Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα mystery. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα mystery. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Το πρόσωπο της μάσκας


Το καρναβάλι είχε τελειώσει. Κόσμος ακόμα στους δρόμους, όμως σε λίγο ξημέρωνε και σιγά σιγά επέστρεφαν όλοι για ύπνο. Ο αρχικός ενθουσιασμός είχε ξεφτίσει. Όλοι ήταν κουρασμένοι. Οι τελευταίοι καρναβαλιστές περπατούσαν χωρίς σκοπό, ενώ οι οδοκαθαριστές είχαν πιάσει ήδη δουλειά. Μια κοπέλα τον προσπέρασε. Του χαμογέλασε.

«Θες να βγάλεις τη μάσκα και να έρθεις σπίτι μου;»

Η κοπέλα ήταν εμφανώς μεθυσμένη. Τρέκλιζε και τον κοιτούσε με λαχτάρα. Η πρότασή της συνοδευόταν από άσεμνες χειρονομίες. Ο άντρας την προσπέρασε αδιάφορος. Εκείνη τον πλησίασε τόσο, όσο χρειαζόταν για να κάνει πίσω ζαλισμένη. Σχεδόν έπεσε όταν στάθηκε μόλις δύο βήματα δίπλα του. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Την άλλη μέρα δεν θα το θυμόταν, όμως ήταν σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή σχεδόν σταμάτησε η καρδιά της.

Ο άντρας συνέχισε τον δρόμο του. Βάδιζε αργά προς το σπίτι. Ολόκληρη ημέρα και όλοκληρη νύχτα ήταν εκεί ανάμεσα στον κόσμο. Περνούσε δίπλα τους και εκείνοι έπεφταν συνεχώς πάνω του. Μέσα στον χαμό ήταν δύσκολο να καταλάβεις ποιος έσπρωχνε ποιον. Και αυτό ήταν ιδανικό.  Έζησε τον σφυγμό, την τρέλα, τους ξέφρενους ρυθμούς ενός ποταμιού ανθρώπων που έρεε κατά μήκος των δρόμων της πόλης. Κι εκείνος αναμεσά τους πίσω από την μάσκα.

Σαν τις παλιές μέρες. Σκέφτηκε.

Έφτασε σπίτι και κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη πριν βγάλει τη μάσκα. Στάθηκε για λίγα λεπτά αμίλητος. Μόνο μια κοφτή ανάσα, σχεδόν σαν βαθύ γουργούρισμα έβγαινε από τα ρουθούνια της μάσκας. Έιχε φτάσει η ώρα. Θα γυρνούσε σε εκείνη τη ζωή χωρίς πρόσωπο και πάλι. Θα γυρνούσε στον κόσμο του, μακριά από τους ανθρώπους.

Άνοιξε την πόρτα του υπογείου. Βουητό από έντομα ακούστηκε ενώ ο βόμβος δυνάμωνε. Η συμφωνία που είχε κάνει πριν χρόνια ήταν ξεκάθαρη. Μπορούσε να κλέψει αρκετή ζωή ώστε να μείνει ορατός για μία μόνο μέρα. Θα ξέκλεβε λίγο χρόνο από όλους, μα όχι πολύ. Αν έκανε το λάθος να δείξει ποιος ήταν, οι Κριτές θα τον τιμωρούσαν. Η μάσκα έκρυβε την πραγματική του ταυτότητα. Μια Σκιά ενός κόσμου που είχε καταστραφεί. Ένας πρόσφυγας που ζούσε λαθραία σε έναν κόσμο απαγορευμένο για τον ίδιο. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να εγκαταλείψει μα δεν το έκανε. Ίσως είχαν λόγο και οι Κριτές που τον κρατούσαν.

Πλάσματα σαν εσένα πρέπει να μένουν εκεί που ανήκουν. Μακριά από τη ζωή. Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό.

Και είχαν δίκιο. Αν έμενε έξω παραπάνω, θα έφερνε μαζί του τον κόσμο του. Ή έστω ό,τι είχε μείνει από εκείνον τον κόσμο. Ό,τι ήταν μέσα του. Είχε πάρει χρόνο ζωής. Λίγο από τον καθένα. Έτσι ήταν πιο εύκολο. Είχε καταφέρει να τον δουν. Είχε καταφέρει να υπάρξει. Αναρωτήθηκε αν κάποιος από τους υπόλοιπους του είδους του είχε καταφέρει να γλιτώσει. Αν ήταν με κάποια συμφωνία σε κάποιο άλλο μέρος εκείνου του κόσμου. Αν κάποιους από τους άλλους είχε καταφέρει να υπάρξει για λίγο μια μέρα σαν την ημέρα που μόλις είχε περάσει. Θυμήθηκε τους άλλους. Αυτό τον ξάφνιασε. Ίσως τελικά είχε κλέψει λίγο παραπάνω από όσο του αναλογούσε. Δεν ήταν εύκολο να αντισταθεί μπροστά σε τέτοιο φαγοπότι. Τόσες ζωές μπροστά του διαθέσιμες. Τόση ζωή που αν τον άφηναν θα ρουφούσε μέχρι να μην μπορεί άλλο.  Είχε δυναμώσει πολύ. Μέχρι που στιγμιαία θυμήθηκε και το όνομά του. Δεν ηχούσε καλά στη γλώσσα του, μα ήξερε πως ακουγόταν στα αυτιά των ανθρώπων. Όλεθρος.

«Του χρόνου πάλι», ψιθύρισε, πριν χαθεί στα σκοτάδια. 

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Μαύρη Τρύπα (Διήγημα)

«Είσαι έτοιμη;»

«Ναι μπαμπά, εσύ;»

«Κι εγώ... Μάλλον!»

Ο πατέρας κοίταξε προς τα κάτω. Είχαν ανέβει είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος από τα σκαλιά και μπροστά τους ήταν μια τσουλήθρα που κατέβαινε στριφογυριστά μέχρι την πισίνα. Κι αν το πρόβλημα του ήταν μόνο η υψοφοβία, ίσως να το ξεπερνούσε γρήγορα. Η νεροτσουλήθρα ήταν κλειστή. Με λίγα λόγια θα έμπαιναν σε ένα μαύρο τούνελ, στροβιλισμένοι χωρίς να βλέπουν που πάνε μέχρι να βγουν κάτω. Είχε χλομιάσει. Είχε παρακαλέσει τη σύζυγό του να πήγαινε με την μικρή, αλλά η κόρη του δεν του είχε αφήσει περιθώρια. Ήθελε να το κάνει με τον μπαμπά της. 

«Κύριε είστε εντάξει;» Η ναυαγοσώστρια τον κοίταξε μάλλον αδιάφορα. Η ουρά πίσω γέμιζε συνεχώς εδώ και πολύ ώρα επομένως το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βλέπει πότε βγαίνει κάποιος από το τούνελ, να βεβαιώνεται πως έχει βγει από το σημείο που μπορεί ο επόμενος να πέσει πάνω τους και να δίνει το σύνθημα να φύγουν οι επόμενοι. Στη συγκεκριμένοι τσουλήθρα έμπαινες με μία μονή ή διπλή σαμπρέλα και ήταν το δεύτερο πιο εντυπωσιακό παιχνίδι στο συγκεκριμένο υδάτινο πάρκο. Το πρώτο ήταν μια κατακόρυφη τσουλήθρα από τα εικοσιπέντε μέτρα, πράγμα που του φάνταζε αδιανόητο ότι κάποιος πληρώνει για να το κάνει. Του είχε κοπεί η ανάσα. 

«Ξέρετε, έχω υψοφοβία και μάλλον κλειστοφοβία. Είναι τρομακτικά εκεί μέσα ε;»

Η κοπέλα γέλασε.

«Κύριε, ακόμα και εφτάχρονα παιδάκια κατεβαίνουν μόνα τους, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Φεύγετε»

Τους έσπρωξε ελαφρά και το φως χάθηκε από τα μάτια τους. Η μικρή ούρλιαζε από χαρά. Ο μπαμπάς της μάλλον είχε κλείσει τα μάτια. Σε κάποια σημεία σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που κατέβαιναν υπήρχαν κάποια ιριδίζοντα χρώματα, σαν ουράνιο τόξο. Ίσως δικαιολογούσαν το όνομα του παιχνιδιού Μαύρη Τρύπα αν και όπως το έβλεπε τώρα έμοιαζε περισσότερο με σκουληκότρυπα. Είχε δει σε πολλές ταινίες επιστημονικής φαντασίας τέτοια ταξίδια που η ταχύτητα γύρω από το όχημα υποδηλωνόταν από αυτόν τον χρωματισμό. Ναι έπρεπε να σκέφτεται αστρικά ταξίδια αν ήθελε να ηρεμήσει και να τελειώνει με αυτό. Φως φάνηκε μπροστά τους. Έφταναν στο τέλος της διαδρομής. Βγήκαν έξω σε ένα εκτυφλωτικό φως. Έμοιαζε σαν να είχε λάμψει ο ήλιος χίλιες φορές παραπάνω από όταν είχαν μπει. Για λίγο δεν έβλεπαν τίποτα παρά μόνο αυτό το φως. Σκεφτόταν πως κάτι τέτοιο θα έβλεπαν οι άνθρωποι μετά τη βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα. 

«Μπαμπά δεν βλέπω τίποτα» Τώρα η κόρη του κλαψούρισε. 

Το εκτυφλωτικό φως δεν ήταν αυτό που τον ανησυχούσε. Περισσότερο το ανησυχούσε πως δεν άκουγε κανέναν θόρυβο. Εντάξει να μην έβλεπαν τίποτα, όμως να μην ακούν ή να μην αισθάνονται το νερό; έβαλε τα χέρια του στο νερό. Έπιασε το κενό. Η φωνή του είχε κοπεί.

«Ό,τι και να γίνει, μην αφήσεις τα χέρια σου από το σωσίβιο, της ψέλλισε». 

Εκείνη υπάκουσε.

«Μπαμπά, θέλω να φύγω από εδώ φοβάμαι»

«Θα είναι κάποιο κόλπο μες στο παιχνίδι» το είπε για να κάνει τη μικρή να ηρεμήσει. Ήξερε πως δεν ήταν έτσι. Όσο περίμεναν στην ουρά, είχε μετρήσει τα δευτερόλεπτα που χρειαζόταν κάποιος για να κατέβει κάτω. Το είχε ανάγκη να μετράει όσο θα κατέβαιναν για να νιώθει ασφάλεια. Χρειάζονταν είκοσι δευτερόλεπτα στη χειρότερη που κάποιος κολλούσε σε κάποιο σημείο και έπρεπε να σπρώξει για να δώσει ώθηση. Εδώ είχαν περάσει αυτόν τον χρόνο κατά πολύ. 

Η όρασή του είχε αρχίσει να ξεδιαλύνει. έβλεπε κάποιες φιγούρες να έρχονται προς το μέρος τους. Μάλλον είχαν πάθει κάτι στην όρασή τους και έρχονταν να τους βοηθήσουν. Επιτέλους.

Μόλις τελειώσει όλο αυτό έχω να κάνω μηνύσεις σε όλο το μέρος. Δεν είναι δυνατόν να...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του. Οι φιγούρες μπροστά τους δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν κάτι άλλο. Η όραση τους ξεδιάλυνε και άλλο. 

Τι...Τι συμβαίνει εδώ;

«Ποιοι είστε εσείς; Τι θέλετε;»

Αόριστοι ήχοι ακούστηκαν. Έμοιαζαν σαν τον ήχο ρεύματος υψηλής τάσης. Βόμβοι που σου τρυπούσαν τα αυτιά. Η κόρη του άρχισε και πάλι να ουρλιάζει. Αυτή τη φορά από τρόμο. 

***

Απόσπασμα από την ηλεκτρονική έκδοση του New Spot

Τις τελευταίες ώρες ένα βίντεο έκανε τον γύρο του διαδικτύου και ενώ η αυθεντικότητά του ακόμα εξετάζεται, υπάρχει αρκετός κόσμος που πιστεύει πως έχουμε δει κάτι το ανεξήγητο. Ένας άντρας και η πεντάχρονη κόρη του μπαίνουν σε μία κλειστή νεροτσουλήθρα, τη λεγόμενη μαύρη τρύπα, και δεν βγαίνουν ποτέ από την άλλη μεριά. 

Το βίντεο φαίνεται να το έχει τραβήξει η σύζυγος και μητέρα των δύο αγνοούμενων. Μετά το πρώτο λεπτό μπορείτε να δείτε τις αντιδράσεις όλων όταν καταλαβαίνουν πως πατέρας και κόρη δεν έχουν βγει ακόμα από τη νεροτσουλήθρα. Εργαζόμενοι και ναυαγοσώστες αποφασίζουν να μπουν στο τούνελ, θεωρώντας πως σε κάποιο σημείο έχουν σφηνώσει ή έχουν σταματήσει. 

