογένειας τους εξαφανίστηκε. 
Ο ιδιοκτήτης ήταν καλός άνθρωπος και ήθελε να μάθει για ποιον λόγο συνέβαινε αυτό. Δεν θέλω να πολυλογώ μα η ξυλεία είχε προέλθει από κομμάτι δάσους όπου βρέφηκε ένα αρχαίο νεκροταφείο. Όπως το ακούτε. Νεκροταφείο. Και όπως φαντάζεστε, φαίνεται πως το ξύλο είχε γίνει μέρος του νεκροταφείου. Θυμάμαι τον πατέρα του αφεντικού μου να λέει πως δεν άντεχε τις τύψεις όταν είδε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί εκείνη την εποχή να τρελαίνεται. Ισχυρίστηκε πως είδε δύο δαίμονες να τρυπάνε τον τοίχο του σπιτιού του και να μπάινουν σπίτι του. Ούρλιαζαν να τους επιστρέψει αυτό που τους άνηκε. Ήξερε τι είχε συμβεί, μα δεν θα τον πίστευε κανείς κι έτσι άφησε το παιδί στην τύχη του. Οι γονείς του τον κλείδωναν στο δωμάτιο γιατί έτσι πίστευαν πως θα ένιωθε ασφάλεια, όμως εκείνος ούρλιαζε ακόμα περισσότερο. Τον πρώτο καιρό τον πίστευαν, μα με τον καιρό άρχισαν να πιστεύουν ότι φταίει κάτι άλλο. Το παιδί τρελάθηκε. Η μαμά του ισχυριζόταν πως άκουγε ακόμα από το δωμάτιο του παιδιού της ήχους και ομιλίες, μα όλοι το έριξαν στη θλίψη της για την απώλεια του γιου της.
Έτσι φαντάζομαι θα συμβαίνει σε πολλά μέρη. Η ξυλεία έρχεται από μέρη που ο χρόνος κυλάει διαφορετικά από ότι ο δικός μας. Τα δέντρα που τώρα βρίσκονται εκεί, έχουν καλύψει μυστικά που εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε. Φαίνεται πως κάποιες φορές κάποια τέτοια ξύλα, στοιχειωμένα αν θέλετε να τα πούμε κάπως, καταλήγουν στο εργοστάσιο. Άλλες φορές δεν συμβαίνει τίποτα στο εργοστάσιο, μα μόνο στους πελάτες, ενώ σπάνια έχει συμβεί κάτι μέσα στο εργοστάσιο, όπως είναι πολύ πιθανό να συνέβη και στον άτυχο άντρα. Με την ευκαιρία θέλω να εκφράσω τη συμπαράστασή μας στη σύζυγό του. Είμαστε δίπλα της για ό,τι χρειαστεί. Είμαστε όλοι μια οικογένεια σε αυτή τη δουλειά. Το γνωρίζει και η ίδια.
Στα χρόνια που έχω δουλέψει στην επιχείρηση έχω δει λίγα πράγματα. Στην αρχή φοβόμουν, μα τώρα έχω συνηθίσει κάπως. Δεν έχω βρει ακόμα τι είναι αυτό που κάνει ένα ξύλο ξεχωριστό. Φαίνεται πως το σχήμα της πόρτας τα κάνει δίοδο για κάτι. Κάτι από άλλη διάσταση βρίσκει τρόπο να περάσει μέσα από τις ξύλινες πόρτες. Ή κι εμείς να πάμε εκεί. Κάτι τέτοιο πιστεύω ότι συνέβη εκεί κάτω με τον άνθρωπο. Φοβάμαι και να σκεφτώ πού μπορεί να έχει βρεθεί...
Τώρα θα σας πω μια προσωπική εμπειρία. Πριν λίγα χρόνια είχα μείνει αργά το απόγευμα με δύο συναδέλφους για να προλάβουμε μια παραγγελία μεγάλη για μια εταιρεία. Το εργοστάσιο ήταν ερημικό. Και όμως είχαμε ακούσει φασαρία. Πήγαμε προς το σημείο που ακουγόταν η φασαρία και είδαμε...πώς να το πω; Είδαμε τελοσπάντων ένα πλάσμα που δεν μπορούσες να πεις ότι ήταν από αυτόν τον κόσμο. Το κεφάλι του μαύρο, τεράστιο. Μπορούσες να δεις να εξέχουν δόντια στο στόμα του. Βασικά όλο του το κεφάλι είχε δόντια. Ένα μάτι κόκκινο στη μέση του κρανίου κοιτούσε τριγύρω. Μας κοίταξε και φοβηθήκαμε. Όμως αντιδράσαμε. Κρατούσαμε ακόμα τα εργαλεία μας και τα πετάξαμε πάνω του. Αυτό μας γρύλισε και άρχισε να τρέχει. Πιο κάτω το είδαμε κυριολεκτικά να μπαίνει στα πλαίσια μια πόρτας που ακόμα δεν είχε τελειώσει και να εξαφανίζεται. Φυσικά κανένας από εμάς δεν είχε διάθεση να το κυνηγήσει. Πήραμε μια πόρτα, την καρφώσαμε στα πλαίσια και η πόρτα έφυγε την άλλη μέρα από το εργοστάσιο. Θυμάμαι να κοιτάζω για πολλές μέρες την εφημερίδα ψάχνοντας για οτιδήποτε θα είχε σχέση με τη συγκεκριμένη πόρτα. Ευτυχώς δεν διάβασα κάτι... Έχω καθησυχάσει τη συνείδησή μου πως εκείνο ήταν ένα τυχαίο γεγονός και ότι η πύλη δεν άνοιξε και πάλι...
Από τότε άρχισα να ψάχνω συστηματικά τέτοιες περιπτώσεις. Ήθελα να μάθω περισσότερα πράγματα για πύλες από άλλους κόσμους. Έμαθα πολλά και μάλιστα είναι τόσα πολλά που έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι γιατί οι περισσότεροι δεν βλέπουν τι γίνεται! Δεν θα μιλούσα σε κάνεναν, μα εσείς είστε εξαίρεση. Έχετε ζήσει κάτι παρόμοιο και με καταλαβαίνετε.
Αυτές οι πύλες έχουν εμφανιστεί σε όλον τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Σε κάθε μέρος τα πλάσματα που βγαίνουν από εκεί έχουν και άλλο όνομα. Με κάνει πολλές φορές να αναρωτιέμαι αν πολλές λαϊκές δοξασίες δεν είναι φανταστικά τέρατα, αλλά πλάσματα από άλλες διαστάσεις... Μπορείτε να ακούσετε και μια ραδιοφωνική εκπομπή από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου αναφέρουν τέτοια γεγονότα από το 1963 κιόλας!»
Η συνέντευξη έκλεισε με ένα ηχητικό ντοκουμέντο από τον ραδιοφωνικό σταθμό KDAT και την εκπομπή Νυχτερινή φωνή στο Κέρλιν των Η.Π.Α. και μπορείτε να το βρείτε απομαγνητοφωνημένο εδώ.
Το σίγουρο είναι πως παρακολουθούμε τις εξελίξεις από κοντά, ενώ ζητάμε και τη δική σας συμμετοχή με ανάλογες ιστορίες.

Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος



Σημείωση του συγγραφέα: Το ηχητικό ντοκουμέντο στο τέλος προέρχεται από μια σειρά ιστοριών του συγγραφέα Γιώργου Κωστόπουλου, τον οποίο κι ευχαριστώ για την άδεια να χρησιμοποιήσω την ιστορία του. Μπορείτε να διαβάσετε και άλλες ιστορίες του στο https://darkrealmofshadows.blogspot.com/


Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Τοκ Τοκ - Μέρος Α' (Διήγημα)

«Δεν μπορείς να μείνεις εδώ απόψε;»
«Ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται γλυκιά μου. Πρέπει να πάω για δουλειά»
Ο πατέρας της, την χάιδεψε απαλά στο κεφάλι και την φίλησε στο μέτωπο. Έπειτα την σκέπασε και βγήκε από το δωμάτιο. 
Στην έξοδο τον περίμενε η γυναίκα του.
«Ξέρεις δεν στεναχωριέται μόνο η μικρή που φεύγεις τα βράδια». 
«Ξέρεις ότι δεν είναι επιλογή μου. Είναι η μόνη δουλειά που βρήκα και για να είμαι ειλικρινής είναι εύκολη και με καλά λεφτά».
Δούλευε σα νυχτοφύλακας σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε πόρτες ασφαλείας. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει είναι μία φορά την ώρα (εντάξει κάποιες φορές σε δύο ώρες!) να περνάει από όλους τους χώρους και να υπογράφει σε ένα χαρτί. Στο μυαλό του έμοιαζε με την περίπολο που έκαναν στο στρατό. Όλη την υπόλοιπη ώρα διάβαζε κάποιο βιβλίο ή χάζευε κάποια ταινία είτε στον υπολογιστή, είτε στο κινητό του. 
«Το ξέρω. Ελπίζω μόνο να βρούμε γρήγορα κάτι καλύτερο.» 
Τον φίλησε και εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Άκουσε την πόρτα να κλείνει από μέσα και να κλειδώνει. Περπάτησε μέχρι το αμάξι. Έβαλε μπροστά και κατευθύνθηκε προς τη δουλειά του. Πάτησε το ραδιόφωνο, αλλά δεν έβαλε μουσική. Έβαλε ένα cd και μια φωνή ξεκίνησε την αφήγηση. Το τελευταίο διάστημα είχε ανακαλύψει τα ακουστικά βιβλία. Είχε κουραστεί να ακούει μουσική κάθε βράδυ. Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως τα τραγούδια επαναλαμβάνονταν με μεγαλύτερη συχνότητα από όσο άντεχε. Είχε πει σε έναν φίλο του το πρόβλημα και εκείνος του έδωσε τη λύση. Τώρα διάβαζε ένα βιβλίο και τις υπόλοιπες ώρες άκουγε ένα. Ήταν απλά παραγωγικό. Και μάλιστα την ώρα που δούλευε.
Έφτασε στο εργοστάσιο. Η πύλη άνοιξε και ο συνάδελφός του, τον περίμενε ευτυχισμένος που είχε τελειώσει ήδη η βάρδια του. Έβγαλε τη ζώνη με τον φακό και τον ασύρματο και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του.
«Τι θα ακούσεις σήμερα;»
«Ακούω τα σταφύλια της οργής. Ήθελα να γνωρίσω και κανένα κλασσικό βιβλίο.»
«Εγώ μόνο όταν βγαίνουν σε ταινία θα μάθω το περιεχόμενο ενός βιβλίου!»
Ο συνάδελφος του ήταν καλός άνθρωπος. Δεν του άρεσε το διάβασμα, μόνο αθλητικές εφημερίδες τον είχε δει να διαβάζει, όμως ήταν ήσυχος και όταν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση, είχε πράγματα να πει.
Τον καληνύχτισε, χτύπησαν και οι δύο τις κάρτες τους και έτσι ξεκίνησε η νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο.
Όπως κάθε βράδυ ξεκίνησε με μια γρήγορη βόλτα στο εργοστάσιο. Ήθελε να βεβαιωθεί πριν ακόμα ο συνάδελφός του φτάσει σπίτι ότι όντως δεν υπήρχε κάποιο θέμα που μπορεί να του το φόρτωναν. Όλοι είναι καλοί μέχρι να κινδυνέψουν να χάσουν κάτι. Ήταν μια φράση που συνήθιζε να χτυπάει σαν ειδοποίηση στο κεφάλι του κάθε φορά που αναλάμβανε μια υποχρέωση. Ήξερε πολύ καλά πως κανείς δεν νοιαζόταν για τον ίδιο περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Πέρασε γρήγορα όλον τον όροφο με τα γραφεία και κατέβηκε στη γραμμή παραγωγής. Εκεί πέρασε ανάμεσα στους διαδρόμους με τις όρθιες πόρτες να κρέμονται αριστερά και δεξιά περιμένοντας υπομονετικά τους εργαζόμενους το πρωί να συνεχίσουν από εκεί που έμειναν. Όλα ήταν στη θέση τους. Και γιατί να μην ήταν; Ποιος θα έμπαινε στον κόπο να εισβάλλει σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει πόρτες ασφαλείας; Μόνο την περίπτωση απροσεξίας και ζημιάς φοβόταν, γιατί αυτό θα σήμαινε αυτομάτως και κράτηση της ζημιάς από τον μισθό του.
Όλα ήταν στη θέση τους. Πήγε στο δωμάτιο φύλαξης. Εκεί μπροστά του υπήρχε μια οθόνη με τις κάμερες ασφαλείας, δίπλα μια μικρή τηλεόραση και ένα ραδιόφωνο. Δεν υπήρχε φυσικά κρεβάτι, μα η καρέκλα ήταν αναπαυτική και έπεφτε πίσω, ιδανική για έναν γρήγορο ύπνο τις δύσκολες νύχτες. Πιο δίπλα ένα μικρό ψυγείο κι ένας πάγκος με όλα τα υλικά για καφέ. Εκεί ήταν και η πρώτη του στάση.
Με τον καφέ στο χέρι έκατσε για λίγο μπροστά στην τηλεόραση. Είχε μια παλιά αγαπημένη του σειρά σε επανάληψη και δεν έχασε την ευκαιρία. Με την άκρη του ματιού του είδε στην οθόνη παρακολούθησης μια μικρή λάμψη στη μονάδα παραγωγής.
Ε τι έγινε εκεί κάτω; 
Έστρεψε το βλέμα του στην οθόνη περιμένοντας να δει. Μία φορά στο παρελθόν είχε σπάσει μια λάμπα από τη θερμότητα και υπήρξε κίνδυνος πυρκαγιάς. Φόρεσε τη ζώνη με τον φακό και τον ασύρματο και κατέβηκε στη μονάδα.
Μόλις μπήκε μέσα ένα φως τρεμόπαιζε στη μία πλευρά. Αν είχε χαλάσει, θα έπρεπε να το αλλάξει. Είχαν μια ντουλάπα με αναλώσιμα είδη για τέτοιες περιπτώσεις. Πήγε κοντά. Δεν έφτανε να την πιάσει και να την κουνήσει λίγο. Έπιασε μια καρέκλα και ανέβηκε πάνω. Κούνησε λίγο τη λάμπα και εκείνη σταμάτησε να αναβοσβήνει. Ευτυχώς! 
Κατέβηκε και ξεκίνησε για το γραφείο.
Τοκ Τοκ!
Πάγωσε. Άκουσε μια πόρτα να χτυπάει. Για την ακρίβεια ένα χέρι να χτυπάει την πόρτα. Γύρισε τον φακό προς τον διάδρομο.
«Ποιος είναι εκεί; Έχει ήδη ειδοποιηθεί η αστυνομία!»
Δεν έλεγε ψέματα πως μπορούσε να την καλέσει με το πάτημα ενός κουμπιού. Όμως δεν το είχε κάνει. Όταν καλούσαν την αστυνομία χωρίς λόγο, συνήθως τους έβλεπαν με καχυποψία. Μα εδώ ήταν χτύπημα σε μια πόρτα! Σε ποια όμως;
«Ποιος είναι εκεί; Βγες έξω!»
Σιωπή. Τώρα η σειρά με τις πόρτες έμοιαζε ατελείωτη στα μάτια του. Ξεκίνησε αργά και σταθερά να περπατάει. Θα έπρεπε να τις ελέγξει όλες.
Πέρασε τις πρώτες πόρτες και δεν είδε τίποτα το περίεργο. Προχώρησε πιο κάτω.
Τοκ Τοκ!
Ένας δυνατός θόρυβος στην πόρτα δίπλα του τον έκανε να πεταχτεί. Αυτή τη φορά πάτησε το κουμπί.
«Ποιος είναι εκεί; Τι θέλετε;»
Ξαφνικά στην άλλη άκρη της αίθουσας ο ίδος χτύπος. Τοκ Τοκ!
Μα πώς;
Προσπαθούσε να υπολογίσει ποιος άνθρωπος θα κατάφερνε να φτάσει τόσο γρήγορα στην άλλη άκρη της αίθουσας.
Είναι δύο!
Είχε τρομοκρατηθεί, αλλά κράτησε την ψυχραιμία του. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να φανεί λιπόψυχος.
«Τι θέλετε;»
Σιωπή σε όλο το κτίριο. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη. Ήταν στη δόνηση. Ήταν από την εταιρία φύλαξης.
Σήκωσε το τηλέφωνο.
«Τι συμβαίνει εκεί;»
«Υπάρχουν άγνωστα άτομα στο κτίριο. Στη μονάδα παραγωγής. Τουλάχιστον δύο. Δεν έχω οπτική επαφή. Ναι;»
«Ε...νε..βε»
Η γραμμή έπεσε. Το τηλέφωνο του δεν είχε σήμα. Ήλπιζε ότι έχουν ακούσει τα βασικά. Συνέχισε να κοιτάζει γύρω του. Του φάνηκε πως είδε μια φιγούρα να κινείται στην άκρη του διαδρόμου.
«Εσύ εκεί! Σταμάτα!»
Έτρεξε προς τα εκεί. Ξαφνικά πίσω του ακούστηκαν οι πόρτες να ανοιγοκλείνουν. Γύρισε με τον φακό και είδε πράγματι τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν.
Δεν...Δεν είναι δυνατόν! Τι συμβαίνει;
Αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν να μείνει άλλο εκεί μέσα. Έτρεξε προς την πόρτα. Ο ήρωας είχε πολλά πλεονεκτήματα, μα ένα μεγάλο μειονέκτημα. Συνήθως ήταν νεκρός. Επομένως ας τον έλεγαν δειλό. Μόλις έφτασε στην πόρτα ανακάλυψε πως ήταν κελιδωμένη.
Με κλείδωσαν εδώ και ληστεύουν το κτίριο. Τουλάχιστον δεν φαίνεται να θέλουν να με πειράξουν.
Αυτή η σκέψη τον έκανε να ηρεμήσει. Τον παγίδευσαν για να τον βγάλουν από τη μέση. Τώρα απλά θα έπρεπε να περιμένει.
Οι πόρτες πίσω του συνέχισαν να ανοιγοκλείνουν. Αυτό όμως, πώς το κάνουν;
Είδε μια πόρτα στο βάθος που δεν ήταν ανοικτή, όμως με κάποιον τρόπο προσπαθούσε να ανοίξει. Την πλησίασε για να δει πως γίνεται αυτό. Κοίταξε από πίσω. Δεν υπήρχε κανείς. Το ίδιο και από μπροστά. Ήταν μια πόρτα ασφαλείας με την κάσα της και δεν υπήρχε κανείς σε καμία από τις πλευρές της. Κι όμως κάποιος προσπαθούσε να την ανοίξει. Τοκ Τοκ Τοκ ΤΟΚ ΤΟΚ!
Η πόρτα χτύπησε με τόση δύναμη που τον έκανε να οπισθοχωρήσει.
Τι γίνεται επιτέλους;
Έπιασε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα. Ήθελε να δει με τα μάτια του τι έκανε την πόρτα να χτυπάει έτσι. Φως πλημμύρισε όλον τον χώρο. Ένα έντονο μπλε φως. Έβαλε το χέρι του μέσα. Δεν βγήκε από την άλλη μεριά. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό!
Ξαφνικά κάποιος, ή κάτι τον έσπρωξε από πίσω. Δεν είχε το μυαλό του πίσω του και δεν έφερε καμία αντίσταση. Μπήκε ολόκληρος μέσα στο μπλε φως. Ούρλιαζε, μα πλέον δεν ακουγόταν στον χώρο της μονάδας παραγωγής. Η πόρτα έκλεισε. Χτύπησε κάποιες φορές ακόμα, όμως δεν υπήρχε κανείς εκεί να την ανοίξει.
Έξω από το εργοστάσιο, σειρήνες περιπολικού αντηχούσαν στον αέρα. Όταν οι αστυνομικοί άνοιξαν την πόρτα με τα όπλα παρατεταμένα, απόλυτη ησυχία υπήρχε σε όλον τον χώρο.

Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot 6/1/2018

Μυστήριο καλύπτει την εξαφάνιση ενός νυχτοφύλακα ιδιωτικής εταιρίας σεκιούριτι, μία ώρα περίπου αφότου ξεκίνησε η βάρδια του στο εργοστάσιο κατασκευής πορτών ασφαλείας στο οποίο εργαζόταν. Η αστυνομία αναφέρει πως υπήρξε κλήση από τον ίδιο λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στην οποία ανέφερε εισβολή στο εργοστάσιο. Λίγο αργότερα σε επικοινωνία που είχε η εταιρία μαζί του, στο κινητό του τηλέφωνο, δεν κατέστη δυνατό να μιλήσουν. Από τις κάμερες του εργοστασίου φαίνεται ο άντρας να κατεβαίνει στην γραμμή παραγωγής και εδώ ξεκινάει το μυστήριο. Οι κάμερες σταμάτησαν να γράφουν μετά από λίγο, χωρίς να μπορεί κανείς να βρει στοιχεία για το πού μπορεί να έχει πάει ή τι του έχει συμβεί.
Ο αγνοούμενος είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη. Από την επικοικωνία που είχαμε μαζί τους, η σύζυγός του επιμένει πως κάτι κακό του έχει συμβεί.
«Νιώθω πως έχει χαθεί. Η κόρη μου ξύπνησε ουρλιάζοντας περίπου την ίδια ώρα που εκείνος χάθηκε. Πήγα τρέχοντας στο δωμάτιό της και μου είπε κλαίγοντας πως κάτι κακό είχε πάθει ο μπαμπάς. Της εξήγησα πως είδε εφιάλτη, μα επέμενε πως τον άκουσε να φωνάζει πίσω από την κλειστή ντουλάπα. Δεν ξέρω αν ήταν η φαντασία μου ή όχι, άκουσα κι εγώ στο δωμάτιο να χτυπάνε τα φύλλα της ντουλάπας.» Ίσως ήμουν επηρεασμένη. Άνοιξα και δεν βρήκα κάτι. Την ίδια ώρα με κάλεσαν από την αστυνομία...»
Πολλές εικασίες για το τι έχει συμβεί. Ένας εργάτης που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του ισχυρίζεται πως το εργοστάσιο είναι στοιχειωμένο και ο αγνοούμενος έπεσε θύμα του.
«Δεν θέλω να πω πολλά, μα το παρελθόν του εργοστασίου είναι γεμάτο με περίεργα γεγονότα....»
Η έρευνα για τον αγνοούμενο συνεχίζεται, ενώ από την πλευρά μας γίνεται περαιτέρω έρευνα, ώστε να εξακριβωθούν τα λέγομενα της ανώνυμης πηγής. Περισσότερα σε επόμενο άρθρο.

Σοφία Λαέρτη


Για να διαβάσετε το δεύτερο μέρος πατήστε εδώ.      