Η αγωνία και η έκπληξη όλων μεγάλωσε όταν οι δύο εργαζόμενοι που ξεκίνησαν από διαφορετικές κατευθύνσεις κι ενώ το νερό είχε σταματήσει, συναντήθηκαν μέσα στο τούνελ χωρίς να βρουν πουθενά τους δύο αγνοούμενους. Η μητέρα άρχισε να ουρλιάζει και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Λίγη ώρα μετά ειδικό συνεργείο μετέβη στον χώρο για να αποσυναρμολογήσει τα κομμάτια και να βρει τι έχει συμβεί. Και πάλι κανένα ίχνος τους δεν βρέθηκε. Η μητέρα βρίσκεται στο νοσοκομείο σε κακή ψυχολογική κατάσταση και προσπαθεί να ξεπεράσει το σοκ, ενώ όλοι οι αρμόδιοι ψάχνουν να βρουν τι είναι αυτό που έχει συμβεί. 

Μέχρι στιγμής κανείς από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν μπορεί αν δώσει μια εξήγηση σε αυτό που συνέβη. 

Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος


Σημείωμα Συγγραφέα

Η ιστορία αυτή έχει πολλά κοινά σημεία με την εμπειρία μου από μία παρόμοια νεροτσουλήθρα λίγες μέρες νωρίτερα κατά τη διάρκεια των οικογενειακών διακοπών. Για την ακρίβεια όλο το κομμάτι που δεν αφορά το παραφυσικό μοιάζει πολύ με την πραγματικότητα. Οι φόβοι που περιγράφω είναι πραγματικοί και χρειάστηκε να τους ξεπεράσω για χατίρι της πεντάχρονης κόρης μου Άννας-Μαρίας που αποδείχτηκε αρκετά ατρόμητη. Η σκέψη της σκουλικότρυπας μου δημιουργήθηκε την ώρα που κατεβαίναμε μες στο σκοτάδι κι ενώ η Άννα-Μαρία διασκέδαζε! Η φωτογραφία που υπάρχει σε αυτό το διήγημα την δείχνει να κατεβαίνει μία άλλη εξίσου ψηλή τσουλήθρα. Η μαύρη τρύπα είναι η κίτρινη τσουλήθρα που φαίνεται στα δεξιά. 

Σταύρος

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Κάστρο (Διήγημα)

Κόμπαζε συνεχώς σε όλους πως είχε τον πιο όμορφο κήπο. Δεν μπορούσες να τον αδικήσεις. Κάθε μέρα τον σκάλιζε, τον έσκαβε, άλλαζε θέση στα φυτά για να βρει που ευδοκιμούν καλύτερα και πότιζε σχεδόν με ευλάβεια και πάντα με τη σωστή ποσότητα κάθε φυτό ξεχωριστά. Ήταν ένας ευτυχισμένος συνταξιούχος και χαιρόμουν να τον βλέπω από το παράθυρο του σπιτιού μου κάθε μέρα να περνάει ατελείωτες ώρες στον κήπο του. Ζήλευα την γαλήνη στο πρόσωπό του και το χαμόγελο που χάριζε σε όποιον περνούσε. Φυσικά εγώ είχα χρόνια μπροστά μου για να φτάσω στη σύνταξη, μα η αλήθεια είναι πως κάπως έτσι φανταζόμουν κι εγώ τη συνταξιοδότηση μου. Δε ζήλευα τη μοναξιά του. Θα ήθελα να έχω τον κήπο, να μπορώ να διαβάζω βιβλία σε αυτόν και να ακούω τις φωνές των μελλοντικών μου εγγονιών. Ο γείτονας μου είχε μόνο τα λουλούδια. Χήρος εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου και χωρίς παιδιά. Πριν τη σύνταξη δούλευε σε μια εταιρία μεταφορών ως οδηγός. Από κάθε ταξίδι έφερνε πάντα και ένα νέο λουλούδι να δοκιμάσει στον κήπο του. Πολλές φορές τον άκουγες ακόμα και τη νύχτα να δουλεύει εκεί στον κήπο και αναρωτιόμουν γιατί δεν κοιμάται. Μετά βέβαια αναρωτιόμουν αν στη θέση του θα με έπιανε κι εμένα ύπνος.

Ο μόνος που είχε διαφορετική γνώμη για τον γείτονά μου, ήταν ο Κάστρο, ο γερμανικός ποιμενικός που είχε ο ξάδερφός μου κι έμενε στο ισόγειο της οικογενειακής μας πολυκατοικίας. Ο Κάστρο κάθε φορά που έβλεπε τον γείτονά μας κυριολεκτικά έκανε σαν λυσσασμένος. Ο ξάδερφός μου ζητούσε συγνώμη από τον συνταξιούχο κι εκείνος με το ίδιο χαμόγελο έλεγε πως δεν πειράζει. «Όσο μας χωρίζει ο φράχτης, δεν έχω πρόβλημα!». Ο Κάστρο δε συμμεριζόταν τα γέλια τους όσο μιλούσαν. Χοροπηδούσε και γρύλιζε σαν τρελός.

Μια μέρα όμως ο φράχτης σταμάτησε να τους χωρίζει. Και ήμουν εκεί στο παράθυρο του δωματίου μου για να δω όλη τη σκηνή. Ο Κάστρο έφυγε γαυγίζοντας από την πόρτα μας. Πρέπει να την είχε αφήσει νωρίτερα ανοιχτή ο ταχυδρόμος που έφερε κάποιους λογαριασμούς. Έτρεξε στο σπίτι του γείτονα, την ώρα που εκείνος ήταν – πού αλλού; - στον κήπο. Πήδηξε τον δικό του φράχτη που ήταν ούτε ένα μέτρο ψηλός και μπήκε μέσα. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί, άρχισα να τρέχω και να φωνάζω τον Κάστρο. Τις φωνές μου τις άκουσε και ο ξάδερφός μου και βγήκε να δε τι συμβαίνει. «Θα τον φάει ζωντανό!» ούρλιαξα και σαν να τον χτύπησε ρεύμα άρχισε να τρέχει πίσω μου.

Τώρα φωνάζαμε και οι δύο τον Κάστρο. Μπήκαμε στον κήπο και πήγαμε στο πίσω μέρος όπου ακούγονταν γρυλίσματα και ο γέρος γείτονάς μας να φωνάζει και να βρίζει. Είχε χαθεί κάθε ίχνος καλής διάθεσης από πάνω του. Το πρόσωπο του είχε αγριέψει. Μέχρι και ο τόνος της φωνής του ήταν διαφορετικός. Τρέξαμε να πιάσουμε τον Κάστρο. Μπαίνοντας στο πίσω μέρος της αυλής, είδαμε τον γείτονά μας να κρατάει μία τσάπα για να προστατεύσει τον εαυτό του. Οι φωνές είχαν βγάλει και τους άλλους γείτονες στο μπαλκόνι. Ο Κάστρο δεν πήγε προς τα πάνω του αλλά σε ένα παρτέρι με καινούρια λουλούδια. Άρχισε να σκάβει με μανία. Ο ξάδερφός μου τράβηξε πίσω τον σκύλο και τον χτύπησε για αυτό που έκανε. Εγώ κοίταξα στο χώμα. Ένα ανθρώπινο χέρι ξεπρόβαλε από το παρτέρι. Κοίταξα τον γείτονα μου τρομαγμένος. Όλοι εκείνη τη στιγμή βλέποντας την αντίδρασή μου κοίταξαν το χώμα και το είδαν.

«Κωλόσκυλο τα χάλασες όλα!»

Έξι πτώματα βγήκαν εκείνη την ημέρα από τον πιο όμορφο κήπο της γειτονιάς μας.

Διαβάστε και το διήγημα ''Για την Άννα μου'', σαν συνέχεια.

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Άυπνος (Διήγημα)

Την πρώτη φορά που μπήκε στο γραφείο δεν μου γέμισε το μάτι. Φορούσε μια φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Δεν μιλούσε καθόλου και είχε συνεχώς το νου του στο κινητό του. Έκατσε δίπλα μας στον καναπέ κάνοντας ένα νεύμα, χωρίς καν να μας κοιτάξει. Συνέχισε να κοιτάζει το κινητό του. Έπαιζε κάποιο παιχνίδι από αυτά που πρέπει να βάλεις τα ίδια χρώματα στη σειρά και να μαζέψεις όσους περισσότερους πόντους μπορούσες. Κοιτάξαμε και πάλι την γιατρό. 

«Είναι λίγο ιδιόρυθμος, αλλά εμπίστευτείτε με, είναι ο καλύτερος»

«Και...θα καταφέρει πράγματι να δει τι πάει λάθος;»

Η φωνή της μητέρας μου ακουγόταν σπασμένη, ενώ ο πατέρας μου δεν μιλούσε καθόλου. Μπορούσε ήδη να καταλάβω τι σκεφτόταν. Εδώ που τα λέμε το ίδιο σκεφτόμουν και εγώ. Πώς ένας τέτοιος τύπος θα κατάφερνε να θεραπεύσει τις αυπνίες μου;

«Κοιτάξτε, πριν δέκα χρόνια θα σας έλεγα πως αυτή η μέθοδος είναι πειραματική. Άνθρωποι σαν τον Άρη, φαίνεται πως κατέχουν τη δυνατότητα αυτή, όμως πρέπει πρώτα να εκπαιδευτούν. Ο Άρης ήταν ο πρώτος που εκπαιδεύτηκε όταν ήταν ακόμα και ο ίδιος παιδί. Είμαι σίγουρη πως μέσα σε λίγότερο από μία ώρα θα έχουμε τελειώσει». 

Μας οδήγησαν σε έναν θάλαμο με δύο κρεβάτια. Πίστευα πως θα είναι ένας άδειος χώρος με έντονο λευκό φως, μα στην πραγματικότητα ήταν ένα απλό υπνοδωμάτιο. 

«Εδώ θα κοιμηθείτε, ο καθένας στο κρεβάτι του. Το μόνο που θα σας συνδέει είναι αυτό το καλώδιο που θα στερεώσουμε εξωτερικά στο κεφάλι σας. Θα πάρεις ένα φάρμακο και θα κοιμηθείς μια ώρα. Όταν ξυπνήσεις όλα θα είναι εντάξει»

Οι γονείς μου με φίλησαν και βγήκαν έξω. Θα έμεναν σε ένα διπλανό δωμάτιο και θα μπορούσαν να βλέπουν τη διαδικασία από μία κάμερα. Έτσι θα ήταν σίγουροι πως υπήρχε απόλυτη διαφάνεια στη διαδικασία. 

***

Δεν ήθελαν από την αρχή να δοκιμάσουμε αυτή τη μέθοδο, μα ήταν η τελευταία τους ελπίδα. Οι αϋπνίες που είχαν από μικρό παιδί είχαν χειροτερεύσει. Ήμουν δεκαπέντε χρονών και ήδη περνούσαν μέχρι και δύο εβδομάδες χωρίς να κοιμηθώ καθόλου. Όλοι πίστευαν στην αρχή πως είναι ψυχολογικό, αργότερα έψαξαν για παθολογικούς παράγοντες, μα τίποτα δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί έμενα άυπνος. Και φυσικά κανένας δεν μπορούσε να μου δίνει δυνατά ψυχοφάρμακα από αυτή την ηλικία σε καθημερινή βάση μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το πιο περίεργο από όλα ήταν πως δεν είχε επηρεάσει καθόλου τη συμπεριφορά μου. Σίγουρα έχετε ακούσει για εκείνο το περίφημο πείραμα στη Ρωσία με τους στρατιώτες που έμειναν άυπνοι και το πως κατέληξαν. Εγώ δεν είχα καμία παρενέργεια. Λες και απλά ο οργανισμός μου είχε επιλέξει να είναι άυπνος. 

Όταν μας πρότειναν αυτή τη μέθοδο, οι γονείς μου αρνήθηκαν. Είχαν ακούσει για τα παιδιά-υπνονόμους (στην αρχή είχα ακούσει υπονόμους και αναρωτιόμουν γιατί τα ονόμασαν έτσι) και η φήμη που τους ήθελε να βασανίζονται για να κάνουν όσα κάνουν, αρκούσε για να μείνουμε μακριά από αυτό. Όμως πριν δύο εβδομάδες έγινε κάτι που μας έπεισε πως έπρεπε πλέον να δοκιμάσουμε και αυτή τη μέθοδο σαν μία απέλπιδα προσπάθεια. 

Ήταν το όγδοο βράδυ χωρίς ύπνο. Διάβαζα ένα βιβλίο. Θεωρητικά θα μπορούσε να με ηρεμήσει. Μου άρεσε το διάβασμα επομένως αυτός ο έξτρα χρόνος της αϋπνίας ήταν ευλογία σε αυτό το κομμάτι. Μόνο που για πρώτη φορά έκανα κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Υπνοβατούσα ενώ ήμουν ξύπνιος. Το σώμα μου σηκώθηκε μόνο του και άρχισε να περπατάει ενώ εγώ ακόμα διάβαζα το βιβλίο που είχα στο χέρι μου. Ήταν σαν βρισκόμουν μέσα σε ένα ρομπότ που πήγαινε μόνο του. Άρχισα να φωνάζω τους γονείς μου. Ξύπνησαν και με πρόλαβαν τη στιγμή που το σώμα μου προσπαθούσε να ανοίξει την μπαλκονόπορτα. Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν  το σώμα μου είχε σκεφτεί να πέσει από το μπαλκόνι! Ο φόβος για το τι θα μπορούσα να κάνω (όχι εγώ αλλά το σώμα μου) μας έφερε σε αυτή την ύστατη λύση. 

Η εξήγηση που μας έδωσαν, στην επιστημονική της βάση, ήταν λογική. Κάποια ανωμαλία σε ένα κομμάτι του εγκεφάλου, έδινε λάθος εντολή και ο οργανισμός μου αρχικά νόμισε πως είχε χορτάσει ύπνο και κατ' επέκταση η τελευταία αυτή εξέλιξη είναι κάποια ακούσια κίνηση, επειδή κάποιος νευρώνας λειτουργεί λάθος. Η θεραπεία που προτείνουν είναι μια μικρή διόρθωση αυτού του νευρώνα. Αυτό που δεν μπορούν να εξηγήσουν είναι πως ένας άνθρωπος σαν τον Άρη μπορεί να εντοπίσει αυτή την αλλαγή και να τη διορθώσει. Είναι σαν να συνδέονται δύο υπολογιστές μεταξύ τους και ο ένας να διαμορφώνει τον άλλον. Το πώς μάλλον δεν το έχει απαντήσει ακόμα η νευροβιολογία. 

Η βελόνα τρύπησε το μπράτσο μου και ένιωσα ένα μικρό μούδιασμα. Σε λίγο έσβησαν και τα φώτα. Ο Άρης δίπλα μου, που ακόμα δεν είχε μιλήσει, έκλεισε το κινητό του και ξάπλωσε κλείνοντας τα μάτια του. Εγώ έμεινα με ανοιχτά τα μάτια μέσα στο σκοτάδι. Περίμενα να έρθει ο ύπνος. Θεωρητικά είχαν χρησιμοποιήσει ένα ισχυρό φάρμακο που θα δρούσε. Μου είχαν πει πως δύο με τρία λεπτά αργότερα θα κοιμόμουν αλλά πρέπει να είχε περάσει πάνω από ένα τέταρτο και ακόμα δεν είχα κλείσει τα μάτια μου. Αυτό μου είχε φέρει νευρικότητα. 

«Κλείσε τα μάτια σου και άνοιξε την πόρτα»

***

Άκουσα μια φωνή μες στο σκοτάδι. Ήταν ο Άρης. Δεν είχα ακούσει τη φωνή του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Ρώτησα ποια πόρτα, αλλά δεν πήρα απάντηση. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Λίγο πιο μετά άκουσα πράγματι ένα χτύπημα. Μετά από λίγο ακόμα ένα. Σε κάθε χτύπο ένα φως άναβε στο μυαλό μου. Φωτιζόταν το σκοτεινό δωμάτιο. Κάποια στιγμή είδα μια πόρτα να σχηματίζεται μπροστά μου. Κατάλαβα τι εννοούσε. Πήγα και του άνοιξα. Τον είδα να μπαίνει μέσα. Κοίταξε τριγύρω. Φαινόταν διαφορετικός. Πολύ πιο ενεργητικός από ότι συνήθως. Προφανώς εκεί μέσα ήταν η δράση. Αυτό που περίμενε. 

«Θα μείνεις δίπλα σε αυτή την πόρτα. Ό,τι και να ακούσεις, ό,τι και να δεις μη φύγεις από εδώ. Θα έρθω κάποια στιγμή και θα φύγω. Μόνο τότε θα κλείσεις την πόρτα και θα ανοίξεις τα μάτια σου. Εντάξει;»

Έκανα ένα νεύμα ότι κατάλαβα. 

«Τι έχω πραγματικά;»

«Υπάρχει ένας Άυπνος στον οργανισμό σου.»

«Ένας τι;»

«Ένας ξενιστής από άλλον κόσμο. Οι Άυπνοι είναι όντα που έχουν καταφέρει και ταξιδεύουν στα όνειρα μας. Από εκεί όταν βρουν χώρο μπαίνουν μέσα μας και σιγά σιγά αποκτούν τον έλεγχο μας, μέχρι που εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Η μόνη λύση είναι να έρθει κάποιος και να τους σκοτώσει. Αυτοί εκεί έξω δεν ξέρουν τίποτα. Και να το πεις δεν σε πιστεύουν. Όλα πρέπει να έχουν επιστημονική εξήγηση...»

«Εσύ πώς ξέρεις να το κάνεις αυτό;»

«Σε κάποιο όνειρο μου όταν ήμουν μικρός είχα περάσει στον κόσμο τους, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Μείνε εδώ και ό,τι και να γίνει, μην αφήσεις να κλείσει η πόρτα.»

Τον είδα να χάνεται στο σκοτάδι. Έμεινα εκεί και προσπαθούσα να αφουγκραστώ το οτιδήποτε. Είχαν έναν ξενιστή μες στο μυαλό μου. Αναρωτιόμουν πόσοι άνθρωποι είχαν κάτι παρόμοιο και πόσοι ήταν εκείνη που ο ξενιστής τους είχε κατακτήσει ολοκληρωτικά. Η σκέψη πως μυθικά όντα όπως οι βρικόλακες μπορεί να μην ήταν και τόσο μυθικά άρχισε να τριβελίζει τη σκέψη μου. Όλα διακόπηκαν από έναν ήχο.

Ένα μικρό γουργουρητό ακούστηκε. Μπορούσα να ακούσω κάτι εκεί κοντά μου. Έμοιαζε με ήχο από κάτι που γρύλιζε. Ένιωθα να απειλούμαι από το σκοτάδι. Έπρεπε όμως να μείνω εκεί όπως μου είχε πει. Άλλωστε ήταν μόνο η φαντασία μου και τίποτε άλλο. Είδα κίτρινα μάτια μες στο σκοτάδι να με κοιτάζουν. Τρία κίτρινα μάτια εμφανίστηκαν και πλησίαζαν.

«Άρη, πού είσαι;»

Καμία απάντηση. 

Το πλάσμα ακουγόταν να πλησιάζει συνεχώς. Προσπαθούσα να φωτίσω πάλι το δωμάτιο, όπως όταν ακούγονταν τα χτυπήματα αλλά δεν τα κατάφερα. Ήθελα να περάσω την πόρτα και να κλειδωθώ από την άλλη μεριά, αλλά προφανώς κάτι θα πήγαινε στραβά αν το έκανα αυτό. Έπρεπε να υπερασπιστώ την πόρτα. 

Φτερούγισμα ακούστηκε από την άλλη μεριά του σκοτεινού δωματίου. Έπεσα και καλύφθηκα. Σκέφτηκα πως ήταν νυχτερίδες, μα ο ήχος ήταν πιο δυνατός. Σαν τον ήχο που κάνουν τα περιστέρια όταν σηκώνονται όλα μαζί (και κοράκια;). Φαινόταν πως η φαντασία μου ήταν έτοιμη να μου επιτεθεί. Τα φώτα αναβόσβησαν και αυτό που είδα στιγμιαία δεν ήταν ούτε πουλιά ούτε κάποιο πλάσμα. Ήταν ένας άνθρωπος. Ή τουλάχιστον η σιλουέτα ενός ανθρώπου. Ήταν ο Άυπνος. Το φως συνέχισε να αναβοσβήνει.

Άκουσα τον Άρη να τρέχει. 

«Μην ανοίγεις τα μάτια θα με κλειδώσεις εδώ μέσα!»

«Δεν το κάνω εγώ! Συμβαίνει πάλι!»

Το σώμα μου άρχισε να τρέμει ολόκληρο. Μπορούσα να ακούσω το τρέμουλο μέσα στο μυαλό μου. Ο Άρης έφτασε δίπλα στην πόρτα. 

«Είναι ένας άνθρωπος εδώ μαζί μου.»

Του έδειξα το κενό. Πήγε προς τα εκείνο το σημείο. 

«Πρέπει να τον βρω αμέσως!»

Τα φώτα άναψαν και ένα ουρλιαχτό ακούστηκε. Άνοιξα τα μάτια μου. Το σώμα μου είχε ξυπνήσει, είχε σηκωθεί και περπατούσε χωρίς να το ελέγχω. Πήγε προς το σώμα του Άρη. Όχι!

Οι άνθρωποι της κλινικής έτρεξαν να μπουν μέσα. Δεν πρόλαβαν όμως. Είχα κόψει το καλώδιο. Έκλαιγα και φώναζα να με σταματήσουν. Το σώμα του Άρη φαινόταν νεκρό εκεί απέναντι. Προσπάθησα να επανακτήσω τον έλεγχο του εαυτού μου. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να βρεθώ πάλι σε εκείνο το δωμάτιο. Ουρλιαχτά ακούγονταν μες στο κεφάλι μου και λιποθύμησα. 

***

Ήμουν σε κώμα έξι μήνες. Ή τουλάχιστον έτσι μου είπαν. Μόλις ξύπνησα, όλοι είπαν πως είχε γίνει ένα μικρό θαύμα. Και λίγα έλεγαν. 

Έμεινα λίγο καιρό ακόμα στο νοσοκομείο. Φαινόταν πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε συμβεί με είχε κάνει καλά. Κοιμόμουν κανονικά στην ώρα μου και δεν είχα καμία κρίση. Αστειευόμουν πως δεν ήμουν σε κόμμα, απλά προσπαθούσα να αναπληρώσω τις ώρες ύπνου που είχα χάσει. 

Είχα χάσει ολόκληρη τη χρονιά στο σχολείο αλλά προφανώς αυτό δεν ήταν κάτι που με απασχολούσε. Το επόμενο διάστημα ήρθαν διάφοροι φίλοι και γνωστοί να με δουν. Μέχρι και κάποιοι καθηγητές. Είχε έρθει πια το καλοκαίρι, όταν πήρα εξιτήριο. Όλοι θεώρησαν πως είχε τελειώσει το θέμα. 

Όλο αυτό το διάστημα, κανείς δεν μου είχε πει τι είχε συμβεί στον Άρη. Μετά από επίμονες προσπάθειες, μια μέρα ήρθε ο πατέρας μου και μου είπε όσο πιο ψυχρά γινόταν πως εκείνη την ημέρα ο Άρης κόντεψε να πεθάνει εκείνη την ημέρα και το πρόγραμμα σταμάτησε. Έμεινε παράλυτος στο νοσοκομείο και οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες να επανέλθει. Η μητέρα μου λίγο αργότερα ήρθε να δικαιολογηθεί. Φοβόταν πως θα νιώσω υπεύθυνος για αυτό που του είχε συμβεί και για αυτό όλοι μου το έκρυβαν. 

Αργότερα με έβαλαν να δω το βίντεο από όλα όσα είχαν συμβεί. Φαινόταν ξεκάθαρα πως αφού έκοψα το καλώδιο ο Άρης έμεινε νεκρός εκεί, ενώ εγώ ούρλιαζα και προσπαθούσα να γδάρω τον εαυτό μου. Οι άντρες που μπήκαν στο δωμάτιο έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες να με κρατήσουν μέχρι που έπεσα κάτω. Μετά έπεσαν πάνω από τον Άρη για να προσπαθήσουν να τον σώσουν. Έτρεξαν έξω και έφεραν ένα άλλο καλώδιο. Είχε μπει και η γιατρός μέσα και προσπαθούσε να ενώσει το καινούριο καλώδιο στα δύο σώματά μας. Μετά από λίγο το έκανε. Είδα τον Άρη να σηκώνεται και λίγο αργότερα να πέφτει πάλι κάτω.

Ο καιρός περνούσε και όλα κυλούσαν φυσιολογικά. Είχα ζητήσει να πάω να δω τον Άρη αρκετές φορές, όμως δεν μου το είχαν επιτρέψει. Έφερνα ξανά και ξανά τις τελευταίες στιγμές μέσα στο μυαλό μου πριν σβήσουν όλα και προσπαθούσα να αποφασίσω αν η σειρά με την οποία θυμόμουν τα γεγονότα ήταν η σωστή.

Θυμόμουν σε όλο αυτό το παιχνίδι με το φως και το σκοτάδι τον Άυπνο να μας επιτίθεται. Όταν έφτασε μπροστά μου είδα πως δεν είχε πρόσωπο. Ούτε μάτια, ούτε στόμα, ούτε μύτη, ούτε τίποτα. Ένα κενό πρόσωπο που περίμενε να γίνει ίδιο με το δικό μου. Ο Άρης πάλεψε μαζί του. Η πόρτα είχε κλείσει τη στιγμή που ο ξενιστής πήρε τον έλεγχο του σώματός μου και έκοψε το καλώδιο. Τώρα όχι μόνο δεν μπορούσε να φύγει από εκεί, αλλά είχε κρατήσει και τον 'Αρη μαζί μας. Την ώρα που πάλευαν η πόρτα άνοιξε και πάλι στιγμιαία. Είδα τον Άυπνο να γρυλίζει και τον Άρη να τον αγκαλιάζει και να τον τραβάει προς την πόρτα. Τον άκουσα να φωνάζει ότι ήταν η τελευταία τους ευκαιρία. Και μετά σκοτάδι. 