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Λάθος νύχτα, λάθος άνθρωπος (διήγημα)

Eχετε ένα νέο μήνυμα.
Η Κλαίρη δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει. Μόλις το είχε βάλει στο αθόρυβο. Η ώρα ήταν μόλις έντεκα, μα η κούραση της ήταν τέτοια που δεν άντεχε να κάτσει παραπάνω. Είχε παρέλθει η εποχή που τέτοια ώρα τα πάρτυ ξεκινούσαν. Μια εποχή κοντινή, μα ταυτόχρονα τόσο μακρινή. Μόλις τρία χρόνια μετά τα πρώτα άντα και ήδη φαινόταν σαν να έχει περάσει μια εικοσαετία από εκείνη την εποχή που μπορούσε με δύο ώρες ύπνο να πάει για δουλειά. Το βιολογικό της ρολόι είχε απαρνηθεί την Κλαίρη που πάρταρε όποια κι αν ήταν η μέρα. Δευτέρα με Κυριακή και πάλι από την αρχή. 
Η συγκάτοικός της και φίλη της τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ήταν έξω. Αντίθετο με την ίδια, η Ειρήνη δεν ξενυχτούσε συνέχεια. Ξενυχτούσε σταθερά δύο φορές την εβδομάδα. Παρασκευή και Σάββατο. Ίσως αυτό να της δίνει τη σωστή δύναμη να συνεχίζει! σκεφτόταν κάθε φορά που εκείνη έφευγε μαζί με μια τρίτη φίλη τους από το σπίτι. Παρασκευή σήμερα και μόλις έκλεισαν την πόρτα η Κλαίρη έβαλε τις πυτζάμες της και κάθισε στο δωμάτιο της. Έβαλε μια σειρά στην τηλεόραση και με το ζόρι κρατήθηκε να περάσουν τα σαρανταπέντε λεπτά του επεισοδίου. Έβαλε το κινητό στο αθόρυβο πριν ακόμα κλείσουν τα μάτια της και εκείνη την ώρα ήρθε το μήνυμα. Θα ήταν είτε από τη συγκάτοικό της, είτε από κάποιον φίλο που την θυμήθηκε και θα περίμενε να τη βρει σε κάποιο από τα μαγαζιά που σύχναζαν. Όμως δεν θα καθόταν ούτε να κοιτάξει το κινητό της. Έκλεισε τα μάτια της και μέσα σε λίγα λεπτά κοιμήθηκε. 
***
Την ξύπνησε ο ήχος της πόρτας που έκλεινε. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο της και είδες ότι ήταν λίγο μετά τη μία. Άκουσε βήματα από δύο άτομα και συμπέρανε πως και η φίλη τους είχε έρθει για να κοιμηθεί μαζί τους. Ήταν σίγουρη πως η Ειρήνη δεν θα γυρνούσε με κάποιο αγόρι σπίτι, ποτέ δεν το είχε κάνει αυτό, αντίθετα με εκείνη. Εντάξει τη μία φορά ήταν μεθυσμένη, όμως την άλλη το έκανε από εκδίκηση προς τον πρώην της που την κεράτωσε - ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ότι τον εκδικείται - και μετά την εγκατέλειψε λέγοντάς της πως είναι ερωτευμένος με την άλλη κοπέλα. 
Ήλπιζε να μην κάνουν φασαρία, αν και ήξερε πως ποτέ δεν έκαναν. Είχαν γυρίσει νωρίτερα από ότι συνήθως, μα είχε ξανασυμβεί. Έκλεισε τα μάτια της για να ξανακοιμηθεί. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε. Ήταν έτοιμη να της πει να κλείσει την πόρτα, ότι κοιμόταν, ότι αν είχε στείλει μήνυμα δεν το έχει δει, μα όταν άνοιξε τα μάτια της, είδε μπροστά της έναν άνθρωπο ντυμένο στα μαύρα και με κουκούλα στο κεφάλι. Θεέ μου! Διαρρήκτης!
Έκλεισε αμέσως τα μάτια της και προσπάθησε να φέρεται σαν να κοιμάται. Ήταν σίγουρη πως ο άγνωστος δεν την είχε δει να ανοίγει τα μάτια μέσα στο σκοτάδι. Ο ίδιος φαινόταν από το φως που υπήρχε στο διάδρομο, μα σίγουρα δεν μπορούσε να δει τα μάτια της ανοιχτά μέσα στο σκοτάδι. Είχε ακούσει πως σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να κάνεις πως κοιμάσαι και αυτό θα έκανε χωρίς καν να το σκεφτεί, όμως πώς μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της από το να ουρλιάξει; Από το να τρέξουν δάκρυα από τα μάτια της. Έμεινε εκεί ακίνητη με κλειστά τα μάτια και από μέσα της προσευχόταν. Κι άλλα βήματα ακούστηκαν και δύο άτομα ήταν μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Ο ένας πλησίασε στο κρεβάτι, ενώ ο άλλος πήγε στη βάση του κρεβατιού προς το έπιπλο της τηλεόρασης.
Ο άντρας από πάνω της πλησίασε αρκετά κοντά. Της είχε κοπεί η ανάσα. Μα έπρεπε να συνεχίσει να κάνει πως κοιμάται. Ένιωθε την ανάσα του κοντά της. Γύρισε απαλά προς τα πλάγια, μια κίνηση που θα έκανε και στον ύπνο της. Εκείνος φάνηκε να υποχωρεί. Ο άλλος διαρρήκτης έψαχνε τα συρτάρια ένα ένα. Φάνηκε να κάνουν νοήματα ο ένας στον άλλον. Ο άντρας που ήταν από πάνω της απομακρύνθηκε. Αυτό πρέπει να ήταν καλό. Πρέπει να ήταν εκεί μόνο για να πάρουν πράγματα. Συνέχισε να κάνει ότι κοιμάται και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Οι δύο μαυροφορεμένοι συνέχισαν να ψάχνουν τα πάντα. Στον διάδρομο άκουσε βήματα από ένα ακόμα άτομο. Θέε μου είναι τρεις; Δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της τόσο ανήμπορη.
Οι δύο που ήταν στο δωμάτιο πήγαν προς την πόρτα. Ήταν έτοιμοι να βγουν έξω. Ήταν έτοιμοι να αφήσει μια μεγάλη ανάσα, όταν το κινητό της άρχισε να χτυπάει. Εκεί δίπλα της στο κομοδίνο, το φως της οθόνης άναψε και η δόνηση ακουγόταν σε όλο το σπίτι. Δεν πίστευε την τύχη της. Οι άντρες μπήκαν πάλι στο δωμάτιο και πήγαν προς το κομοδίνο δίπλα της. Ο ένας έπιασε το κινητό, πάτησε το πλαινό κουμπί, η οθόνη έσβησε και η δόνηση σταμάτησε.
Έσκυψε από πάνω της. Πλησίασε τόσο που η Κλαίρη μπορούσε να μυρίσει την ανάσα του. Την πλησίασε και άλλο. Έφτασε τα χείλη του πάνω από το αυτί της. Της ψιθίρισε: «Μην νομίζεις πως δεν ξέρουμε ότι είσαι ξύπνια». Κόντεψε να χάσει τις αισθήσεις της. Εκείνος σηκώθηκε προς τα επάνω και γέλασε δυνατά. Ο άλλος άντρας πλησίασε και έβαλε το χέρι του πάνω της. Δεν είχε ανοίξει τα μάτια της, μα έκλαιγε με λυγμούς. Το τηλέφωνό της ξαναχτύπησε στην τσέπη του άλλου άντρα που και πάλι το απενεργοποίησε. Ο άντρας που την άγγιζε γέλασε. «Συνέχισε να κάνεις πως κοιμάσαι δεν έχω πρόβλημα.»
Ο τρίτος άντρας μπήκε στο δωμάτιο. «Τι κάνετε; Αφήστε την ήσυχη. Μπήκαμε να κλέψουμε μόνο!»
«Πάρε τον από εδώ και άσε μας μόνους μας».
«Δεν έχω να πάω πουθενά! Θα την αφήσεις ήσυχη!»
Η Κλαίρη έκλαιγε δυνατά πλέον. Ακόμα δεν είχε ανοίξει τα μάτια της, ούτε έλεγε κάτι. Οι δύο άντρες άρχισαν να τσακώνονται και ο άντρας που ήθελε την Κλαίρη, τους έσπρωξε έξω και έκλεισε την πόρτα. «Κλάψε όσο θες, δεν με ενοχλεί καθόλου που φοβάσαι.» Έπεσε πάνω της.
«Δεν κλαίω για εμένα...Για αυτό που με αναγκάζεις να κάνω, κλαίω...»
Άνοιξε τα μάτια της και ο διαρρήκτης έκπληκτος υποχώρησε. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και σπινθιροβολούσαν μες στο σκοτάδι.
«Τι...Τι είναι αυτό; Τι είσαι;»
«Προσπάθησα να σας δώσω μια ευκαιρία...Πάντα δίνω μια ευκαιρία...Δεν το θέλω... Συμβαίνει...» Άνοιξε το στόμα της διάπλατα και του επιτέθηκε. Μόλις τελείωσε μαζί του άνοιξε την πόρτα. Δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει τον εαυτό της.
***
Αργά το πρωί, η Κλαίρη ξύπνησε. Πήγε προς το σαλόνι. Η Ειρήνη ήταν εκεί μαζί με τη φίλη της. Έκατσε μαζί τους για καφέ. Νυσταγμένες και οι τρεις αποφάσισαν να περάσουν ήρεμα το πρωινό στο σαλόνι με μουσική, κουβέντα και καφέ. 
«Σε έπαιρνα το βράδυ αν ήθελες να σου φέρουμε τίποτα να φας. Συγνώμη αν σε ξυπνήσαμε.»
«Δεν το άκουσα καθόλου, μην ανησυχείς. Άλλωστε είχα φάει καλά, δεν χρειαζόμουν κάτι.»
Σειρήνες ακούστηκαν από έξω που όλο πλήθαιναν. 
«Τι μπορεί να συμβαίνει;», αναρωτήθηκε η Ειρήνη.
«Αν είναι κάτι σοβαρό φαντάζομαι ότι αργά ή γρήγορα θα το μάθουμε», είπε ήρεμη η Κλαίρη. Συνέχισε να πίνει τον καφέ της. Κοίταξε την ημέρα έξω. Ήταν μια όμορφη μέρα, μετά από μια δύσκολη νύχτα. Ένιωθε άσχημα, αλλά ταυτόχρονα όμορφα. Είχε ξεχάσει την αίσθηση, αλλά όσο και να το κρατούσε μέσα της, ήξερε πως ήταν ένα κομμάτι του εαυτού της, ίσως το πιο άγριο, το πιο αληθινό. Ο πυρήνας αυτού που πραγματικά ήταν.
Ήταν πραγματικά άτυχοι, αυτό είναι όλο.
Συνέχισε να πίνει τον καφέ της.
***