Αυτό σήμαινε πως ο Άρης είχε καταφέρει να πάρει μαζί του τον Άυπνο, όμως γιατί δεν επανήλθε; Ίσως τα δευτερόλεπτα ή λεπτά που είχε μείνει μακριά από το σώμα του αρκούσαν για να πάθει βλάβη το σώμα του. Ήταν άλλωστε από την αρχή ξεκάθαρος. Η πόρτα δεν έπρεπε να κλείσει. 

Είχα αποφασίσει να πάω να δω τον Άρη και έτσι με κάποια ψέματα και υπεκφυγές κατάφερα να φτάσω στο νοσοκομείο και στον θάλαμό του. Ήταν τόσο καιρό εκεί, που κανένας δεν με σταμάτησε όταν  μπήκα στο δωμάτιο. Τα μάτια του κοιτούσαν το κενό. Έμεινα αμίλητος αρκετή ώρα προσπαθώντας να βρω τρόπο να του πω ότι τον ευχαριστώ. Λίγο πριν φύγω πήγα κοντά του και άγγιξα το χέρι του. Μου το έσφιξε με δύναμη και τα μάτια γύρισαν και με κοίταξαν. σαν ηλεκτρικό ρεύμα μια φωνή με διαπέρασε. 

«Έρχονται πάλι και είναι πολλοί. Μην τους ανοίξεις.»

Τα μάτια του γύρισαν πάλι στο κενό και το χέρι του χαλάρωσε. Είχα τρομοκρατηθεί. Αν ένας Άυπνος μπορούσε να κάνει αυτό που μου έκανε, τι θα γινόταν αν έρχονταν παραπάνω;

Ένα βράδυ που κοιμόμουν άκουσα και πάλι έναν ήχο από πόρτα να χτυπάει. Το σώμα μου τινάχτηκε βίαια. Προφανώς δεν είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί την τελευταία φορά που είχε συμβεί αυτό. Η πόρτα σχηματίστηκε ξεκάθαρα μέσα στο κεφάλι μου. Αρνήθηκα να την ανοίξω.

Αυτό συνέχισε να συμβαίνει όλο και πιο συχνά. Κάποιες φορές μπορούσα να ακούσω τον ήχο και την ώρα που ήμουν ξύπνιος. Άλλες φορές την ώρα του μαθήματος, άλλες όταν ήμουν με την παρέα μου ή ακόμα και όταν έβλεπα τηλεόραση. Ήταν ο Άυπνος και προσπαθούσε να μπει και εγώ φυσικά δεν θα του έκανα το χατήρι. Αναρωτιόμουν τι άλλο υπήρχε εκεί πίσω μαζί του. Ο Άρης είχε πει ότι έρχονται και είναι πολλοί. 

Το χτύπημα είχε αρχίσει να μοιάζει με εφιάλτη. Πλέον μπορούσες να διακρίνεις ρωγμές γύρω από την πόρτα. Ήταν προφανές πως αργά ή γρήγορα αυτή η πόρτα θα άνοιγε και πάλι. Μέσα μου ευχόμουν να μπορούσα να μάθω από τον Άρη τι μπορούσα να κάνω.

Μέσα σε λίγους μήνες η ζωή μου είχε γίνει πάλι εφιάλτης. Ήμουν συνεχώς θυμωμένος και κουρασμένος. Ένα ανελέητο σφυροκόπημα έκανε το κεφάλι μου να θέλει να σπάσει. Ήμουν απελπισμένος. Έφτιαξα ένα γράμμα στο οποίο εξηγούσα τι μου συνέβαινε και το είχα πάντα μαζί μου. Σκεφτόμουν πως πολύ εύκολα σε μια στιγμή τρέλας μπορεί να έψαχνα την λύτρωση στον θάνατο. 

Πήγα άλλη μια φορά στο νοσοκομείο. Ήθελα να αποχαιρετίσω τον Άρη. Μπήκα στο δωμάτιο, αλλά απέφυγα να τον ακουμπήσω. Το βλέμμα του κενό. Έκατσα σε μια καρέκλα δίπλα του. 

«Δεν αντέχω άλλο. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Όπου να 'ναι η πόρτα θα σπάσει και τότε δεν θα είμαι εγώ. Ξέρω πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μα μόνο μια λύση βλέπω. Θα πεθάνω Άρη. Για αυτό ήρθα εδώ. Ήθελα να σου πω αντίο»

Τη στιγμή εκείνη ένιωσα το κεφάλι μου να κόβεται στα δύο. Έπεσα στο πάτωμα. Ο ήχος ερχόταν από παντού. Πλέον δεν υπήρχε πόρτα. Οι τοίχοι διαλύθηκαν και ένα σωρό αλλόκοτα πλάσμα περνούσαν στο μυαλό μου. Δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχήμα, έμοιαζαν ρευστά, έτοιμα να πάρουν το σχήμα του ξενιστή τους. Μπορούσαν να ακούσω εκείνο το γρύλισμα και πάλι. Θα χανόμουν. Κάποιος από αυτούς θα αναλάμβανε την ύπαρξη μου. Στην απελπισία μου πιάστηκα από το κρεβάτι να σηκωθώ και ακούμπησα το χέρι του Άρη.

Λευκό χρώμα ξεχύθηκε στο μυαλό μου. Λες και κάποιος είχε ανοίξει το παράθυρο σε κάποιο σκοτεινό μέρος. Είδα τον Άρη να έρχεται και να πηγαίνει προς τα πλάσματα.

«Δεν ήρθα ακόμα η ώρα να περάσουν στον κόσμο μας.»

Όλα τα πλάσματα όρμησαν πάνω του. Εκείνος συνέχισε να περπατάει προς την πύλη.

«Ώρα να πάμε πίσω στον κόσμο σας»

Μπήκε στην πύλη μαζί τους. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος τράνταξε τα πάντα. Θα ήμουν σίγουρος πως ολα έγιναν μες στο μυαλό μου, αν δεν έβλεπα ανοίγοντας τα μάτια μου ότι το δωμάτιο ήταν άνω κάτω. Τα πάντα ήταν σπασμένα. Φαινόταν σαν να έχει περάσει ανεμοστρόβιλος. Οι νοσηλευτές έτρεξαν και μπήκαν στο δωμάτιο. Ήρθαν από πάνω μου, ενώ όλοι ρωτούσαν που ήταν ο ασθενής. Κοίταξα στο κρεβάτι και ο Άρης είχε εξαφανιστεί. 

Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει τι είχε συμβεί σε εκείνο το δωμάτιο. Κανείς δεν ήξερε πώς σώθηκε ο κόσμος μας για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου. Και κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε ο Άρης.

Δεν ξαναμίλησα ποτέ. Δεν έχω ξεκαθαρίσει κι εγώ ο ίδιος αν η φωνή μου έφυγε μαζί τους, ή απλά αρνούμαι να ανοίξω το στόμα μου για να μην χρειαστεί να μιλήσω ποτέ για όλα όσα έζησα. Μου ζήτησαν να γράψω τι είχε συμβεί. Μα πώς να γράψεις κάτι τέτοιο; Αρνήθηκα σε εκείνους, όμως εγώ ο ίδιος έπρεπε να τα γράψω.

Το μόνο που ξέρω γράφοντας αυτές τις γραμμές είναι πως ένας άλλος κόσμος μας χτυπάει την πόρτα. Ίσως ακόμα δεν ήρθε η ώρα να ακούσουμε το κάλεσμα, πόσο μάλλον να ανταποκριθούμε σε αυτό. Αν ποτέ αυτό το γραπτό φτάσει στα χέρια σας, σας εκλιπαρώ. 

ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΕΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ 





Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

h_4_horror

 Το h_4_horror είναι μια έμπνευση της στιγμής. Σκεπτόμενος τη δυναμική του Instagram, καθώς οι εικόνες έχουν κατακλείσει την καθημερινότητά μας και φαίνεται να κερδίζουν έδαφος σε σχέση με τις λέξεις, σκέφτηκα πώς θα μπορούσα να δώσω λίγη από τη φαντασία και τον τρόμο που τόσο αγαπώ σε αυτό το μέσο. Πάντα μου άρεσαν οι μικροϊστορίες κι εδώ έχω την ευκαρία να δω πως λίγες λέξεις μπορούν να έχουν τη δύναμη μιας ολόκληρης ιστορίας. Έτσι δημιουργήθηκε η σελίδα αυτή.

 Η σκέψη απλή. Μια εικόνα με δωρεάν δικαιώματα διάθεσης και λίγες λέξεις όπως τις έχω εμπνευστεί εκείνη τη στιγμή. Έτσι μέσα σε μια στιγμή ο αναγνώστης θα μπει σε μια ιστορία. Μπορεί να φανταστεί μόνος του το πριν και το μετά αυτής της ιστορίας. Είναι μια στιγμή από χιλιάδες στιγμές ενός κειμένου που δεν γράφτηκε. Είναι όμως μια ματιά σε έναν άλλον κόσμο, κάτι που όλοι χρειαζόμαστε. Μια διέξοδος. 

 Βασική επιδίωξη αυτό το στιγμιαίο ταξίδι και ποιος ξέρει; Ίσως κάποια στιγμή επιστρέψω σε ένα από αυτά τα καρέ και αποφασίσω να διηγηθώ ολόκληρη την ιστορία! Παρακάτω λίγα δείγματα από τη συλλογή!








Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Τοκ Τοκ - Μέρος Α' (Διήγημα)

«Δεν μπορείς να μείνεις εδώ απόψε;»
«Ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται γλυκιά μου. Πρέπει να πάω για δουλειά»
Ο πατέρας της, την χάιδεψε απαλά στο κεφάλι και την φίλησε στο μέτωπο. Έπειτα την σκέπασε και βγήκε από το δωμάτιο. 
Στην έξοδο τον περίμενε η γυναίκα του.
«Ξέρεις δεν στεναχωριέται μόνο η μικρή που φεύγεις τα βράδια». 
«Ξέρεις ότι δεν είναι επιλογή μου. Είναι η μόνη δουλειά που βρήκα και για να είμαι ειλικρινής είναι εύκολη και με καλά λεφτά».
Δούλευε σα νυχτοφύλακας σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε πόρτες ασφαλείας. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει είναι μία φορά την ώρα (εντάξει κάποιες φορές σε δύο ώρες!) να περνάει από όλους τους χώρους και να υπογράφει σε ένα χαρτί. Στο μυαλό του έμοιαζε με την περίπολο που έκαναν στο στρατό. Όλη την υπόλοιπη ώρα διάβαζε κάποιο βιβλίο ή χάζευε κάποια ταινία είτε στον υπολογιστή, είτε στο κινητό του. 
«Το ξέρω. Ελπίζω μόνο να βρούμε γρήγορα κάτι καλύτερο.» 
Τον φίλησε και εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Άκουσε την πόρτα να κλείνει από μέσα και να κλειδώνει. Περπάτησε μέχρι το αμάξι. Έβαλε μπροστά και κατευθύνθηκε προς τη δουλειά του. Πάτησε το ραδιόφωνο, αλλά δεν έβαλε μουσική. Έβαλε ένα cd και μια φωνή ξεκίνησε την αφήγηση. Το τελευταίο διάστημα είχε ανακαλύψει τα ακουστικά βιβλία. Είχε κουραστεί να ακούει μουσική κάθε βράδυ. Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως τα τραγούδια επαναλαμβάνονταν με μεγαλύτερη συχνότητα από όσο άντεχε. Είχε πει σε έναν φίλο του το πρόβλημα και εκείνος του έδωσε τη λύση. Τώρα διάβαζε ένα βιβλίο και τις υπόλοιπες ώρες άκουγε ένα. Ήταν απλά παραγωγικό. Και μάλιστα την ώρα που δούλευε.
Έφτασε στο εργοστάσιο. Η πύλη άνοιξε και ο συνάδελφός του, τον περίμενε ευτυχισμένος που είχε τελειώσει ήδη η βάρδια του. Έβγαλε τη ζώνη με τον φακό και τον ασύρματο και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του.
«Τι θα ακούσεις σήμερα;»
«Ακούω τα σταφύλια της οργής. Ήθελα να γνωρίσω και κανένα κλασσικό βιβλίο.»
«Εγώ μόνο όταν βγαίνουν σε ταινία θα μάθω το περιεχόμενο ενός βιβλίου!»
Ο συνάδελφος του ήταν καλός άνθρωπος. Δεν του άρεσε το διάβασμα, μόνο αθλητικές εφημερίδες τον είχε δει να διαβάζει, όμως ήταν ήσυχος και όταν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση, είχε πράγματα να πει.
Τον καληνύχτισε, χτύπησαν και οι δύο τις κάρτες τους και έτσι ξεκίνησε η νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο.
Όπως κάθε βράδυ ξεκίνησε με μια γρήγορη βόλτα στο εργοστάσιο. Ήθελε να βεβαιωθεί πριν ακόμα ο συνάδελφός του φτάσει σπίτι ότι όντως δεν υπήρχε κάποιο θέμα που μπορεί να του το φόρτωναν. Όλοι είναι καλοί μέχρι να κινδυνέψουν να χάσουν κάτι. Ήταν μια φράση που συνήθιζε να χτυπάει σαν ειδοποίηση στο κεφάλι του κάθε φορά που αναλάμβανε μια υποχρέωση. Ήξερε πολύ καλά πως κανείς δεν νοιαζόταν για τον ίδιο περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Πέρασε γρήγορα όλον τον όροφο με τα γραφεία και κατέβηκε στη γραμμή παραγωγής. Εκεί πέρασε ανάμεσα στους διαδρόμους με τις όρθιες πόρτες να κρέμονται αριστερά και δεξιά περιμένοντας υπομονετικά τους εργαζόμενους το πρωί να συνεχίσουν από εκεί που έμειναν. Όλα ήταν στη θέση τους. Και γιατί να μην ήταν; Ποιος θα έμπαινε στον κόπο να εισβάλλει σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει πόρτες ασφαλείας; Μόνο την περίπτωση απροσεξίας και ζημιάς φοβόταν, γιατί αυτό θα σήμαινε αυτομάτως και κράτηση της ζημιάς από τον μισθό του.
Όλα ήταν στη θέση τους. Πήγε στο δωμάτιο φύλαξης. Εκεί μπροστά του υπήρχε μια οθόνη με τις κάμερες ασφαλείας, δίπλα μια μικρή τηλεόραση και ένα ραδιόφωνο. Δεν υπήρχε φυσικά κρεβάτι, μα η καρέκλα ήταν αναπαυτική και έπεφτε πίσω, ιδανική για έναν γρήγορο ύπνο τις δύσκολες νύχτες. Πιο δίπλα ένα μικρό ψυγείο κι ένας πάγκος με όλα τα υλικά για καφέ. Εκεί ήταν και η πρώτη του στάση.
Με τον καφέ στο χέρι έκατσε για λίγο μπροστά στην τηλεόραση. Είχε μια παλιά αγαπημένη του σειρά σε επανάληψη και δεν έχασε την ευκαιρία. Με την άκρη του ματιού του είδε στην οθόνη παρακολούθησης μια μικρή λάμψη στη μονάδα παραγωγής.
Ε τι έγινε εκεί κάτω; 
Έστρεψε το βλέμα του στην οθόνη περιμένοντας να δει. Μία φορά στο παρελθόν είχε σπάσει μια λάμπα από τη θερμότητα και υπήρξε κίνδυνος πυρκαγιάς. Φόρεσε τη ζώνη με τον φακό και τον ασύρματο και κατέβηκε στη μονάδα.
Μόλις μπήκε μέσα ένα φως τρεμόπαιζε στη μία πλευρά. Αν είχε χαλάσει, θα έπρεπε να το αλλάξει. Είχαν μια ντουλάπα με αναλώσιμα είδη για τέτοιες περιπτώσεις. Πήγε κοντά. Δεν έφτανε να την πιάσει και να την κουνήσει λίγο. Έπιασε μια καρέκλα και ανέβηκε πάνω. Κούνησε λίγο τη λάμπα και εκείνη σταμάτησε να αναβοσβήνει. Ευτυχώς! 
Κατέβηκε και ξεκίνησε για το γραφείο.
Τοκ Τοκ!
Πάγωσε. Άκουσε μια πόρτα να χτυπάει. Για την ακρίβεια ένα χέρι να χτυπάει την πόρτα. Γύρισε τον φακό προς τον διάδρομο.
«Ποιος είναι εκεί; Έχει ήδη ειδοποιηθεί η αστυνομία!»
Δεν έλεγε ψέματα πως μπορούσε να την καλέσει με το πάτημα ενός κουμπιού. Όμως δεν το είχε κάνει. Όταν καλούσαν την αστυνομία χωρίς λόγο, συνήθως τους έβλεπαν με καχυποψία. Μα εδώ ήταν χτύπημα σε μια πόρτα! Σε ποια όμως;
«Ποιος είναι εκεί; Βγες έξω!»
Σιωπή. Τώρα η σειρά με τις πόρτες έμοιαζε ατελείωτη στα μάτια του. Ξεκίνησε αργά και σταθερά να περπατάει. Θα έπρεπε να τις ελέγξει όλες.
Πέρασε τις πρώτες πόρτες και δεν είδε τίποτα το περίεργο. Προχώρησε πιο κάτω.
Τοκ Τοκ!
Ένας δυνατός θόρυβος στην πόρτα δίπλα του τον έκανε να πεταχτεί. Αυτή τη φορά πάτησε το κουμπί.
«Ποιος είναι εκεί; Τι θέλετε;»
Ξαφνικά στην άλλη άκρη της αίθουσας ο ίδος χτύπος. Τοκ Τοκ!
Μα πώς;
Προσπαθούσε να υπολογίσει ποιος άνθρωπος θα κατάφερνε να φτάσει τόσο γρήγορα στην άλλη άκρη της αίθουσας.
Είναι δύο!
Είχε τρομοκρατηθεί, αλλά κράτησε την ψυχραιμία του. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να φανεί λιπόψυχος.
«Τι θέλετε;»
Σιωπή σε όλο το κτίριο. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη. Ήταν στη δόνηση. Ήταν από την εταιρία φύλαξης.
Σήκωσε το τηλέφωνο.
«Τι συμβαίνει εκεί;»
«Υπάρχουν άγνωστα άτομα στο κτίριο. Στη μονάδα παραγωγής. Τουλάχιστον δύο. Δεν έχω οπτική επαφή. Ναι;»
«Ε...νε..βε»
Η γραμμή έπεσε. Το τηλέφωνο του δεν είχε σήμα. Ήλπιζε ότι έχουν ακούσει τα βασικά. Συνέχισε να κοιτάζει γύρω του. Του φάνηκε πως είδε μια φιγούρα να κινείται στην άκρη του διαδρόμου.
«Εσύ εκεί! Σταμάτα!»
Έτρεξε προς τα εκεί. Ξαφνικά πίσω του ακούστηκαν οι πόρτες να ανοιγοκλείνουν. Γύρισε με τον φακό και είδε πράγματι τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν.
Δεν...Δεν είναι δυνατόν! Τι συμβαίνει;
Αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν να μείνει άλλο εκεί μέσα. Έτρεξε προς την πόρτα. Ο ήρωας είχε πολλά πλεονεκτήματα, μα ένα μεγάλο μειονέκτημα. Συνήθως ήταν νεκρός. Επομένως ας τον έλεγαν δειλό. Μόλις έφτασε στην πόρτα ανακάλυψε πως ήταν κελιδωμένη.
Με κλείδωσαν εδώ και ληστεύουν το κτίριο. Τουλάχιστον δεν φαίνεται να θέλουν να με πειράξουν.
Αυτή η σκέψη τον έκανε να ηρεμήσει. Τον παγίδευσαν για να τον βγάλουν από τη μέση. Τώρα απλά θα έπρεπε να περιμένει.
Οι πόρτες πίσω του συνέχισαν να ανοιγοκλείνουν. Αυτό όμως, πώς το κάνουν;
Είδε μια πόρτα στο βάθος που δεν ήταν ανοικτή, όμως με κάποιον τρόπο προσπαθούσε να ανοίξει. Την πλησίασε για να δει πως γίνεται αυτό. Κοίταξε από πίσω. Δεν υπήρχε κανείς. Το ίδιο και από μπροστά. Ήταν μια πόρτα ασφαλείας με την κάσα της και δεν υπήρχε κανείς σε καμία από τις πλευρές της. Κι όμως κάποιος προσπαθούσε να την ανοίξει. Τοκ Τοκ Τοκ ΤΟΚ ΤΟΚ!
Η πόρτα χτύπησε με τόση δύναμη που τον έκανε να οπισθοχωρήσει.
Τι γίνεται επιτέλους;
Έπιασε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα. Ήθελε να δει με τα μάτια του τι έκανε την πόρτα να χτυπάει έτσι. Φως πλημμύρισε όλον τον χώρο. Ένα έντονο μπλε φως. Έβαλε το χέρι του μέσα. Δεν βγήκε από την άλλη μεριά. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό!
Ξαφνικά κάποιος, ή κάτι τον έσπρωξε από πίσω. Δεν είχε το μυαλό του πίσω του και δεν έφερε καμία αντίσταση. Μπήκε ολόκληρος μέσα στο μπλε φως. Ούρλιαζε, μα πλέον δεν ακουγόταν στον χώρο της μονάδας παραγωγής. Η πόρτα έκλεισε. Χτύπησε κάποιες φορές ακόμα, όμως δεν υπήρχε κανείς εκεί να την ανοίξει.
Έξω από το εργοστάσιο, σειρήνες περιπολικού αντηχούσαν στον αέρα. Όταν οι αστυνομικοί άνοιξαν την πόρτα με τα όπλα παρατεταμένα, απόλυτη ησυχία υπήρχε σε όλον τον χώρο.

Απόσπασμα από την εφημερίδα New Spot 6/1/2018

Μυστήριο καλύπτει την εξαφάνιση ενός νυχτοφύλακα ιδιωτικής εταιρίας σεκιούριτι, μία ώρα περίπου αφότου ξεκίνησε η βάρδια του στο εργοστάσιο κατασκευής πορτών ασφαλείας στο οποίο εργαζόταν. Η αστυνομία αναφέρει πως υπήρξε κλήση από τον ίδιο λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στην οποία ανέφερε εισβολή στο εργοστάσιο. Λίγο αργότερα σε επικοινωνία που είχε η εταιρία μαζί του, στο κινητό του τηλέφωνο, δεν κατέστη δυνατό να μιλήσουν. Από τις κάμερες του εργοστασίου φαίνεται ο άντρας να κατεβαίνει στην γραμμή παραγωγής και εδώ ξεκινάει το μυστήριο. Οι κάμερες σταμάτησαν να γράφουν μετά από λίγο, χωρίς να μπορεί κανείς να βρει στοιχεία για το πού μπορεί να έχει πάει ή τι του έχει συμβεί.
Ο αγνοούμενος είναι παντρεμένος και έχει μια κόρη. Από την επικοικωνία που είχαμε μαζί τους, η σύζυγός του επιμένει πως κάτι κακό του έχει συμβεί.
«Νιώθω πως έχει χαθεί. Η κόρη μου ξύπνησε ουρλιάζοντας περίπου την ίδια ώρα που εκείνος χάθηκε. Πήγα τρέχοντας στο δωμάτιό της και μου είπε κλαίγοντας πως κάτι κακό είχε πάθει ο μπαμπάς. Της εξήγησα πως είδε εφιάλτη, μα επέμενε πως τον άκουσε να φωνάζει πίσω από την κλειστή ντουλάπα. Δεν ξέρω αν ήταν η φαντασία μου ή όχι, άκουσα κι εγώ στο δωμάτιο να χτυπάνε τα φύλλα της ντουλάπας.» Ίσως ήμουν επηρεασμένη. Άνοιξα και δεν βρήκα κάτι. Την ίδια ώρα με κάλεσαν από την αστυνομία...»
Πολλές εικασίες για το τι έχει συμβεί. Ένας εργάτης που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του ισχυρίζεται πως το εργοστάσιο είναι στοιχειωμένο και ο αγνοούμενος έπεσε θύμα του.
«Δεν θέλω να πω πολλά, μα το παρελθόν του εργοστασίου είναι γεμάτο με περίεργα γεγονότα....»
Η έρευνα για τον αγνοούμενο συνεχίζεται, ενώ από την πλευρά μας γίνεται περαιτέρω έρευνα, ώστε να εξακριβωθούν τα λέγομενα της ανώνυμης πηγής. Περισσότερα σε επόμενο άρθρο.

Σοφία Λαέρτη


Για να διαβάσετε το δεύτερο μέρος πατήστε εδώ.      