Απόσπασμα από την ηλεκτρονική έκδοση του New Spot

Μακάβριο εύρημα σε κάδο από ρακοσυλλέκτες. Τα πτώματα τριών άγνωστων μέχρι στιγμής αντρών βρέθηκαν σε άσχημη κατάσταση. Οι αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν πως φαινόταν σαν να τους έχει επιτεθεί κάποιο τέρας καθώς τα σώματα τους ήταν γεμάτα δαγκωνιές και νυχιές. Οι ιατροδικαστές δεν μπορούν να προσδιορίσουν από τα σημάδια τι ακριβώς ήταν αυτό που προκάλεσε τις συγκεκριμένες πληγές. Μεγάλη εντύπωση προκαλεί επίσης το γεγονός πως και τα τρία πτώματα ήταν ακέφαλα και αφαιμαγμένα, αφήνοντας έτσι στις αρχές την υποψία πως οι άτυχοι άντρες έπεσαν θύματα κάποια μυστικιστικής τελετής. Ήδη στο διαδίκτυο έχουν αρχίσει να διαδίδονται φήμες πως όλη ιστορία θυμίζει τα γνωστά από τους θρύλους βαμπίρ, χωρίς φυσικά να υπάρχει κάποια επίσημη θέση για αυτό. Για οτιδήποτε νεότερο, θα υπάρξει ενημέρωση.

Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος



Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Mystery Box (Διήγημα)