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Λάθος νύχτα, λάθος άνθρωπος (διήγημα)

Eχετε ένα νέο μήνυμα.
Η Κλαίρη δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει. Μόλις το είχε βάλει στο αθόρυβο. Η ώρα ήταν μόλις έντεκα, μα η κούραση της ήταν τέτοια που δεν άντεχε να κάτσει παραπάνω. Είχε παρέλθει η εποχή που τέτοια ώρα τα πάρτυ ξεκινούσαν. Μια εποχή κοντινή, μα ταυτόχρονα τόσο μακρινή. Μόλις τρία χρόνια μετά τα πρώτα άντα και ήδη φαινόταν σαν να έχει περάσει μια εικοσαετία από εκείνη την εποχή που μπορούσε με δύο ώρες ύπνο να πάει για δουλειά. Το βιολογικό της ρολόι είχε απαρνηθεί την Κλαίρη που πάρταρε όποια κι αν ήταν η μέρα. Δευτέρα με Κυριακή και πάλι από την αρχή. 
Η συγκάτοικός της και φίλη της τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ήταν έξω. Αντίθετο με την ίδια, η Ειρήνη δεν ξενυχτούσε συνέχεια. Ξενυχτούσε σταθερά δύο φορές την εβδομάδα. Παρασκευή και Σάββατο. Ίσως αυτό να της δίνει τη σωστή δύναμη να συνεχίζει! σκεφτόταν κάθε φορά που εκείνη έφευγε μαζί με μια τρίτη φίλη τους από το σπίτι. Παρασκευή σήμερα και μόλις έκλεισαν την πόρτα η Κλαίρη έβαλε τις πυτζάμες της και κάθισε στο δωμάτιο της. Έβαλε μια σειρά στην τηλεόραση και με το ζόρι κρατήθηκε να περάσουν τα σαρανταπέντε λεπτά του επεισοδίου. Έβαλε το κινητό στο αθόρυβο πριν ακόμα κλείσουν τα μάτια της και εκείνη την ώρα ήρθε το μήνυμα. Θα ήταν είτε από τη συγκάτοικό της, είτε από κάποιον φίλο που την θυμήθηκε και θα περίμενε να τη βρει σε κάποιο από τα μαγαζιά που σύχναζαν. Όμως δεν θα καθόταν ούτε να κοιτάξει το κινητό της. Έκλεισε τα μάτια της και μέσα σε λίγα λεπτά κοιμήθηκε. 
***
Την ξύπνησε ο ήχος της πόρτας που έκλεινε. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο της και είδες ότι ήταν λίγο μετά τη μία. Άκουσε βήματα από δύο άτομα και συμπέρανε πως και η φίλη τους είχε έρθει για να κοιμηθεί μαζί τους. Ήταν σίγουρη πως η Ειρήνη δεν θα γυρνούσε με κάποιο αγόρι σπίτι, ποτέ δεν το είχε κάνει αυτό, αντίθετα με εκείνη. Εντάξει τη μία φορά ήταν μεθυσμένη, όμως την άλλη το έκανε από εκδίκηση προς τον πρώην της που την κεράτωσε - ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ότι τον εκδικείται - και μετά την εγκατέλειψε λέγοντάς της πως είναι ερωτευμένος με την άλλη κοπέλα. 
Ήλπιζε να μην κάνουν φασαρία, αν και ήξερε πως ποτέ δεν έκαναν. Είχαν γυρίσει νωρίτερα από ότι συνήθως, μα είχε ξανασυμβεί. Έκλεισε τα μάτια της για να ξανακοιμηθεί. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε. Ήταν έτοιμη να της πει να κλείσει την πόρτα, ότι κοιμόταν, ότι αν είχε στείλει μήνυμα δεν το έχει δει, μα όταν άνοιξε τα μάτια της, είδε μπροστά της έναν άνθρωπο ντυμένο στα μαύρα και με κουκούλα στο κεφάλι. Θεέ μου! Διαρρήκτης!
Έκλεισε αμέσως τα μάτια της και προσπάθησε να φέρεται σαν να κοιμάται. Ήταν σίγουρη πως ο άγνωστος δεν την είχε δει να ανοίγει τα μάτια μέσα στο σκοτάδι. Ο ίδιος φαινόταν από το φως που υπήρχε στο διάδρομο, μα σίγουρα δεν μπορούσε να δει τα μάτια της ανοιχτά μέσα στο σκοτάδι. Είχε ακούσει πως σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να κάνεις πως κοιμάσαι και αυτό θα έκανε χωρίς καν να το σκεφτεί, όμως πώς μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της από το να ουρλιάξει; Από το να τρέξουν δάκρυα από τα μάτια της. Έμεινε εκεί ακίνητη με κλειστά τα μάτια και από μέσα της προσευχόταν. Κι άλλα βήματα ακούστηκαν και δύο άτομα ήταν μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Ο ένας πλησίασε στο κρεβάτι, ενώ ο άλλος πήγε στη βάση του κρεβατιού προς το έπιπλο της τηλεόρασης.
Ο άντρας από πάνω της πλησίασε αρκετά κοντά. Της είχε κοπεί η ανάσα. Μα έπρεπε να συνεχίσει να κάνει πως κοιμάται. Ένιωθε την ανάσα του κοντά της. Γύρισε απαλά προς τα πλάγια, μια κίνηση που θα έκανε και στον ύπνο της. Εκείνος φάνηκε να υποχωρεί. Ο άλλος διαρρήκτης έψαχνε τα συρτάρια ένα ένα. Φάνηκε να κάνουν νοήματα ο ένας στον άλλον. Ο άντρας που ήταν από πάνω της απομακρύνθηκε. Αυτό πρέπει να ήταν καλό. Πρέπει να ήταν εκεί μόνο για να πάρουν πράγματα. Συνέχισε να κάνει ότι κοιμάται και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Οι δύο μαυροφορεμένοι συνέχισαν να ψάχνουν τα πάντα. Στον διάδρομο άκουσε βήματα από ένα ακόμα άτομο. Θέε μου είναι τρεις; Δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της τόσο ανήμπορη.
Οι δύο που ήταν στο δωμάτιο πήγαν προς την πόρτα. Ήταν έτοιμοι να βγουν έξω. Ήταν έτοιμοι να αφήσει μια μεγάλη ανάσα, όταν το κινητό της άρχισε να χτυπάει. Εκεί δίπλα της στο κομοδίνο, το φως της οθόνης άναψε και η δόνηση ακουγόταν σε όλο το σπίτι. Δεν πίστευε την τύχη της. Οι άντρες μπήκαν πάλι στο δωμάτιο και πήγαν προς το κομοδίνο δίπλα της. Ο ένας έπιασε το κινητό, πάτησε το πλαινό κουμπί, η οθόνη έσβησε και η δόνηση σταμάτησε.
Έσκυψε από πάνω της. Πλησίασε τόσο που η Κλαίρη μπορούσε να μυρίσει την ανάσα του. Την πλησίασε και άλλο. Έφτασε τα χείλη του πάνω από το αυτί της. Της ψιθίρισε: «Μην νομίζεις πως δεν ξέρουμε ότι είσαι ξύπνια». Κόντεψε να χάσει τις αισθήσεις της. Εκείνος σηκώθηκε προς τα επάνω και γέλασε δυνατά. Ο άλλος άντρας πλησίασε και έβαλε το χέρι του πάνω της. Δεν είχε ανοίξει τα μάτια της, μα έκλαιγε με λυγμούς. Το τηλέφωνό της ξαναχτύπησε στην τσέπη του άλλου άντρα που και πάλι το απενεργοποίησε. Ο άντρας που την άγγιζε γέλασε. «Συνέχισε να κάνεις πως κοιμάσαι δεν έχω πρόβλημα.»
Ο τρίτος άντρας μπήκε στο δωμάτιο. «Τι κάνετε; Αφήστε την ήσυχη. Μπήκαμε να κλέψουμε μόνο!»
«Πάρε τον από εδώ και άσε μας μόνους μας».
«Δεν έχω να πάω πουθενά! Θα την αφήσεις ήσυχη!»
Η Κλαίρη έκλαιγε δυνατά πλέον. Ακόμα δεν είχε ανοίξει τα μάτια της, ούτε έλεγε κάτι. Οι δύο άντρες άρχισαν να τσακώνονται και ο άντρας που ήθελε την Κλαίρη, τους έσπρωξε έξω και έκλεισε την πόρτα. «Κλάψε όσο θες, δεν με ενοχλεί καθόλου που φοβάσαι.» Έπεσε πάνω της.
«Δεν κλαίω για εμένα...Για αυτό που με αναγκάζεις να κάνω, κλαίω...»
Άνοιξε τα μάτια της και ο διαρρήκτης έκπληκτος υποχώρησε. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και σπινθιροβολούσαν μες στο σκοτάδι.
«Τι...Τι είναι αυτό; Τι είσαι;»
«Προσπάθησα να σας δώσω μια ευκαιρία...Πάντα δίνω μια ευκαιρία...Δεν το θέλω... Συμβαίνει...» Άνοιξε το στόμα της διάπλατα και του επιτέθηκε. Μόλις τελείωσε μαζί του άνοιξε την πόρτα. Δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει τον εαυτό της.
***
Αργά το πρωί, η Κλαίρη ξύπνησε. Πήγε προς το σαλόνι. Η Ειρήνη ήταν εκεί μαζί με τη φίλη της. Έκατσε μαζί τους για καφέ. Νυσταγμένες και οι τρεις αποφάσισαν να περάσουν ήρεμα το πρωινό στο σαλόνι με μουσική, κουβέντα και καφέ. 
«Σε έπαιρνα το βράδυ αν ήθελες να σου φέρουμε τίποτα να φας. Συγνώμη αν σε ξυπνήσαμε.»
«Δεν το άκουσα καθόλου, μην ανησυχείς. Άλλωστε είχα φάει καλά, δεν χρειαζόμουν κάτι.»
Σειρήνες ακούστηκαν από έξω που όλο πλήθαιναν. 
«Τι μπορεί να συμβαίνει;», αναρωτήθηκε η Ειρήνη.
«Αν είναι κάτι σοβαρό φαντάζομαι ότι αργά ή γρήγορα θα το μάθουμε», είπε ήρεμη η Κλαίρη. Συνέχισε να πίνει τον καφέ της. Κοίταξε την ημέρα έξω. Ήταν μια όμορφη μέρα, μετά από μια δύσκολη νύχτα. Ένιωθε άσχημα, αλλά ταυτόχρονα όμορφα. Είχε ξεχάσει την αίσθηση, αλλά όσο και να το κρατούσε μέσα της, ήξερε πως ήταν ένα κομμάτι του εαυτού της, ίσως το πιο άγριο, το πιο αληθινό. Ο πυρήνας αυτού που πραγματικά ήταν.
Ήταν πραγματικά άτυχοι, αυτό είναι όλο.
Συνέχισε να πίνει τον καφέ της.
***

Απόσπασμα από την ηλεκτρονική έκδοση του New Spot

Μακάβριο εύρημα σε κάδο από ρακοσυλλέκτες. Τα πτώματα τριών άγνωστων μέχρι στιγμής αντρών βρέθηκαν σε άσχημη κατάσταση. Οι αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν πως φαινόταν σαν να τους έχει επιτεθεί κάποιο τέρας καθώς τα σώματα τους ήταν γεμάτα δαγκωνιές και νυχιές. Οι ιατροδικαστές δεν μπορούν να προσδιορίσουν από τα σημάδια τι ακριβώς ήταν αυτό που προκάλεσε τις συγκεκριμένες πληγές. Μεγάλη εντύπωση προκαλεί επίσης το γεγονός πως και τα τρία πτώματα ήταν ακέφαλα και αφαιμαγμένα, αφήνοντας έτσι στις αρχές την υποψία πως οι άτυχοι άντρες έπεσαν θύματα κάποια μυστικιστικής τελετής. Ήδη στο διαδίκτυο έχουν αρχίσει να διαδίδονται φήμες πως όλη ιστορία θυμίζει τα γνωστά από τους θρύλους βαμπίρ, χωρίς φυσικά να υπάρχει κάποια επίσημη θέση για αυτό. Για οτιδήποτε νεότερο, θα υπάρξει ενημέρωση.

Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος



Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Mystery Box (Διήγημα)

Το πιο εύκολο πράγμα στο διαδίκτυο είναι να αγοράσεις βλακείες. Πράγματα αχρείαστα, πράγματα που αν σου έδιναν τη δυνατότητα να σκεφτείς έστω και για ένα λεπτό αν πρέπει ή όχι να τα αγοράσεις, θα είχες αρνηθεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως όταν κάθεσαι μπροστά στην οθόνη σου (κι έχεις λεφτά στη χρεωστική σου κάρτα) πολλές φορές αγοράζεις πράγματα που εκείνη τη στιγμή θεωρείς ευκαιρία και μέχρι να φτάσουν τελικά στο κατώφλι της πόρτας σου, έχεις σκεφτεί ότι δεν χρειαζόταν να το πάρεις. Όμως το εμπόριο στο διαδίκτυο έχει προβλέψει και κάτι ακόμα σημαντικό στον σύγχρονο καταναλωτή. Εξαιτίας της τιμής πολύ σπάνια κάποιος θα μπει στην διαδικασία να ακυρώσει την παραγγελία του. Ακόμα και αν το μετανιώσει, θα πει Δεν πειράζει, σιγά τα λεφτά για να το ακυρώσω. Έτσι την πάτησα και εγώ.
Ένα βράδυ από εκείνα τα ατέλειωτα μπροστά στην οθόνη και γράφοντας το τελευταίο μου άρθρο για το New Spot, την εφημερίδα που δουλεύω, αποφάσισα να χαλαρώσω ακούγοντας λίγη μουσική και διαβάζοντας σε διάφορα fora θέματα έτσι για να περάσει η ώρα (ή…να αλιεύσω και κάποιο θέμα για επόμενο άρθρο). Το ψάξιμο με έφερε μπροστά σε ένα θέμα που μου προξένησε ενδιαφέρον. Στις ιστοσελίδες πωλήσεων, όπως το ebay και το amazon οι άνθρωποι πουλάνε mystery boxes, δηλαδή κουτιά που δεν ξέρεις τι περιέχουν. Μου φάνηκε τρομερά χαζό (δεν θέλω να πω τη λέξη που χρησιμοποίησα!) και αναρωτιόμουν γιατί κάποιος πέντε, δέκα ή πολύ περισσότερα δολάρια για να πάρει κάτι που μπορεί να μην περιέχει τίποτα! Διάβασα ιστορίες που μιλούσαν για κουτιά που περιείχαν σκέτο αέρα ή κάτι που άξιζε λιγότερο από ένα δολάριο.
Προφανώς είχε δημιουργηθεί ολόκληρη επιχείρηση πίσω από το γεγονός πως οι άνθρωποι θα αγόραζαν τα πάντα, μα αυτό που θαύμασα περισσότερο απ’ όλα (και μου φάνηκε το πιο..έντιμο από όσα είδα) είναι πως υπήρχαν τέτοια κουτιά που οι ιδιοκτήτες τους υποστήριζαν πως περιείχαν αντικείμενα στοιχειωμένα! Ναι, όπως το διαβάσατε! Υπάρχουν  άνθρωποι που αγοράζουν κουτιά που έχουν μέσα στοιχειωμένες κούκλες, εργαλεία βουντού, παλιές φωτογραφίες και πολλά ακόμα περίεργα αντικείμενα! Να αυτό ήταν ένα κουτί μυστηρίου.
Μπήκαν λοιπόν στον πειρασμό να ψάξω τι λένε για αυτά τα κουτιά. Είδα και βίντεο που διάφοροι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο άνοιγαν τέτοια κουτιά όταν τα λάμβαναν και έκανα και διάφορα τεστ για να δουν αν είναι όντως στοιχειωμένα! Μάλλον αυτό είναι ένα θέμα που θα ενδιέφερε τη συνάδελφό μου Σοφία, που ασχολείται με αυτό το κομμάτι στην εφημερίδα. Μάλιστα της έστειλα και ένα email να τα τσεκάρει.
Πάνω σε όλη αυτή την έξαρση έκανα κι εγώ το λάθος που ανέφερα στην αρχή. Παρήγγειλα ένα από τα μυστηριώδη κουτιά που υπήρχαν στο διαδίκτυο. Ο τίτλος του μιλούσε για ένα καταραμένο κουτί που καλό θα ήταν ο καινούριος του ιδιοκτήτης να κρατήσει κλειδωμένο και να μην το ανοίξει ποτέ. Η ιδέα και μόνο πως θα αγόραζα κάτι με την υποχρέωση να μην το ανοίξω ποτέ, μου επιβεβαίωσε πως ο συγκεκριμένος πωλητής ήταν διάνοια! Το πιθανότερο; Μέσα στο κουτί δεν θα υπήρχε απολύτως τίποτα, ίσως ήταν ένα απλό κουτί παπουτσιών και όμως αν δεν το άνοιξε ο επόμενος ιδιοκτήτης, όλη την υπόλοιπη ζωή του θα την περνούσε με το να πιστεύει πως έχει ένα καταραμένο κουτί στην κατοχή του.
Την άλλη μέρα ξύπνησα, ήπια τον καφέ μου, διάβασα το άρθρο μου που είχε δημοσιευτεί και καθώς τσέκαρα τα μηνύματά μου, είδα και την επιβεβαίωση της παραγγελίας μου. Δεκαπέντε ολόκληρα δολάρια με δωρεάν μεταφορικά, περίπου δώδεκα ευρώ έκαναν φτερά για να πάρω ένα κουτί που δεν επιτρεπόταν να ανοίξω. Προφανώς και ένιωθα ηλίθιος. Είχε περάσει η επιρροή όλων όσων είχα διαβάσει και όμως. Η ψυχολογία ήταν με το μέρος του πωλητή. Δεν είχα όρεξη να κάνω ακύρωση της παραγγελίας. Έφυγα για τα γραφεία της εφημερίδας και δεν το ξανασκέφτηκα όλη μέρα. Σχεδόν. Μόνο κάποια στιγμή το θυμήθηκα, όταν η Σοφία πέρασε από το γραφείο μου και με ευχαρίστησε για το e-mail μου.
-          Δεν πιστεύω να αγόρασες τίποτα και να μου φορτώσεις καμία περιπέτεια;
Γέλασα και το αρνήθηκα, ενώ στο μυαλό μου ερχόταν το μήνυμα με την επιβεβαίωση παραγγελίας. Η Σοφία πίστευε σε όλα αυτά και ήταν άνθρωπος που εμπιστευόμουν. Είχε μπλέξει στην αρχή της καριέρας της με κάτι πραγματικά αλλόκοτο και το όνομά της είχε γίνει συνώνυμο με τα παραφυσικά φαινόμενα. Χάρη σε εκείνη, μια σοβαρή εφημερίδα σαν το New Spot είχε στήλη για τέτοια πράγματα και κανείς δεν θεωρούσε πλέον αυτά τα θέματα κίτρινο τύπο.
Οι μέρες πέρασαν και όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου και ένας κούριερ μου είπε ότι η παραγγελία μου είχε φτάσει. Είχα δώσει τη διεύθυνση της δουλειάς μου. Παρέλαβα το πακέτο και φυσικά δεν το άνοιξα. Όταν έφτασε το απόγευμα, το πήρα μαζί στο σπίτι. Εκεί το έβαλα σε μία γωνία και για πρώτη φορά αναρωτήθηκα αν ήταν σωστό όλο αυτό. Στο κάτω κάτω υπήρχαν αποδείξεις πως παραφυσικά φαινόμενα συμβαίνουν. Όταν έκανα αυτή τη σκέψη, ανατρίχιασα. Να λοιπόν πως η λογική έκανε πίσω μπροστά στον φόβο του αγνώστου. Το άφησα εκεί κλειστό.
Συνέχισα το απόγευμά μου και έλαβα ένα ακόμα μήνυμα από τον πωλητή.
Ελπίζω να παραλάβατε το πακέτο και να μην το ανοίξατε. Αν δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, τότε καλή επιτυχία. Το πακέτο αυτό, το είχα αγοράσει κι εγώ προσωπικά και δεν το άνοιξα ποτέ. Ακόμα και έτσι περίεργα πράγματα είχαν συμβεί. Σε εμένα είχε φτάσει με ένα χαρτί που περιέγραφε την ιστορία του, μα το είχα πετάξει αμέσως μόλις το διάβασα. Πίστευα πως έτσι θα ξορκίσω το κακό.
Η ιστορία αφορά μια οικογένεια με δύο μικρά αγόρια. Το μικρότερο αγόρι έπαιζε συνέχεια με το συγκεκριμένο κουτί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν σίγουρος πως κάτι κακό συνέβαινε με το κουτί, μέχρι που ο αδερφός του εξαφανίστηκε. Κανείς δεν τον είδε από τότε. Δεν ήξερα αν μπορώ να πιστέψω την ιστορία, καθώς χιλιάδες παιδιά χάνονται κάθε χρόνο για χίλιους δύο λόγους, μα κανένα με μαγικό τρόπο.
Σε αυτό το σημείο χαμογέλασα. Η Σοφία θα διαφωνούσε! Συνέχισα την ανάγνωση.
Δεν το πούλησα για να κοροϊδέψω κάποιον, μα η αγορά του προϊόντος και όχι το να το χαρίσεις σε κάποιον σημαίνει ότι το κουτί αλλάζει κάτοχο και φεύγει από πάνω σου η κατάρα. Συγνώμη για αυτό, μα δεν αισθάνομαι τύψεις. Έγραφα ξεκάθαρα στην αγγελία πως το κουτί είναι καταραμένο. Καλή τύχη.
Το μυαλό μου και η λογική μου, φώναζαν για τεράστιο κόλπο μάρκετινγκ που θα σε έκανε να κρατήσεις για πάντα κλειστό το άδειο κουτί παπουτσιών (δεν ξέρω γιατί έχω στο μυαλό μου ότι είναι παπουτσιών, έτσι μάλλον το είχα σχηματίσει αρχικά στη φαντασία μου). Σκεφτόμουν επίσης πόσοι είχαν περάσει σε αυτή την αλυσίδα του καταραμένου κουτιού, μέχρι να φτάσει στα χέρια μου. Το πήρα, το έβαλα σε ένα ντουλάπι στη βιβλιοθήκη και αποφάσισα να μην ασχοληθώ και πάλι.
Το ίδιο κιόλας βράδυ άρχισαν τα προβλήματα. Στην αρχή είχε πρόβλημα το σήμα της τηλεόρασης και το διαδίκτυο. Θεώρησα πως είναι προφανώς κάποια δυσλειτουργία γενικότερης φύσεως. Όλοι μας έχουμε ζήσει στιγμές που κολλάει το ίντερνετ ή δεν πιάνουν τα κανάλια. Το αγνόησα ακόμα και όταν τρεμόπαιξαν τα φώτα στο σαλόνι. Θεώρησα πως ήταν κάποιο πρόβλημα τάσης, για αυτό και τα υπόλοιπα προβλήματα.
Έπεσα για ύπνο και προσευχήθηκα μετά από πολύ καιρό. Ομολογώ πως ήμουν επηρεασμένος και όσο τυχαία και να ήθελα να πιστέψω πως ήταν τα σημάδια ένιωθα ένα άγχος για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν ήταν πραγματικά καταραμένο. Αποκοιμήθηκα και όταν ξύπνησα το πρωί ένιωθα κεφάτος και ανανεωμένος. Είχα έναν βαθύ ύπνο και ομολογώ πως θα είχα ξεχάσει τελείως το κουτί, αν αυτό μπορούσε να περιμένει για λίγες ώρες! Όταν σηκώθηκα και πήγα στην τουαλέτα, παρατήρησα πως τα πόδια μου ήταν βρόμικα. Σαν…να είχα βγει στον κήπο το βράδυ και να περπατούσα. Αυτό με έκανε να ανατριχιάσω.
Βγήκα αμέσως στον κήπο για να δω αν υπήρχε κάτι. Είδα τα σημάδια από τα πόδια μου με τη λάσπη και τα ακολούθησα. Είχα φτάσει μέχρι την άκρη του κήπου, εκεί που κρατούσα τα εργαλεία. Μα τι έψαχνα; Αναρωτήθηκα και κοίταξα τα εργαλεία. Δεν βρήκα κάτι να λείπει . Και επέστρεψα στο σπίτι. Το κουτί έπρεπε να φύγει. Θα το κανόνιζα το ίδιο βράδυ.
Πήγα στη δουλειά και δεν ανέφερα τίποτε σε κανέναν. Ήμουν φοβισμένος μα ο εγωϊσμός μου για κάποιον λόγο ήταν μεγαλύτερος από την ελπίδα μου να σωθώ. Ολόκληρη την ημέρα δούλευα κυριολεκτικά στο αυτόματο πιλότο. Μιλούσα και απαντούσα μηχανικά, ξέχασα να φάω και κρατούσα μπροστά στα χείλη μου τον καφέ ολόκληρα λεπτά πριν τελικά πιώ μια γουλιά. Σκεφτόμουν πως έπρεπε να πάω σπίτι και να το πετάξω. Μα τόσες ταινίες τρόμου και τόσα βιβλία είχα διαβάσει. Σε όλα η κατάρα δεν έφευγε τόσο απλά. Θα το ανέβαζα για πώληση. Θα πήγαινε στον επόμενο, θα έκανα και αντιγραφή – επικόλληση το μήνυμα του προηγούμενου ιδιοκτήτη και θα το έστελνα στον καινούριο και τέλος!
Όταν μπήκα σπίτι πήγα απευθείας στο σημείο που το είχα αφήσει. Δεν ήταν εκεί. Έψαξα παντού. Ήμουν σε υστερία και η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Το βρήκα στον διάδρομο. Ήταν ανοιχτό με ένα κοπίδι. Αυτό έψαχνα χθες στα εργαλεία; Προσπαθούσα να καταλάβω αν ήταν εκεί το πρωί και αν το είχα ανοίξει το βράδυ που υπνοβάτησα. Έσκυψα από πάνω και είδα πως ήταν απλά ένα μαύρο κουτί. Το έπιασα και το έβγαλα από το σχισμένο έτσι και αλλιώς κουτί του ταχυδρομείου. Θα το έβαζα σε άλλο. Πίσω μου στον διάδρομο ακούστηκε μια παιδική φωνή ενός αγοριού.
«Ron? Where is Ron?» (Ρον; Πού είναι ο Ρον;)
Πάγωσα, σχεδόν λιποθύμησα. Γύρισα σιγά σιγά και είδα ένα μικρό αγόρι να με κοιτάζει με απορία. Φαινόταν φοβισμένο και κοιτούσε γύρω του. Μιλούσε αγγλικά. Του ζήτησα να καθίσει. Έτρεξα στο σαλόνι που νωρίτερα είχα αφήσει το κινητό μου και κάλεσα την αστυνομία. Γύρισα στον διάδρομο, ενώ ακόμα μιλούσα με τον αστυνομικό που απάντησε στην κλήση μου, την ώρα που γύριζα στον διάδρομο. Το αγόρι δεν ήταν εκεί. Άρχισα να το ψάχνω σε όλο το σπίτι. Πουθενά. Μόλις έφτασε η αστυνομία αρχίσαμε να ψάχνουμε όλοι μαζί. Ρωτήσαμε και στα γύρω σπίτια. Κανένας δεν είχε δει το αγόρι.
Οι αστυνομικοί φάνηκε να μην με πιστεύουν. Μου έκαναν αλκοτέστ και όσο περνούσε η ώρα τους έβλεπα πως δεν ενδιαφέρονταν το ίδιο ζεστά, όπως στην αρχή. Με έβαλαν και τους είπα όλη την ιστορία με το κουτί, το πώς έφτασε στην κατοχή μου καθώς και όλα όσα μεσολάβησαν. Ήρθε και η σήμανση και πήρε αποτυπώματα. Η αστυνομία φυσικά κράτησε το κουτί.
Την επόμενη μέρα τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο περίεργα. Η αστυνομία μου είπε πως βρήκε πράγματι δαχτυλικά αποτυπώματα παιδιού στο σπίτι και μάλιστα ακόμα και το όνομα που το παιδί μου είπε, φάνηκε να τους οδηγεί κάπου. Είχαν στείλει διεθνές σήμα για την περιγραφή και τα δαχτυλικά αποτυπώματα περιμένοντας απαντήσεις. Εν τω μεταξύ η υπόθεση βγήκε στη δημοσιότητα και ασχολήθηκαν όλοι για να βρουν το μικρό παιδί.
Από την άλλη μεριά του Ατλαντικού τα νέα που ήρθαν έκαναν τα πράγματα ακόμα πιο περίεργα. Όντως ένα τρίχρονο αγόρι που ονομαζόταν Τιμ είχε εξαφανιστεί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ονομαζόταν Ρον και μάλιστα είχε αναφέρει στις αρχές που όταν χάθηκε ο αδερφός του έπαιζε με ένα μαύρο κουτί. Οι αναλυτές πάντως που εξέτασαν το δικό μου κουτί δεν βρήκαν τίποτε το παράδοξο, επομένως δεν έχουν ενδείξεις για το πώς συνδεόταν αυτό με την εξαφάνιση του παιδιού.*
Μέχρι και σήμερα που μιλάμε, δεν έχει υπάρξει κανένα νέο αυτού του παιδιού. Μόλις είδα τις φωτογραφίες το αναγνώρισα. Ήταν απίστευτο ότι ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που το είδε. Πολλοί είπαν πως το παιδί έχει πεθάνει και είδα ένα φάντασμα. Άλλοι όμως επιμένουν πως είναι το κουτί… Δεν θα μάθουμε ποτέ.
Από εκείνη την ημέρα και μετά τίποτε το περίεργο δεν συνέβη. Ή…σχεδόν τίποτα! Το ίδιο εκείνο βράδυ μετά την κουραστική ημέρα δεν έμεινα σπίτι, μα πήγα να κοιμηθώ στο σπίτι ενός φίλου. Δεν θα άντεχα μέσα στη νύχτα να δω το μικρό παιδί μπροστά μου.
Την άλλη μέρα πήγα σπίτι μου να πάρω κάποια πράγματα και να πάω στη δουλειά. Είχα παραπάνω δουλειά γιατί η εφημερίδα μου και ο διευθυντής μου κύριος Βανέσης, θέλει το αποκλειστικό ρεπορτάζ που έτσι και αλλιώς έχω.
Μπήκα και μέσα στο σπίτι. Έξω από την πόρτα υπήρχε ένα άλλο κουτί. Το άνοιξα και θα ορκιζόμουν ότι το κουτί επέστρεψε σε μένα, αν δεν ήμουν σίγουρος πως το έχει η αστυνομία. Πήρα ο ίδιος να το επιβεβαιώσω. Εκεί ηρέμησα. Προφανώς κάποιος ήθελε να μου κάνει πλάκα. Πήγα βιαστικά στο γραφείο μου και πήρα την τσάντα με το λαπτοπ μου. Γυρνώντας να φύγω ορκίζομαι πως είδα το αγόρι να περνάει τρέχοντας τον διάδρομο. Πήγα να μιλήσω μα μου έκανε νόημα να σωπάσω. Πήγα να μιλήσω να του πω ότι τον ψάχνουν όλοι, μα ακόμα μια φορά πάγωσα. Πίσω του μια τεράστια μαύρη σκιά, ψιλόλιγνη και τρομακτική περπατούσε σαν τίγρη που ψάχνει το θύμα της. Κοίταξε προς το μέρος μου μα δεν φάνηκε να ασχολείται μαζί μου. Έτρεξε πίσω από το παιδί.
Έτρεξα και εγώ. Ό,τι και να ήταν αυτό, κυνηγούσε ένα μικρό παιδί. Έστριψα στη γωνία της πόρτας και είχαν χαθεί και οι δύο. Το μαύρο κουτί ήταν εκεί. Ναι ξέρω τι σκέφτεστε. Κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουν. Αλλά πριν κοιτάξω το κουτί, κοιτούσα γύρω μου. Θα μπορούσε να είναι παγίδα. Τίποτα δεν ήταν εκεί. Πλησίασα το κουτί. Το άνοιξα. Ένα απόκοσμο ουρλιαχτό ακούστηκε και σεισμός κούνησε όλο το σπίτι. Έσπασαν τα τζάμια, τα βάζα, τα ποτήρια, οι καθρέφτες, όλα! Για αρκετή ώρα τα αυτιά μου βούιζαν και ένιωθα μουδιασμένος. Είχα πέσει στο πάτωμα ανήμπορος. Το κουτί ήταν δίπλα μου.
Πριν κλείσουν τα μάτια μου είδα το πόδι μπροστά από το κουτί. Ένα μεγάλο μαύρο πόδι. Έμοιαζε να είναι σάπιο. Δυσωδία ερχόταν από το πλάσμα μπροστά μου. Κοίταξα προς τα επάνω. Πίστευα πως ήταν οι τελευταίες μου στιγμές. Ό,τι κι αν ήταν αυτό κρατούσε στα χέρια του το παιδί. Το παιδί σχεδόν υπνωτισμένο με κοιτούσε και δεν αντιδρούσε. Τα μάτια του… Τα μάτια του ήταν κενά. Το πλάσμα άπλωσε το χέρι του προς το πρόσωπό μου και αμέσως μετά όλα έσβησαν.
Ώρες αργότερα συνήλθα. Κάλεσα και την αστυνομία. Ένα περιπολικό ήρθε, πήραν κατάθεση, κάπως απρόθυμα, και πήραν το κουτί στη σήμανση. Το κουτί δεν επέστρεψε με κανέναν μαγικό τρόπο. Η ιστορία μου μαθεύτηκε φυσικά. Στην εφημερίδα το έμαθαν όλοι, όπως και η Σοφία. Ήρθε και με βρήκε. Μου είπε πως έπρεπε να την έχω ενημερώσει και πως θα έπρεπε να μην έχω παραγγείλει ποτέ κάτι τέτοιο. Είχε δίκιο, μα ό,τι έγινε, έγινε και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για να το αλλάξω.
Επικοινώνησα με την οικογένεια του παιδιού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τους είπα για την εμπειρία μου, αλλά δεν ανέφερα το τελευταίο κομμάτι. Ο αδερφός του φώναζε πως έφταιγε το κουτί και ότι ο μπαμπούλας έχει πάρει τον αδερφό του. Ότι ζει και θα τον βρει. Ο μπαμπούλας; Δεν είχα σκεφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι αυτό που είδα, θα μπορούσε να είναι ο μπαμπούλας. Άλλωστε ο μπαμπούλας ήταν πάντα για τα παιδιά.
Έχουν περάσει έξι μήνες από τότε και θα αναρωτιέστε όλοι γιατί διαβάζετε αυτές τις σειρές. Έγραψα την ιστορία μου, γιατί πρέπει να ξέρετε τι έχει συμβεί. Γιατί φοβάμαι και ήθελα να ξορκίσω τον φόβο μου. Γιατί το κουτί επέστρεψε, εδώ και τέσσερις μέρες, πάλι πίσω στο ράφι μου. Γιατί δεν έχω τα κότσια να πω σε κανέναν το πόσο φοβάμαι. Δεν έχω κομηθεί καθόλου. Ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό πως τον έχω δει άλλες δύο φορές μέσα σε αυτές τις ημέρες. Μόνο εκείνον, όχι το παιδί. Ορκίζομαι πως τον νιώθω να με κοιτάζει, να με παρακολουθεί. Δίπλα σε αυτό το γράμμα θα βρείτε τη διαθήκη μου. Αν κάτι συμβεί, θέλω να ξέρετε. Κάνει κρύο στο ίδιο μου το σπίτι…Θα ορκιζόμουν πως ώρες ώρες βλέπω μια λεπτή στρώση ομίχλης μέσα στο σπίτι. Μα φτάνει! Ως εδώ! Κουράστηκα!