Το πιο εύκολο πράγμα στο διαδίκτυο είναι να αγοράσεις βλακείες. Πράγματα αχρείαστα, πράγματα που αν σου έδιναν τη δυνατότητα να σκεφτείς έστω και για ένα λεπτό αν πρέπει ή όχι να τα αγοράσεις, θα είχες αρνηθεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως όταν κάθεσαι μπροστά στην οθόνη σου (κι έχεις λεφτά στη χρεωστική σου κάρτα) πολλές φορές αγοράζεις πράγματα που εκείνη τη στιγμή θεωρείς ευκαιρία και μέχρι να φτάσουν τελικά στο κατώφλι της πόρτας σου, έχεις σκεφτεί ότι δεν χρειαζόταν να το πάρεις. Όμως το εμπόριο στο διαδίκτυο έχει προβλέψει και κάτι ακόμα σημαντικό στον σύγχρονο καταναλωτή. Εξαιτίας της τιμής πολύ σπάνια κάποιος θα μπει στην διαδικασία να ακυρώσει την παραγγελία του. Ακόμα και αν το μετανιώσει, θα πει Δεν πειράζει, σιγά τα λεφτά για να το ακυρώσω. Έτσι την πάτησα και εγώ.
Ένα βράδυ από εκείνα τα ατέλειωτα μπροστά στην οθόνη και γράφοντας το τελευταίο μου άρθρο για το New Spot, την εφημερίδα που δουλεύω, αποφάσισα να χαλαρώσω ακούγοντας λίγη μουσική και διαβάζοντας σε διάφορα fora θέματα έτσι για να περάσει η ώρα (ή…να αλιεύσω και κάποιο θέμα για επόμενο άρθρο). Το ψάξιμο με έφερε μπροστά σε ένα θέμα που μου προξένησε ενδιαφέρον. Στις ιστοσελίδες πωλήσεων, όπως το ebay και το amazon οι άνθρωποι πουλάνε mystery boxes, δηλαδή κουτιά που δεν ξέρεις τι περιέχουν. Μου φάνηκε τρομερά χαζό (δεν θέλω να πω τη λέξη που χρησιμοποίησα!) και αναρωτιόμουν γιατί κάποιος πέντε, δέκα ή πολύ περισσότερα δολάρια για να πάρει κάτι που μπορεί να μην περιέχει τίποτα! Διάβασα ιστορίες που μιλούσαν για κουτιά που περιείχαν σκέτο αέρα ή κάτι που άξιζε λιγότερο από ένα δολάριο.
Προφανώς είχε δημιουργηθεί ολόκληρη επιχείρηση πίσω από το γεγονός πως οι άνθρωποι θα αγόραζαν τα πάντα, μα αυτό που θαύμασα περισσότερο απ’ όλα (και μου φάνηκε το πιο..έντιμο από όσα είδα) είναι πως υπήρχαν τέτοια κουτιά που οι ιδιοκτήτες τους υποστήριζαν πως περιείχαν αντικείμενα στοιχειωμένα! Ναι, όπως το διαβάσατε! Υπάρχουν  άνθρωποι που αγοράζουν κουτιά που έχουν μέσα στοιχειωμένες κούκλες, εργαλεία βουντού, παλιές φωτογραφίες και πολλά ακόμα περίεργα αντικείμενα! Να αυτό ήταν ένα κουτί μυστηρίου.
Μπήκαν λοιπόν στον πειρασμό να ψάξω τι λένε για αυτά τα κουτιά. Είδα και βίντεο που διάφοροι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο άνοιγαν τέτοια κουτιά όταν τα λάμβαναν και έκανα και διάφορα τεστ για να δουν αν είναι όντως στοιχειωμένα! Μάλλον αυτό είναι ένα θέμα που θα ενδιέφερε τη συνάδελφό μου Σοφία, που ασχολείται με αυτό το κομμάτι στην εφημερίδα. Μάλιστα της έστειλα και ένα email να τα τσεκάρει.
Πάνω σε όλη αυτή την έξαρση έκανα κι εγώ το λάθος που ανέφερα στην αρχή. Παρήγγειλα ένα από τα μυστηριώδη κουτιά που υπήρχαν στο διαδίκτυο. Ο τίτλος του μιλούσε για ένα καταραμένο κουτί που καλό θα ήταν ο καινούριος του ιδιοκτήτης να κρατήσει κλειδωμένο και να μην το ανοίξει ποτέ. Η ιδέα και μόνο πως θα αγόραζα κάτι με την υποχρέωση να μην το ανοίξω ποτέ, μου επιβεβαίωσε πως ο συγκεκριμένος πωλητής ήταν διάνοια! Το πιθανότερο; Μέσα στο κουτί δεν θα υπήρχε απολύτως τίποτα, ίσως ήταν ένα απλό κουτί παπουτσιών και όμως αν δεν το άνοιξε ο επόμενος ιδιοκτήτης, όλη την υπόλοιπη ζωή του θα την περνούσε με το να πιστεύει πως έχει ένα καταραμένο κουτί στην κατοχή του.
Την άλλη μέρα ξύπνησα, ήπια τον καφέ μου, διάβασα το άρθρο μου που είχε δημοσιευτεί και καθώς τσέκαρα τα μηνύματά μου, είδα και την επιβεβαίωση της παραγγελίας μου. Δεκαπέντε ολόκληρα δολάρια με δωρεάν μεταφορικά, περίπου δώδεκα ευρώ έκαναν φτερά για να πάρω ένα κουτί που δεν επιτρεπόταν να ανοίξω. Προφανώς και ένιωθα ηλίθιος. Είχε περάσει η επιρροή όλων όσων είχα διαβάσει και όμως. Η ψυχολογία ήταν με το μέρος του πωλητή. Δεν είχα όρεξη να κάνω ακύρωση της παραγγελίας. Έφυγα για τα γραφεία της εφημερίδας και δεν το ξανασκέφτηκα όλη μέρα. Σχεδόν. Μόνο κάποια στιγμή το θυμήθηκα, όταν η Σοφία πέρασε από το γραφείο μου και με ευχαρίστησε για το e-mail μου.
-          Δεν πιστεύω να αγόρασες τίποτα και να μου φορτώσεις καμία περιπέτεια;
Γέλασα και το αρνήθηκα, ενώ στο μυαλό μου ερχόταν το μήνυμα με την επιβεβαίωση παραγγελίας. Η Σοφία πίστευε σε όλα αυτά και ήταν άνθρωπος που εμπιστευόμουν. Είχε μπλέξει στην αρχή της καριέρας της με κάτι πραγματικά αλλόκοτο και το όνομά της είχε γίνει συνώνυμο με τα παραφυσικά φαινόμενα. Χάρη σε εκείνη, μια σοβαρή εφημερίδα σαν το New Spot είχε στήλη για τέτοια πράγματα και κανείς δεν θεωρούσε πλέον αυτά τα θέματα κίτρινο τύπο.
Οι μέρες πέρασαν και όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου και ένας κούριερ μου είπε ότι η παραγγελία μου είχε φτάσει. Είχα δώσει τη διεύθυνση της δουλειάς μου. Παρέλαβα το πακέτο και φυσικά δεν το άνοιξα. Όταν έφτασε το απόγευμα, το πήρα μαζί στο σπίτι. Εκεί το έβαλα σε μία γωνία και για πρώτη φορά αναρωτήθηκα αν ήταν σωστό όλο αυτό. Στο κάτω κάτω υπήρχαν αποδείξεις πως παραφυσικά φαινόμενα συμβαίνουν. Όταν έκανα αυτή τη σκέψη, ανατρίχιασα. Να λοιπόν πως η λογική έκανε πίσω μπροστά στον φόβο του αγνώστου. Το άφησα εκεί κλειστό.
Συνέχισα το απόγευμά μου και έλαβα ένα ακόμα μήνυμα από τον πωλητή.
Ελπίζω να παραλάβατε το πακέτο και να μην το ανοίξατε. Αν δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, τότε καλή επιτυχία. Το πακέτο αυτό, το είχα αγοράσει κι εγώ προσωπικά και δεν το άνοιξα ποτέ. Ακόμα και έτσι περίεργα πράγματα είχαν συμβεί. Σε εμένα είχε φτάσει με ένα χαρτί που περιέγραφε την ιστορία του, μα το είχα πετάξει αμέσως μόλις το διάβασα. Πίστευα πως έτσι θα ξορκίσω το κακό.
Η ιστορία αφορά μια οικογένεια με δύο μικρά αγόρια. Το μικρότερο αγόρι έπαιζε συνέχεια με το συγκεκριμένο κουτί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν σίγουρος πως κάτι κακό συνέβαινε με το κουτί, μέχρι που ο αδερφός του εξαφανίστηκε. Κανείς δεν τον είδε από τότε. Δεν ήξερα αν μπορώ να πιστέψω την ιστορία, καθώς χιλιάδες παιδιά χάνονται κάθε χρόνο για χίλιους δύο λόγους, μα κανένα με μαγικό τρόπο.
Σε αυτό το σημείο χαμογέλασα. Η Σοφία θα διαφωνούσε! Συνέχισα την ανάγνωση.
Δεν το πούλησα για να κοροϊδέψω κάποιον, μα η αγορά του προϊόντος και όχι το να το χαρίσεις σε κάποιον σημαίνει ότι το κουτί αλλάζει κάτοχο και φεύγει από πάνω σου η κατάρα. Συγνώμη για αυτό, μα δεν αισθάνομαι τύψεις. Έγραφα ξεκάθαρα στην αγγελία πως το κουτί είναι καταραμένο. Καλή τύχη.
Το μυαλό μου και η λογική μου, φώναζαν για τεράστιο κόλπο μάρκετινγκ που θα σε έκανε να κρατήσεις για πάντα κλειστό το άδειο κουτί παπουτσιών (δεν ξέρω γιατί έχω στο μυαλό μου ότι είναι παπουτσιών, έτσι μάλλον το είχα σχηματίσει αρχικά στη φαντασία μου). Σκεφτόμουν επίσης πόσοι είχαν περάσει σε αυτή την αλυσίδα του καταραμένου κουτιού, μέχρι να φτάσει στα χέρια μου. Το πήρα, το έβαλα σε ένα ντουλάπι στη βιβλιοθήκη και αποφάσισα να μην ασχοληθώ και πάλι.
Το ίδιο κιόλας βράδυ άρχισαν τα προβλήματα. Στην αρχή είχε πρόβλημα το σήμα της τηλεόρασης και το διαδίκτυο. Θεώρησα πως είναι προφανώς κάποια δυσλειτουργία γενικότερης φύσεως. Όλοι μας έχουμε ζήσει στιγμές που κολλάει το ίντερνετ ή δεν πιάνουν τα κανάλια. Το αγνόησα ακόμα και όταν τρεμόπαιξαν τα φώτα στο σαλόνι. Θεώρησα πως ήταν κάποιο πρόβλημα τάσης, για αυτό και τα υπόλοιπα προβλήματα.
Έπεσα για ύπνο και προσευχήθηκα μετά από πολύ καιρό. Ομολογώ πως ήμουν επηρεασμένος και όσο τυχαία και να ήθελα να πιστέψω πως ήταν τα σημάδια ένιωθα ένα άγχος για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν ήταν πραγματικά καταραμένο. Αποκοιμήθηκα και όταν ξύπνησα το πρωί ένιωθα κεφάτος και ανανεωμένος. Είχα έναν βαθύ ύπνο και ομολογώ πως θα είχα ξεχάσει τελείως το κουτί, αν αυτό μπορούσε να περιμένει για λίγες ώρες! Όταν σηκώθηκα και πήγα στην τουαλέτα, παρατήρησα πως τα πόδια μου ήταν βρόμικα. Σαν…να είχα βγει στον κήπο το βράδυ και να περπατούσα. Αυτό με έκανε να ανατριχιάσω.
Βγήκα αμέσως στον κήπο για να δω αν υπήρχε κάτι. Είδα τα σημάδια από τα πόδια μου με τη λάσπη και τα ακολούθησα. Είχα φτάσει μέχρι την άκρη του κήπου, εκεί που κρατούσα τα εργαλεία. Μα τι έψαχνα; Αναρωτήθηκα και κοίταξα τα εργαλεία. Δεν βρήκα κάτι να λείπει . Και επέστρεψα στο σπίτι. Το κουτί έπρεπε να φύγει. Θα το κανόνιζα το ίδιο βράδυ.
Πήγα στη δουλειά και δεν ανέφερα τίποτε σε κανέναν. Ήμουν φοβισμένος μα ο εγωϊσμός μου για κάποιον λόγο ήταν μεγαλύτερος από την ελπίδα μου να σωθώ. Ολόκληρη την ημέρα δούλευα κυριολεκτικά στο αυτόματο πιλότο. Μιλούσα και απαντούσα μηχανικά, ξέχασα να φάω και κρατούσα μπροστά στα χείλη μου τον καφέ ολόκληρα λεπτά πριν τελικά πιώ μια γουλιά. Σκεφτόμουν πως έπρεπε να πάω σπίτι και να το πετάξω. Μα τόσες ταινίες τρόμου και τόσα βιβλία είχα διαβάσει. Σε όλα η κατάρα δεν έφευγε τόσο απλά. Θα το ανέβαζα για πώληση. Θα πήγαινε στον επόμενο, θα έκανα και αντιγραφή – επικόλληση το μήνυμα του προηγούμενου ιδιοκτήτη και θα το έστελνα στον καινούριο και τέλος!
Όταν μπήκα σπίτι πήγα απευθείας στο σημείο που το είχα αφήσει. Δεν ήταν εκεί. Έψαξα παντού. Ήμουν σε υστερία και η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Το βρήκα στον διάδρομο. Ήταν ανοιχτό με ένα κοπίδι. Αυτό έψαχνα χθες στα εργαλεία; Προσπαθούσα να καταλάβω αν ήταν εκεί το πρωί και αν το είχα ανοίξει το βράδυ που υπνοβάτησα. Έσκυψα από πάνω και είδα πως ήταν απλά ένα μαύρο κουτί. Το έπιασα και το έβγαλα από το σχισμένο έτσι και αλλιώς κουτί του ταχυδρομείου. Θα το έβαζα σε άλλο. Πίσω μου στον διάδρομο ακούστηκε μια παιδική φωνή ενός αγοριού.
«Ron? Where is Ron?» (Ρον; Πού είναι ο Ρον;)
Πάγωσα, σχεδόν λιποθύμησα. Γύρισα σιγά σιγά και είδα ένα μικρό αγόρι να με κοιτάζει με απορία. Φαινόταν φοβισμένο και κοιτούσε γύρω του. Μιλούσε αγγλικά. Του ζήτησα να καθίσει. Έτρεξα στο σαλόνι που νωρίτερα είχα αφήσει το κινητό μου και κάλεσα την αστυνομία. Γύρισα στον διάδρομο, ενώ ακόμα μιλούσα με τον αστυνομικό που απάντησε στην κλήση μου, την ώρα που γύριζα στον διάδρομο. Το αγόρι δεν ήταν εκεί. Άρχισα να το ψάχνω σε όλο το σπίτι. Πουθενά. Μόλις έφτασε η αστυνομία αρχίσαμε να ψάχνουμε όλοι μαζί. Ρωτήσαμε και στα γύρω σπίτια. Κανένας δεν είχε δει το αγόρι.
Οι αστυνομικοί φάνηκε να μην με πιστεύουν. Μου έκαναν αλκοτέστ και όσο περνούσε η ώρα τους έβλεπα πως δεν ενδιαφέρονταν το ίδιο ζεστά, όπως στην αρχή. Με έβαλαν και τους είπα όλη την ιστορία με το κουτί, το πώς έφτασε στην κατοχή μου καθώς και όλα όσα μεσολάβησαν. Ήρθε και η σήμανση και πήρε αποτυπώματα. Η αστυνομία φυσικά κράτησε το κουτί.
Την επόμενη μέρα τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο περίεργα. Η αστυνομία μου είπε πως βρήκε πράγματι δαχτυλικά αποτυπώματα παιδιού στο σπίτι και μάλιστα ακόμα και το όνομα που το παιδί μου είπε, φάνηκε να τους οδηγεί κάπου. Είχαν στείλει διεθνές σήμα για την περιγραφή και τα δαχτυλικά αποτυπώματα περιμένοντας απαντήσεις. Εν τω μεταξύ η υπόθεση βγήκε στη δημοσιότητα και ασχολήθηκαν όλοι για να βρουν το μικρό παιδί.
Από την άλλη μεριά του Ατλαντικού τα νέα που ήρθαν έκαναν τα πράγματα ακόμα πιο περίεργα. Όντως ένα τρίχρονο αγόρι που ονομαζόταν Τιμ είχε εξαφανιστεί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ονομαζόταν Ρον και μάλιστα είχε αναφέρει στις αρχές που όταν χάθηκε ο αδερφός του έπαιζε με ένα μαύρο κουτί. Οι αναλυτές πάντως που εξέτασαν το δικό μου κουτί δεν βρήκαν τίποτε το παράδοξο, επομένως δεν έχουν ενδείξεις για το πώς συνδεόταν αυτό με την εξαφάνιση του παιδιού.*
Μέχρι και σήμερα που μιλάμε, δεν έχει υπάρξει κανένα νέο αυτού του παιδιού. Μόλις είδα τις φωτογραφίες το αναγνώρισα. Ήταν απίστευτο ότι ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που το είδε. Πολλοί είπαν πως το παιδί έχει πεθάνει και είδα ένα φάντασμα. Άλλοι όμως επιμένουν πως είναι το κουτί… Δεν θα μάθουμε ποτέ.
Από εκείνη την ημέρα και μετά τίποτε το περίεργο δεν συνέβη. Ή…σχεδόν τίποτα! Το ίδιο εκείνο βράδυ μετά την κουραστική ημέρα δεν έμεινα σπίτι, μα πήγα να κοιμηθώ στο σπίτι ενός φίλου. Δεν θα άντεχα μέσα στη νύχτα να δω το μικρό παιδί μπροστά μου.
Την άλλη μέρα πήγα σπίτι μου να πάρω κάποια πράγματα και να πάω στη δουλειά. Είχα παραπάνω δουλειά γιατί η εφημερίδα μου και ο διευθυντής μου κύριος Βανέσης, θέλει το αποκλειστικό ρεπορτάζ που έτσι και αλλιώς έχω.
Μπήκα και μέσα στο σπίτι. Έξω από την πόρτα υπήρχε ένα άλλο κουτί. Το άνοιξα και θα ορκιζόμουν ότι το κουτί επέστρεψε σε μένα, αν δεν ήμουν σίγουρος πως το έχει η αστυνομία. Πήρα ο ίδιος να το επιβεβαιώσω. Εκεί ηρέμησα. Προφανώς κάποιος ήθελε να μου κάνει πλάκα. Πήγα βιαστικά στο γραφείο μου και πήρα την τσάντα με το λαπτοπ μου. Γυρνώντας να φύγω ορκίζομαι πως είδα το αγόρι να περνάει τρέχοντας τον διάδρομο. Πήγα να μιλήσω μα μου έκανε νόημα να σωπάσω. Πήγα να μιλήσω να του πω ότι τον ψάχνουν όλοι, μα ακόμα μια φορά πάγωσα. Πίσω του μια τεράστια μαύρη σκιά, ψιλόλιγνη και τρομακτική περπατούσε σαν τίγρη που ψάχνει το θύμα της. Κοίταξε προς το μέρος μου μα δεν φάνηκε να ασχολείται μαζί μου. Έτρεξε πίσω από το παιδί.
Έτρεξα και εγώ. Ό,τι και να ήταν αυτό, κυνηγούσε ένα μικρό παιδί. Έστριψα στη γωνία της πόρτας και είχαν χαθεί και οι δύο. Το μαύρο κουτί ήταν εκεί. Ναι ξέρω τι σκέφτεστε. Κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουν. Αλλά πριν κοιτάξω το κουτί, κοιτούσα γύρω μου. Θα μπορούσε να είναι παγίδα. Τίποτα δεν ήταν εκεί. Πλησίασα το κουτί. Το άνοιξα. Ένα απόκοσμο ουρλιαχτό ακούστηκε και σεισμός κούνησε όλο το σπίτι. Έσπασαν τα τζάμια, τα βάζα, τα ποτήρια, οι καθρέφτες, όλα! Για αρκετή ώρα τα αυτιά μου βούιζαν και ένιωθα μουδιασμένος. Είχα πέσει στο πάτωμα ανήμπορος. Το κουτί ήταν δίπλα μου.
Πριν κλείσουν τα μάτια μου είδα το πόδι μπροστά από το κουτί. Ένα μεγάλο μαύρο πόδι. Έμοιαζε να είναι σάπιο. Δυσωδία ερχόταν από το πλάσμα μπροστά μου. Κοίταξα προς τα επάνω. Πίστευα πως ήταν οι τελευταίες μου στιγμές. Ό,τι κι αν ήταν αυτό κρατούσε στα χέρια του το παιδί. Το παιδί σχεδόν υπνωτισμένο με κοιτούσε και δεν αντιδρούσε. Τα μάτια του… Τα μάτια του ήταν κενά. Το πλάσμα άπλωσε το χέρι του προς το πρόσωπό μου και αμέσως μετά όλα έσβησαν.
Ώρες αργότερα συνήλθα. Κάλεσα και την αστυνομία. Ένα περιπολικό ήρθε, πήραν κατάθεση, κάπως απρόθυμα, και πήραν το κουτί στη σήμανση. Το κουτί δεν επέστρεψε με κανέναν μαγικό τρόπο. Η ιστορία μου μαθεύτηκε φυσικά. Στην εφημερίδα το έμαθαν όλοι, όπως και η Σοφία. Ήρθε και με βρήκε. Μου είπε πως έπρεπε να την έχω ενημερώσει και πως θα έπρεπε να μην έχω παραγγείλει ποτέ κάτι τέτοιο. Είχε δίκιο, μα ό,τι έγινε, έγινε και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για να το αλλάξω.
Επικοινώνησα με την οικογένεια του παιδιού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τους είπα για την εμπειρία μου, αλλά δεν ανέφερα το τελευταίο κομμάτι. Ο αδερφός του φώναζε πως έφταιγε το κουτί και ότι ο μπαμπούλας έχει πάρει τον αδερφό του. Ότι ζει και θα τον βρει. Ο μπαμπούλας; Δεν είχα σκεφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι αυτό που είδα, θα μπορούσε να είναι ο μπαμπούλας. Άλλωστε ο μπαμπούλας ήταν πάντα για τα παιδιά.
Έχουν περάσει έξι μήνες από τότε και θα αναρωτιέστε όλοι γιατί διαβάζετε αυτές τις σειρές. Έγραψα την ιστορία μου, γιατί πρέπει να ξέρετε τι έχει συμβεί. Γιατί φοβάμαι και ήθελα να ξορκίσω τον φόβο μου. Γιατί το κουτί επέστρεψε, εδώ και τέσσερις μέρες, πάλι πίσω στο ράφι μου. Γιατί δεν έχω τα κότσια να πω σε κανέναν το πόσο φοβάμαι. Δεν έχω κομηθεί καθόλου. Ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό πως τον έχω δει άλλες δύο φορές μέσα σε αυτές τις ημέρες. Μόνο εκείνον, όχι το παιδί. Ορκίζομαι πως τον νιώθω να με κοιτάζει, να με παρακολουθεί. Δίπλα σε αυτό το γράμμα θα βρείτε τη διαθήκη μου. Αν κάτι συμβεί, θέλω να ξέρετε. Κάνει κρύο στο ίδιο μου το σπίτι…Θα ορκιζόμουν πως ώρες ώρες βλέπω μια λεπτή στρώση ομίχλης μέσα στο σπίτι. Μα φτάνει! Ως εδώ! Κουράστηκα!