***
Από την εφημερίδα New Spot
Αγνοείται για ενενηκοστή μέρα ο συνάδελφός μας, Γιώργος Ζαχίνης και όπως έχουμε υποσχεθεί όλοι εδώ στην εφημερίδα δεν θα αφήσουμε να ξεχαστεί η υπόθεση. Η αστυνομία επιμένει πως το γράμμα που άφησε ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα της επερχόμενης αυτοκτονίας και αρκετοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως τα γραφόμενά του αναδεικνύουν το σήμα κινδύνου που μας έστελνε. Απόδειξη στην οποία στηρίζονται όλοι οι ειδικοί, είναι το γεγονός πως το κουτί, στο οποίο αναφέρθηκε στο σημείωμά του, δεν έφυγε ποτέ ξανά από το εγκληματολογικό κλιμάκιο και στο σπίτι του δεν βρέθηκαν αποτυπώματα ή γενετικό υλικό από άλλους ανθρώπους.
Η εφημερίδα μας συνεχίζει τις έρευνες και παρακαλεί τους αναγνώστες να βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούν.  Σε επικοινωνία που είχαμε με τον αποστολέα του κουτιού, εκείνος μας είπε πως φοβάται πως το κουτί έκανε πάλι ζημιά και ενώ λυπάται για τον άνθρωπο που χάθηκε, νιώθει ευγνώμων που δεν είχε ο ίδιος αυτή την τύχη.
Από την άλλη μεριά, έγκυρες πηγές μας μέσα από το εγκληματολογικό που θέλουν να παραμείνουν ανώνυμες, επιμένουν πως το κουτί έχει επιδείξει δραστηριότητα παρόμοια με αυτή της περιγραφής και προσπαθούν τρόπο να ξεκλειδώσουν το μυστήριο, χωρίς κάποια επιτυχία μέχρι στιγμής.
«Πρόκειται για έναν άνθρωπο, φυσικά θα ερευνήσουμε όλα τα σενάρια όσο ακραία και να είναι», είναι η επίσημη θέση του τμήματος.
Για οτιδήποτε νεότερο, θα ενημερώνεστε μέσα από τη στήλη μας, καθώς και από τα ηλεκτρονικά μας μέσα.
Σοφία Λαέρτη
Δημοσιογράφος



* Η αναφορά στην ιστορία στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, αφορά την πρώτη δημοσιευμένη ιστορία μου στα αγγλικά The Box in the Yard. Μπορείτε να την κατεβάσετε και να τη διαβάσετε εδώ.

Γραφτείτε για προσωπική επικοινωνία και νέα με τον Συγγραφέα!

Subscribe

* indicates required

Intuit Mailchimp

Τελευταία Νέα

Ο Τρόμος στις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ

Η πρώτη μου επαφή με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, παραδόξως δεν ήταν μέσα από τις ταινίες του, αλλά από την παιδική σειρά οι Τρεις Ντετέκτιβ . Στην ...

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κατεβάστε και διαβάστε δωρεάν τη νουβέλα «Ο Δαίμων του Τυπογραφείου»