***
Από την εφημερίδα New Spot
Αγνοείται για ενενηκοστή μέρα ο συνάδελφός μας, Γιώργος Ζαχίνης και όπως έχουμε υποσχεθεί όλοι εδώ στην εφημερίδα δεν θα αφήσουμε να ξεχαστεί η υπόθεση. Η αστυνομία επιμένει πως το γράμμα που άφησε ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα της επερχόμενης αυτοκτονίας και αρκετοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως τα γραφόμενά του αναδεικνύουν το σήμα κινδύνου που μας έστελνε. Απόδειξη στην οποία στηρίζονται όλοι οι ειδικοί, είναι το γεγονός πως το κουτί, στο οποίο αναφέρθηκε στο σημείωμά του, δεν έφυγε ποτέ ξανά από το εγκληματολογικό κλιμάκιο και στο σπίτι του δεν βρέθηκαν αποτυπώματα ή γενετικό υλικό από άλλους ανθρώπους.
Η εφημερίδα μας συνεχίζει τις έρευνες και παρακαλεί τους αναγνώστες να βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούν.  Σε επικοινωνία που είχαμε με τον αποστολέα του κουτιού, εκείνος μας είπε πως φοβάται πως το κουτί έκανε πάλι ζημιά και ενώ λυπάται για τον άνθρωπο που χάθηκε, νιώθει ευγνώμων που δεν είχε ο ίδιος αυτή την τύχη.
Από την άλλη μεριά, έγκυρες πηγές μας μέσα από το εγκληματολογικό που θέλουν να παραμείνουν ανώνυμες, επιμένουν πως το κουτί έχει επιδείξει δραστηριότητα παρόμοια με αυτή της περιγραφής και προσπαθούν τρόπο να ξεκλειδώσουν το μυστήριο, χωρίς κάποια επιτυχία μέχρι στιγμής.
«Πρόκειται για έναν άνθρωπο, φυσικά θα ερευνήσουμε όλα τα σενάρια όσο ακραία και να είναι», είναι η επίσημη θέση του τμήματος.
Για οτιδήποτε νεότερο, θα ενημερώνεστε μέσα από τη στήλη μας, καθώς και από τα ηλεκτρονικά μας μέσα.
Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος



* Η αναφορά στην ιστορία στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, αφορά την πρώτη δημοσιευμένη ιστορία μου στα αγγλικά The Box in the Yard. Μπορείτε να την κατεβάσετε και να τη διαβάσετε εδώ.

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Τελευταία Νέα

Ο Τρόμος στις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ

Η πρώτη μου επαφή με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, παραδόξως δεν ήταν μέσα από τις ταινίες του, αλλά από την παιδική σειρά οι Τρεις Ντετέκτιβ . Στην ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κατεβάστε και διαβάστε δωρεάν τη νουβέλα «Ο Δαίμων του Τυπογραφείου»